~16~
Ο εφιάλτης μου εκτυλισσόταν εμπρός μου. Η Πιέρι έμοιαζε να έχει λιώσει μέσα στην αγκαλιά μου. Μετά από κάποια λεπτά σταμάτησα να κλαίω και την κοίταξα με πρησμένα μάτια. Τα γλυκά της ματάκια ήταν ένα απαλό ξημέρωμα. Της χάιδεψα το μάγουλο απαλά με την ανάσα μου κομμένη. Ένας πόλεμος συντάραξε τη Γη της. Ένας πόνος βασάνισε το προσωπάκι της, το αγγελικό πλάσμα εμπρός μου το είχε καταραστεί μια ανώτερη δύναμη, ένα κύμα, μια τρικυμία που μάτωσε το κορμάκι της. Σηκώθηκα απότομα με το βλέμμα της ανίδεο να με ακολουθεί. Κοίταξα με θυμό τον Πάρη που μας παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα. Τον προσπέρασα δίχως να θέλω το κορμί μου να αγγίξει το δικό του και κατευθύνθηκα προς την κουζίνα. Έπιασα μια φρεσκοβρεγμένη πετσέτα που ήταν ακουμπισμένη στον πάγκο και την έβαλα κάτω από την βρύση. Άφησα το κρύο νερό να τρέξει απάνω της και όταν πια την είχα λούσει την έφερα κοντά μου και έτρεξα και πάλι κοντά στην άνοιξη μου. Έπιασα τις μικρές τις παλάμες, δυο γουλιές δροσερό νερό και άρχισα να τρίβω το ξεραμένο αίμα που είχε κυλίσει ως τους αγκώνες της. Εκείνη δεν μιλούσε παρά μόνο με κοίταζε σοκαρισμένη. Είχε νιώσει τον πόνο όλης της πλάσης και αυτό εξαιτίας μου. Σκούπισα το αίμα μετά από κάμποση ώρα με τη μυρωδιά του να ανακατεύει τις αισθήσεις μου. Την κοίταξα με τα μάτια μου μπερδεμένα, με βλέμμα αλλοπρόσαλλο, χαμένο. Δεν μίλησε. Άφηνε μόνο το βλέμμα της να ξαπλώσει πάνω στο πρόσωπο και στα χέρια μου. Είχα τόσο μεγάλη ανάγκη να αγαπηθώ στο ναό της μα ήξερα πια πως κάθε ελπίδα μου είχε σβήσει. Έτρεξα ξανά στο μπάνιο της και μάζεψα τις γάζες από το ντουλαπάκι κάτω από τον καθρεφτη. Προσπέρασα τον Πάρη που συνέχιζε να μας παρατηρεί και της έδεσα τα χέρια. Το προσωπάκι της ήταν κόκκινο, λες και ένας σκληρός πυρετός έκανε ξόρκια στο κορμάκι της, μια εικόνα τραγική, ένας πόνος δεσποτικός, μια βάναυση ανάμνηση. Στάθηκα όρθιος μερικά βήματα πιο μακριά της. Την κοίταξα που συλλογιζόταν χαμηλά κοιτώντας τα δεμένα χέρια της.
-Συγγνώμη... ψέλλισα και έφυγα τρέχοντας από το σπίτι της
Έτρεξα σαν κυνηγημένος στο σπίτι του Πάρη και μάζεψα τα ρούχα μου. Τα έβαλα μέσα στον λαδί σάκο μου και έτρεξα στον κεντρικό δρόμο. Αυτή ήταν η τελευταία μέρα μου μέσα στη ζωή της. Αν ήθελε να ζήσει μαζί με τον Πάρη, ήταν δικαίωμα της. Ποιος ήμουν εγώ που της κατέστρεψα τη ζωή; Ένας αναιδής, ένα αίσχος, μια στερημένη μιζέρια, ένας ψεύτης προσευχόμενος μοναχός. Έτρεμα και ντρόπιαζα ξανά και ξανά την καρδιά μου με τις τελευταίες μας αναμνήσεις. Το κορμί μου θα το κρατούσα μακριά της αλλά τη ψυχή μου δεν θα μπορούσα ποτέ. Ακόμη και να πέθαινα, πάλι η ψυχή μου, η σκέψη μου, το νεκρό μυαλό μου θα ήταν κοντά της. Μια προσευχούλα για εμένα ποιος είχε;
Στην Αθήνα όλα ήταν μουντά, μαύρα, στεγνά, ρυτιδιασμένα, σκοτεινά, σκιασμένα. Κανένα φως, καμιά ουσία, πολλές αδιάφορες ζωές γύρω μου. Πάνε μέρες που έχω να βγω από το σπίτι. Τα κλεισμένα παραθύρια του σπιτιού μου ήλπιζα πως θα έκρυβαν την ντροπή μου, την ύπαρξη μου. Μια μάνα, η δική μου μάνα, σίγουρα θα ντρεπόταν για το πως φέρθηκα στην άνοιξη. Μια φόνισσα ζωή όμως με γέννησε και εμένα. Μια μήτρα, ένας ομφάλιος λώρος, μια αγκαλιά με νανούριζε. Γνώριζα καλά μέσα μου πως δεν ήμουν ένα αδίστακτο τέρας. Την αγαπούσα την άνοιξη. Ακόμα την αγαπώ και πάντα θα την αγαπώ. Αυτό το λάθος θα με κυνηγά μια ζωή, θα μου τρώει τα σωθικά, ένας δειλός Θησέας, μια ντροπιασμένη Αριάδνη που κρατάει ακόμα την κλωστή και τη δένει γύρω από τα πόδια της. Παγιδευμένος μέσα στις πράξεις μου, στο έγκλημα μου, την αγάπη μου για εκείνη. Θεέ μου άραγε αγαπάς και τέρατα σαν κι εμένα; Γιατί με έπλασες; Τι είναι η αγάπη; Πάντα θα είμαι μαθητής;
Η πείνα μου τρυπούσε το στομάχι. Είχα να φάω μιάμιση μέρα. Δεν έβγαινα έξω παρά μόνο ως το μικρό μίνι μάρκετ κάτω από το σπίτι μου. Πάει καιρός που είχα φύγει από κοντά της. Ένα κενό, ένα βουητό, μια ανούσια συνουσία που ποτέ δεν έπραξα με τράβαγε στα τραύματα μου. Στα κομμένα κομμάτια του πιάτου, στο σπάσιμο του, στα ματωμένα χέρια της. Άνοιξα την πόρτα άπλυτος και βρώμικος για να βγω έξω. Ένα μικρό χαρτάκι μου τράβηξε την προσοχή. Στεκόταν δίπλα από τα πόδια μου και με κοίταζε έντονα. Το άρπαξα και με σκύψιμο μου ζαλίστηκα. Χρειαζόμουν φαγητό. Το άνοιξα. Λεπτά γράμματα απλώνονταν πάνω του:
Μπορείς να με πας στο Θεό;
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro