~14~
Το θέαμα εμπρός στα μάτια μου ήταν αηδιαστικό, αποτρόπαιο και απωθητικό. Ο Πάρης την είχε κλείσει τα δυο του χέρια και τα χείλια τους πάλλονταν στο ρυθμό του έρωτα. Γιατί; Γιατί άνοιξη; Τον δικό μου θησαυρό, τον δικό μου παράδεισο, τη Γη και το χώμα μου δεν επέτρεπα σε κανέναν να αγγίζει όσο ζω. Μα τι λέω; Όλα αυτά ήταν πάντα μέσα στο μυαλό μου! Ποτέ μου δεν μπόρεσα να ανταποκριθώ στον έρωτα της σαν ένα σκληρό αρσενικό. Έφτυνα ξανά και ξανά το χώμα κάτω μου και εκείνο μου γύριζε το μίσος και την αποστροφή του με χαστούκια απανωτά, βάναυσα και με σταύρωνε πάνω σε ένα ξύλο άχαρο και άτσαλο. Μακάρι να μην τέλειωνε ποτέ η ώρα εκείνη που τα χειλάκια της χάιδεψαν τα δικά μου. Μα τι λέω; Μακάρι ποτέ της να μην το είχε κάνει! Τι προσπαθούσε να καταφέρει; Αν ήθελε να σπάσει τη ψυχή μου, τις ισορροπίες μου και τη ζωή μου ολόκληρη, τότε το είχε κάνει το λαμπρό κορμί της με τα ρουμπίνια και τα διαμάντια των χειλιών και των χεριών της. Έκρυψα το πρόσωπο μου για να μην βλέπω πια το άθλιο θέαμα που η ζωή θέλησε έτσι απλά να μου πετάξει εμπρός στα μάτια μου. Εκείνες οι καταραμένες μοίρες γιατί δεν μου έκοψαν την κλωστή της ζωής; Γιατί χαχανίζουν τρανταχτά πάνω στο κορμί μου; Γιατί με άφησαν να κάνω τόσα ταξίδια με το πλοίο της ψυχής μου και τελικά να πέσω με φόρα στο παγόβουνο της άνοιξης; Ένας τιτανικός, ένας Αχιλλέας και μια Αντιγόνη δεν έφταναν να κλάψουν για να σκεπάσουν με τα δάκρυα τους το θαμμένο κορμί μου. Άλλωστε ποιος κλαίει για έναν λιποτάκτη, έναν δειλό, έναν κενό;
Γύρισα απότομα την πλάτη μου και έτρεξα μακριά. Πίσω μου άκουγα την λεπτή φωνή της στο ρυθμό της σύγχυσης να μου φωνάζει ανάρμοστες λέξεις, κάτι σαν 'Μη φεύγεις! Δεν σου εξήγησα!'. Αυτή η Καλυψώ, εκείνες οι Σειρήνες και πιο πέρα το καραβάκι της ψυχής μου, το μπαλάκι, η κλωστή, μια ανούσια συνουσία του Θεού με τη ζωή.
-Περίμενε! με τράνταξε με το τράβηγμα του χεριού της
-Με πονάς! πήρα πίσω την παλάμη μου και την κοίταξε με μίσος, έτριψα τα δάκτυλα μου και περίμενα μια καλή δικαιολογία
Δεν ήμουν τίποτα άλλο, παρά ένας χαζός Οδυσσέας, η ντροπή της αρχαία τραγωδίας, μια κακή νέα έκδοση της.
Μου άπλωσε ένα πιάτο εμπρός μου. Το κοίταξα με σύγχυση και κρότο.
-Μάζεψα τις πίτες. Πεινάς; μου χαμογέλασε με πόνο, ένα οξύ χαμόγελο, ένα ναρκωτικό που μου έλεγε για θάνατο και ποτό
Για τι πράγμα μου μιλούσε; Μήπως για μια ευκαιρία να γευτώ το βράδυ μαζί της; Άρπαξα το πιάτο από τα χέρια της και το πέταξα με δύναμη και πόνο εμπρός της. Ένα θηρίο, ένας προδότης χωρίς χώρα, μέρος, χρόνο, εαυτό. Το πιάτο έπεσε στα απλωμένα χέρια της και έσπασε ανάμεσα στα δάκτυλα της. Συγκλονισμένος έβλεπα τα ματωμένα χέρια της να με κοιτούν παραπονεμένα, με ένα 'γιατί' να τρέχει από τα λεπτά της δάκτυλα και ένα δάκρυ μου να τρέχει να φτάσει το αίμα της.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro