Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Μετά τον θάνατο του

Από μικρό κοριτσάκι, θυμάμαι, πάντοτε να κλείνω τα αυτιά μου, σαν περνάει ασθενοφόρο.

Ακούγοντας εκείνον τον διαπεραστικό ήχο, πάντοτε η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και το στομάχι μου γινόταν κόμπος, κάνοντας το άγχος να μεγαλώνει, ώρα με την ώρα, κάνοντας τα μάτια μου, να βουρκώνουν.
Άραγε ποιος δεν είναι καλά, απόψε και κάθε απόψε;

Άραγε ποιος πεθαίνει και σήμερα, και τώρα, και αυριο, και μετά; Ποιος θα είναι ο επόμενος; Ποιος δεν άντεξε και τα παράτησε; Ποιος εγκατέλειψε την μάχη; Ποιος το έβαλε κάτω; Ποιος ολοκλήρωσε τον σκοπό του σε αυτή την γη; Ποιος έφυγε;

Και έπειτα σιωπή. Και έπειτα βροχή. Και έπειτα... πόνος!

Μικρή, με θυμάμαι τις βροχερές μέρες να κάθομαι στο παράθυρο και να χαζεύω τα μικρά φωτάκια που έφεγγαν στον δρόμο της πόλης, ακούγοντας τα αυτοκίνητα που περνούσαν, σε συνδυασμό με τις σταγόνες της βροχής.

Τώρα πια, χαζεύω εκείνο το παράθυρο με δάκρυα στα μάτια, όταν ξέρω ότι από το απέναντι μπαλκόνι δεν θα φανεί η μορφή του μικρού αγοριού να παίζει με τα αυτοκινητάκια του, να ζωγραφίζει και να γράφει, να μιλάει στο κινητό και έπειτα να κάθεται με μια κιθάρα στο χέρι, κοιτάζοντας το παράθυρο και τραγουδώντας τραγούδια, που ηρεμούσαν την ψυχή.

Πάντα με φόβιζαν οι αστραπές. Και ιδιαίτερα εκείνη την νύχτα. Πίστευα πως ήταν απλώς μια μπόρα, πίστευα πως όλο αυτό θα περνούσε γρήγορα. Μα κάτι δεν θα ήταν ξανά το ίδιο μετά από εκείνο το βράδυ. Η πληγωμένη μου καρδιά, το ήξερε.

«Πως είσαι;»
Έστειλα γρήγορα, καθώς κατέβαινα τα σκαλιά με της πολυκατοικίας, όταν οι φωνές των κοριτσιών από δίπλα μου, με έκαναν να πάρω το βλέμμα μου από το κινητό και στρέφοντας όλη μου την προσοχή πάνω τους, φορώντας ένα ψεύτικο χαμόγελο.

Πίστευα ότι θα ήσουν ευτυχισμένος. Πίστευα ότι αφού θα είχες φτιάξει την ζωή σου, όταν επέστρεφα θα ήσουν καλά. Πίστευα ότι όλα όσα έγραφες ήταν κακόγουστες φάρσες και πως δεν θα έφευγες. Πίστευα ότι θα έμενες εδώ, να το παλέψουμε μαζί και εάν δεν ήθελες να τα περάσεις όλα αυτά μαζί μου, με εκείνη και με κάθε εκείνη. Πίστευα ότι δεν θα τα έβαζες τώρα κάτω. Πίστευα. Πίστευα. Πίστευα.

Η νύχτα περνούσε με αργούς ρυθμούς και όπως κατέβαινα από το αστικό, η επιθυμία μου να τρέξω μέχρι το σπίτι σου ήταν αρκετά μεγάλη. Μα πίστευα ότι δεν ήταν σωστό να σε ενοχλήσω. Ήθελες τον χρόνο σου. Έπρεπε να πάρεις τον χρόνο σου.

Και πάλι το άγχος μου και η ανησυχία μου για σένα άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους και η καρδιά μου ένιωθα να χάνει και έναν χτύπο, κάθε φορά που τα πόδια μου άγγιζαν το έδαφος. Που να είσαι όμως τώρα;

Θυμάμαι που κάποτε γελούσες. Εσύ, ναι, εσύ- όσο και αν σου φαίνεται περίεργο- γελούσες. Καθώς το ζεστό αεράκι του καλοκαιριού χτυπούσε το πρόσωπο σου, γελούσες. Καθώς η αλμύρα της θαλάσσης, κάλυπτε όλο σου το σώμα, γελούσες. Ακόμη και όταν προσπαθούσες να φανείς σοβαρός, γελούσες. Γαμωτο, γελούσες. Γελούσες πολύ εκείνο το κατακαλόκαιρο. Και τώρα το μόνο που βλέπω είναι σημάδια και δύο κατακόκκινα μάτια, χαμένα στο άπειρο. Χαμένα στο σκοτάδι.

Ξαφνικά, τα μάτια μου ανοιγόκλεισαν, βλέποντας την απάντηση σου στην οθόνη.

«Ξέρεις κάτι; Κουράστηκα. Κουράστηκα να προσπαθώ, κουράστηκα να κοιτάζω πάντα τους άλλους και όχι εμένα τον ίδιο. Νιώθω πως δεν αντέχω άλλο, δεν έχω καν χώρο εδώ. Συγγνώμη... Θέλω να προσέχεις, εντάξει;»

Κοιτάζοντας το μήνυμα, ένιωσα ένα δάκρυ να είναι έτοιμο να κυλήσει, μα το συγκράτησα γρήγορα.

Ώστε αυτό είναι το τέλος; Θα φύγει έτσι απλά; Χωρίς να παλέψει; Χωρίς να πολεμήσει για την δική του ευτυχία; Χωρίς να προσπαθήσει καν; Θα φύγει και θα με αφήσει μόνη;

«Μην φύγεις. Μην με αφήσεις και συ. Σε παρακαλω, όχι τώρα. Θα το παλέψουμε μαζί ο,τι και αν είναι. Απλά μην φύγεις.»
Πληκτρολόγησα και περίμενα για λίγα λεπτά μια απάντηση. Μια απάντηση που δεν ήρθε ποτέ. Μια απάντηση που δεν θα έρθει ποτέ. Για γαμημένη απάντηση που έπρεπε να είχε έρθει, αντί γι αυτό που έγινε στη συνέχεια.

Η σειρήνα ακούστηκε ξαφνικά, ξεπερνώντας τον ήχο της βροχής που ακουγόταν ήσυχα στους άδειους δρόμους της πόλης- κάνοντας την καρδιά μου να χτυπήσει δυνατά-, περνώντας τους πάντες στο πέρασμα της, για να βρεθεί εκεί που έπρεπε. Για να προσπαθήσει να σώσει τον οποιοδήποτε που δεν μπορούσε να βοηθήσει τον εαυτό του. Προσπαθούσε να σώσει εκείνον που προσπαθούσε να τα παρατήσει. Εκείνον που κρεμόταν από μία κλωστή. Εκείνον που υπέφερε. Εκείνον που πονούσε. Εκείνον που δεν ήθελε να είναι πια εδώ.

Ήθελες και συ πράγματι να φύγεις; Ήθελες και εσύ πράγματι να σταματήσεις τον πόνο; Μετάνιωσες καθόλου για όλα αυτά που προκάλεσες; Γιατί σκέφτηκες πως αυτή είναι η μόνη λύση; Γιατί έφυγες; Γιατί δεν προσπάθησες;

Το ασθενοφόρο σταμάτησε ακριβώς στην είσοδο της πολυκατοικίας σου και τα ουρλιαχτά της μητέρας σου κάλυψαν τον άδειο δρόμο, προκαλώντας ηχώ στο μυαλό μου.

Το θυμάμαι σαν τώρα, και ας έγινε μόλις χθες το βράδυ. Η ομπρέλα μου έπεσε στο πάτωμα και τα μάτια μου βουρκωσαν, σαν σε είδαν να στέκεσαι στο βρεγμένο έδαφος, ντυμένος στα κόκκινα. Στάθηκα στην άκρη και τους έβλεπα να σε βάζουν στο φορείο, ενώ η μητέρα σου ούρλιαζε ενώ όλη η γειτονιά ειχε μαζευτεί τριγύρω, κοιτάζοντας με δέος την κατάσταση.

Ήσουν νεκρός; Δεν μπορεί να ήσουν νεκρός, έτσι δεν είναι;

Μίλα μου. Πες μου κάτι, πες μου ότι είναι ένας εφιάλτης και όπου να ναι θα ξυπνήσω. Πες μου ότι είναι άλλη μία από τις φάρσες σου. Μίλησε μου, σε παρακαλώ. Σε εκλιπαρώ, κάνε κάτι.

Στάθηκα λίγο πιο πέρα και παρακολουθούσα την πόρτα του ασθενοφόρου να κλείνει, όταν τα πόδια μου δεν άντεξαν άλλο και κατέρρευσαν.

Ήσουν φίλος μου. Φίλος μου. Και σε αγαπούσα πιο πολύ και από την ζωή μου και ας είχε σπάσει σε χίλια κομμάτια. Σε αγαπούσα. Σε αγαπούσα στα εύκολα, στα γέλια στις χαρές. Σε αγαπούσα στις λύπες, στα δύσκολα βράδια με τα δάκρυα στα μάτια, στα άσχημα, σε όλα.

Και εσύ έφυγες. Δεν άντεξες, έτσι απλά, έφυγες. Και άφησες πίσω σου και τον “θάνατο” μου. Και άφησες πίσω και τις πληγωμένες ψυχές των φίλων, των δικών σου και της κοπέλας σου.

Ούτε καν εκείνη δεν σε έκανε χαρούμενο; Ούτε καν εγώ δεν μπορούσα να κάνω κάτι για να σε κρατήσω; Ούτε καν εγώ δεν σε έκανα χαρούμενο;

Έφυγες. Μα ήσουν στ' αλήθεια εδώ ή είχες φύγει από πολύ πιο πριν;

Και αν είχες φύγει, τότε γιατί τώρα πονάει περισσότερο;

Γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ τα βράδια, γιατί κλαίω και γιατί αυτή την στιγμή κοιτάω παλιές συνομιλίες ενώ πνιγώ τον καημό μου στο ποτό; Γιατί δεν αντέχω μακριά σου; Γιατί μου λείπεις;

Γιατί δεν έρχεσαι πίσω; Γιατί δεν επιστρέφεις;

Τίποτα δεν θα είναι το ίδιο, μετά το θάνατο σου.

Και έπρεπε να το βάλεις καλά στο μυαλό σου πριν πάρεις την απόφαση να φύγεις.

Να φύγεις. Για πάντα.

Η φωνή της μητέρας μου με επανέφερε στην πραγματικότητα, στρέφοντας το χέρι μου προς την πόρτα.

«Ήρθε η ώρα γλυκιά μου.»  ψέλλισε και κοίταξα για τελευταία φορά το απέναντι μπαλκόνι, σκουπίζοντας τα δάκρυα που δεν έχουν σταματήσει να πέφτουν στα κατακόκκινα μάγουλα μου, ενώ τα μάτια μου τα ένιωθα να τσούζουν. «Μπορώ να έρθω λίγο αργότερα;» ρώτησα με φωνή που σπάει και εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα πριν γνεύσει καταφατικά και απομακρυνθεί και χαθεί από το οπτικό μου πεδίο, αφήνοντας με μόνη.

Μόνη. Όπως με άφησες και εσύ.

Η σειρήνα του ασθενοφόρου έπαψε να ακούγεται όταν κατέβηκα τρέχοντας από το αυτοκίνητο του πατέρα μου, πλησιάζοντας όλο και περισσότερο την μητέρα και τον πατέρα του, προσπαθώντας να καταλάβω τι συμβαίνει.

Θα είναι καλά. Θα τον σώσουν. Θα είναι ζωντανός. Δεν θα φύγει τόσο εύκολα.

Περνώντας διάφορους ανθρώπους, είτε σπρώχνοντας τους, είτε βλέποντας με να τρέχω, εκείνοι έκαναν άκρη για να περάσω, σταμάτησα όταν είδα την μητέρα του να κλαίει στην αγκαλιά του άντρα της, πηγαίνοντας προς το μέρος τους, ανήσυχη πλέον.

«Είναι καλά; Τι σας είπαν;» ρώτησα και εκείνη μόλις με είδε, έβαλε περισσότερο τα κλάματα. «Σους, ηρέμησε.» ψέλλισε ο άντρας της και αφού την έβαλε να καθίσει, έστρεψε το βλέμμα του πάνω μου.

«Δεν ανέπνεε.» ψέλλισε και ακούγοντας τα λόγια του, έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου.

Δεν ανέπνεε;

Δάκρυα άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους, σκουπίζοντας τα γρήγορα.
Όχι, δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό. Δεν μπορεί να είναι νεκρός, δεν γίνεται να έχει φύγει. Όχι τώρα. Όχι έτσι.

Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά και ένας γιατρός μας πλησίασε, κάνοντας την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά όσο οι σκέψεις μου ούρλιαζαν το όνομα του και η εικόνα του να είναι πεσμένος στο έδαφος, παραμένει ακόμη στο μυαλό μου.

«Είστε οι γονείς του;» ρώτησε εκείνος και ο άντρας με την γυναίκα εγνευσαν καταφατικά ενώ ένιωσα την παρουσία του πατέρα μου, δίπλα μου. «Πως είναι ο γιος μας; Είναι ζωντανός, έτσι δεν είναι;» ρώτησε η μητέρα του γεμάτη δάκρυα και εκείνος κούνησε το κεφάλι του, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.

«Ειλικρινά, λυπάμαι τόσο πολύ. Κάναμε ο,τι καλύτερο μπορούσαμε αλλά πλέον ήταν ήδη πολύ αργά.»

Φωνές. Εκατοντάδες φωνές μέσα στο μυαλό μου. Ουρλιαχτά. Κρότοι. Τα θυμάμαι σαν τώρα, τα ουρλιαχτά και τους λυγμούς της μητέρας σου, πέφτοντας στο έδαφος, σπαράζοντας από τον πόνο. Τον πόνο που εσύ προκάλεσες. Τον πόνο που ίσως δεν θα υποχωρήσει και ποτέ.

Έναν πόνο αβάσταχτο για να τον κουβαλήσει ο ώμος ενός ανθρώπου.

Το απέναντι μπαλκόνι πλέον φαίνεται θολό από το παράθυρο μου. Ο πόνος που νιώθω, νιώθω να έχει βαρύνει το σώμα μου, εμποδίζοντας με να κουνηθώ.

Που να είσαι τώρα; Περνάς καλά εκεί πάνω; Έχεις ηρεμήσει ή βασανίζεσαι και εκεί; Έχεις μετανιώσει καθόλου; Θα ήθελες να γυρίσεις πίσω άραγε;

Τα μάτια μου ανοιγόκλεισαν και έφτιαξα καλύτερα το μπουφάν πάνω μου, περπατώντας με βαριά καρδιά προς την έξοδο του σπιτιού, βγαίνοντας στον δρόμο και προχωρώντας προς την τελευταία κατοικία σου.

Ο αέρας που φυσούσε, έκανε τα μαλλιά μου να μπαίνουν μέσα στα μάτια μου και καθώς περνούσα απέναντι από το σπίτι σου, νόμιζα ότι είδα την μορφή σου, να κάθεται στο πεζουλάκι και να μου χαμογελάει, μα κοιτώντας ξανά προς εκείνη την κατεύθυνση, δεν υπήρχες.

Δεν υπήρχες πλέον. Δεν θα ξανά ακούσω την φωνή σου και δεν θα ξαναδώ τα πανέμορφα σου μάτια. Δεν θα αράζουμε πλέον στην ταράτσα του σπιτιού σου και δεν θα σε ξανά ακούσω να τραγουδάς. Δεν θα ξαναδώ την μορφή σου να με πλησιάζει και δεν θα ξανά ακούσω το γέλιο σου..

Έφυγες. Έφυγες και τίποτα δεν το αλλάζει αυτό, πλέον.

Όταν άκουσα από τον γιατρό ότι έφυγες, ένιωσα τα πάντα μέσα στο διάδρομο να γυρνάνε και ο αέρας να μειώνεται επικίνδυνα πολύ, κάνοντας με να παραπατήσω και να πέσω κάτω, ενώ τα βλέφαρα μου τα ένιωθα να σφραγίζουν, ξαφνικά.

Όταν τα άνοιξα, το επόμενο πρωί, βρισκόμουν μόνη σε ένα δωμάτιο, με τους ψυχρούς άσπρους τοίχους του νοσοκομείου να με πνίγουν ώρα με την ώρα ακόμα περισσότερο, ενώ η μητέρα μου, κοιμόταν δίπλα μου, σε μια από τις καρέκλες που υπήρχαν.

Το αεράκι που ερχόταν στο δωμάτιο, έκανε κάθε άκρο μου να ανατριχιάζει, κάνοντας με να κρυώνω. Μόλις ξανά άνοιξα τα μάτια μου, η μητέρα μου μου έπιασε το χέρι, χαϊδεύοντας μου τα μαλλιά. «Πως είσαι;»

Έπιασα τους κροτάφους μου και την κοίταξα, ανήσυχα. «Λίγο πονοκέφαλο έχω μόνο. Οι άλλοι είναι καλά;» εκείνη εγνευσε αντιφατικά, κοιτάζοντας την πόρτα, όπου στεκόταν ο πατέρας μου. «Η μητέρα του όλη την ώρα έκλαιγε. Χρειάστηκε να της δώσουν ηρεμιστικά και τώρα κοιμάται στο δίπλα δωμάτιο.» έκλεισα τα μάτια μου και τα δάκρυα έκαναν για ακόμη μια φορά την εμφάνιση τους.

Γιατί δεν σε έσωσα; Γιατί δεν ήμουν εκεί όταν πραγματικά με είχες ανάγκη; Γιατί δεν έκανα κάτι; Γιατί δεν σε έκανα να μείνεις;

«Μαμά...» ψιθύρισα και πλέον άρχισα να κλαίω με λυγμούς ενώ εκείνη με πλησίασε, βάζοντας με στην αγκαλιά της.

Και έπειτα σιωπή. Και έπειτα φωνές. Και έπειτα σπαραγμός. Και έπειτα, τα κατακόκκινα μου μάτια συνάντησαν εκείνα του πατέρα μου και έπειτα της μητέρας μου.

Πλησιάζοντας το πλήθος, ένιωσα το αεράκι να τρυπάει το δέρμα μου, λες και ήμουν εκτεθειμένη μπροστά στα καιρικά φαινόμενα, δίχως σάρκα. Μονάχα με την πληγωμένη μου ψυχή.

Από μακριά μπορούσα να παρατηρήσω τον πατέρα του να κρατάει την μητέρα του γερά, ενώ εκείνη ήταν με ένα μαντήλι στα χέρια, κλαίγοντας με λυγμούς και φωνάζοντας το όνομα του πότε πότε, ώστε να μην το ξεχάσει κανείς. Ώστε να μην χαθεί και εκείνο, όπως το έκανε ο ίδιος. Όπως έφυγε ο ίδιος.

Πιο πέρα, καθόταν οι συγγενείς του και λίγο πιο πίσω, καθόταν η κοπέλα του, κλαίγοντας άηχα, ενώ από δίπλα της, ο αδερφός της της χάιδευε την πλάτη, ως ένδειξη παρηγοριάς.

Πιο δίπλα, καθόταν οι λιγοστοί φίλοι του, άλλοι κλαίγοντας, άλλοι έχοντας μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια τους, άλλοι κοιτώντας το χώμα και άλλοι με ένα κενό πρόσωπο, σαν να μην καταλάβαιναν τι γινόταν.

Αφού έφτασα δίπλα από την μητέρα μου, κοίταξα τα χέρια μου που ήταν γεμάτα με γρατσουνιές και σημάδια, προσπαθώντας να μην βάλω τα κλάματα.

Αυτό ήταν; Έφυγες τόσο εύκολα; Τόσο γρήγορα και τόσο βιαστικά;

Το σώμα σου καλύπτηκε με χώμα και οι φωνές της μητέρας σου, κάλυψαν κάθε ησυχία που υπήρχε στο νεκροταφείο. Μα όσες φωνές και όσα κλάματα και να ριχτούν, δεν θα σε φέρουν πίσω.

Τίποτα δεν θα σε φέρει πίσω.

Το πλήθος άρχισε να αραιώνει, ενώ η μορφή της κοπέλας του να πέφτει στο χώμα, με έκανε να την πλησιάσω, χωρίς δεύτερη σκέψη και να της απλώσω το χέρι, βοηθώντας την να σταθεί ξανά στα πόδια της. Εκείνη άρχισε να κλαίει στην αγκαλιά μου πλέον και ένιωθα τον εαυτό μου να βουρκώνει για άλλη μια φορά.

«Πες μου ότι είναι όλα ένα ψέμα. Πες μου ότι είναι ζωντανός. Πες μου ότι η αγάπη μου δεν είναι εκεί κάτω. Πες το μου!» άρχιζε να φωνάζει, φεύγοντας από την αγκαλιά μου ενώ άρχισε να χτυπάει το στέρνο μου με μανία, με αποτέλεσμα να παραπατήσω και να πέσω στο έδαφος.

«Αρκετά!» φώναξε ο αδερφός της ο οποίος καθόταν δίπλα μας και την τράβηξε μαζί του, φεύγοντας και αφήνοντας με μόνη στο έδαφος, να κοιτάζω τον ουρανό.

Άραγε εκεί μένεις τώρα; Μας προσέχεις από μακριά; Είσαι χαρούμενος ή λυπημένος; Μας κοιτάζεις τώρα ή δεν είσαι εκεί πλέον;

Η ανάσα μου νιώθω να μειώνεται ώρα με την ώρα και ο κόμπος στο στομάχι δεν λέει να φύγει στιγμή από το σώμα μου.

Η μητέρα μου εμφανίστηκε δίπλα μου και αφού με βοήθησε να σηκωθώ, περπατήσαμε μαζί μέχρι το σπίτι εκείνου. Εκείνου που έφυγε. Εκείνου που δεν είναι πια εδώ.

«Είσαι εντάξει;» ρώτησε ο πατέρας μου που στεκόταν δίπλα μας σε όλη την διαδρομή και έμεινα να κοιτάω τον ουρανό. Πώς μπορώ να είμαι εντάξει όταν εκείνος έφυγε; «Θέλεις να πάμε στο σπίτι του ή θέλεις να σε αφήσουμε στο δικό μας;» ρώτησε πάλι και εγνευσα αντιφατικά.

«Θα είμαι εντάξει.» ψιθύρισα και εκείνος ένεψε με κατανόηση. «Άλλωστε εκείνος από εκεί ψηλά θα θέλει να σε βλέπει να χαμογελάς.» πρόσθεσε και έμεινα να κοιτάζω τον δρόμο.

Πώς μπορώ να είμαι χαρούμενη χωρίς εκείνον; Πώς μπορώ να ζήσω χωρίς να ξέρω ότι η μορφή του δεν θα ξανά φανεί από το απέναντι μπαλκόνι; Πώς μπορώ να μην κλαίω σαν ακούω το όνομα του; Πώς μπορώ να μην τον σκέφτομαι; Πώς μπορώ να μην τον αγαπάω ακόμα και μετά από τον θάνατο του;

Ανεβαίνοντας τα σκαλιά της πολυκατοικίας, το μυαλό μου πήγε στην πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου στο σπίτι του.

«Μην φοβάσαι. Θα σε συμπαθήσουν.» μου είχες πει τότε κρατώντας σφιχτά το χέρι μου, κάνοντας με να μην φοβάμαι. Που είσαι τώρα που σε έχω πιο πολύ από κάθε άλλη φορά, ανάγκη; Γιατί δεν είσαι εδώ;

Η πόρτα ήταν ανοιχτή και ο κόσμος ήταν λίγος, πίνοντας ήσυχα τον καφέ του,  χωρίς να μιλάει μεταξύ του, ενώ η μητέρα του καθόταν στον καναπέ με τις αδελφές της να της χαϊδεύουν παρηγορητικά τον ώμο, λέγοντας της λόγια για να ηρεμήσει, μα όντως μπορείς να ηρεμήσεις μετά από κατι τέτοιο; Πώς μπορείς να κοιμάσαι ήσυχος ενώ ξέρεις ότι το παιδί σου έφυγε από την ζωή; Πώς μπορείς να αδιαφορείς ενώ στην ουσία, ίδιο αίμα έρρεε από τις φλέβες σας;

Πώς μπορείς να μην καταρρέεις και να μην πονάς; Πώς μπορείς να μην κλαίς;

Η φωνή του ένιωθα να ακούγεται από μακριά ενώ ψιθύριζε το όνομα μου γλυκά, λέγοντας λέξεις παρηγορητικές, όπως τα τραγούδια του. Όπως κάθε μήνυμα, κάθε ανάσα. Μα εγώ γιατί δεν μπορώ να πάρω ανάσα;

Η μητέρα μου νιώθοντας ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, μου έδωσε το ποτήρι με το νερό. «Όλα θα περάσουν. Άμα δεν νιώθεις καλά, βγες στο μπαλκόνι.»

Έγνευσα αντιφατικά, πίνοντας λίγο από το ποτήρι. «Θα πάω να πλύνω λίγο το πρόσωπο μου.» ψέλλισα και χάθηκα στον διάδρομο, όταν είδα την πόρτα του δωματίου του ανοιχτή.

Πλησίασα διστακτικά προς τα εκεί και  παρατήρησα ένα χαρτί πάνω στο κρεβάτι του, μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιο του και πλησιάζοντας το κρεβάτι του, πιάνοντας στα χέρια μου το χαρτί.

«Για εσένα!» έγραφε πάνω με καλλιγραφικά γράμματα, οξύνοντας την περιέργεια μου.

Ήταν για εμένα, ή για κάποιον άλλον; Πώς βρέθηκε αυτό πάνω στο κρεβάτι του; Εκείνος το έγραψε ή το άφησε κάποιος φίλος του;

Ανοίγοντας το, μπόρεσα να ξεχωρίσω τα γράμματα του να είναι αποτυπωμένα στο χαρτί, με τον πιο μοναδικό τρόπο. Γράμματα γεμάτα πόνο. Γράμματα γεμάτα δάκρυ. Γράμματα γεμάτα τέχνη και έρωτα.

«Αγαπητή Ελλ,
Ξέρω πως νιώθεις προδομένη, ξέρω πως νιώθεις κενή, ξέρω πως κλαίς,– γαμωτο, κλαίς και κλαίς πολύ εξαιτίας μου– ξέρω πως δεν αντέχεις και ξέρω πως καμία συγγνώμη δεν θα το αλλάξει αυτό, καμία συγγνώμη δεν θα με φέρει πίσω αλλά θέλω να σου απολογηθώ για όλα. Αλλιώς περίμενα πως θα είναι αυτή η μέρα, - ποιος θα περίμενε ότι θα ερχόταν αυτή η μέρα, η τελευταία μέρα μου στην γη-  εγώ θα καθόμουν στο κρεβάτι μου με δάκρυα στα μάτια, γράφοντας αυτό το γράμμα και με τα δάκρυα μου να πέφτουν βροχή στα μάγουλα μου και έπειτα στο λευκό χαρτί, μουτζουρώνοντας τις σελίδες και ξέροντας πως σε λίγο δεν θα είμαι πια εδώ. Αντί γι'αυτό, οι λυγμοί μου ακούγονται σε όλο το σπίτι, καλύπτοντας στην σιωπή ενώ ο πόνος δεν λέει να περάσει και ώρα με την ώρα μεγαλώνει ακόμα περισσότερο, θυμίζοντας μου το πόσο πολύ πληρώνω κάθε συνέπεια των πράξεών μου.

Αλλά εγώ το επέλεξα αυτό. Εγώ επέλεξα να πεθάνω τώρα. Όταν το δεις αυτό εγώ θα έχω φύγει. Μα θα ήθελα να ξέρεις κάτι πριν φύγω. Θέλω να σου πω τα πάντα μα νομίζω ότι δεν θα φτάσουν οι λέξεις για να περιγράψω όλες μου τις σκέψεις και όλα μου τα συναισθήματα. Από τότε που σε γνώρισα μέχρι σήμερα, δεν έχω πάψει να ευχαριστώ τον Θεό– και ας μην πολύ πιστεύω, γιατί ποιοι είμαστε εμείς για να γνωρίζουμε αν πράγματι υπάρχει;– που σε γνώρισα. Είσαι τόσο υπέροχη, όσο ένα μπουκέτο από τα αγαπημένα μου λουλούδια. Όσο τα χιλιάδες βιβλία στην πιο μεγάλη βιβλιοθήκη σε ολόκληρο τον κόσμο. Όσο η αγαπημένη μου μελωδία και οι χιλιάδες στίχοι που βγαίνουν από το στόμα μου, ενώ τα χέρια μου αγγίζουν με τόση τρυφερότητα τις χορδές της κιθάρας. Είσαι τόσο μοναδική, όσο τα αστέρια ή και το φεγγάρι μαζί. Το χιούμορ σου και ο τρόπος που αποτυπώνεις τις λέξεις στο χαρτί, με κάνουν κάθε φορά να δακρύζω και να τρέμω. Ξέρω πως σου έχουν ραγίσει πολλές φορές την καρδιά– και σίγουρα από αύριο θα ανήκω και εγώ σε εκείνη την λίστα με όλους εκείνους τους μπάσταρδους – αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι δεν σηκώνεσαι στα πόδια σου και ότι δεν προσπαθείς να βοηθήσεις όλους τους ανθρώπους– φίλους σου και μη– που έχουν κάποιο πρόβλημα.

Είσαι τόσο γενναία που σε θαυμάζω. Σε θαυμάζω γιατί εγώ είμαι τόσο δειλός που δεν στάθηκα δίπλα σου, που σε έχω πληγώσει επανειλημμένα– και που ακόμα θα το κάνω, μέχρι να με ξεχάσεις– και που πλήγωσα και συνεχίζω να πληγώνω τους φίλους μου και τους δικούς μου. Μα κατάλαβε με λίγο. Πάντα έβαζα όλους τους άλλους πάνω από τον εαυτό μου. Πάντα. Και εκείνοι το εκμεταλλευόταν αυτό και αφού έπαιρναν αυτό που ήθελαν, με πέταγαν σαν σκουπίδι στο έδαφος. Κουράστηκα. Αλήθεια, κουράστηκα πολύ να προσπαθώ για όλους. Κουράστηκα να μην με υπολογίζει κανένας. Κουράστηκα να νιώθω τύψεις για κάθε τι που κάνω. Κουράστηκα να πληγώνω ανθρώπους. Απλα κουράστηκα.

Σε αγαπάω, σε αγαπάω με όλη μου την καρδιά, και ας σταματήσει να χτυπάει. Σε παρακαλώ, όταν το δεις αυτό, μην τολμήσεις και κλάψεις. Όσο και να νοιάζεσαι για εμένα, σε παρακαλώ– κάντο για εμένα– προσπάθησε να φανείς δυνατή. Δεν θέλω να ξέρω ότι έφυγα και άφησα πίσω μου τόσες πληγές, σε παρακαλώ, θα θέλω να σε βλέπω να γελάς– όπως θέλω και πάντα.

Μην τολμήσεις και αφήσεις τους δικούς σου ανθρώπους για να έρθεις να με βρεις, έχε μου εμπιστοσύνη, θα είμαι καλά εκεί πάνω και αμα πάω στον παράδεισο στον οποίο έλεγες ότι πάνε οι καλές ψυχές, θα έχεις και έναν άγγελο να σε προστατεύει. Σε αγάπησα πραγματικά και νοιάζομαι πολύ για εσένα. Και ίσως και να ένιωσα κάποια έλξη στην αρχή για εσένα μα ήμουν πολύ δειλός για να το παραδεχτώ στον εαυτό μου. Αλλά θα φύγω και είναι τόσο αργά για να αλλάξει αυτή η υπόθεση.

Η τάση για εμετό αυξάνεται ώρα με την ώρα και πλέον ουρλιάζω από τον πόνο, όσο τα χέρια μου τρέμουν και τα μάτια μου αρχίζουν να θολώνουν και πάλι από τα δάκρυα.

Μην γράψεις για εμένα ούτε έναν στίχο, ούτε ένα ποίημα. Ούτε καν βιβλίο. Θέλω να με θυμάσαι και να γελάς. Να θυμάσαι πως σε αγαπούσα όσο δεν αγάπησα ποτέ κανέναν. Έχω κάνει πολλές βλακείες στην ζωή μου και έχω μετανιώσει για όλα. Μα δεν μετανιώνω καθόλου που σε γνώρισα. Γιατί είσαι ένα διαμάντι, γεμισμένο με την λάμψη όλων των αστεριών.

Συγγνώμη και κάθε συγγνώμη– αν και ξέρω ότι δεν θα αλλάξει τίποτα– που θα σε αφήσω μόνη σου, δεν θα ήθελα ποτέ να σε αφήσω μόνη σου, ούτε και τώρα θέλω, αλλά έχω πάρει την απόφαση μου.

Δεν ξέρω καν γιατί άρχισα αυτό το γράμμα, ίσως γιατί δεν μπορούσα να στα γράψω από μηνύματα και δεν θα άντεχα να με ακούσεις από το τηλέφωνο να κλαίω, θα έκανες κάτι για να με σταματήσεις.
Σε αγαπάω, σε παρακαλώ, μην το ξεχάσεις ποτέ σου αυτό. Θα σε αγαπάω για όσο περισσότερο μπορώ και μετά από τον θάνατο μου. Η ψυχή μου δεν θα πάψει ποτέ να σε αγαπάει.

Σκούπισε τα δάκρυα σου, ξέρω ότι τώρα που θα κλείσω θα αρχίσεις να κλαίς για όλα αυτά. Μην το κάνεις, να ξέρεις ότι θα σε βλέπω και δεν θα μου αρέσει καθόλου αυτό. Σε παρακαλώ, προσπάθησε να μείνεις γερή στα πόδια σου, για μένα και για εσένα. Για εμάς.

Αυτό είναι το αντίο. Θα μου λείψεις, θα μου λείψει η φωνή σου, θα μου λείψουν τα γέλια και οι συζητήσεις μας. Θα μου λείψουν όλα. Μα σε λίγα μόλις λεπτά η ανάσα μου θα έχει κοπεί και όλα θα έχουν τελειώσει. Αυτό είναι το αντίο. Πρέπει να φύγω.
Ο αγαπημένος σου!»

Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν βροχή από τα πρησμένα από το κλάμα μάτια μου, ενώ έπεσα πάνω στο κρεβάτι, χώνοντας το κεφάλι μου στις κουβέρτες, μυρίζοντας το άρωμα του που δεν θα ξανά μυρίσω πια.

Γαμωτο γιατί πονάει πολύ; Γιατί νιώθω την καρδιά μου να σκίζεται ώρα με την ώρα; Γιατί νιώθω την ψυχή μου να ξεριζώνεται; Γιατί δεν σταματάει;

Και έπειτα σιωπή. Και έπειτα ο ήχος της βροχής που δυναμώνει άρχισε να ακούγεται από το ανοικτό παράθυρο, ενώ το κρύο ρεύμα, ένιωθα να χτυπάει το σώμα μου.

Είναι τόσο άδικο. Ήταν τόσο νέος και τόσο υπέροχος άνθρωπος και έφυγε γρήγορα. Έφυγε δίχως γυρισμό. Έφυγε και όχι απλά άφησε πίσω του συντρίμμια, αλλά άφησε πίσω του ψυχές βουτηγμένες στο κενό. Άψυχες οντότητες που θα βασανίζονται για μια ζωή, για μια αιωνιότητα.

Έφυγε και άφησε θρύψαλα. Ουρλιαχτά. Λυγμούς και κλάματα. Μα για ποιο πράγμα κλαίς εσύ; Για ποιο πράγμα βασανίζεσαι;

Έβγαλα το κινητό μου από το μπουφάν μου και μπήκα στην συνομιλία μας, αρχίζοντας να γράφω. Να γράφω αδιάκοπα, να γράφω για ώρες, για στιγμές, για λεπτά, για δεύτερα. Να γράφω τις σκέψεις μου, τα συναισθήματα μου, τους πόνους μου, τα παράπονα μου, όλα.

«Γαμώτο, πονάει πολύ. Λείπεις ήδη μια μέρα και έχω χάσει την γη. Δεν θέλω να ξέρω πως θα εξελιχθεί όλο αυτό και  πραγματικά αν όλα αυτά είναι ψέματα, ας σταματήσουν επιτέλους γιατί πονάω. Διάβασα το γράμμα και έβαλα τα κλάματα– εγώ, ναι, έβαλα ξανά τα κλάματα για εσένα– γιατί δεν πρόλαβα να κάνω κάτι για να σε σταματήσω. Γιατί δεν προσπάθησα, γιατί δεν έτρεξα όταν με χρειαζόσουν, γιατί δεν ήμουν εκεί όταν έπρεπε, γιατί σε αγαπάω και δεν αντέχω στην ιδέα να μην είσαι εδώ, γιατί είμαι και ήμουν ερωτευμένη μαζί σου, γιατί είσαι ο πιο όμορφος άνθρωπος που έχω συναντήσει ποτέ μου και έφυγες.»

«Γιατί πονάω και θα πονάω που ήρθα δεύτερη, γιατί πονάω που επέλεξες αυτή την λύση αντί να κάτσεις να σκεφτείς καθαρά, γιατί η ζωή δεν θα είναι ποτέ ξανά η ίδια, γιατί θα αρρωστήσω, γιατί η μητέρα σου είναι ένα ράκος, γιατί η κοπέλα σου, όπως και όλοι σου οι φίλοι αρνούνται να το πιστέψουν. Γιατί. Γιατί. Γιατί. Γύρνα πίσω ρε γαμωτο, μην με αφήνεις μόνη.»

Το χέρι σταμάτησε αυτόματα και η καρδιά μου έχασε έναν χτύπο.

Δεν θα γυρίσεις πίσω. Ο,τι και να κάνω, τίποτα δεν θα σε γυρίσει.

«Σε αγαπάω. Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ.» πληκτρολόγησα γρήγορα και αφού το έστειλα, σηκώθηκα από το κρεβάτι και κατευθύνθηκα στον καθρέφτη, κοιτάζοντας τον εαυτό μου.

Κόκκινα μάτια, μάγουλα και μύτη.
Γιατί τα δάκρυα δεν σταματάνε;

Σκούπισα τα δάκρυα μου, όταν είδα την μορφή του από τον καθρέφτη να στέκεται πίσω μου.

«Μην κλαίς.» ψιθύρισε και έκλεισα τα μάτια μου, ακούγοντας ξανά την φωνή του σαν νανούρισμα στα αυτιά μου. «Θα είμαι εδώ. Θα είμαι πάντα εδώ. Μην ανησυχείς, είμαι καλά. Θα σε προσέχω από εκεί ψηλά. Σε αγαπάω πολύ!» τον άκουσα να λέει και άνοιξα τα μάτια μου, κοιτάζοντας τον καθρέφτη και βλέποντας μονάχα εμένα.

Έφυγε. Και αυτό είναι οριστικό πλέον.

~~~
Θέλω να ευχαριστήσω όλους όσους πίστεψαν σε εμένα και στο ταλέντο μου. Επίσης θέλω να ευχαριστήσω και εκείνον, εκείνον τον έναν που χάρης σε αυτόν βρέθηκα εδώ, να γράφω αυτό το διήγημα που κέρδισε την τέταρτη θέση. Ευχαριστώ είδωλο.
Σε αγαπάω!

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro