Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Τρίτο Μέρος: Κριστίνα

Τον περιεργαζόμουν από πάνω μέχρι κάτω, απλά και μόνο για να συνεχίσω να καταλήγω στην ίδια σκέψη ξανά και ξανά. Κοιμόταν εδώ και ώρα με τα μαύρα μαλλιά του να ξεχύνονται από τους ώμους του πέφτοντας μπροστά. Λες να μπορεί να ακούσει τις σκέψεις μου ακόμα και στον ύπνο του; ,αναρωτήθηκα από μέσα μου. Για μια στιγμή έκανε να αλλάξει πλευρό και το αίμα στις φλέβες μου πάγωσε. Ευτυχώς δεν ξύπνησε. Αν γινόταν αυτό, θα σήμαινε πως οι υποψίες μου ήταν σωστές.

Ίσως δεν θα έπρεπε να τον είχα κάνει να κοιμηθεί. Αλλά, από την άλλη, οι απότομες αλλαγές στη διάθεση του μερικές φορές με φόβιζαν. Είχε υψώσει μέσα του ένα τοίχο τόσο ψηλό που δεν άφηνε ούτε εμένα να δω τι κρύβεται από πίσω. Το μυαλό του λειτουργούσε με τόσο περίπλοκους τρόπους που το μόνο που μπορούσε κανείς να κάνει ήταν να θαυμάσει αυτή του την ιδιότητα.

Εκεί που βρισκόμουν ξαπλωμένη δίπλα του, ένιωσα την ξαφνική ανάγκη να τον αγκαλιάσω, να τον σφίξω πάνω μου και να αισθανθώ τον ξέφρενο χτύπο της παλλόμενης καρδιάς του κάτω από την παλάμη μου. Έτσι, ακούμπησα το κεφάλι μου στην πλάτη του και συγκέντρωσα όλη την προσοχή μου στο να τον ακούω να αναπνέει. Ήταν τόσο άκαμπτος, σαν πορσελάνινη κούκλα και το χρώμα του δέρματος του μπορούσε απλά να ενισχύσει αυτή την παρομοίωση. Απομάκρυνα αργά τα μαλλιά του κι έπειτα άφησα ένα φιλί στο σβέρκο του. Εκείνος δεν κουνήθηκε ούτε σπιθαμή.

Ξαφνικά, ο Μάικλ Τζόζεφ άρχισε να ψιθυρίζει λέξεις σε κάποια άλλη γλώσσα - Λατινικά, συμπέρανα. Δεν ήξερα αν ονειρευόταν ή απλά το έκανε ασυναίσθητα. Ωστόσο, από αυτά που άκουσα αναφερόταν σε κάτι που αποκαλούσε «το στοιχειό της φαντασίας μου». «Fillius veneficae, libera me»*, συνέχισε.

Δεν έδωσα στον εαυτό μου το χρόνο να μπει στη διαδικασία να καταλάβει τι εννοούσε με αυτή την τελευταία πρόταση, ούτε και να αναρωτηθεί γιατί την είπε στα Λατινικά. Πέρασα την ανάστροφη του χεριού μου πάνω από το μάγουλο του κι ύστερα βάλθηκα να προσπαθώ να τον ξυπνήσω. Τα βλέφαρα του άνοιξαν αργά και τα νυσταγμένα μάτια του καρφώθηκαν στο ταβάνι. «Πόσα άκουσες;», ρώτησε άχρωμα αποφεύγοντας το βλέμμα μου. Ήταν ξεκάθαρο ότι για κάποιο λόγο είχε συνείδηση του ότι παραμιλούσε. «Αρκετά», μουρμούρισα κουρνιάζοντας δίπλα του.

Το χρώμα στις ίριδες του έγινε πιο σκούρο και τα χέρια του σφίχτηκαν σε γροθιές. Ήξερα ότι είχε αναστολές αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να υπολογίσω το μέγεθος τους. «Δείξε μου», ψιθύρισα αρπάζοντας τον καρπό του και κρατώντας τον σφιχτά. Αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο μπορούσα να τον πιέσω. «Είναι απλά μια εικόνα που έχω στο μυαλό μου από τότε που ήμουν μικρός», μουρμούρισε εξακολουθώντας να προσπαθεί να με αποτρέψει από το να ζητήσω και πάλι να μάθω τι τον βασάνιζε.

Σε εκείνο το σημείο, δεν μπορούσα να καταλάβω αν κι οι δυο είμαστε πρωταγωνιστές κάποιας τραγωδίας ή αν όλο αυτό ήταν πράγματι αληθινό. Προσπαθούσα να δω τα πάντα από μια δεύτερη οπτική, μια οπτική που με ήθελε να είμαι εκεί για εκείνον άσχετα με το πώς ένιωθα εγώ για τον εαυτό μου και τη θέση του. Ωστόσο, η δεύτερη αυτή οπτική δεν είχε μεγάλη απόκλιση από την πρώτη...

Κάτω από τα σκεπάσματα, ένιωσα το χέρι του να ψάχνει το δικό μου. Όταν το βρήκε το έσφιξε γερά μέσα στο δικό του κι έκλεισε τα μάτια. Ανταπέδωσα την πράξη κι ύστερα, ακολουθώντας το παράδειγμα του, χαμήλωσα κι εγώ τα βλέφαρα μου.

Η εικόνα γύρω μου σχηματίστηκε σαν ένας γιγαντιαίος πίνακας ζωγραφικής. Όσο περισσότερο χρώμα προστίθεντο σε αυτό που αντίκριζα, τόσο πιο ευκρινές γινόταν. «Μην ανησυχείς», είπε η φωνή του Μάικλ Τζόζεφ, «θα σου εξηγώ καθώς θα βλέπεις».

Τα πόδια μου με τράβηξαν προς μια σπηλιά κι ύστερα άρχισαν να με οδηγούν όλο και πιο κάτω, στα βάθη της γης. Και τότε, μέσα στο ελάχιστο φως, τα πόδια μου άγγιξαν νερό. Αυτό που συνειδητοποίησα στην πορεία ήταν πως βρισκόμουν αντιμέτωπη με μια τεράστια λίμνη κι ότι αν έκανα ένα ακόμη βήμα θα βρισκόμουν να βυθίζομαι μέσα της. Δεν υπάρχει τίποτα εδώ πέρα παρά μόνο νερό και σταλαχτίτες. «Κοίταξε καλύτερα», επισήμανε ο Μάικλ Τζόζεφ.

Στη μέση της λίμνης, υπήρχε μια μικροσκοπική βραχονησίδα. Οι σταλαχτίτες από πάνω της έμοιαζαν έτοιμοι να καταρρεύσουν ανά πάσα στιγμή, έτσι όπως η μυτερή τους άκρη ήταν στραμμένη προς τα κοφτερά βράχια. Από ένα ελάχιστο άνοιγμα στην κορυφή της σπηλιάς, έμπαινε μια αχτίδα φιλτραρισμένου φωτός που στη συνέχεια στρεφόταν σε ένα και μοναδικό σημείο. Αποπειράθηκα να εστιάσω τα μάτια μου προς εκείνο αλλά, όταν τα κατάφερα, ευχήθηκα να μην το είχα κάνει.

Πάνω σε έναν από τους βράχους υπήρχε ένας μεταλλικός κρίκος μέσα από τον οποίο περνούσε μια σειρά από αλυσίδες. Λίγο παραπέρα, ένας έφηβος κειτόταν μισοπεθαμένος και εγκλωβισμένος με ατσάλινα δεσμά. «Κάθε φορά που προσπαθώ να καταλάβω τον εαυτό μου, μου γίνεται ξεκάθαρο ότι το μόνο πράγμα που γνωρίζω για εκείνον είναι πως έφτιαξε αυτό το μέρος για να εξασφαλίσει ένα είδος ανακούφισης... Τελικά, όμως, οι πράξεις του είχαν για άλλη μια φορά το αντίθετο αποτέλεσμα».

Κοιτούσα μπροστά μου ακούγοντας παθητικά τα λόγια του χωρίς να τα επεξεργάζομαι. Στ' αυτιά μου ακούγονταν τόσο ασήμαντα και χωρίς κανένα απολύτως περιεχόμενο. Η εικόνα μπροστά μου με έφθειρε, με πονούσε, με μαχαίρωνε. Ανδρόγυνες φιγούρες αναδύονταν από τη λίμνη· τον φιλούσαν, τον αγκάλιαζαν, τον πλήγωναν, τον τραβούσαν κοντά τους. Κάθε φιλί άφηνε στίγματα στο δέρμα του λες κι ήταν τοξικό. Κι εκείνος το ανταπέδιδε άθελα του μέχρι να χάσει την ανάσα του.

Το χέρι μου άρχισε να κινείται κυκλικά στον αέρα ψάχνοντας το δικό του. Αυτό που έβλεπα ήταν μόνο μια εικόνα, υπενθύμισα στον εαυτό μου. Ο πραγματικός εαυτός του βρισκόταν δίπλα μου και μπορούσα να τον αγγίξω κάθε ώρα και στιγμή. «Οι ίδιες φιγούρες με περικυκλώνουν κάθε φορά, προσπαθώντας να αποσπάσουν από εμένα κάτι που δεν έχω», ψιθύρισε. Αλλά, το χειρότερο δεν ήταν αυτό. «Όσο και να θέλω να ξεφύγω από αυτά τα πλάσματα, έχουν όλα τους το ίδιο πρόσωπο. Όπου κι αν κοιτάξω, το μόνο που βλέπω είναι η Δάφνη...».

Η Δάφνη;

Θυμόμουν τα χαρακτηριστικά της τόσο έντονα σαν να ήταν μόλις χθες η τελευταία φορά που την είδα· τα πράσινα μάτια της, το οβάλ πρόσωπο, τα σπαστά καστανά μαλλιά, το χαμηλό ανάστημα της... Η μητέρα του Μάικλ Τζόζεφ δεν είχε καμία απολύτως ομοιότητα με τον ίδιο...

Αμέσως αφότου η εικόνα διαλύθηκε, ο Μάικλ Τζόζεφ απομάκρυνε βιαστικά το χέρι του από το δικό μου. «Πίστευε σε εμένα. Γι' αυτό με έκανε τέρας», αναλογίστηκε ψιθυριστά μέσα σε μια έκρηξη συναισθημάτων. «Ήθελε να έχεις μια δεύτερη ευκαιρία. Το ίδιο ήθελα κι εγώ», μουρμούρισα. Το κεφάλι του γύρισε αστραπιαία προς το μέρος μου και ξαφνικά τα χείλη του άσκησαν μια απίστευτα δυνατή πίεση στα δικά μου. Εκείνα ήταν το οξυγόνο που είχα ανάγκη για να συνεχίσω να ζω.

«Ευχαριστώ», ψέλλισε σιγανά χαϊδεύοντας με τις άκρες των δαχτύλων του το πίσω μέρος του λαιμού μου. «Τη βοήθησα να σε φέρει πίσω τόσο για σένα όσο και για μένα. Δεν μπορούσα να σε χάσω». Ύστερα από αυτά τα λόγια, η πλάτη του χαλάρωσε και τα μπράτσα του έπαψαν να με κρατάνε κολλημένη πάνω του. Με κοίταξε κατάματα κι ύστερα χαμογέλασε. Χαμογέλασε κι ο χρόνος σταμάτησε αυτόματα· οι στιγμές πάγωσαν κι η ώρα έπαψε να κυλά.

«Μακάρι να είχα ένα σχοινί αρκετά μακρύ για να τραβήξω τον ήλιο από πάνω σου, έτσι ώστε να φωτίζει κάθε σου βήμα και να σε κρατάει ασφαλή», ευχήθηκα. Εκείνος γέλασε και πρόσθεσε: «Αν το έκανες αυτό ίσως και να με τύφλωνες μια και καλή». «Όμως, θα ήμουν πάντα εκεί για να σε οδηγήσω πάλι σπίτι· εκεί όπου ανήκεις, μαζί μου».

Τα χρυσαφένια μάτια του ανοιγόκλεισαν μερικές φορές με μια έντονη λάμψη στο κέντρο τους. Το έκανε ξανά, με ανάγκαζε να τον ερωτευτώ από την αρχή με ένα μόνο βλέμμα. Το αριστερό του χέρι απλώθηκε και άγγιξε τον κρόταφο μου. Σε αντίθεση με το υπόλοιπο σώμα του, η παλάμη του μου φαινόταν σχετικά ζεστή. Έτριψα το μάγουλο μου πάνω της κι αργότερα τοποθέτησα το χέρι μου πάνω στο δικό του, σε περίπτωση που προσπαθούσε να το απομακρύνει. Αλλά δεν το έκανε. Ούτε καν σκέφτηκε να το κάνει.

«Δεν μπορώ να πιστέψω ότι σε παράτησα για περίπου δυο αιώνες», ψιθύρισα νιώθοντας προδομένη από τον ίδιο μου τον εαυτό. «Δεν έχει σημασία τώρα πια», είπε εκείνος αφήνοντας τα χείλη του να αγγίξουν το λαιμό μου. Μπορούσα να καταλάβω ότι οι κινήσεις του περιείχαν ένα ίχνος δισταγμού. «Μην φοβάσαι να με αγγίξεις. Δεν πρόκειται να με σπάσεις», αστειεύτηκα και εισέπραξα ένα στραβό χαμόγελο από πλευράς του. «Μου έλειψες», παραδέχτηκε. Δεν ήξερα αν αυτό ήταν ένα ακόμα από τα έμπειρα τεχνάσματα του για να με κάνει να ενδώσω σε κάτι που - για να λέμε την αλήθεια - το είχαμε κι οι δυο στο μυαλό μας.

«Κάποτε, επιθυμούσα όσο τίποτα να μπορούσα να αγγίξω τα αστέρια. Ήμουν τόσο τυφλός τότε που δεν μπορούσα να καταλάβω πως ένα από αυτά άγγιζε εμένα», ψιθύρισε κοντά στο λοβό του αυτιού μου.

Βύθισα το πρόσωπο μου στα σγουρά μαλλιά του κι άφησα τα δάχτυλα των χεριών μου να παίξουν απαλά με τις μαύρες μπούκλες του. Η σάρκα του έτεινε να έχει μια μεθυστική μυρωδιά που με ανάγκαζε να παραμείνω κολλημένη πάνω του. Τη στιγμή που ακουμπούσα το σαγόνι μου πάνω στον ώμο του, τα μπράτσα του τυλίχτηκαν γύρω από την πλάτη μου καθηλώνοντας με στη θέση που βρισκόμουν.

Η ανάσα του είχε συγχρονιστεί με τη δική μου και τώρα χτυπούσε ζεστή πάνω στο δέρμα μου δημιουργώντας μέσα μου μια έντονη θαλπωρή. Σήκωσα ελαφρά το πίσω μέρος της φανελένιας μπλούζας του και άφησα τα χέρια μου να ταξιδέψουν πάνω στην πλάτη και τη μέση του. «Είσαι σίγουρη ότι το θες αυτό;», ρώτησε νιώθοντας την επιθυμία που έκαιγε μέσα μου σαν φλόγα. Στοίχημα πως τη μετέφερα και σε εκείνον, σκέφτηκα. Ωστόσο, έγνεψα καταφατικά για παν ενδεχόμενο κι εκείνος δεν έχασε χρόνο με το να αφαιρέσει αργά τα ρούχα του. Τα έσκισε σε κουρέλια και τα πέταξε αδιάφορα στο πάτωμα σαν να μη σήμαιναν τίποτα.

Με ξάπλωσε στο κρεβάτι με προσοχή λες και ήμουν παιδί κι ακούμπησε το κεφάλι μου στο κέντρο του μαξιλαριού. Κάτι ψιθύρισε, αλλά το έκανε τόσο γρήγορα που για μένα ήταν ακατάληπτο. Όλα ξεκίνησαν από μερικά τρυφερά αγγίγματα και στη συνέχεια εξελίχθηκαν σε κάτι μεγαλύτερο, κάτι εντονότερο, κάτι που έμοιαζε να ανασυγκροτεί εκ νέου την ψυχή μου. Τόσο έντονη ήταν η επίδραση των έμπειρων χεριών του πάνω μου. Το σώμα του κινήθηκε, παγωμένο σαν μάρμαρο, με τρόπο που με κάλυπτε ολόκληρη. Όχι ότι ήθελε και πολύ. Είχα επίγνωση του πόσο μικροσκοπική ήμουν σε σχέση με εκείνον.

Ενώθηκε μαζί μου σαν τον κρίκο μιας αλυσίδας που κουμπώνει τέλεια με τον αμέσως από κάτω του. Το απολάμβανε, το έβλεπα στο χαμόγελο που κρυβόταν κάτω από τα μπλεγμένα μαλλιά του. Εκείνο το χαμόγελο, όσο σπάνιο κι αν ήταν, με τις δυο σειρές πάλλευκα δόντια και τους δυο μυτερούς κυνόδοντες, με έκανε να τον ποθώ περισσότερο. Ξυπνούσε μέσα μου κάθε πρωτόγονο ένστικτο που οι άνθρωποι υποτίθεται ότι είχαν αφήσει πίσω τους με την έλευση του πολιτισμού...

Ήταν πράγματι έμπειρος. Το διαπίστωνα κάθε φορά που άκουγα τη λαχανιασμένη ανάσα του κοντά στο πρόσωπο μου, κάθε φορά που τα δάχτυλα του έτρεμαν από την ένταση, κάθε φορά που ακουμπούσε το μέτωπο του πάνω στο δικό μου και με φιλούσε.
Απόψε, μια πτυχή αυτού που ήμουν είχε αλλάξει ριζικά. Κάπου στα τρίσβαθα της καρδιάς και του νου μου ευχόμουν η νύχτα εκείνη να μην είχε τελειωμό. Ευχόμουν ο ήλιος να μην σήμανε το ξεκίνημα της επόμενης μέρας· γιατί ήξερα πως όσο καλή κι αν ήταν, δεν θα μπορούσε ποτέ να συγκριθεί με τη σημερινή...

Όταν ξύπνησα, εκείνος είχε φύγει. Η θέση του στο κρεβάτι ήταν άδεια και το σεντόνι προσεκτικά στρωμένο. Διαμαρτυρήθηκα για την απουσία του με ένα μικρό μουρμουρητό. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως θα θυμόμουν να του παραπονεθώ για το ότι έφυγε σαν τον κλέφτη. Σύντομα, όμως, αφέθηκα και πάλι στον ύπνο· αυτό ήταν προτού με ξυπνήσει η αίσθηση ενός κομματιού χαρτί να τρίβεται πάνω μου.

Βγήκα για κυνήγι.
Υπόσχομαι να επιστρέψω σύντομα και να μη σου δώσω την ευκαιρία να γκρινιάξεις για τις ώρες που έλειπα.
Σε περιμένει πρωινό στο κομοδίνο σου.

Έστρεψα νωχελικά το σώμα μου προς τη μεριά που βρισκόταν το κομοδίνο για να αντικρίσω ένα δίσκο με φαγητό πάνω του. Χαμογέλασα στον εαυτό μου κι ανασηκώθηκα. Μπορεί να λείπει σχεδόν όλη μέρα, αλλά τουλάχιστον δεν με ξεχνάει ποτέ, σκέφτηκα απομακρύνοντας τα σκεπάσματα και παίρνοντας στο χέρι μου ένα ποτήρι με πορτοκαλάδα.

Ο Μάικλ Τζόζεφ μύρισε τις κηλίδες αίματος στο νοτισμένο χώμα πριν καν προσέξει το μικρό μονοπάτι που σχημάτιζαν. Λένε ότι η μυρωδιά δημιουργεί μερικές από τις πιο έντονες αναμνήσεις μας. Ιδιαίτερα στην περίπτωση αυτών με τους οποίους μας ενώνει κάτι παραπάνω από αυτό, το αίμα που κυλάει στις φλέβες μας. Στην αρχή, ήταν σκεπτικός μα τώρα δεν υπήρχε αμφιβολία πως επρόκειτο για εκείνον.

«Κολ!», φώναξε γνωρίζοντας πως δεν θα τον έβρισκε εκεί. Παρόλα αυτά, συγκέντρωσε όλη του την προσοχή στα υπερφυσικά ταλέντα με τα οποία ήταν προικισμένος και προσπάθησε να αφουγκραστεί και τον παραμικρό ήχο γύρω του. Η μυρωδιά τον οδηγούσε ευθεία μπροστά, δημιουργώντας ένα ερώτημα μέσα στο μυαλό του: Γιατί να πάει ευθεία μπροστά όταν ξέρει τι βρίσκεται εκεί;

Ο Μάικλ Τζόζεφ γονάτισε και άγγιξε το αίμα με τα δάχτυλα του. Ήταν φρέσκο, ακόμα υγρό. Κάποιος του επιτέθηκε, σκέφτηκε. Ο αδερφός του δεν θα ήταν ποτέ τόσο αφελής ώστε να περάσει τα απαγορευμένα σύνορα χωρίς λόγο.

Άρχισε να τρέχει δίνοντας ελάχιστη σημασία στα δέντρα που ξεπρόβαλλαν μπροστά του, ενώ τα πέλματα του ίσα που άγγιζαν το έδαφος όπου πατούσαν. Τα πόδια του αύξησαν ταχύτητα κι ύστερα από μερικά λεπτά του έδωσαν ώθηση για να πηδήξει πάνω στη βουνοπλαγιά. Τα δάχτυλα του αρπάχτηκαν από μια μικρή εσοχή κι εκείνος άρχισε να σκαρφαλώνει μανιωδώς. Ήταν απίστευτα γρήγορος, σαν να το έκανε αυτό κάθε μέρα.

Τη στιγμή που βρέθηκε, επιτέλους, στην κορυφή βάλθηκε να ανιχνεύει την αχανή έκταση μπροστά του ψάχνοντας για έναν ήχο, ένα στοιχείο, κάτι που θα του υποδείκνυε ακριβώς πού να πάει.

Τα ίχνη από αίμα είχαν χαθεί απότομα κι εκείνος δεν διέκρινε πλέον τη μυρωδιά τους. Οι φλέβες του είχαν γεμίσει κι έμοιαζαν λες κι ήταν έτοιμες να πεταχτούν έξω από το δέρμα του. Ώσπου, κάποτε το άκουσε. Ένα ζωώδες γρύλισμα κάπου στο ένα χιλιόμετρο μακριά του. Και ξαφνικά, πήδηξε στο κενό.

Όταν κατάλαβε πόσο κοντά είχε πλησιάσει, ο Μάικλ Τζόζεφ έπαψε να τρέχει και πίεσε τα πόδια του να κινούνται όσο πιο αθόρυβα γινόταν. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε με μανία σε κάθε βαθιά ανάσα που του προκαλούσε η οργή. Πώς είχε αφήσει κάτι τέτοιο να συμβεί στον μικρότερο αδερφό του; Πώς επέτρεπε σε αυτά τα τεράστια σκυλιά να τον παρασύρουν στη μοναδική περιοχή όπου ήταν ευάλωτος;

Μπροστά του, ένας κύκλος από λυκάνθρωπους και στη μέση ο Κολ. Κανείς δεν ρίσκαρε να κάνει κάποια κίνηση. Όλοι τους περίμεναν ο ένας την κίνηση του άλλου. Αυτό ήταν που εκμεταλλεύτηκε κι εκείνος. Πλησίασε αργά και διακριτικά κι αφότου στάθηκε για λίγο εκεί όπου ήταν σίγουρος πως δεν θα τον έβλεπε ούτε θα τον μύριζε κανείς, τράβηξε δυο από τους λυκάνθρωπους που διατηρούσαν την ανθρώπινη μορφή τους προς τα πίσω κι έσπασε αστραπιαία το λαιμό τους.

Ενώ οι υπόλοιποι έριχναν κοφτές ματιές μεταξύ τους μπερδεμένοι, ο Μάικλ Τζόζεφ άρπαξε την ευκαιρία να πλησιάσει τον αδερφό του και να σταθεί ακριβώς δίπλα του. «Τι στο...», έκανε να πει ο Κολ μα εκείνος τον διέκοψε με μια ξερή και άχρωμη λέξη: «Αργότερα». «Μου τη δίνει όταν πετάγεσαι έτσι».

Ο Μάικλ Τζόζεφ έκανε μια ειρωνική γκριμάτσα και στράφηκε ξανά στους λυκανθρώπους. Έκανε ένα βήμα μπροστά κι ευθύς εκείνοι τραβήχτηκαν μακριά του. «Μπορείτε να μας αφήσετε να φύγουμε χωρίς φασαρίες ή να...».

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του. Ένας από αυτούς που στέκονταν αντίκρυ του - ένας από τους νεότερους, συμπέρανε - όρμησε με φόρα κατά πάνω του με συνέπεια να μην καταφέρει να του ξεφύγει όταν εκείνος τον άρπαξε από τα πλάγια και έκανε κομμάτια τη σπονδυλική του στήλη.

Ένας σωρός από εμβρόντητα πρόσωπα είχε τώρα καρφωθεί πάνω του. Το δέρμα των λυκανθρώπων χαρακτηριζόταν ανέκαθεν από μια χάλκινη απόχρωση· αυτό, όμως, δεν ίσχυε απαραίτητα και για εκείνη τη στιγμή. Τα σώματα τους έδειχναν σαν να ήταν στραγγισμένα από αίμα.

Έχοντας δει την ευκολία στις κινήσεις του και τη μεθοδικότητα στον τρόπο που σκότωνε, το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να τρομάξουν.

Ο Μάικλ Τζόζεφ σταύρωσε τα χέρια του μπροστά από το στήθος του και περίμενε. Ο Κολ στεκόταν ακριβώς από πίσω του χωρίς καμία έκφραση στο πρόσωπο του. Οι λυκάνθρωποι δεν είχαν όλοι την ίδια ηλικία, πρόσεξε. Άλλοι ήταν μικρότεροι κι άλλοι μεγαλύτεροι. Οι τελευταίοι, όμως, αποτελούσαν την πλειοψηφία.

«Τελικά δεν ήταν φήμες. Είσαι όντως ζωντανός», είπε μια φωνή την οποία ο Μάικλ Τζόζεφ χρειάστηκε ένα δευτερόλεπτο για να αναγνωρίσει.

«Έπρεπε να το περιμένω ότι αυτό ήταν δική σου δουλειά», μουρμούρισε μέσα από τα σφιγμένα δόντια του ενώ η έκφραση του δήλωνε αποδοκιμασία.

«Αν ήξερα ότι ζούσες θα είχα έρθει να σε βρω ο ίδιος»

«Γιατί τόση φασαρία γύρω από το αν ζω ή όχι;», ειρωνεύτηκε ο Μάικλ Τζόζεφ. «Σε είχα για καλύτερο από αυτό, Άλφα».

Ο Άλφα στάθηκε ακριβώς μπροστά του σαν αδιαπέραστος βράχος κι ένωσε το βλέμμα του με το δικό του. «Το να μην γερνάς όσα χρόνια κι αν περάσουν πρέπει να είναι σαν πραγματικό θαύμα», μουρμούρισε τοποθετώντας τον αντίχειρα και το δείκτη του κάτω από το σαγόνι του και φέρνοντας το πρόσωπο του πιο κοντά στο δικό του. Μόλις το ύφος του Μάικλ Τζόζεφ άρχισε να αγριεύει κι ένα ζωώδες γρύλισμα έβγαινε από το λαρύγγι του, ο Άλφα βιάστηκε να απομακρύνει το χέρι του από πάνω του.

«Αν δεν σε ήξερα καλύτερα, θα έλεγα ότι εγώ είμαι η μόνη σου ανησυχία. Κι αυτό, βέβαια, είναι μεγάλο κρίμα. Κάποιος που βρίσκεται σε μια θέση όπως η δική σου θα έπρεπε να ανησυχεί για πολλά περισσότερα», ψιθύρισε ο Μάικλ Τζόζεφ κι η φωνή του ίσα που ακούστηκε· παρόλο που τα χείλη του βρίσκονταν πολύ κοντά στο αυτί του Άλφα.

Ο Άλφα μουρμούρισε ένα σορό από ακατανόητες λέξεις σε κάποια αρχαία διάλεκτο, η οποία διδασκόταν στους λυκανθρώπους από γενιά σε γενιά και την οποία κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να αποκρυπτογραφήσει.

«Κολ», μουρμούρισε ο Μάικλ Τζόζεφ στρέφοντας το κεφάλι του προς τα πίσω για να κοιτάξει τον αδερφό του. Ευθύς αμέσως, ο Κολ βάλθηκε να βηματίζει προς τον Άλφα καθώς μερικές τούφες από τα κοντά, σγουρά και στο χρώμα της άμμου μαλλιά του έπεφταν στο πρόσωπο του. Τα χρυσά του μάτια επικεντρώθηκαν αποκλειστικά πάνω του, παρακολουθώντας τον να πισωπατάει μπερδεμένος.

Τη στιγμή που ο Κολ βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από εκείνον, ο Άλφα άρχισε να σφαδάζει και να τρέμει λες και είχε δει φάντασμα. Φυσικά δεν είχε δει φάντασμα, αλλά κάτι χειρότερο. Κι αυτό ήταν τον Κολ να χρησιμοποιεί το κυριότερο από τα υπερφυσικά ταλέντα του εναντίον του.

«Βλέπεις, Άλφα», συνέχισε ο Μάικλ Τζόζεφ κρατώντας μια απόσταση από εκείνον και τον αδερφό του, «ο Κολ έχει ένα πολύ ιδιαίτερο ταλέντο. Ακόμη πιο ιδιαίτερο από το δικό μου. Μπορεί να δει τους χειρότερους φόβους σου και να τους χρησιμοποιήσει για να σε βλάψει».

«Κάνε τον να σταματήσει», είπε ο Άλφα με τρεμάμενη φωνή.

«Αξιολύπητος», μουρμούρισε ο Κολ χαλαρώνοντας ελάχιστα την επίδραση του πάνω του. Ο Άλφα σταμάτησε να ουρλιάζει πανικόβλητος, αλλά το τρέμουλο παρέμενε.

«Δες το ως αντίποινο»

Ο Κολ κάρφωσε τα μάτια του στον Μάικλ Τζόζεφ και περίμενε την έγκριση του για να σταματήσει. Όταν εκείνος έγνεψε καταφατικά, σταμάτησε να βασανίζει τον Άλφα κι απομακρύνθηκε από εκείνον.

«Στα τσακίδια, αιμορουφήχτρες», γρύλισε ο Άλφα τη στιγμή που ένα ζευγάρι λυκανθρώπων τον βοηθούσε να σταθεί στα πόδια του. Όμως, μια και μοναδική πλάγια ματιά από τον Μάικλ Τζόζεφ τον έκανε να πάψει επιτόπου...

Η Νικόλ βημάτιζε νευρικά στο δωμάτιο της ρίχνοντας συχνές ματιές στο παράθυρο. Έχει αργήσει, σκέφτηκε περνώντας τα δάχτυλα της μέσα από τα μαλλιά της. Τότε, δυο παγωμένα μπράτσα την έσφιξαν ανάμεσα τους και ένα ζευγάρι γνώριμα χείλη ακούμπησαν το λαιμό της.

«Χρόνια πολλά», ψιθύρισε ο Μάικλ κοντά στο αυτί της καθώς η ανάσα του χτυπούσε στο δέρμα της καυτή σαν την κόλαση.

«Είμαι ένα χρόνο μεγαλύτερη. Μα τι ευχάριστο. Ένας χρόνος πιο κοντά στο θάνατο», μουρμούρισε εκείνη μορφάζοντας.

Απέναντι στη χλιαρή διαμαρτυρία της, ο Μάικλ προέβαλλε μια ερώτηση. «Είσαι έτοιμη να ζήσεις την καλύτερη νύχτα της ζωής σου;».

Το πρόσωπο της έλαμψε ξαφνικά μα σύντομα η χαρά εξαφανίστηκε από αυτό. «Δεν πρόκειται να με αλλάξεις, έτσι;», ρώτησε χαμηλώνοντας το κεφάλι της και στρέφοντας απογοητευμένα το βλέμμα της στη γωνία του τοίχου.

Ο Μάικλ γονάτισε μπροστά της και κατέβαλε υπεράνθρωπη προσπάθεια για να την αναγκάσει να τον κοιτάξει. Και στο τέλος τα κατάφερε.

«Ακόμα το θέλεις τόσο πολύ;»

«Είναι το μόνο πράγμα που θέλω», του αποκρίθηκε εκείνη.

Τότε, ένα αμυδρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του Μάικλ. «Γι' αυτό, λοιπόν, υπόσχομαι να βάλω απόψε τα δυνατά μου ώστε αυτή η νύχτα να σου αλλάξει γνώμη», ανακοίνωσε μια δόση περηφάνιας που έκανε τη Νικόλ να πνίξει έναν ήχο γέλιου που ετοιμαζόταν να βγει από το στόμα της.

Εκείνη τη νύχτα, μια έκλειψη σελήνης είχε κάνει το φεγγάρι να χάσει τη θέση του στον ουρανό. Όμως, παρόλο που το σκοτάδι καραδοκούσε πυκνό όπου κι αν κοιτούσε η Νικόλ ήταν έτοιμη να ακολουθήσει εκείνον που αγαπούσε οπουδήποτε κι αν την πήγαινε. Εξάλλου, δεν ήταν ο προορισμός αυτό που την ένοιαζε, αλλά το ότι θα ήταν μαζί της για άλλη μια φορά.

Ο Μάικλ γύρισε το κλειδί κι άναψε τη μηχανή του αυτοκινήτου. Τα πάντα μέσα στον περιορισμένο χώρο που προσέφερε το αυτοκίνητο ήταν ήσυχα. Οι κόκκινες ίριδες των ματιών του είχαν πάρει ένα ανοιχτό κόκκινο χρώμα, σημάδι ότι είχε φροντίσει να τραφεί καλά για παν ενδεχόμενο. Κοίταξε για μια στιγμή την ανυποψίαστη συνοδό του, η οποία είχε αφαιρεθεί κοιτώντας έξω από το παράθυρο κι ύστερα έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό USB. Το μόνο που χρειάστηκε να κάνει στη συνέχεια ήταν να το συνδέσει στο ηχοσύστημα και να ανοίξει την ένταση του ήχου. Τα μάτια της Νικόλ γούρλωσαν από την έκπληξη.

Ο Μάικλ σιγοτραγουδούσε μερικούς από τους στίχους και παρ' ότι η μουσική ήταν αρκετά δυνατή, η μελωδία της φωνής του εξακολουθούσε να ξεχωρίζει. Η Νικόλ έγειρε το κάθισμα της προς τα πίσω κι έκλεισε τα μάτια αφήνοντας τον ήχο να τη μαγέψει με κάθε πιθανό τρόπο. Αυτό το τραγούδι έμοιαζε σαν μια έκκληση από πλευράς του να μην πουλήσει την ψυχή της για χάρη του. Και το γεγονός ότι δεν είχε αρκεστεί απλά στο να το παίξει για εκείνη όσο βρίσκονταν μόνοι αλλά, ταυτόχρονα, της το τραγουδούσε φανέρωνε πόσο μεγάλη ήταν η ανάγκη του να τον ακούσει, να δεχτεί τη συμβουλή του και να παραμείνει όπως ήταν. Το θνητό κορίτσι που ερωτεύτηκε.

Η διαδρομή είχε πια φτάσει στο τέλος της, το ίδιο και η μουσική. Η πόρτα του συνοδηγού άνοιξε αργά κι ο Μάικλ πήρε την αγαπημένη του στην αγκαλιά του για να τη μεταφέρει στο εσωτερικό του σπιτιού. «Πού με έφερες;», ρώτησε εκείνη περιπαικτικά την ώρα που εκείνος πάλευε να κλείσει την πόρτα με το δεξί του πόδι. Δεν έλαβε ποτέ απάντηση.

Οι δυο τους μπήκαν σε ένα δωμάτιο στο τέλος του διαδρόμου, κλειδώνοντας μια και καλή την πόρτα πίσω τους παρόλο που το σπίτι ήταν άδειο. «Αυτό είναι το παλιό εξοχικό της οικογένειας μου», μουρμούρισε ο Μάικλ απαντώντας μετά από ώρα στην ερώτηση της. Ωστόσο, αυτές οι λέξεις ήταν οι μοναδικές που το μυαλό του τον άφησε να αρθρώσει. Προς το παρόν, ήταν απασχολημένος με το να νιώθει σαν ένας ζητιάνος που αποζητούσε το άγγιγμα της.

Αυτή τη φορά, είχε αποφασίσει να αφήσει τον εαυτό του να χαρεί λίγη παραπάνω ελευθερία. Ίσως αυτό να ήταν εντελώς λάθος ή ίσως και να ήταν εντελώς σωστό. Δεν μπορούσε να αποφασίσει. Όμως, είχε υποσχεθεί να κάνει εκείνη τη νύχτα ξεχωριστή κι ήταν απόλυτα διατεθειμένος να εκπληρώσει την υπόσχεση του. Ακόμη κι αν ακροβατούσε πάνω στο σχοινί που χώριζε την ήρεμη πλευρά του από τον αχόρταγο αιμοδιψή δολοφόνο που βρισκόταν στην άλλη πλευρά.

«Η καρδιά σου χτυπάει πολύ γρήγορα. Πρέπει να ηρεμήσεις», ψιθύρισε περνώντας μια τούφα των μαλλιών της μέσα από τα δάχτυλα του. Εκείνη ανταποκρίθηκε στην κίνηση του τυλίγοντας τα μπράτσα της γύρω του κι ακουμπώντας το κεφάλι της στην καμπύλη του λαιμού του.

«Δηλαδή, τώρα έχουμε την ίδια ηλικία;», ψιθύρισε αφήνοντας ένα φιλί στο μάγουλο του.

«Όχι ακριβώς», αστειεύτηκε εκείνος. «Εξακολουθώ να παραμένω ένα χρόνο μεγαλύτερος».

Το γέλιο του ηχούσε μες στ' αυτιά της σαν μικρά καμπανάκια. Με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο κι ένα παθιασμένο βλέμμα της έδειξε ότι εξακολουθούσε να έχει κάποιου είδους υπεροχή πάνω της, την οποία δεν μπορούσε με τίποτα να του στερήσει. Έμοιαζε σαν κάποιος να είχε βάλει ένα λύκο να φυλάει ένα πρόβατο. Εκείνος ήταν ο «μεγάλος κακός βρικόλακας» κι εκείνη το «αθώο» αντικείμενο του πόθου του.

Είναι τόσο εύκολο για έναν άνθρωπο να ισχυριστεί πως αγαπάει κάποιον. Δυο απλές και τόσο ασήμαντες λέξεις είναι όλα όσα χρειάζονται για να φέρουν τους ανθρώπους πιο κοντά. Και τότε σταματά να έχει σημασία οτιδήποτε άλλο πέρα αυτού του φαινομενικού ερωτικού συναισθήματος, που λίγο καιρό αργότερα εξαφανίζεται, χάνεται, πεθαίνει...

Σε έναν υπερφυσικό κόσμο γεμάτο δεκάδες πλάσματα πέραν του ανθρώπινου, όμως, είναι εκατό φορές δυσκολότερο να ομολογήσει κανείς κάτι τέτοιο. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που βρίσκουν το θάρρος να απαρνηθούν την παντοδύναμη φύση τους ή έστω να την παραμερίσουν για να αφιερωθούν σε κάποιο άλλο πρόσωπο και ιδιαίτερα αν αυτό το πρόσωπο είναι θνητό.

«Ίσως, τελικά να είμαι ένας βρικόλακας με... ανθρώπινη καρδιά», μουρμούρισε ο Μάικλ αναλογιζόμενος το πόσο εύκολα είχε μαγευτεί από ένα τόσο συνηθισμένο κορίτσι. Κι όμως, σε εκείνον θα φαινόταν πάντα ιδιαίτερη. Κι ο τρόπος με τον οποίο ανυπομονούσε να ψηλαφίσει και να χαϊδέψει τη σάρκα της μπορούσε μόνο να το επιβεβαιώσει.
Άρχισε να ξεκουμπώνει ένα - ένα τα κουμπιά από το γκρίζο πουκάμισο του όταν τα χέρια της άρπαξαν ξαφνικά τα δικά του και τα τοποθέτησαν στα πλάγια του σώματος του. «Άσε εμένα», του ψιθύρισε συνεχίζοντας αυτό που άρχισε εκείνος.

Μέσα στη γύμνια του ένιωθε γεμάτος αυτοπεποίθηση. Η ντροπή δεν είχε θέση μέσα του. Όχι τώρα ούτε ποτέ άλλοτε. Επικέντρωσε το βλέμμα του στα σημεία του σώματος της που τον ενδιέφεραν περισσότερο κι ύστερα επέτρεψε στα δάχτυλα του να τα αγγίξουν απαλά, σαν χάδι. Αίφνης, η Νικόλ τραβήχτηκε προς τα πίσω και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τις ατέλειες της προσπαθώντας να τις κρύψει από εκείνον. Ένιωθε άσχημα και μόνο που τις έβλεπε να υπάρχουν. Μα ο Μάικλ δεν μοιραζόταν την ίδια άποψη με εκείνη.

Ξετύλιξε τα χέρια της και τα τοποθέτησε γύρω από τη μέση του. Οι κρύες παλάμες του άγγιξαν τους κροτάφους της υψώνοντας το πρόσωπο της πιο κοντά στο δικό του την ώρα που η φωνή του ακούστηκε σιγανή μα διαπεραστική.

«Μην νιώθεις άσχημα για τις ατέλειες που μπορεί να έχεις», είπε. «Ο καθένας μας έχει ατέλειες. Ακόμη κι εγώ... Κοίτα». Και με αυτά τα λόγια έτεινε τους καρπούς του μπροστά της. Δυο μεγάλες κάθετες γραμμές διακρίνονταν ακριβώς στη μέση καθενός τους.

«Έκοψες τις φλέβες σου», ψέλλισε εκείνη με τα σμαραγδένια μάτια της να γεμίζουν δάκρυα. «Έτσι πέθανες».

«Κάποιες από τις ατέλειες μας υπάρχουν χωρίς τη θέληση μας. Άλλες, πάλι, δημιουργούνται από εμάς τους ίδιους».

«Αν οι γονείς μου δεν με είχαν αναγκάσει να μεταναστεύσω εδώ μαζί τους, δεν θα σε είχα γνωρίσει ποτέ», σκέφτηκε η Νικόλ φωναχτά.

«Τώρα, όμως, που με ξέρεις και γνωρίζεις ότι σιχαίνομαι να σε βλέπω έτσι, κάνε μου τη χάρη να σκουπίσεις τα μάτια σου και να απολαύσεις το υπόλοιπο αυτής της νύχτας στο πλάι μου», ψιθύρισε ο Μάικλ και ως αντίδραση, εισέπραξε ένα χάδι στα μαλλιά του.

Πάνω στην κουβέρτα που κάλυπτε το κρεβάτι ήταν απλωμένα δεκάδες κόκκινα ροδοπέταλα τα οποία μοσχοβολούσαν. «Τι είναι αυτό;», ρώτησε η Νικόλ με ένα στραβό χαμόγελο επιδοκιμασίας. «Ήθελα να σε κάνω να νιώσεις άνετα κι ευχάριστα προτού γίνει το οτιδήποτε», εξήγησε ο Μάικλ πλησιάζοντας από πίσω της.

Ξάπλωσαν σχεδόν ταυτόχρονα με το απαλό βελούδο να τρίβεται πάνω στο δέρμα τους. Η προσμονή που χτυπούσε μες στις φλέβες του τον έκανε να νιώθει τόσο ζωντανός όσο ποτέ. Χάρη σε εκείνη, η ζωή του είχε αποκτήσει ξανά νόημα· άξιζε να τη ζήσει, απολαμβάνοντας όσο τίποτα αυτό που κάποτε ήταν σαν απαγορευμένος καρπός για το είδος του. Αναζητούσε την απόλυτη τέρψη μέσα από την ένωση του με εκείνη. Και σήμερα ήξερε ότι θα πετύχαινε.

Τα νύχια της καρφώθηκαν στο δέρμα της πλάτης του ως ένδειξη μιας έντονης απόλαυσης που φούσκωνε το στήθος της και έκανε την ανάσα της να λαχανιάσει. Ο ένας συμπλήρωνε τις κινήσεις του άλλου, σαν μια παρτίδα σκάκι· με τη μόνη διαφορά ότι η συγκεκριμένη παρτίδα διαδραματιζόταν πάνω σε ένα διπλό κρεβάτι στη μέση του πουθενά. Οι παίχτες δεν είχαν σκοπό να ανταγωνιστούν ο ένας τον άλλο, αλλά αντίθετα να τον σαγηνεύσουν όσο περισσότερο μπορούσαν. Η μαγεία της στιγμής αποτυπωνόταν ολοκάθαρα στα λάγνα βλέμματα τους. Οι σάρκες τους ήταν γυμνές κι εκτεθειμένες, όμως της έντυνε ένα κύμα θαλπωρής που απέρρεε από τη συνεύρεση των σωμάτων τους.

Σχεδόν μπορούσαν να ακούσουν ένα σωρό μικρά πυροτεχνήματα να σκάνε πάνω από τα κεφάλια τους, καθώς άγγιζαν τα όρια της απόλυτης κορύφωσης· ένα ποίημα γραμμένο για δυο. Ήταν κι οι δυο τους λάτρεις της τελειότητας και συνεπώς αρνούνταν κατηγορηματικά ο ένας να τελειώσει πριν τον άλλο. Είχε έρθει, ωστόσο, η ώρα να μπει μια τελεία· τουλάχιστον για απόψε.

Ο καθένας τους κατέρρευσε με διαφορετικό τρόπο πάνω στα μαξιλάρια. «Ω, Θεέ μου», ψιθύρισε η Νικόλ ξέπνοα, «Αιμορραγείς». Πράγματι, η πλάτη του Μάικλ ήταν γεμάτη από βαθιές γρατζουνιές που είχαν ματώσει. Αν και είχαν σχεδόν επουλωθεί, ήταν σίγουρο ότι θα άφηναν πίσω τους μικρά σημάδια. «Θυμάσαι τι είπα πριν για τις ατέλειες που δημιουργούμε εμείς; Θα κουβαλάω αυτές τις μικρές ατέλειες περήφανα για όλο το υπόλοιπο της ζωής μου», μουρμούρισε ο Μάικλ τραβώντας την πάνω στο στήθος του, όπου στο τέλος εκείνη αποκοιμήθηκε...

*Fillius veneficae, libera me (Λατινικά): Γιε της μάγισσας, ελευθέρωσε με

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro