~17~
Τι ήταν πάλι αυτό; Τι κακόγουστο αστείο ήταν αυτό το απότομο ξάφνιασμα; Έβαλα το χαρτάκι μέσα στην τσέπη του τζιν μου και προχώρησα ως το μίνι μάρκετ σαν να μην είχε συμβεί ποτέ αυτό. Στο μυαλό μου γύριζαν πολλές σκέψεις. Άραγε να ήταν η άνοιξη; Αλλά αυτό το σενάριο φάνταζε επιστημονικής φαντασίας με βάση τα περασμένα δεδομένα. Μπήκα στο μαγαζί και έπιασα μια έτοιμη σάλτσα και ένα πακέτο μακαρόνια. Τι κι αν ήταν εκείνη; Δεν μπορούσα να την ξεχάσω. Άλλωστε ποιος πολυταξιδευμένος και κατάκοπος ξεχνά μια δροσερή πηγή με νερού που είχε την τύχη να συναντήσει στο δρόμο του; Πήγα στο ταμείο και έβγαλα ένα τάλιρο. Τα μαλλάκια της, τα φρυδάκια της ακόμα και τα ζυγωματικά της ταλάνιζαν το μυαλό μου. Έστρεψα το κεφάλι μου και είδα μια μαύρη και θολή φιγούρα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Είχε γερτό το κεφαλάκι της όπως η άνοιξη μου.
-Τα ρέστα σας! έκανε μηχανικά η ταμίας και μου έδειξε τα δέκα λεπτά που είχε αφήσει δίπλα από το χέρι μου
Τα άρπαξα και βγήκα έξω. Η φιγούρα στεκόταν ακόμα εκεί. Λες τελικά να ήταν η άνοιξη μου που μου είχε αφήσει εκείνο το γράμμα έξω από την πόρτα μου; Σταμάτησα τα αμάξια για να πλησιάσω τη φιγούρα. Δίψαγα για ένα ακόμη ποτήρι δροσερό νερό. Ένας οδηγός με έβρισε με άπιαστες κουβέντες μα εγώ τον προσπέρασα. Στα χέρια μου κρατούσα τη σάλτσα και τα μακαρόνια. Ο δρόμος φάνταζε ατελείωτος μπροστά στη δίψα μου να φτάσω την πολυπόθητη φιγούρα. Ξανθά μαλλιά, μακριά και ανέμελα, γαλανά μάτια και λεπτά χείλια...Μα αυτή δεν ήταν η άνοιξη μου...!
-Μαίρη; αναφώνησα μόλις την είδα να στέκεται με ανοιχτές αγκάλες
Έμεινα στήλη άλατος. Ο κυβερνήτης του καραβιού μου μάλλον είχε βγει εκτός πορείας και δεν μπορούσε πια να γυρίσει το πλοίο. Πανικόβλητοι οι ταξιδιώτες βγαίνανε στο κατάστρωμα και στα παράθυρα και μάταια ζητούσαν ένα χέρι βοηθείας από τα πλάσματα της θάλασσας. Εγώ στεκόμουν στην άκρη του πλοίου και κοίταζα τα άγρια κύματα που χτύπαγαν με ορμή το πλοίο μου. Ανάξιος κυβερνήτης, πλοίαρχος και καπετάνιος. Αυτά τα ξανθά μαλλιά δεν ήταν άσπρα πανιά. Αυτά τα μαλλιά ήταν πλοκάμια πανούργα και δολοπλόκα. Αυτά τα γαλανά μάτια δεν ήταν θάλασσες ήρεμες και γαλήνιες, ήταν τρικυμίες, μπόρες και βοριάδες. Αυτή η γυναίκα ήταν η καταστροφή μου. Άραγε ποιος είπε ότι οι παλιοί λογαριασμοί κλείνουν με το πέρασμα του χρόνου; Νομίζω ποτέ κανένας!
-Σελίμ! Πόσος καιρός πάει! με τράβηξε μέσα στην αγκαλιά της και ένιωσα την ανάσα μου να κόβεται στα δυο με ένας δίκοπο μαχαίρι
-Τι κάνεις εσύ εδώ; έσμιξα τα φρύδια μου και την κοίταξα γεμάτος οργή
-Ήρθα να σε δω! Οι παλιοί καλοί φίλοι ποτέ δεν ξεχνιούνται ,σωστά; το πρόσωπο της είχε ένα ψεύτικο χαμόγελο, ένα κόκκινο ύπουλο χρώμα και μια οσμή θανάτου
-Δεν ήξερα ότι ήμουν παλιός καλός σου φίλος! την ειρωνεύτηκα και έκανα να φύγω
Μου κράτησε το χέρι και κοιτώντας υποτιμητικά τα μακαρόνια έστρεψε το βλέμμα της επάνω μου. Μια μπόρα κατέκλυσε όλο μου το κορμί. Τι κι αν μου ζητούσε να έρθει μαζί μου; Οι φλέβες μου φούσκωσαν και το στέρνο μου συσπάστηκε αναπάντεχα στη σκέψη αυτή. Ένας μικρόκοσμος κακών αναμνήσεων ταλάντευσε τις νευρώσεις του εγκεφάλου τη στιγμή που ο ουρανός είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και μια κακιά και καθόλου εύθυμη μπόρα θα ερχόταν να σκεπάσει το κεφάλι μου.
-Δεν θα μου κάνεις το τραπέζι; χαμογέλασε με τον ίδιο τρόπο που είχε χαμογελάσει και τότε
-Όχι Μαίρη! Δεν νομίζω πως υπάρχει λόγος! Σου είχα πει και τότε πως δεν ήθελα να έχω καμιά επαφή μαζί σου! της ξεκαθάρισα με τα μηνίγγια μου να τρέμουν και τον λαιμό μου να στεγνώνει
-Δεν πιστεύω ότι θα έπρεπε να μου μιλάς έτσι! μισόκλεισε τα μάτια της
Τόσα χρόνια μετά και εκείνη η γυναίκα με είχε του χεριού της. Έμοιαζα να είμαι μια ασήμαντη χάντρα από το μπεγλέρι της που κάθε τόσο τάραζε και χτυπούσε με τα μακριά και πανίσχυρα δάκτυλα της. Που είναι η άνοιξη να έρθει να με σώσει;
-Εσύ άφησες το γράμμα εκείνο κάτω από την πόρτα μου;
-Εγώ μάλιστα! Θέλω να με πας στο Θεό! χασκογέλασε και ένας κεραυνός έπεσε στο μακρινό βουνό
https://youtu.be/TT-JSVEUW_s
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro