Φόβος και ηρεμία...
Η ματιά της με εξέτασε από την κορυφή ως τα νύχια μα η ίδια παρέμεινε στυλωμένη στην ίδια θέση. Πέρασα τα δάχτυλα μου μέσα από τα μαλλιά μου και προσπάθησα να ανασάνω κανονικά, αλλά απέτυχα. Ένας κόμπος στη μέση του λαιμού μου με έπνιγε.
«Γιατί δεν μου το είπες;», ρώτησα σχεδόν ψιθυριστά. Για μια στιγμή, είχα την εντύπωση πως δεν με είχε ακούσει αλλά πάνω στην ώρα που ετοιμαζόμουν να επαναλάβω τα λόγια μου εκείνη αποφάσισε να απαντήσει. «Γιατί του υποσχέθηκα...».
Δεν έδωσα σημασία στις υπόλοιπες λέξεις που πρόφερε. Του υποσχέθηκα. Τι του υποσχέθηκε; Τον γνώριζε τόσο λίγο κι όμως τον εμπιστεύτηκε αρκετά για να του δώσει μια υπόσχεση που αργά ή γρήγορα θα έσπαζε – θα φρόντιζα ο ίδιος για αυτό.
«Τι του υποσχέθηκες;». Ήξερα πως η φωνή μου ακούστηκε στριγκή αλλά δεν με ένοιαξε ιδιαίτερα. «Ότι δεν θα προδώσω το μυστικό του», ψέλλισε εκείνη σταυρώνοντας τα δάχτυλα της μεταξύ τους. «Και τι είδους μυστικό είναι αυτό;», ρώτησα μέσα από σφιγμένα δόντια· είχα αρχίσει να χάνω την υπομονή μου. Η Νικόλ αναστέναξε δραματικά κι ύστερα έτεινε το χέρι της προς εμένα, αλλά εγώ το απέφυγα. «Μαικλ... Σε παρακαλώ», ψιθύρισε. «Ποιος διάολος είναι αυτός ο Άριους;», αναρωτήθηκα φωναχτά κι απ' ότι κατάλαβα αργότερα προκάλεσα τον εκνευρισμό της. Πετάχτηκε όρθια κι αφού στάθηκε μπροστά μου φώναξε: «ο Άριους είναι αυτός που σε έσωσε από το να γίνει το κεφάλι σου τρόπαιο στον τοίχο των κυνηγών». Πράγματι, αυτό έκανε; ,έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται.
Είχα ξοδέψει τόσο χρόνο να αναρωτιέμαι ποιος θα μας έσωζε από τον Άριους που δεν είχα προλάβει να συνειδητοποιήσω ότι προς το παρόν, το μόνο άτομο από το οποίο έπρεπε να σωθώ ήταν ο ίδιος μου ο εαυτός. Ήταν ηλίθιο να ψάχνω για πράγματα που δεν υπήρχαν ή να τα κατασκευάζω άθελα μου έτσι ώστε να καλύψω το κενό. Σταύρωσα τα χέρια μου μπροστά από το στήθος μου κι αναστέναξα χωρίς να ακουστεί ο παραμικρός ήχος. Το κεφάλι μου κρεμασμένο σε ένα πέτρινο τοίχο είναι το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα να συμβεί, σκέφτηκα και γύρισα για να την κοιτάξω.
Τα χείλη της ήταν σουφρωμένα από θυμό κι η έκφραση της σκληρή. Προσπάθησα να ρίξω μια ματιά στις σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό της, μα κάτι με εμπόδιζε. Προσπάθησα για δεύτερη φορά κι αμέσως ένιωσα λες κι είχα πέσει πάνω με τα μούτρα πάνω σε τοίχο. «Τι σκέφτεσαι;», ρώτησα χωρίς να θέλω να φανώ αδιάκριτος, αλλά μάλλον αυτό ήταν ακατόρθωτο. «Αναρωτιέμαι...», μουρμούρισε κι έπειτα από μια σύντομη παύση του ενός δευτερολέπτου συνέχισε, «Πώς είναι δυνατόν να ζηλεύεις τον Άριους τόσο πολύ;».
Προσπάθησα πολύ να οργανώσω την επόμενη μου απάντηση, όμως το μυαλό μου πρόλαβε να με αναγκάσει να την προφέρω πριν την επεξεργαστώ. «Τον ζηλεύω γιατί νιώθω ότι προσπαθεί να πάρει τη θέση μου», ψιθύρισα και βαθιά μέσα μου ευχήθηκα να μην είχε ακούσει όσα είπα. Αίφνης, εκείνη ακούμπησε το μάγουλο της στην πλάτη μου και τύλιξε σφιχτά τα χέρια της γύρω από τη μέση μου. «Κανείς ποτέ δεν θα πάρει τη θέση σου. Απλώς θέλει να βοηθήσει, αυτό είναι όλο», είπε σιγανά.
Τότε, όπως όταν κάτι σε χτυπάει κατευθείαν στην καρδιά και σε κάνει να αναθεωρήσεις τα πάντα, όλα όσα είχες σκεφτεί πριν, το σώμα μου χαλάρωσε και ο νους μου έμοιαζε πιο ξεκάθαρος. Κανείς ποτέ δεν θα πάρει τη θέση σου. Εκείνες οι λέξεις σάρωσαν το είναι μου σαν τυφώνας μέσα στον κατακαλόκαιρο· τόσο δυνατή ήταν η ισχύς τους.
Η Νικόλ χτύπησε τα δάχτυλα της μπροστά στο πρόσωπο μου, κάνοντας με να καταλάβω ότι είχα αφαιρεθεί. Δεν πρόλαβα να μιλήσω. Τα δάχτυλα της σφράγισαν τα χείλη μου κι ύστερα τα χείλη της όρμησαν κατά πάνω τους για να σιγουρευτούν πως θα παρέμενα σιωπηλός. Ένιωθα τόσο ανίσχυρος μπροστά στην ενέργεια και το πάθος που κρύβονταν πίσω από εκείνο το φιλί. «Αν ο Άριους σε ενοχλεί τόσο, μπορώ να του πω να φύγει», ψιθύρισε ακουμπώντας το κεφάλι της στην καμπύλη του λαιμού μου. «Όχι», απάντησα, «άφησε τον να μείνει. Μπορεί να τον χρειαστούμε». Εκείνη γέλασε. Ένας ήχος τόσο σύντομος που αντήχησε στα αυτιά μου σαν μικρά καμπανάκια που χτυπούν ταυτόχρονα. «Καλά».
Όλα κυλούσαν με τον κανονικό τους ρυθμό. Κάθε αίσθημα απειλής έμοιαζε να έχει εξαφανιστεί από μέσα μου. Η βροχή έξω από το παράθυρο μου έπαιρνε το άγχος μου μακριά και με ηρεμούσε. Στο χέρι μου, οι παλιές φωτογραφίες που είχα ανακαλύψει στη σοφίτα, έμοιαζαν τώρα σαν ένα σκέτο κομμάτι χαρτί που με άφηνε αδιάφορο.
Πόσο του έμοιαζα στ' αλήθεια; Γεννήθηκα για να του μοιάσω;
Το πρόσωπο του αντίκριζε το δικό μου μέσα από το φωτογραφικό χαρτί. Για πρώτη φορά μου φαινόταν τόσο ζωντανό, λες και περίμενα να το δω να αλλάζει έκφραση ή να δω το σώμα του να κινείται. Εξακολουθούσα να τον περιεργάζομαι για ολόκληρα λεπτά ώσπου τα λεπτά έγιναν ώρες. Πόσο γρήγορα περνούσε ο χρόνος...
Εντελώς απρόοπτα, ένα και μόνο όνομα βρέθηκε στην κορυφή του νου μου κι αγκιστρώθηκε στις σκέψεις μου. Άριους.
Ο Άριους είχε εμφανιστεί με τόσο παράξενο τρόπο στη ζωή μου. Και σε μια περίοδο όπου το όνομα μου βρισκόταν πρώτο στη λίστα των κυνηγών βρικολάκων. Τους σκότωσε με τόση ευκολία και τόσο επιδέξια που το όλο γεγονός ήταν άξιο απορίας. Στο μυαλό μου είχα την εικόνα ενός τεράστιου διαλυμένου παζλ. Τα κομμάτια του κείτονταν σκόρπια όπου κι αν κοιτούσα. Μερικά, ωστόσο, βρίσκονταν τόσο γερά ενωμένα μεταξύ τους που αμφέβαλλα αν θα μπορούσε ποτέ κανείς να τα διαχωρίσει.
Είχα ανακαλύψει από καιρό τις φωτογραφίες του σωσία μου. Οι κυνηγοί ήξεραν για εμένα μόνο και μόνο επειδή η όψη μου ήταν ίδια με τη δική του. Ο θείος μοιράστηκε μαζί μου τις αναμνήσεις του, αποκαλύπτοντας μου ότι όχι μόνο ήμουν σωσίας κάποιου αλλά και συγγενής του ταυτόχρονα. Και ξαφνικά έκανε την εμφάνιση του ο Άριους.
Δεν ήρθε εδώ από τύχη, σκέφτηκα και η σκέψη εκείνη με χτύπησε σαν αστροπελέκι. Ο Άριους ήξερε για το σωσία μου και τον κίνδυνο που διέτρεχα και αποφάσισε να παρέμβει. Ίσως, μάλιστα, εκείνος κι ο σωσίας μου να μοιράζονταν μεταξύ τους κάποιο φιλικό δεσμό.
Έπρεπε να του μιλήσω! Έπρεπε να μάθω περισσότερα τόσο για τον ίδιο τον Άριους όσο και για το σωσία. Κι αν ο Άριους αρνούνταν τα πάντα, όποια σχέση κι αν είχαν οι δυο τους, όσα μυστικά κι αν μοιράστηκαν με τα χρόνια τότε θα προσπαθούσα να ανακαλύψω με άλλο τρόπο το λόγο που τον οδήγησε εδώ.
Βγήκα από το σπίτι αθόρυβα στη μέση της νύχτας κι άρχισα να τον ψάχνω. Είχα ένα προαίσθημα ότι βρισκόταν πολύ κοντά, τριγυρνώντας εδώ κι εκεί σαν την άδικη κατάρα. Ετοιμάστηκα να φωνάξω το όνομα του αλλά, στη συνέχεια, το ξανασκέφτηκα. Θα ήταν πολύ ανόητο να κάνω αισθητή την παρουσία μου προτού σιγουρευτώ πως είναι πράγματι εδώ, αναλογίστηκα από μέσα μου.
«Λοιπόν, για δες ποιον έχουμε εδώ», ακούστηκε η απαλή φωνή του Άριους από πίσω μου, «τον 'κύριο επιφυλακτικό'». Γύρισα απότομα προς το μέρος του και του έριξα ένα αγριεμένο βλέμμα. «Ήρεμα, τίγρη. Δεν θέλουμε να μας πάρει κανείς χαμπάρι, σωστά;». Γρύλισα γνέφοντας καταφατικά. Αυτός ο άντρας δεν έπαυε να παίζει με την υπομονή μου. «Απαιτώ να μου απαντήσεις κατευθείαν σε όσα θα σε ρωτήσω», μουρμούρισα και τον είδα να γνέφει απρόθυμα. «Γνώριζες το σωσία μου;». Η ερώτηση τον έκανε να τρανταχτεί ολόκληρος. Κάτι στον τρόπο που στεκόταν είχε αλλάξει. Μάλλον, ένιωθε άβολα και δίσταζε να απαντήσει. «Ναι», ψέλλισε τελικά σαν να πνιγόταν, «τον γνώριζα». «Γι' αυτό με προστάτευσες;». «Ναι».
Απαντούσε πολύ γρήγορα στις ερωτήσεις μου. Από τη μια ένιωθα ευχαριστημένος που σιγά – σιγά έπαιρνα τις απαντήσεις που ήθελα αλλά από την άλλη αναρωτιόμουν αν οι αντιδράσεις του θεωρούνταν φυσιολογικές. Ο Άριους πρόφερε κάθε λέξη σαν να υπολόγιζε τις συνέπειες που θα μπορούσε να επιφέρει το να ξεφύγει από τα όρια. Αν και δεν τον ήξερα καλά, θα έλεγα πως κάτι φοβόταν.
«Ήσασταν φίλοι;», ρώτησα χαμηλώνοντας ασυναίσθητα τον τόνο της φωνής μου. «Ναι... ήμασταν φίλοι». «Πάψε να απαντάς λες και είσαι υπνωτισμένος και προχώρα στις λεπτομέρειες!», φώναξα έπειτα από μερικά λεπτά νεκρικής σιγής. «Μάικλ... δε μπορώ να το κάνω». «Τι εννοείς 'δε μπορώ να το κάνω';», ξέσπασα.
«Εννοώ πως υπάρχουν πράγματα που δεν πρέπει να ξέρεις. Είναι πολύ νωρίς ακόμα».
«Πολύ νωρίς για να μάθω για ποιο διαολεμένο λόγο του μοιάζω τόσο;».
Ο Άριους αναστέναξε σταυρώνοντας τα χέρια του μπροστά από το στήθος του.
«Ακριβώς», μουρμούρισε.
Χαμήλωσα για μια στιγμή το βλέμμα μου και το ίδιο έκανε κι εκείνος. Μέσα στο κεφάλι μου είχα ήδη αρχίσει να σχεδιάζω το επόμενο μου βήμα αλλά ήξερα ότι παρόλα όσα έκανα, ο Άριους επρόκειτο να παραμείνει ανένδοτος. «Πες μου τουλάχιστον το όνομα του», ψέλλισα. Αυτό ήταν, άλλωστε, κάτι που είχα δικαίωμα να μάθω. «Μάικλ Τζόζεφ», απάντησε ο Άριους τόσο απότομα που τα αυτιά μου παραλίγο να μην αναγνωρίσουν τη φωνή του. «Μάικλ Τζόζεφ...», επανέλαβα μηχανικά.
Όταν ο Άριους απομακρύνθηκε, τότε και μόνο μπόρεσα να νιώσω πιο... ελεύθερος. Είχα δίκιο. Οι δυο τους γνωρίζονταν μεταξύ τους πολύ καλά. Ο θείος δεν μου είχε πει ποτέ το όνομα του πατέρα του. Αναρωτιόμουν πόσο να τον είχε στιγματίσει η απώλεια του. Προσποιούνταν ότι δεν τον ένοιαζε τίποτα, αλλά εγώ το ήξερα πολύ καλά εκείνο το συναίσθημα. Σε τσάκιζε, έπαιρνε όσα καλά υπήρχαν μέσα σου και τα διαστρέβλωνε με αποτέλεσμα να μην έχει απομείνει τίποτα που να θυμίζει αυτό που ήσουν.
Μια μέρα θα μάθω όλη την αλήθεια. Ολόκληρη και όχι αποσπάσματα της. Κι εκείνη τη μέρα θα πάψω πια να αναρωτιέμαι, θα πάψω να σκέφτομαι το παρελθόν και θα είμαι ελεύθερος να προχωρήσω...
Η Νικόλ κοιμόταν μέσα στην αγκαλιά μου, τόσο ήσυχα σαν να μην ανάσαινε. Χάιδευα απαλά τα μαλλιά της, ενώ πού και πού άφηνα τον εαυτό μου να φιλήσει το κεφάλι της. Η νύχτα κυλούσε τόσο αργά όταν την είχα δίπλα μου. Και αυτό ήταν για μένα σαν ευλογία. Πριν το καταλάβω, άρχισα να ακούω τον εαυτό μου να τις ψιθυρίζει ένα σορό γλυκόλογα. Ήξερα πως ο τομέας του ρομαντικού δεν ήταν το φόρτε μου, αλλά τουλάχιστον προσπαθούσα.
Το φεγγάρι ντύθηκε στα μαύρα, πίσω από τα σκούρα σύννεφα. Η ανυπόφορη άπνοια γύρω μου με έκανε να τρελαίνομαι. Σήκωσα το χερούλι που κρατούσε το παράθυρο κλειστό κι ύστερα έσπρωξα το ένα από τα παραθυρόφυλλα προς τα πίσω με το δάχτυλο μου σε μια προσπάθεια να εγκλωβίσω στους πνεύμονες μου έστω και λίγο από τον καθαρό αέρα που μου χτυπούσε το πρόσωπο. Αίφνης, κι ενώ ακόμη στεκόμουν ακίνητος, ένα κομμάτι χαρτιού βρέθηκε να πετάει πάνω από το κεφάλι μου και να προσγειώνεται στον καναπέ με ένα τρόπο που έμοιαζε σχεδόν μαγικός.
Έχεις ακούσει ποτέ για το παιδί που γεννήθηκε θνητό στο σώμα μα αθάνατο στην ψυχή;
Όλη μου τη ζωή έψαχνα για αυτό το παιδί και τώρα επιτέλους το βρήκα.
Οι λέξεις που διάβασα στο χαρτί έστειλαν παγωμένες έλικες τρόμου στη σπονδυλική μου στήλη και με ανάγκασαν να κλειδώσω και πάλι το παράθυρο και να απομακρυνθώ από τη θέα του. Μες στον ύπνο της, η Νικόλ μουρμούρισε κάτι τόσο γρήγορα που δεν κατάφερα να το καταλάβω. Όλα αυτά τα απίστευτα γεγονότα, όλες αυτές οι συμπτώσεις έκρυβαν πίσω τους κάποιο μυστικό. Για πολύ καιρό αναρωτιόμουν, αλλά τώρα ήμουν πια σίγουρος.
Τσαλάκωσα βιαστικά το σημείωμα κι έπειτα φρόντισα να το εξαφανίσω από προσώπου γης· δεν έπρεπε να το βρει κανείς. Ένα επίμονο τρεμούλιασμα άρχισε από τις άκρες των δαχτύλων μου κι εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την πλάτη και το στήθος μου. Κάπου βαθιά μέσα μου, η ψυχή μου υπέφερε. Την ένιωθα να υποχωρεί, να καταρρέει και να υποκύπτει στο φόβο με σκυμμένο το κεφάλι.
Πέρασαν αρκετά δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσω πως είχα πάψει να αναπνέω. Τι εννοούσε όταν έλεγε πως έχω αθάνατη ψυχή; ,αναρωτήθηκα παλεύοντας να διατηρήσω ακέραιη την αυτοκυριαρχία μου. Σκέψεις, ερωτήσεις, απίθανα σενάρια κατακεραύνωναν το νου μου κι επηρέαζαν τη θέληση μου να αντιμετωπίσω καθετί με γνώμονα τη λογική. Κάτι διέλυε το χαρακτήρα που χρόνια τώρα προσπαθούσα να χτίσω. Με ανάγκαζε να τρομάξω, να φοβηθώ, να ανησυχήσω, να βρίσκομαι διαρκώς σε αναστάτωση. Κι αυτό έπρεπε να σταματήσει.
Με το στόμα μου μισάνοιχτo από την τελευταία εκείνη ανάσα που δεν είχα καταφέρει να πάρω, ξάπλωσα στο κρεβάτι κι ακούμπησα το μάγουλο μου πάνω στο δικό της. Το όνειρο της ήταν άσχημο, το ένιωθα από τις κινήσεις κι από την ανάσα της όπως αυτή κοβόταν κι επανερχόταν ξανά. Φίλησα απαλά το μέτωπο της κι αμέσως ένιωσα το σώμα της να χαλαρώνει πάνω στο μαλακό στρώμα. Μακάρι να μπορούσα να σε βοηθήσω, αλλά αισθάνομαι τόσο αδύναμος, σκέφτηκα.
Ήταν αλήθεια. Ήμουν εξουθενωμένος. Τόσο εξουθενωμένος που δεν μπορούσα να πάρω μακριά εκείνο το άσχημο όνειρο που τάραζε την ψυχή της. Έμοιαζα ανίκανος. Τα μάτια μου ήταν καρφωμένα πάνω της σαν να προσπαθούσαν να την παρηγορήσουν με κάποιο τρόπο που εγώ δεν μπορούσα. Άπλωσα το χέρι μου κι άγγιξα διστακτικά το δικό της. Το αίμα κυλούσε κάτω από τις φλέβες της σαν τα κύματα μιας παλίρροιας. Έγλειψα ασυναίσθητα τα ξεραμένα χείλη μου ενώ η δίψα με κυρίευε. Όμως παρά το ποσό δυνατή ήταν, κατάφερα να την ξεπεράσω. Και μόνο στη σκέψη ότι θα μπορούσα κάποτε να της κάνω ανεπανόρθωτη ζημιά, τα έχανα.
Άφησα τα βλέφαρα μου να πέσουν βαριά και να σκεπάσουν τα κουρασμένα μου μάτια καθώς παράλληλα το ρολόι στο κομοδίνο μου έδειχνε πέντε τα ξημερώματα. Ποσό ήρεμος ένιωσα όταν κατάλαβα ότι η νύχτα πλέον τελείωνε κι εγώ ήμουν ακόμη σώος. Με μια μικρή, τελευταία ευχή παρέδωσα το σώμα και το πνεύμα μου στον ύπνο αγκαλιάζοντας το σώμα της Νικόλ στοργικά. Όλα θα πήγαιναν καλά σήμερα. Η, τουλάχιστον, έτσι πίστευα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro