Σκοτεινά παιχνίδια [2]
Chapter soundtrack: London Grammar - Nightcall
Όση ώρα μιλούσα με τη Λότους, ένας ξένος βάδιζε μέσα στις λάσπες για να μας βρει. Περπατούσε μέσα στην ξαφνική μαγιάτικη βροχή με ένα λεπτό φανελένιο πουκάμισο κι ένα φθαρμένο τζιν με σηκωμένα τα μπατζάκια. Σφύριζε ρυθμικά καθώς επιτάχυνε το βήμα του χωρίς ποτέ να χάνει την ανάσα του. Η μέρα της κρίσης είχε έρθει· για τη Δάφνη και για μένα.
Η μια και μοναδική στιγμή που κατάφερα να ξεφύγω από τον έλεγχο που έκρυβε το βλέμμα του Κολ, κατάφερα να κάνω ένα τηλεφώνημα που στο σύνολο του διήρκεσε λιγότερο από έξι λεπτά. Το τηλέφωνο είχε χτυπήσει με το ζόρι δυο φορές πριν ακούσω τη φωνή του στην άλλη άκρη του ακουστικού. Οι πληροφορίες του Ντέρεκ ήταν σωστές, φάνηκε.
«Μπήκα σε πολύ κόπο για να βρω τον αριθμό σου, οπότε κάνε το να αξίζει». Ξεροκατάπια επαναλαμβάνοντας από μέσα μου πως ήμουν αρκετά θαρραλέος για να ξεστομίσω τις επόμενες λέξεις. Δεν είχα τίποτα να φοβηθώ από εκείνον τώρα πια. Ήμασταν ίσοι. «Θέλω τη βοήθεια σου», ψέλλισα. «Η Δάφνη είναι εκτός ελέγχου».
«Είναι παράξενο που ακούω τη φωνή σου. Πέρασε τόσος καιρός που παραλίγο να ξεχάσω τον ήχο της. Άλλαξες, βλέπω, και την προφορά σου. Την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε ήταν πιο βαριά»
«Άλλη μια απ' τις μικρές θυσίες που πρέπει να κάνει κανείς όταν ανήκει στο είδος μας», απάντησα μονοκόμματα. «Σε περιμένω». Κι η γραμμή κόπηκε.
Περίμενα να τον δω από στιγμή σε στιγμή να κάνει μια θεαματική είσοδο, υπερβάλλοντας όπως μόνο εκείνος ήξερε και μπορούσε. Έκλεισα τα μάτια κι ανάσαινα ήρεμα. Γνωρίζοντας τον, ίσως και να μην ήθελε να μπει από τη μπροστινή πόρτα σαν κύριος. Αναρωτιόμουν πώς θα αντιδρούσαν ο Μάικλ κι ο Κολ βλέποντας τον. Υπολόγιζα πως δεν θα τους έπαιρνε πολύ χρόνο για τον κολλήσουν στο έδαφος και να τον κάνουν παζλ.
Ένας δυνατός κρότος από κεραυνό συνοδεύτηκε – πολύ βολικά – από ένα δεύτερο κρότο· αυτή τη φορά επρόκειτο για μια πόρτα που άνοιγε με τη βία. Όρμησα έξω και στήθηκα ακριβώς πίσω από τους άλλους δυο. «Θα χρειαστώ ένα πολύ καλό μπάνιο μετά απ' αυτό», άκουσα τη φωνή του να αστειεύεται κι αμέσως τους παραμέρισα για να συναντήσω το βλέμμα του. Τον κοίταξα επικριτικά κι εκείνος δεν άργησε να το προσέξει. «Μεγάλη η χάρη σου που κουβαλήθηκα ως εδώ», μουρμούρισε. Σήκωσα το ένα μου φρύδι ως ειρωνεία. Πίσω μου ο Κολ μούγκριζε σιγανά κι ο Μάικλ βαριανάσαινε. Μέσα στο κεφάλι τους γινόταν ένα πανδαιμόνιο από σχέδια εξόντωσης της απειλής μπροστά τους.
«Όπως σου είπα στο τηλέφωνο», άρχισα να λέω κι οι άλλοι δυο έπαψαν ότι έκαναν για να με κοιτάξουν με απορία. «Η Δάφνη είναι εκτός ελέγχου». Ίσως αν συνέχιζα να του επαναλαμβάνω το πρόβλημα θα τον έκανα να συνειδητοποιήσει λίγο παραπάνω τη σοβαρότητα του πράγματος. «Ποιος την έβγαλε από την κρύπτη;», ρώτησε ρίχνοντας το βλέμμα του στον Μάικλ. «Ο Άλφα», απάντησα με σιγουριά όμως εκείνος δεν μου έδινε σημασία.
«Καταπληκτικό», αναφώνησε πλησιάζοντας τον Μάικλ και αγγίζοντας την άκρη από το σαγόνι του. Εκείνος γρύλισε σε αντίδραση. «Αλεξάντερ, συγκεντρώσου», φώναξα. «Αλεξάντερ; Ένα απλό μπαμπά θα ήταν αρκετό». Ο Κολ τον άρπαξε απειλητικά από τον ώμο και τον ταρακούνησε τόσο ώστε να τον αναγκάσει να κόψει την πλάκα.
Το σχέδιο ήταν απλό. Θα πηγαίναμε όλοι μαζί αλλά θα μπαίναμε στο κτίριο με τη σειρά. Πρώτα εγώ κι ο Κολ, μετά ο Μάικλ κι ο Αλεξάντερ και στο τέλος οι τρεις μάγισσες. «Δεν θα περιμένω να μπω από την πόρτα», μουρμούρισα τηλεπαθητικά. Κι ως αποτέλεσμα εκτοξευτήκαμε πάνω στα βιτρό παράθυρα κάνοντας τα θρύψαλα. Η Δάφνη με κοίταξε για μισό δευτερόλεπτο αλλά σύντομα η προσοχή της αποσπάστηκε από κάτι πίσω μου. «Τι κάνεις εσύ εδώ;», είπε με σφιγμένα δόντια. Ο Αλεξάντερ της έσκασε ένα από τα εκθαμβωτικά του χαμόγελα και κινήθηκε προς το μέρος της. Δίπλα της ο Άλφα δεν έμοιαζε και τόσο ευχαριστημένος με αυτή την εξέλιξη. Προχώρησε προστατευτικά και λίγο έλειψε να του ορμήσει. «Καλό σκυλάκι», ειρωνεύτηκε ο Αλεξάντερ. «Δεν θυμάμαι να έχω ακούσει για κάποιον Άλφα που να έχει πέσει τόσο χαμηλά όσο εσύ».
Έτρεξα κι έσπρωξα τον Αλεξάντερ πίσω καθώς ο Άλφα έπαιρνε τη μορφή του λύκου και επιτιθόταν. Προσπάθησα να του ανταποδώσω το χτύπημα, όμως αυτό αναχαιτίστηκε από τα σαγόνια του. Με άρπαξε από τον ώμο με τα δόντια του και με δάγκωσε αρκετά δυνατά για να φτάσει στο κόκαλο. Δεν είχα ξανακούσει τον εαυτό μου να φωνάζει έτσι. Δεν ούρλιαζα, ο ήχος έμοιαζε περισσότερο με πονεμένο αγκομαχητό. Αλλά και πάλι ήταν αρκετό. Όλοι τους προσπάθησαν να τον τραβήξουν ταυτόχρονα από πάνω μου. Ήταν δύσκολο να το κάνουν χωρίς να πάρουν μαζί και το χέρι μου. Ο Κολ βάλθηκε να τον τραβάει από τα σαγόνια, ο Μάικλ να έχει τυλίξει τα χέρια του γύρω από το λαιμό του κι ο Αλεξάντερ τον κλωτσούσε ανάμεσα από τα πλευρά. Όλα αυτά ενώ η Δάφνη στεκόταν να απολαμβάνει το θέαμα.
Όσο βρισκόμουν ακόμα κολλημένος στο πάτωμα, μια φευγαλέα ματιά γύρω μου επικέντρωσε τη ματιά μου πάνω σε έναν μαζεμένο όγκο κοντά στον τοίχο όπου βρισκόταν το εκκλησιαστικό όργανο. Νικόλ. Με το ελεύθερο χέρι μου άρχισα να σπρώχνω τη μουσούδα του λύκου μέχρι που, τελικά, κατάφερα να ελευθερωθώ. «Μάικλ, πήγαινε», είπα κάνοντας του νεύμα με το κεφάλι. Που να πάρει ο διάολος, τον άκουσα να σκέφτεται.
«Κοίταξε με. Εδώ είμαι», ψιθύρισε κοντά στο αυτί της. «Νόμιζα ότι σε σκότωσε», του απάντησε εκείνη με ένα κύμα δακρύων να ξεχύνεται από τα μάτια της. Κράτησε το πρόσωπο της μέσα στα χέρια του και σκούπισε τα δάκρυα με τους αντίχειρες του. «Όλα καλά», υποσχέθηκε δίνοντας της ένα φιλί στο μέτωπο. «Πήγαινε προς τη γωνία του τοίχου στα αριστερά σου και κρύψου», συμπλήρωσε τηλεπαθητικά. Κι εκείνη έτρεξε προς τα εκεί.
Ο Αλεξάντερ επέμεινε να προκαλεί τον Άλφα τη στιγμή που εγώ είχα το νου μου στη Δάφνη. «Συγνώμη», φώναξε εκείνη ξαφνικά κι έπειτα γέλασε τρανταχτά και δυνατά. «Ξέχασα να σας πω ότι δεν είμαστε μόνοι εδώ». Οι αισθήσεις μου ενεργοποιήθηκαν τόσο γρήγορα που ακόμη κι εγώ απόρησα με αυτή την ταχύτητα. Κοίταξα προς κάθε κατεύθυνση και με την άκρη του ματιού μου είδα τον Μάικλ και τον Κολ να με μιμούνται. Ο Αλεξάντερ σκεφτόταν πως η Δάφνη μπλόφαρε για να κερδίσει χρόνο, ενώ ο Μάικλ δεν ήταν σίγουρος τι να πιστέψει.
Ένα παγωμένο ρεύμα αέρα πέρασε ξυστά από τον ώμο μου κι ανασήκωσε μερικές τούφες των μαλλιών μου. «Δεν το έκανες αυτό», γρύλισα στη Δάφνη κι εκείνη μισοχαμογέλασε. «Δεν είναι κανείς εδώ», σκέφτηκε φωναχτά ο Μάικλ. Τον κοίταξα νιώθοντας σαν καζάνι που βράζει. «Ποιος μίλησε για φυσικές παρουσίες;». Έβαλα το χέρι μου στην τσέπη κι έσφιξα με προσοχή τη φεγγαρόπετρα της Κριστίνα στην παλάμη μου. Ύστερα, ανάγκασα το μυαλό μου να απομονώσει κάθε ήχο που δεν σχετιζόταν με αυτό που έψαχνα να ακούσω. Και να το! Δεκάδες μικροί ψίθυροι ακούγονταν σε όλο το χώρο. Πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά, παντού!
«Τους βλέπεις, έτσι δεν είναι;», ρώτησε η Δάφνη
«Τους ακούω»
«Κάποιοι δέχτηκαν να με βοηθήσουν με την πρώτη· άλλοι πάλι ήταν πιο διστακτικοί»
«Πόσοι είναι; Δέκα; Είκοσι;»
«Τι λες για περίπου σαράντα;»
Ήταν δύσκολο να διατηρήσω την ψυχραιμία μου. Μπορεί το πρόσωπο μου να ήταν εντελώς ανέκφραστο, όμως ήξερα ότι τα μάτια μου είχαν συνήθως την τάση να με προδίδουν. Μια αέρινη παλάμη τυλίχτηκε γύρω από το λαιμό μου και το επόμενο πράγμα που ένιωσα ήταν τα μάτια μου να γυρίζουν προς τα πίσω ενώ ο αέρας κοβόταν από τους πνεύμονες μου. Ο Κολ πλησίασε κι επιχείρησε να βοηθήσει προτού μερικά άλλα χέρια τον αρπάξουν και τον πετάξουν ακριβώς πάνω στο εκκλησιαστικό όργανο. Πάλευα να κουνηθώ, αλλά τα άκρα μου ήταν βαριά λες και τα είχαν αλυσοδέσει στο πάτωμα. Προς έκπληξη μου, ο Αλεξάντερ προσπάθησε κι εκείνος να με πλησιάσει. Έκανε το ένα διστακτικό βήμα μετά το άλλο ώσπου, τελικά, βρέθηκε πολύ κοντά. Δυο ρυάκια αίματος κυλούσαν από τη μύτη μου. Ήταν λες και κάποιος έλιωνε κυριολεκτικά τον εγκέφαλο μου ενώ, ταυτόχρονα, κάτι σαν ηλεκτροσόκ με χτυπούσε στο στέρνο.
Ο Αλεξάντερ κατάφερε με τα πολλά να πιάσει το ένα μου χέρι και να το σφίξει στο δικό του. «Μπορείς να το διώξεις», μου ψιθύρισε. Προσπαθώ, ήθελα να του πω. Όπως, όμως, ήταν προφανές αυτή η σκηνή δεν έμελλε να διαρκέσει για πολύ. Μέσα σε δευτερόλεπτα, ήταν ξαπλωμένος δίπλα μου και σπάραζε ακριβώς όπως εγώ. Ο Μάικλ έτρεξε προς τη Δάφνη κι ο Άλφα τον αναχαίτισε με ένα τρόπο τόσο βίαιο που ράγισε το θώρακα του.
Ο Μάικλ ένιωθε τα ραγισμένα κόκκαλα να επανέρχονται υπό το απειλητικό γρύλισμα του Άλφα, ο οποίος είχε τοποθετήσει το ένα του πόδι πάνω του για τον κρατήσει ακίνητο. Παράλληλα, ο Κολ σήκωσε αργά το κεφάλι του και σύρθηκε αθόρυβα προς τη Δάφνη. Στόχος του ήταν να την αρπάξει από τα πόδια και να τη ρίξει κάτω, έτσι ώστε να καταφέρει να τραβήξει από το λαιμό της το κολιέ του δράκου.
Για μια στιγμή, ήμουν σίγουρος πως είχα τυφλωθεί. Παρόλο που τα βλέφαρα μου ήταν ακόμα ανοιχτά, ένα σωρό μαύρες κηλίδες κάλυπταν το οπτικό μου πεδίο. Δίπλα μου, ο Αλεξάντερ ψέλλιζε σιγανά ένα όνομα. Κάπου, σε μια γωνία του μυαλού μου, το όνομα αυτό αντιστοιχούσε σε κάποιο πρόσωπο που γνώριζα. Αλλά σε ποιο;
Μέσα στο χαμό, ο Μάικλ έστρεψε το βλέμμα του στον Κολ κι έπειτα προς εμάς. «Λότους, τώρα!», φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. Σε απάντηση στα λόγια του, η Δάφνη που είχε φανεί να περιμένει κάτι τέτοιο άπλωσε τα χέρια της στον αέρα και μουρμούρισε δυο προτάσεις σε κάποια άλλη γλώσσα. Τα λόγια της έφταναν στ' αυτιά μου σαν μεμονωμένες λέξεις. Κάποιες τις ξεχώριζα με ευκολία κι άλλες όχι. Οι παλμοί μου χαλάρωναν και χτυπούσαν στο κεφάλι μου σαν κάποιος να το κοπανούσε από τη μέσα μεριά μ' ένα μεγάλο σφυρί.
Η λέξη «balaur» σημαίνει «δράκος» στα Ρουμάνικα. Τα εγχειρίδια μαγείας που έχουν γραφτεί ανά τους αιώνες περιλαμβάνουν μια ποικιλία από γλώσσες. Οι δυο από αυτές που συναντώνται πιο συχνά από τις άλλες είναι τα Λατινικά και τα Ρουμάνικα.
Η Δάφνη έμοιαζε να χειρίζεται και τις δυο γλώσσες με άψογο τρόπο. Κάποια στιγμή, είχα καταφέρει να αποσπάσω από το κεφάλι της μερικές αναμνήσεις από τα παιδικά της χρόνια, συμπεριλαμβανομένης και της εκπαίδευσης της στη μαγεία. Δεν ήταν να αναρωτιέται κανείς από πού είχε αποκομίσει τέτοιες γνώσεις, αφού κι η ίδια η μητέρα της ήταν μάγισσα πριν από αυτήν...
Ο Κολ βρισκόταν χιλιοστά μακριά από το να αρπάξει τη Δάφνη, όταν από το πουθενά εμφανίστηκε ένας φοίνικας από γαλάζια φωτιά να πετάει πάνω από το κεφάλι του. Ο φοίνικας διέγραφε κύκλους γύρω από το χώρο. Με τις λευκές σχισμές που είχε για μάτια παρακολουθούσε τα πάντα. Η Νικόλ μαζεύτηκε πιο βαθιά μέσα στον τοίχο την ώρα που είδε το φοίνικα να χαμηλώνει το πέταγμα του και να περνάει από πάνω μου σε απόσταση αναπνοής. Η γλυκιά ζεστασιά του τυλίχτηκε γύρω μου σαν λεπτό πέπλο. Ο Αλεξάντερ τραντάχτηκε κι έκλεισε τα μάτια του για να απαλλαγεί από τη δυσφορία.
Πάνω στην ώρα, οι τρεις μάγισσες του Σάλεμ μπήκαν στο κτίριο. Η Άρια εξαφάνισε τον τεράστιο φοίνικα, η Λότους γονάτισε ψέλνοντας κάποιο αρχαίο ξόρκι και η Τζανίν αντιμετώπισε ευθέως τη Δάφνη πετώντας έναν αστραφτερό πίδακα μαγείας προς εκείνη.
Όταν το ηλεκτροσόκ στο στέρνο μου υποχώρησε και το παγωμένο χέρι δεν άγγιζε το λαιμό μου, κατάφερα να πάρω την πιο βαθιά ανάσα που μπορούσα. Το ίδιο κι ο Αλεξάντερ. Κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο κι είδα για πρώτη φορά τον τρόμο στα μάτια του. «Εσύ την παντρεύτηκες», του υπενθύμισα σαρκαστικά με μια φωνή που θα μπορούσε να ανήκει σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από μένα.
«Τελείωσε, Δάφνη. Παράτησε τα», φώναξε η Άρια. Το γέλιο της Δάφνης ήταν υστερικό. «Δεν καταλαβαίνετε», ούρλιαξε με παραμορφωμένη φωνή. «Πρέπει να τους σκοτώσω. Εγώ φταίω που έγιναν έτσι. Όλα αυτά είναι δική μου δουλειά». Πριν καν προλάβω να γυρίσω το βλέμμα μου προς τη μεριά του, ο Μάικλ είχε καταφέρει να κλωτσήσει μακριά τον Άλφα και να του σπάσει το λαιμό. Με την προσοχή της Δάφνης αποσπασμένη, ο Κολ σκέφτηκε να ολοκληρώσει αυτό που σκόπευε. «Μην το κάνεις», του είπα τηλεπαθητικά. «Έχω καλύτερη ιδέα».
Αν της επιτιθόταν πάνω στη μανία της, το πιο πιθανό ήταν να τον εξοστρακίσει με κάποιο ξόρκι που θα τον έκανε κάρβουνο. Με τη φεγγαρόπετρα πάντα στην τσέπη μου, σηκώθηκα αργά και κάρφωσα απειλητικά το βλέμμα μου πάνω της. Του Μάικλ του είχε κοπεί η ανάσα. Ήταν ο μοναδικός που ένιωσε αρχικά την αλλαγή.
Τα τείχη μέσα στο κεφάλι μου γκρεμίστηκαν και το τέρας έκανε τη θριαμβευτική επιστροφή του. Αυτός ήταν κι ο λόγος που είχα φωνάξει εδώ τον Αλεξάντερ. Για να με μαζέψει αν το πράγμα πήγαινε πολύ πέρα από αυτό που είχα υπολογίσει. Αν η Δάφνη με χτυπούσε, αυτό που θα σκότωνε θα ήταν το τέρας. Δεν θα μπορούσε να αντέξει τέτοια δόση μαγείας και συνεπώς θα διαλυόταν πριν προκαλέσει χάος.
Ένα γρύλισμα βγήκε από το κέντρο του στήθους μου. Μέσα μου, το τέρας ζητωκραύγαζε που επιτέλους είχα ενδώσει και το είχα αφήσει να πάρει τον έλεγχο. Μια κτηνώδης χαρά με κατέκλυζε ολόκληρο εξαιτίας του. Κοίταξα για μια τελευταία φορά τη Δάφνη και τα πάντα γύρω μου έγιναν απόλυτα ήσυχα. Νεκρική σιγή.
Αίφνης, βρέθηκα στον αέρα. Με ένα πήδημα είχα βρεθεί να κατευθύνομαι προς το μέρος της και να στέκομαι δίπλα στον Κολ. «Φύγε», του είπα τηλεπαθητικά με το τέρας να συνεχίζει να με πολεμάει. Η Δάφνη δεν είχε καταλάβει ότι στεκόμουν πίσω της. Για εκείνη είχε σημασία να εξαλείψει τον τριπλό μπελά που στεκόταν κοντά στην είσοδο.
Όλα έγιναν ασύλληπτα γρήγορα. Δάγκωσα τον καρπό μου κι έκοψα τρεις φλέβες με την άκρη από τους κυνόδοντες μου. Αμέσως μόλις το αίμα άρχισε να τρέχει, άρπαξα τη Δάφνη από το λαιμό και κόλλησα τον σχισμένο μου καρπό στα χείλη της. Εκείνη διαμαρτυρόταν και με χτυπούσε με τα χέρια της. Ο Κολ τράβηξε το κολιέ από το λαιμό της με μια κίνηση που έκανε την αλυσίδα να διαλυθεί. Με κοίταξε συνωμοτικά κι εγώ, έχοντας σιγουρευτεί πως η Δάφνη είχε καταπιεί αρκετή ποσότητα αίματος, τέντωσα την πλάτη της μπροστά σαν τόξο τραβώντας, παράλληλα το λαιμό της προς τα πίσω.
Η Δάφνη πέθανε αμέσως μόλις η σπονδυλική της στήλη έγινε κομμάτια. Ο Άλφα αλύχτησε θλιμμένα και στη συνέχεια εξαφανίστηκε. Ο Μάικλ κι ο Κολ ετοιμάστηκαν να τρέξουν ξοπίσω του αλλά ο Αλεξάντερ τους σταμάτησε. Κοίταξε εμένα με τα μάτια γουρλωμένα και το σαγόνι του σφιγμένο.
«Πρέπει να φύγω από' δω», σκέφτηκα φωναχτά. Το τέρας αποκτούσε πρόσβαση σε όλο και περισσότερες πτυχές του μυαλού και του εαυτού μου. Περνούσα ήδη το κατώφλι της εισόδου όταν η Λότους έριξε κατά πάνω μου κάτι που με έκανε να αισθανθώ σαν να είχα χτυπηθεί από κεραυνό. Πονούσα αφόρητα κι έσφιγγα με πείσμα τα δόντια μου για να μην το δείξω. Δεν ήθελα ο Αλεξάντερ να με ακούσει να φωνάζω από τον πόνο για δεύτερη φορά σε μια μέρα.
Κάτι άγνωστο μου ξέσκιζε τα σωθικά και τραβούσε το τέρας μακριά από το μυαλό μου. «Δεν μπορείτε να το κάνετε αυτό!», είπε με μια φωνή όμοια με τη δική μου. «Εδώ είναι η θέση μου!». Έξι ζευγάρια χέρια με κρατούσαν ακίνητο κι ένα έβδομο άγγιζε το πρόσωπο μου. Το ένα από αυτά τα ζευγάρια ήταν υπερβολικά ζεστό πάνω στο δέρμα μου. Η Νικόλ αγγίζει το πρόσωπο μου, συμπέρανα από μέσα μου.
Το τέρας σώπασε έπειτα από πολύ μεγάλη προσπάθεια και χάθηκε κάθε ίχνος από αυτό. Όλα όσα είχε προκαλέσει μέσα μου είχαν σβηστεί. Μέσα σε αυτό το σώμα κατοικούσαμε πλέον μόνο εγώ κι η συνείδηση μου. Το μόνο κομμάτι που έλλειπε από αυτή την εικόνα ήταν η ψυχή μου. Όμως, είχαν περάσει τόσα χρόνια που είχα πάψει να πιστεύω ότι θα την έπαιρνα ποτέ πίσω.
Ώστε μου είχαν πει ψέματα. Μπορούσαν να καταστρέψουν το τέρας και παρόλα αυτά το άφηναν να υπάρχει μέσα μου ανενόχλητο. Αν εκείνες οι τρεις δεν ήταν αυτές που ήταν, δεν ήθελα καν να σκέφτομαι τι θα τους είχα κάνει...
Οι μυς μου χαλάρωσαν ο ένας μετά τον άλλο. Όταν αντίκρισα ξανά τον ουρανό, το στρογγυλό σχήμα του ήλιου είχε αρχίσει να ανεβαίνει στον ορίζοντα. Ήμουν περικυκλωμένος από γνώριμα πρόσωπα κι ήμουν ευγνώμων γι' αυτό. Η Δάφνη είχε πάρει αυτό που της άξιζε κι εγώ είχα ξεφορτωθεί μια πολύ άσχημη πτυχή του εαυτού μου. Θα μπορούσα κάλλιστα να το αποκαλέσω μια μεγάλη νίκη!
«Τι μου έκανες;», μουρμούρισε ζαλισμένα κάποιος πίσω μας. Η Δάφνη βγήκε παραπατώντας από τις σκιές του παλιού κτιρίου μέσα στο φως του ήλιου που, φυσικά, την τύφλωνε. Παραμέρισα τους άλλους για να την κοιτάξω κατάματα. Έδειχνε χάλια. Μαύροι κύκλοι είχαν εμφανιστεί κάτω από τα μάτια της, τα οποία τώρα είχαν ένα ζωηρό κόκκινο χρώμα. «Σου έδωσα μια γεύση απ' αυτά που έχουμε περάσει όλοι μας εξαιτίας σου», ψιθύρισα με τα χέρια μου να ακουμπούν στους ώμους της. Χωρίς τη μαγεία της ήταν ένα αδύναμο, μικροκαμωμένο πλάσμα. «Μου πήρες τα πάντα!», με κατηγόρησε. «Δεν μου έδωσες καν το περιθώριο να αποφύγω μια τέτοια κατάληξη!». Τα χείλη μου τεντώθηκαν ενστικτωδώς σε ένα πλατύ χαμόγελο. «Είδες πόσο φρικτό είναι το να βρίσκεσαι ξαφνικά στη θέση μου;», τη ρώτησα πριν της γυρίσω την πλάτη.
Το κεφάλαιο «Δάφνη» είχε κλείσει και στο τέλος του είχε γραφτεί η λέξη «τέλος» με μεγάλα μαύρα γράμματα. Ποτέ ξανά δεν θα ανησυχούσαμε για εκείνη, ούτε κι εκείνη για εμάς – απ' ότι φαινόταν.
«Ευχαριστώ», είπα τηλεπαθητικά στον Αλεξάντερ. Εκείνος έβγαλε ένα πνιχτό ήχο γέλιου. «Τι είναι;», ρώτησα φωναχτά. «Να, ξέρεις, σκεφτόμουν να μείνω για μερικές μέρες». Ο Μάικλ σφίχτηκε και τα μάτια του πετούσαν σπίθες. Στη φαντασία του τον είχε ήδη σκοτώσει. «Υπομονή», του είπα τηλεπαθητικά. «Άφησε τον να πιστεύει ότι κάνει το κομμάτι του κι ύστερα η χαρά θα είναι όλη δική σου». Κι ο Μάικλ υποχώρησε συμφωνώντας...
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro