~9~
Είναι τόσο άδικο το ότι δεν είμαι μαζί της. Ένας αφόρητος πόνος μου τρυπά τα στήθια. Πάνε μερικές μέρες μακριά της και η ζωή μου είναι τόσο άδεια και αδιάφορη χωρίς το βλέμμα της, χωρίς το γέλιο της, χωρίς το άρωμα της. Θα πέρναγα ώρες ολόκληρες εμπρός στα σκαλοπάτια της για να τη δω για ένα λεπτό, για να με προσπερνά και να με αφήνει μοναχό μου μέσα στη θλίψη μου. Κάποιο σκοτεινό παιχνίδι της ζωής έπαιξε με την καρδιά μου και την κλείδωσε σε έναν μοχθηρό έρωτα δίχως ανταπόκριση, δίχως ελπίδα και φως. Εγώ τώρα τραυματισμένος ναυαγός πως θα κοιτάω τον ήλιο το πρωί και πως το φεγγάρι το βράδυ εάν δεν το κοιτώ μαζί της; Ποιος είναι αυτός που με γέλασε και με έκανε να ελπίζω σε κάτι τόσο άψυχο, άχρωμο και άοσμο; Και επιτέλους πια Ζωή, δεν είναι αστείο! Η καρδιά μου δεν είναι ένα αστείο! Αναιδέστατη! Με ντροπιάζεις στα πουλιά και στα δέντρα, στα ρυάκια και στα παράθυρα των γειτόνων.
Τώρα άραγε τι να κάνει η καλή μου; Με θυμάται; Γιατί φοβάμαι μην με ξέχασε κι ας πάνε λίγες μέρες, γιατί φοβάμαι πως δεν ζω πια στη σκέψη της και στον ύπνο της. Γιατί όλα τέλειωσαν τόσο απότομα που ποτέ μου δεν την άγγιξα, ποτέ μου δεν τη γεύτηκα. Κατατρεγμένος, πρόσφυγας, μετανάστης, άνθρωπος και θύμα, θύτης και δολοφόνος, μια παλίρροια συναισθημάτων, μια ποικιλία ρόλων κι όμως κάθε βράδυ εγώ,ο ίδιος ξανά. Ως πότε θα ζω; Ως πότε θα ονειρεύομαι και θα αναπνέω; Όλα τώρα μονότονα. Όλα νοσταλγικά αφού τα μπράτσα μου δεν αγκαλιάζουν τα λεπτά χεράκια της και την ανάσα μου δεν κόβει το φιλί της. Θεέ και Κύριε, Φως και Μέρα πες στα αηδόνια ότι την αγαπώ, στείλτης ένα γράμμα, ένα δέμα, ένα πονεμένο βλέμμα να με λυπηθεί, να με λυτρώσει, κάτι να κάνει, μήπως και να με αγαπήσει. Ποιος με γέλασε; Ποιο πουλί; Ποια μέρα; Ποιος ουρανός;
Και χάνομαι ξανά και ξανά και όλο τρέχω να με πιάσω πριν πάλι πέσω και σκοντάψω και αυτή τη φορά χτυπήσω δυνατά και πεθάνω έξω από την αγκαλιά της. Φέρτε μου ένα μπουζούκι να βγάλω τον καημό μου και ένα ποτηράκι κρασί να πνίξω την τρέλα και τη δυστυχία του ερωτευμένου. Στην παραφροσύνη και τη δίνη θα ζω εγώ από εδώ και πέρα. Δεν θα έχω ζωή, πνοή, αγάπη και στοργή. Μενεξέδες και θάλασσες, κύματα και περιστέρια όλα περνούν εμπρός στα μάτια μου και με γελούν. Πως με γέλασες γυναίκα πονηρή δεν το πιστεύω. Πώς έχασα σπίτι, ζωή, καρδιά και όνειρα δεν το πιστεύω. Άραγε θυμάσαι; Άρα νιώθεις πόνο στην καρδιά ή χαζεύεις τα πουλιά που πετούν ανέμελα στο παραθύρι σου; Η πρώτη αγάπη, αξέχαστη, ένας ύμνος στην καρδιά και το μυαλό.
Σκέψεις, σκέψεις και ξανά σκέψεις και πάλι το ποτό και πάλι μια ανάσα βαθιά, μια αγκαλιά και μια θύμηση σου με κυβερνά. Είναι άδικη η ζωή αν αγαπάς. Είναι μόχθος, ένα ταξίδι χωρίς την Ιθάκη, ένας Οδυσσέας χωρίς την Πηνελόπη. Ο λόγος να αναπνέω ποιος να είναι; Ξέσπασα πάλι μέσα στο μυαλό με μια μελωδία ζεϊμπέκικου και ένα τσιγάρο χιλιοαναμμένο σε έκαψα, σε ξόρκισα και ελπίζω πως το πρωί δεν θα υπάρχεις.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro