Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Πλάσμα της νύχτας...

Η Νικόλ έφτασε στην πόρτα του σπιτιού της βγάζοντας αργά τα κλειδιά από την τσέπη της και βλαστημώντας το σκοτάδι που την εμπόδιζε απ' το να βρει την κλειδαριά. Βλαστήμησε κάμποσες φορές ώσπου, κάποτε, η πόρτα επιτέλους άνοιξε για να αφήσει τη ζεστασιά του αναμμένου τζακιού να την υποδεχτεί. Φώναξε τους γονείς της για να τους δείξει ότι είχε επιστρέψει από τη βραδινή της έξοδο στο κέντρο μα κανείς δεν απάντησε. Κοίταξε την ώρα στο ψηφιακό ρολόι της κουζίνας και συνειδητοποίησε αμέσως γιατί· είχε πάει δύο και μισή τα ξημερώματα κι εκείνοι κοιμούνταν του καλού καιρού στην κρεβατοκάμαρα τους.

Ανέβηκε τα σκαλιά και περπάτησε βιαστικά στο δωμάτιο της. Για κάποιο λόγο, η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Οι δικοί της δεν έμπαιναν ποτέ στο δωμάτιο της όταν έλλειπε κι η ίδια αποκλείεται να είχε ξεχάσει να την κλείσει. Η σκιά των δέντρων απέξω έπεφτε στον τοίχο πλάθοντας σκουρόχρωμα φαντάσματα, ενώ ο αέρας έκανε το παράθυρο της να «μουγκρίζει». Η Νικόλ άφησε την τσάντα της στο γραφείο της και τράβηξε απαλά την κουρτίνα για να πάψουν οι σκιές. Αίφνης, μέσα σε διάστημα ενός δευτερολέπτου αισθάνθηκε μια παράξενη αύρα να την κυκλώνει. Δεν είμαι μόνη, συνειδητοποίησε. Και πράγματι, κάποιος ήταν όντως εκεί.

Στηριζόταν στη γωνία του τοίχου εντελώς ακίνητος· όπως ακριβώς ένα άγαλμα. Η όψη του αρχικά την τρόμαξε. Μια μαύρη κουκούλα κάλυπτε ολόκληρο το κεφάλι του εκτός από το σαγόνι, τα ρούχα του ήταν σαν κατράμι και τα χέρια του γαντοφορεμένα. «Ποιος είσαι;», η ερώτηση βγήκε μετά βίας απ' τα χείλη της. Ο ξένος δεν απάντησε, αντίθετα της φάνηκε πως κουνήθηκε για πρώτη φορά εδώ και ώρα. «Μου έχουν δώσει διάφορα ονόματα όσο καιρό ζω», μουρμούρισε έπειτα. Η φωνή του έμοιαζε με παγερή μελωδία, γραμμένη από ένα νεκρό συνθέτη. Δεν είχε κάποια ιδιαίτερη προφορά, όμως και πάλι η Νικόλ διέκρινε ότι δεν ήταν καθαρά αμερικάνικη.

«Όπως;», ρώτησε.

«Άριους»*, απάντησε ο ξένος.

Ο άγνωστος άντρας προχώρησε μπροστά, φέρνοντας το σώμα του σε μια άβολα μικρή απόσταση από το δικό της. Υψώθηκε μπροστά της λες κι ήταν στρατιώτης. Οι κινήσεις καθώς και ο βηματισμός του ήταν υπερβολικά ακριβείς. Κάτω από το ελάχιστο φως που διαπερνούσε την κουρτίνα κατάφερε να αντικρίσει το δέρμα στην περιοχή του λαιμού του. Άσπρο και λείο, με τις γαλάζιες φλέβες από κάτω του να ξεχωρίζουν σε ορισμένα σημεία.

«Είσαι βρικόλακας!», δεν ήταν ερώτηση. Μάλιστα, το συμπέρανε τόσο φωναχτά σαν να είχε λησμονήσει ότι στο τέλος του διαδρόμου βρισκόταν το δωμάτιο των γονιών της.

«Πώς το κατάλαβες;», η φωνή του ήταν γλυκιά και ήρεμη.

Η Νικόλ χαμογέλασε αμυδρά καθώς ο τόνος του κατάφερε να μηδενίσει κάθε φόβο της.

«Εύκολο», είπε. «Δεν μπήκες καν στον κόπο να κινηθείς σαν άνθρωπος. Κάθε κίνηση σου ήταν απόλυτα συγχρονισμένη».

 Αν και η ταυτότητα του άντρα παρέμενε ένα μυστήριο, η Νικόλ του έκανε νεύμα να καθίσει κι εκείνος πήρε θέση στην καρέκλα του γραφείου της, ενώ η ίδια καθόταν αντίκρυ του στο κρεβάτι. «Η στάση σου είναι κάπως... παράξενη». Η Νικόλ ακουγόταν σαστισμένη, σαν να προσπαθούσε να καταλάβει αν κρυβόταν κάποιο ύποπτο νόημα πίσω από τις κινήσεις του. «Σου υπόσχομαι ότι δεν σκέφτομαι τίποτα... περίεργο», της αποκρίθηκε ο κουκουλοφόρος άντρας έχοντας διαβάσει ασυναίσθητα το μυαλό της. «Απαιτώ να δω το πρόσωπο σου!», είπε εκείνη με το δεξί της χέρι σφιγμένο σε γροθιά. Ο ξένος γέλασε για λίγο τρανταχτά κι ύστερα σταμάτησε απότομα. «Δεν είσαι σε θέση να απαιτείς, μικρή», της είπε. «Ωστόσο, υποθέτω ότι αν σου δείξω ποιος είμαι θα σε αναγκάσω να με εμπιστευτείς χωρίς πολλά λόγια». Και με αυτές τις λέξεις, απομάκρυνε την κουκούλα από το κεφάλι του αναμένοντας την αντίδραση της...

Η θέα του προσώπου του την άφησε άναυδη. Ήταν σαν άγγελος του σκότους που είχε χάσει τα φτερά του. Τα χαρακτηριστικά του ήταν έντονα και προκάλεσαν την περιέργεια της, αλλά δεν τόλμησε να τον ρωτήσει για το τι και το πώς. Είχε κάτι το εξωπραγματικό πάνω του, τα μάτια του έκρυβαν πίσω τους χιλιάδες μυστικά. Είχαν το χρώμα του λιωμένου χρυσού και παρέμεναν σκόπιμα στυλωμένα στον απέναντι τοίχο για να μη συναντήσουν τα δικά της.

Το καρδιοχτύπι της ήταν μανιασμένο και οι παλάμες της ίδρωναν. Οι σκέψεις άρχισαν να μπερδεύονται μέσα στο μυαλό της, σχηματίζοντας ένα κουβάρι του οποίου η άκρη είχε χαθεί. Πρώτος μίλησε εκείνος, σπάζοντας τον πάγο που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους.

«Μαντεύω ότι ήλπιζες πως ήμουν κάποιος άλλος», είπε κοιτάζοντας την για πρώτη φορά κατάματα μετά από ώρα.

Η Νικόλ δεν ήξερε τι να του απαντήσει. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ξεροκαταπιεί στην προσπάθεια της να συνεχίσει να αναπνέει κανονικά. Εκείνος μπορούσε να αισθανθεί την ένταση της, υπενθύμισε στον εαυτό της. Μπορούσε σίγουρα να ακούσει και τις σκέψεις της. Η συνειδητοποίηση αυτή την έκανε να τρανταχτεί ολόκληρη.

«Δεν ήταν στα σχέδια μου να σε κάνω να αισθανθείς άβολα. Αφού, όμως, το έκανα έχω τουλάχιστον τη σύνεση να αποχωρήσω», είπε ο ξένος με ήρεμη φωνή και σηκώθηκε πλησιάζοντας το παράθυρο. Μόλις το άνοιξε, ο αέρας φύσηξε προς τα πίσω τις μαύρες τούφες που ξέφευγαν από το χαμηλό κότσο στον οποίο ήταν μαζεμένα τα μαλλιά του.

Αίφνης, η Νικόλ άκουσε τον εαυτό της να ψιθυρίζει ένα διστακτικό «περίμενε». Ήθελε να μάθει περισσότερα για εκείνον. Ή, μάλλον, ένιωθε ότι έπρεπε να μάθει περισσότερα.

«Εσύ δεν έπρεπε να... Θέλω να πω ότι εσύ είσαι...», άρχισε να του λέει μασώντας τα λόγια της. Ο Άριους γέλασε με την αμηχανία της. Για μια στιγμή φάνηκε να το διασκεδάζει ακούγοντας τη να προσπαθεί να σχηματίσει προτάσεις.

«Δεν είναι ανάγκη να ταλαιπωρείς τον εαυτό σου. Αυτό που ζητάς να μάθεις είναι πολύ νωρίς ακόμα για να σου το πω. Επίτρεψε μου να διατηρήσω τη δυσπιστία μου για την ώρα. Ωστόσο, απευθύνομαι σε μια κυρία κι έτσι μου έχει αφαιρεθεί το δικαίωμα να είμαι αγενής... Οπότε, θα σου πω μονάχα αυτό: τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται»

«Γιατί ήρθες εδώ;»

Στα χείλη του Άριους σχηματίστηκε ένα στραβό χαμόγελο.

«Έπρεπε με κάποιο τρόπο να μάθω τι ήταν αυτό που έκανε δυο βρικόλακες να σε συμπαθήσουν τόσο εύκολα... Τώρα το βλέπω»

Το αίμα ανέβηκε στα μάγουλα της με ταχύτητα φωτός. Ένιωθε λες και το πρόσωπο της είχε αλλάξει χρώμα κι από λευκό είχε γίνει κατακόκκινο. Ο Άριους τέντωσε τους ώμους του προς τα πίσω και κάθισε σταυροπόδι. Η Νικόλ το έβρισκε τρομερά δύσκολο να καταλάβει τι γνώμη είχε για εκείνη. Από την άλλη, τίποτα δεν θα είχε ενδιαφέρον αν όλα ήταν τόσο προβλέψιμα. Τα μάτια του την κοιτούσαν εξεταστικά από πάνω μέχρι κάτω. Εκείνο το βλέμμα το είχε ξαναδεί άλλη μια φορά...

«Όταν μιλάς, ο τρόπος που το κάνεις ταιριάζει σε άλλες εποχές», παρατήρησε η Νικόλ φωναχτά.

Η αντίδραση του Άριους της φάνηκε κάπως παράξενη. Αντί να προσβληθεί ή να θυμώσει εκείνος αρκέστηκε στο να σηκώσει τα φρύδια του λες και την επικροτούσε που επιτέλους το παρατήρησε. Τα μάτια του κινήθηκαν για λίγο μέσα στις εσοχές τους κι έπειτα κατέληξαν να σταματάνε εκ νέου πάνω της.

«Φαίνεται πολύ, σωστά;», ρώτησε αφήνοντας την άναυδη. Εκείνη έγνεψε καταφατικά με ένα βεβιασμένο χαμόγελο στα χείλη. Ο Άριους αναστέναξε ηχηρά και κατέβασε το κεφάλι του. «Υποθέτω ότι το παράκανα. Αλλά, αν σκεφτεί κανείς πως είμαι πάνω από χίλια χρόνια μεγαλύτερος σου, υποθέτω ότι βγάζει περισσότερο νόημα», αναλογίστηκε φωναχτά.

Από εκείνο το σημείο κι έπειτα, η Νικόλ άρχισε να νιώθει φόβο απέναντι του. Ο Άριους κράτησε την ανάσα του συνεχίζοντας να την κοιτάζει. Όλο εκείνο το αίμα που δεν είχε φύγει ακόμα από τα μάγουλα της τον πίεζε να καταπνίξει τα βίαια ένστικτα του. Η Νικόλ έτεινε τα δάχτυλα της προς την οθόνη του κινητού της, παρόλο που βρισκόταν υπό το βλέμμα του.

«Δεν είναι ανάγκη να το κάνεις. Αν ήθελα να σε πειράξω, να είσαι σίγουρη πως δεν θα κρατούσα την ανάσα μου», μουρμούρισε ο Άριους.

Μερικές σταγόνες βροχής χτύπησαν ορμητικά το τζάμι του παραθύρου. Ο Άριους έστρεψε τα μάτια του προς εκείνο κι οι ίριδες του φωτίστηκαν από τη λάμπα του δρόμου. Από το ύφος του φαινόταν να σκέφτεται κάτι έντονα. Τα βλέφαρα του χαμήλωσαν αργά κι όταν άνοιξαν και πάλι μια πρωτόγνωρη αγριάδα κυριάρχησε στην όψη του.

Η Νικόλ τραβήχτηκε προς τα πίσω στο κρεβάτι, παίρνοντας αμυντική στάση. «Κάποτε μου είπαν ότι είμαι ένα άκαρδο κτήνος», ψιθύρισε ο Άριους καθώς σηκωνόταν όρθιος και πλησίαζε προς το μέρος της. Εκείνη έκλεισε το στόμα της με τις παλάμες της, καταπνίγοντας ένα σύντομο ουρλιαχτό το οποίο αν ακουγόταν δυνατότερα θα είχε σίγουρα ξυπνήσει τους γονείς της.

«Το χειρότερο είναι πως κι εγώ ο ίδιος αυτό πίστευα για τον εαυτό μου... Τώρα πια, όμως, δεν είμαι σίγουρος για το τι είμαι. Ίσως όταν όλα τελειώσουν να το καταλάβω», συνέχισε ο Άριους αγγίζοντας απαλά τους ώμους της.

Η Νικόλ έκλεισε τα μάτια. Αυτό ήταν, λοιπόν, το τέλος της. Ένα βίαιο τέλος για μια ζωή γεμάτη ταραχές. Δεν το περίμενε έτσι, σκέφτηκε δαγκώνοντας τα χείλη της. Δυο ζεστά δάκρυα κύλησαν στο δέρμα της. Αμέσως, τα δάχτυλα του Άριους απομακρύνθηκαν από πάνω της. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν σφιγμένα, σαν να αισθανόταν προσβεβλημένος από τις σκέψεις της για το θάνατο.

«Κι εσύ αυτό νομίζεις για μένα, έτσι δεν είναι;», ρώτησε μέσα από σφιγμένα δόντια. Όση ώρα η Νικόλ δεν απαντούσε τόσο αυξανόταν ο θυμός του. «Κοίταξε με στα μάτια!», απαίτησε κι εκείνη υπάκουσε. Η φωνή του Άριους επέστρεψε στον πιο ήρεμο τόνο της σε διάστημα δευτερολέπτων. Τα μάτια του, όμως, εξακολουθούσαν να είναι δυο μικρές σχισμές. Αυτή τη φορά, άγγιξε τους κροτάφους της με τις άκρες των δαχτύλων του κι έφερε το πρόσωπο της λίγο πιο κοντά στο δικό του.

«Από εδώ και πέρα, η συνάντηση αυτή θα είναι μόνο μια θολή ανάμνηση για σένα. Μια ανάμνηση την οποία θα μου υποσχεθείς εδώ και τώρα πως δεν θα αναφέρεις σε κανέναν. Μόλις βγω από αυτό το παράθυρο, θα πάψεις να θυμάσαι το πρόσωπο και τη φωνή μου», ψιθύρισε χρησιμοποιώντας την υποβολή.

Λίγο πριν πηδήξει έξω από το περβάζι, γύρισε και κοίταξε το κορίτσι με τα μαύρα μαλλιά πίσω του. Η νύχτα σύντομα θα τέλειωνε κι ο ίδιος είχε πολλά να κάνει. Δίχως δεύτερη σκέψη, έδωσε ώθηση στα πόδια του και προσγειώθηκε λίγα μέτρα πιο πέρα.
Και οι σκιές της νύχτας τον υποδέχτηκαν με χάρη την ώρα που εκείνος χανόταν από προσώπου γης...

Το επόμενο πρωί, η Νικόλ βρήκε στο γραφείο της μια επιστολή μέσα σε ένα σφραγισμένο φάκελο, πάνω στον οποίο ήταν γραμμένο καλλιγραφικά το όνομα της. Ξεκόλλησε αργά το πάνω μέρος του φακέλου κι έπειτα βάλθηκε να διαβάζει σιγανά το περιεχόμενο του:

Οι κυνηγοί που καταδίωκαν τον αγαπημένο σου είναι όλοι τους νεκροί. Μην τρομάξεις αν δεις κανένα πτώμα να ξεπροβάλει πίσω από κάποιο θάμνο. Έκανα απλά αυτό που είχα χρέος να κάνω.

Ο φύλακας σου

Τα μάγουλα της έχασαν το χρώμα τους αφότου διάβασε την επιστολή. Όλοι οι κυνηγοί ήταν νεκροί... Μέσα σε ένα μόνο βράδυ. Λες να τους σκότωσε ολομόναχος;  ,έπιασε τον εαυτό της να αναρωτιέται. Αν, όμως, αυτό ήταν πράγματι αλήθεια τότε εκείνος είτε δεν ήταν απλός βρικόλακας είτε είχε την απίστευτη δύναμη να σπέρνει το θάνατο μέσα σε μικρό αριθμό ωρών.

Πήρε βιαστικά το κινητό στο χέρι της και τα δάχτυλα της σχημάτισαν από μόνα τους τον αριθμό μου. Ομολογώ ότι ένιωσα έκπληκτος που άκουγα τη φωνή της τόσο νωρίς το πρωί· ήταν σαββατοκύριακο κι είχα την εντύπωση ότι θα κοιμόταν. «Οι κυνηγοί σκοτώθηκαν!», φώναξε στο ακουστικό με φωνή εκστασιασμένη. «Πού το ξέρεις;», ρώτησα επιφυλακτικά καθώς οι παλμοί μου ανέβαιναν απελπιστικά γρήγορα. Για μια στιγμή, ο μόνος ήχος που άκουγα ήταν ένα σιγανό γέλιο από την άλλη γραμμή, ώσπου εκείνη απάντησε: «Μου το είπε ένα πλάσμα της νύχτας». Κι ύστερα το έκλεισε.

Πλάσμα της νύχτας, είπα από μέσα μου. Τι θα μπορούσε να εννοεί με αυτό; Οι σκέψεις μου ακολούθησαν μια τροπή που δεν μου άρεσε καθόλου. Πρώτα το σκηνικό με τη δολοφονία των κυνηγών και τώρα αυτό. Τι είδους πλάσμα ήταν αυτό, ένας θεός το γνώριζε. Το μυαλό μου είχε αποκλείσει αυτόματα το ενδεχόμενο να ήταν λυκάνθρωπος αλλά και πάλι δεν ήμουν σίγουρος. Και κάπως έτσι, επέστρεψα και πάλι στο μηδέν.

Τις μέρες που πέρασαν, όλα ήταν ήσυχα. Στην περιοχή γύρω από το σπίτι είχε απλωθεί μια σιγή σαν αυτή που επικρατεί συνήθως στα νεκροταφεία. Τίποτα δεν έμοιαζε να κινείται σε ακτίνα κάμποσων δεκάδων χιλιομέτρων. Κάποια στιγμή, ο θείος ήρθε αθόρυβα από πίσω μου ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο μου κι εγώ άρχισα να τρέμω σαν το ψάρι από την ένταση. «Δεν είναι λυκάνθρωπος», τον άκουσα να μουρμουρίζει κοντά στο αυτί μου· ίσως για να μην τον ακούσει η Αϊλίν. «Όχι», συμφώνησα. «Δεν έχω νιώσει την παρουσία κανενός τους εδώ και πάρα πολύ καιρό». Γιατί μας βοήθησε; Και γιατί δεν μας άφησε να μάθουμε έστω το όνομα του; Τι θέλει σε αντάλλαγμα;

Τα χείλη μου είχαν αποχρωματιστεί από το άγχος. Μου έτρωγε τα σωθικά σαν αρρώστια. «Γιατί έπρεπε αυτός ο διάολος να κάνει τώρα την εμφάνιση του;», αναλογίστηκε ο θείος φωναχτά, «Πώς ήξερε για τους κυνηγούς;». Τον κοίταξα με απορία. Όσο κι αν δεν ήθελα να το παραδεχτώ, ήξερα πού το πήγαινε. «Άρα, ξέρει και για μένα», πρόλαβα να συμπληρώσω τη σκέψη του. «Ακριβώς». Σταύρωσα τα χέρια μου μπροστά από το στήθος μου και μια σπίθα φώτισε τα μάτια μου.

Μπροστά μου ο ουρανός φάνταζε γυάλινος· με ένα απλό άγγιγμα του δείκτη μου θα μπορούσα να τον κάνω θρύψαλα. Μα τα χρώματα του ήταν τόσο όμορφα που ασκούσαν μια έντονη γοητεία στο άτομο μου. Λες και τα είχα επιλέξει εγώ ο ίδιος από μια τεράστια παλέτα. Κάποιος κυκλοφορούσε εκεί έξω και σκότωνε τους εχθρούς μου για μένα. Το μυστήριο γύρω του με τραβούσε να δω στο βάθος του. Θα μπορούσε όλο αυτό να ήταν μία μάσκα, μια τέλεια σχεδιασμένη απάτη ικανή να τινάξει τα πάντα στον αέρα;

Περιεργάστηκα για λίγο τα σχήματα που έπαιρναν τα σύννεφα εξαιτίας του αέρα και μια έγνοια με κυρίευσε. Ο καθένας δίνει στην αλήθεια το σχήμα που εκείνος θέλει και παρουσιάζει τα γεγονότα μόνο όπως φαίνονται στα δικά του μάτια. Και τότε, η λύση ήρθε  σχεδόν ουρανοκατέβατη.

«Νικόλ, μήπως εκείνος ο ξένος σου έδειξε ποτέ το πρόσωπο του;»

«Ναι, αλλά...»

«Μπορείς να μου περιγράψεις πώς έμοιαζε;»

«Όχι»

«Γιατί όχι;», ρώτησα ξαφνιασμένος από την άρνηση της.

«Γιατί όσο κι αν προσπαθώ αποτυγχάνω να θυμηθώ το πρόσωπο του», απάντησε εκείνη με ειλικρίνεια.

Γύρισα προς το μέρος του θείου μου. «Το άκουσες αυτό;», ρώτησα αφελώς αφού ήταν προφανές ότι είχε ακούσει τα πάντα. Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Θα προσπαθήσω να αναιρέσω την επήρεια του από το μυαλό της και να την αναγκάσω να θυμηθεί». Όμως ο θείος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και μου έριξε μια προβληματισμένη ματιά. «Δεν γίνεται να αναιρέσεις την επήρεια ενός άλλου βρικόλακα από το μυαλό ενός θνητού. Μόνο ο ίδιος μπορεί. Εκτός κι αν...», έκανε μια παύση μη θέλοντας να συνεχίσει παρακάτω. «Εκτός κι αν τι;». Ο θείος κατάπιε κι ύστερα εισέπνευσε βαθιά. «Εκτός κι αν την κάνουμε βρικόλακα», μουρμούρισε τελικά. «Ξέχασε το!».

Δεν είχα τη δυνατότητα να αποφασίσω αν τελικά η Νικόλ κινδύνευε από εκείνο τον άντρα. Την είχε κάνει να ξεχάσει εντελώς το πρόσωπο του κι αμέσως μετά είχε κατασφάξει όσους με καταδίωκαν. Άραγε τόσο μεγάλη ιδέα είχε για τον εαυτό του ή απλώς το έπαιζε ήρωας στα μάτια μας – και κυρίως στα δικά της; Έχουμε ένα βρικόλακα – φάντασμα μπλεγμένο ανάμεσα στα πόδια μας, σκέφτηκα θυμωμένα. Αν προσπαθούσα να σκεφτώ σαν εκείνον ίσως και να έβρισκα τι ήταν εκείνο που τον είχε βάλει στο δρόμο μας. Πώς, όμως, σκέφτεται κανείς σαν κάποιον που δεν έχει γνωρίσει ποτέ;

Η Νικόλ είδε τον ήλιο να δύει έξω από το δωμάτιο της κι ένιωσε τη ζεστασιά του να τραβιέται μακριά από το πρόσωπο της. Άραγε θα τον έβλεπε απόψε; Ήθελε να τον ευχαριστήσει για την πράξη του και ταυτόχρονα να του κάνει ένα σορό ερωτήσεις – μερικές από τις οποίες εκείνος θα απέφευγε σκόπιμα να απαντήσει. Δάγκωνε επίμονα την άκρη των χειλιών της και περίμενε υπομονετικά. Πού και πού απομακρυνόταν από το παράθυρο για να αρπάξει ένα σημειωματάριο από το συρτάρι της και να σημειώσει όσες περισσότερες λεπτομέρειες θυμόταν για εκείνον· σε περίπτωση που προσπαθούσε να σβήσει ακόμη κι εκείνες από το μυαλό της όταν θα βρίσκονταν και πάλι.

Τα εναπομείναντα περιστέρια πάνω στα κλαδιά των δέντρων χτύπησαν τρομαγμένα τα φτερά τους και πέταξαν μακριά, σαν να αντίκριζαν κάποια θανάσιμη απειλή. Ο άγνωστος άντρας πήδηξε μέσα στο δωμάτιο της με τη συνηθισμένη του αμφίεση κι υποκλίθηκε μπροστά της. «Πόσων χρονών είσαι;», αστιεύτηκε η Νικόλ με ένα τόνο που θύμιζε οικειότητα. «Πολλών», απάντησε εκείνος σαν να αυτοσαρκαζόταν ενώ ένα στραβό χαμόγελο κοσμούσε τα χείλη του. Οι δυο τους κάθισαν αντικριστά για άλλη μια φορά και κοίταξαν ο ένας στα μάτια του άλλου. Οι χρυσές του ίριδες λαμπύριζαν με αυταρέσκεια, ενώ οι δικές της πάλευαν να αποκρύψουν το θαυμασμό που της προξενούσε. «Γιατί μας βοήθησες με τους κυνηγούς;», τον ρώτησε. «Οι κυνηγοί ζουν από το να σκοτώνουν όσους θεωρούν τέρατα. Δεν κάνουν, όμως, όλα τα τέρατα τερατώδεις πράξεις». Η Νικόλ βλεφάρισε σαν να μην περίμενε εκείνη την απάντηση κι εκείνος γέλασε με τη φαινομενική αθωότητα της.

«Σειρά μου να σε ρωτήσω», είπε ο ξένος έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής. «Ρώτα με». «Πώς γνωρίστηκες με το σωσία;». «Έτυχε να καθίσω δίπλα του στο ίδιο θρανίο», απάντησε η Νικόλ άχρωμα. «' Στο ίδιο θρανίο'», επανέλαβε εκείνος με τη γλώσσα του να στάζει δηλητήριο. «Δείχνεις αγανακτισμένος». «Πώς να μην είμαι; Υποτίθεται ότι έπρεπε να τον προστατεύσουν από αυτό τον κόσμο και στο τέλος τον άφησαν να γίνει κομμάτι του», φώναξε ο ξένος και η γροθιά του χτύπησε ασυναίσθητα πάνω στο ξύλο του γραφείου της αφήνοντας μια μικρή ρωγμή πίσω της. «Μιλάς για εκείνον σαν να τον ξέρεις προσωπικά», συμπέρανε η Νικόλ κι ευθύς τον είδε να αναριγεί στη θέση του, αλλά δεν εξέλαβε κανένα σχόλιο από εκείνον.

Ο ξένος έβγαλε ένα μικρό μπουκάλι γαλάζιο αντρικό άρωμα, ψέκασε με αυτό τον καρπό του και τον πλησίασε κοντά στο πρόσωπο της. «Σου αρέσει;», τη ρώτησε κι εκείνη έγνεψε καταφατικά με την απορία να διαγράφεται σε ολόκληρο το πρόσωπο της. «Από εδώ και πέρα, κάθε φορά που θα μυρίζεις αυτό το άρωμα κοντά σου, θα ξέρεις ότι είμαι εκεί». Όταν εκείνος κίνησε για το παράθυρο, η Νικόλ πετάχτηκε όρθια φωνάζοντας: «Περίμενε!». Ο ξένος γύρισε και την κοίταξε ανέκφραστος. «Θέλω να σου ζητήσω μια χάρη». «Το ξέρω», μουρμούρισε εκείνος, «Αλλά υποσχέσου μου πως αν το κάνω δεν θα το χρησιμοποιήσεις αυθαίρετα». Εκείνη έγνεψε καταφατικά κι έστρεψε το βλέμμα της στους καρπούς του. Εκείνος έφερε τον αριστερό καρπό του στα χείλη του κι αφού του έριξε μια γερή δαγκωματιά, άφησε λίγο από το αίμα του να κυλήσει μέσα σε ένα μικρό μπουκαλάκι στο χέρι της. «Αυτές οι λίγες σταγόνες δεν είναι αρκετές για να σε αλλάξουν σε βρικόλακα. Μπορούν, όμως, να θεραπεύσουν κάθε σου πόνο και πληγή». Η Νικόλ έσφιξε το χέρι του σε μια αποχαιρετιστήρια χειραψία κι ύστερα εκείνος εξαφανίστηκε από μπροστά της.

Το πορφυρό υγρό στο μπουκαλάκι είχε πικρή γεύση. Η Νικόλ το συνειδητοποίησε ρίχνοντας ελάχιστο στα χείλη της. Σε περίπτωση, όμως, που βρισκόταν σε κίνδυνο το αίμα εκείνου του βρικόλακα θα ήταν η μοναδική της σωτηρία. Έτσι, φρόντισε να το κρύψει όσο το δυνατόν καλύτερα χωρίς ποτέ να το αναφέρει σε κάποιον. Κάπου μέσα της ήλπιζε πως η μέρα που θα ξεφορτωνόταν την άθλια ανθρώπινη ύπαρξη της δεν θα αργούσε και πως θα έμπαινε θριαμβικά στον κόσμο των υπερφυσικών ως μια παντοδύναμη γυναίκα. Μα εγώ είχα σκοπό να κάνω τα αδύνατα δυνατά έτσι ώστε εκείνη η μέρα να αργήσει ακόμα πιο πολύ...

* Άριους (Arius): αυτός που δεν μπορεί να πεθάνει

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro