Πειρασμοί
Ο Όσκαρ Ουάιλντ είπε κάποτε: «Ο μόνος τρόπος για να απαλλαγείς από τον πειρασμό είναι να ενδώσεις»...
Η Δάφνη έτρεχε ξυπόλυτη για να τον συναντήσει. Δεν ήλπιζε σε κάτι σίγουρο, αλλά άξιζε να προσπαθήσει. Τα πράσινα μάτια της έλαμπαν όπως τα μάτια της Μέγαιρας, κάνοντας τη να προσομοιάζει μια εκδικητική θεότητα.
Ο Άλφα στεκόταν στο βάθος του ξέφωτου· σιωπηλός, αγέρωχος και με τη μυώδη πλάτη του στραμμένη προς τη μεριά της. Πατώντας στις μύτες των ποδιών της, η Δάφνη πλησίασε χαμογελώντας θελκτικά. «Επιτέλους, σε γνωρίζω», τον άκουσε να μουρμουρίζει προτού καν την κοιτάξει στα μάτια. «Πώς με ελευθέρωσες;», ζήτησε να μάθει εκείνη. Ο Άλφα γέλασε προτού κουνήσει το κεφάλι του δεξιά αριστερά. «Κάποια πράγματα είναι καλύτερο να μη λέγονται», είπε μεταξύ σοβαρού κι αστείου και στη συνέχεια τη σήκωσε από τη μικροσκοπική μέση της και την έβαλε να καθίσει σε ένα χαμηλό ύψωμα.
Η Δάφνη σταύρωσε τα πόδια της κι έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω, αφήνοντας το λαιμό της εκτεθειμένο στο παγερό αεράκι. Αίφνης, εκείνος πέρασε απαλά τις άκρες των δαχτύλων του, όπου το δέρμα είχε γίνει σκληρό από τις κακουχίες, πάνω στο δέρμα της. Το σώμα της τεντώθηκε ενστικτωδώς κι οι μυς της σφίχτηκαν μονομιάς. Πόσο χαίρομαι που δεν μοιάζεις στο γιο σου, σκέφτηκε ο Άλφα χαμογελώντας προκλητικά. Εκείνο το γλυκό ερέθισμα που είχε μόλις αισθανθεί, η Δάφνη το αποδέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες. Ωστόσο, κάτι στο πίσω μέρος του μυαλού της την ενοχλούσε. «Θα γίνουν φασαρίες. Δεν θα το αφήσει έτσι», προειδοποίησε τον Άλφα με ένα ψίθυρο κοντά στο αυτί του. «Δεν με νοιάζει καθόλου... Για την ακρίβεια, καιρός ήταν να γίνει και κάτι. Έχουμε πλήξει από την ανία», μουρμούρισε εκείνος με αδιάφορο τόνο.
«Τι ζητάς ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες σου;»
«Τίποτα... Παρά μόνο... εσένα»
Η Δάφνη δεν εντυπωσιάστηκε από αυτή την πρόταση. Ίσως θα ήταν σωστό αν έλεγε κανείς πως περίμενε εξαρχής να την ακούσει. Άπλωσε επιδέξια το χέρι της προς τη μεριά του και χάιδεψε το πίσω μέρος του λαιμό του, ασκώντας του παράλληλα μια ελαφρά πίεση που προοριζόταν να τον φέρει πιο κοντά της. «Όχι τώρα», ανακοίνωσε εκείνος. Ήταν επικίνδυνο και πάρα πολύ ανόητο να προκαλέσουν περισσότερο την τύχη τους.
Ήταν σαν παράνομο ειδύλλιο που βλέπει κανείς σε ταινίες. Όλες οι λεπτομέρειες ταίριαζαν ανατριχιαστικά πολύ η μία με την άλλη, με όποιο τρόπο κι αν συγκρίνονταν.
Τα πράσινα μάτια της Δάφνης στράφηκαν ψυχρά προς το απέραντο γαλάζιο που εκτεινόταν μπροστά της. Από μακριά ο γκρεμός έμοιαζε να σε τραβάει, να σου φωνάζει να πηδήξεις και να αφήσεις τη δροσιά της θάλασσας να σε αγκαλιάσει. Όταν, όμως, πλησίαζες το υψόμετρο είχε τη δύναμη να σε κάνει να απομακρυνθείς τρέμοντας. Τα δάχτυλα της τυλίχτηκαν γύρω από ένα μαραμένο λουλούδι, προκαλώντας παράλληλα μερικά από τα ξεθωριασμένα πέταλα του να πέσουν στο χώμα. «Τίποτα δεν κρατάει για πάντα», αναλογίστηκε φωναχτά, «όσο υπέροχο κι αν είναι».
Εντελώς ξαφνικά, ο Άλφα χτύπησε με δύναμη τη σφιγμένη γροθιά του λίγα εκατοστά από το σημείο που εκείνη καθόταν. «Δεν με νοιάζει τι λες εσύ», γρύλισε έχοντας παρανοήσει το νόημα πίσω από τις λέξεις της, «Το παιδί σου δεν είναι πια αυτός που ήξερες. Είναι μια φονική μηχανή! Μέχρι κι η γλώσσα του είναι θανάσιμο εργαλείο! Μου πήρε πολύ καιρό, αλλά τελικά το κατάλαβα». Παρόλα αυτά, η Δάφνη επέλεξε να συμπληρώσει το συλλογισμό του. «Ξέρω πολύ καλά τι έχει κάνει, το έχω δει στα μάτια του αλλεπάλληλες φορές. Κάθε φορά που με κοιτάζει, αυτό που βλέπω είναι... το φάντασμα κάποιου που κάποτε γνώριζα σαν την ανάποδη του χεριού μου».
«Τώρα, όμως, γνωρίζεις ποιο είναι το σωστό να πράξεις»
Η Δάφνη ξεροκατάπιε.
«Να τον σκοτώσω... Και εκείνον και τον αδερφό του».
Μέσα στο κεφάλι της, το ίδιο σκηνικό επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά: η μέρα που ανακάλυψε τις διαστάσεις που είχε πάρει η αναγέννηση του Μάικλ Τζόζεφ. Περπατούσε παραμερίζοντας διαμελισμένα σώματα και απομεινάρια μιας ζωής της οποίας το νήμα είχε πια κοπεί. Μέσα σε όλο αυτό το αίμα και την τραγωδία, εκείνος ήταν γονατισμένος μπροστά σε ένα σωρό από φλόγες, γελώντας υστερικά και γέρνοντας το κεφάλι του προς τα πίσω από ικανοποίηση. Ο φόνος ήταν κάτι που τον «γέμιζε». Του προκαλούσε, συμπέρανε η Δάφνη, ένα είδος έκστασης πολύ πιο έντονης από τη σεξουαλική...
Ο Μάικλ Τζόζεφ έκοβε βόλτες μέσα στο δωμάτιο φορώντας ένα απλό, μαύρο εσώρουχο. «Το γυναικείο μυαλό είναι ένας τεράστιος λαβύρινθος», συλλογίστηκε επίτηδες φωναχτά, «Χωρίς τον μίτο της Αριάδνης, χάθηκες!». Μου έριξε μια λοξή ματιά, ζυγίζοντας την αντίδραση μου. Ήξερα πως μπορούσε να ακούσει ακριβώς τι σκεφτόμουν κι έτσι αρκέστηκα στο να του ανταποδώσω αμήχανα το βλέμμα. «Λοιπόν; Δεν θα ξαπλώσεις;», ρώτησα. «Αν σκοπεύεις να κυνηγήσεις τη Δάφνη, θα χρειαστείς ξεκούραση και κυρίως κάμποσα λίτρα αίμα...». Ξίνισε στο άκουσμα της λέξης «αίμα». Τα χέρια του δεν σφίχτηκαν σε γροθιές, αλλά κρατήθηκαν γερά πάνω στα ξύλινα μπράτσα της παλιάς πολυθρόνας με αποτέλεσμα το ξύλο να ραγίσει. «Κοίταξε τώρα τι έκανες εκεί», παραπονέθηκα. Αγαπούσα εκείνο το συγκεκριμένο έπιπλο, το ήξερε.
«Συγνώμη», είπε, «Υπόσχομαι να σου βρω άλλη».
«Αν μπορέσεις να γυρίσεις πίσω στον δέκατο έκτο αιώνα, τότε ίσως και να βρεις μία».
Τα χείλη του τεντώθηκαν σε ένα ελαφρύ μειδίαμα. Έσφιξα τα χέρια μου γύρω από τη μέση του κι άφησα τα χείλη μου να αγγίξουν απαλά το δέρμα πίσω από το αυτί του. Ευθύς αμέσως, το σώμα του τραντάχτηκε αμυδρά μέσα στην αγκαλιά μου. Το δέρμα του είχε ένα δικό του τρόπο να ανταποκρίνεται στα αγγίγματα μου. Όταν ερχόμαστε σε επαφή, γινόταν απαλό σαν μετάξι κι η θερμοκρασία του προσαρμοζόταν για να ταιριάξει κάπως με τη δικιά μου.
Γύρισε απότομα και μου έδωσε ένα διαρκές φιλί στα χείλη. Έπειτα άρπαξε τυχαία ένα παντελόνι κι έντυσε το κάτω μέρος του σώματος του, αφήνοντας το πάνω μέρος εκτεθειμένο και τα πόδια του ξυπόλυτα. «Έλα», ψιθύρισε τραβώντας με από το χέρι κι οδηγώντας με έξω από το δωμάτιο, στον μικρό κήπο πίσω από το σπίτι.
Σταματήσαμε κάτω από τον ίσκιο της γέρικης ιτιάς, που άπλωνε περήφανα τα γεμάτα καταπράσινα φύλλα κλαδιά της από πάνω μας. «Ξέρεις τι είναι σήμερα;», ψιθύρισε κοντά στο αυτί μου. «Η μέρα που σε πρωτογνώρισα», απάντησα δίχως δεύτερη σκέψη.
«Κι αυτή η μέρα σημαίνει πάρα πολλά για μας, σωστά;»
Έγνεψα καταφατικά προσπαθώντας, παράλληλα, να καταλάβω πού ήθελε να καταλήξει με αυτόν τον μεγάλο πρόλογο από ερωτήσεις.
Πήρε μια βαθιά ανάσα, μέχρι τα πνευμόνια του να γεμίσουν μέχρι πάνω με αέρα, κι ύστερα την άφησε να βγει αργά από το στόμα του. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα του κοιτώντας κατευθείαν μέσα στα μάτια μου και ξαφνικά το σώμα του άρχισε να χαμηλώνει. Τα γόνατα του λύγισαν κι εκείνος βρέθηκε στο έδαφος.
Αν υπήρχε ένα πράγμα που με μάγευε περισσότερο από κάθε άλλο στοιχείο πάνω του, αυτό ήταν το πόσο ακραία εκφραστικά μπορούσαν να γίνουν τα χρυσά του μάτια. Τα χείλη του ήταν μια λεπτή γραμμή με τους κυνόδοντες του να διαγράφονται έντονα από τη μέσα πλευρά. Ήθελε να πει κάτι σημαντικό, αυτό ήταν κάτι παραπάνω από απλά ξεκάθαρο.
Από το πουθενά, κι ενώ ήμουν αφηρημένη, άπλωσε το χέρι του και κράτησε το δικό μου γερά μέσα του. «Αν είναι να κάνω αυτό που έχω κατά νου τότε πρέπει να το κάνω με το σωστό τρόπο, έτσι δεν είναι;», αστειεύτηκε σκάζοντας μου ένα πλατύ χαμόγελο.
Η αίσθηση ήταν ακόμη καλύτερη από εκείνη που περίμενα. Δεν είχα φανταστεί ποτέ μου αυτή την εξέλιξη. Τα μακριά του δάχτυλα άγγιζαν ακόμα τα δικά μου, όταν εκείνο το μικρό, στρογγυλό αντικείμενο τυλίχτηκε γύρω από ένα από αυτά. Το μέταλλο ήταν κρύο και σχετικά βαρύ. Καθαρός χρυσός, σκέφτηκα.
Και κάπως έτσι, έπιασα τον εαυτό μου να περιμένει με απερίγραπτη ανυπομονησία να ακούσει τις λέξεις που επρόκειτο να συνοδεύσουν την κίνηση του. Περίμενα με την καρδιά μου να βροντοχτυπάει, έτοιμη να δραπετεύσει από το στήθος μου ανά πάσα στιγμή. Είχα σφίξει ανεπαίσθητα τα δόντια μου μεταξύ τους και τα δάχτυλα μου γύρω από το χέρι του για να μετριάσω τα έντονα συναισθήματα μου.
Όλος ο κόσμος έμοιαζε να έχει αλλάξει. Τα πάντα φαίνονταν πιο φωτεινά, πιο ευχάριστα, πιο όμορφα. Το κελάηδισμα των πουλιών έφτανε στ' αυτιά μου σαν κάτι εξωπραγματικά μελωδικό. Είχε φτάσει, επιτέλους, η ώρα που ήξερα ακριβώς τι ήθελα. Η ώρα που ήμουν σίγουρη πως δεν θα άλλαζα με καμία άλλη...
Κι εκείνη τη στιγμή, το είπε. Είπε τη φράση, η σκέψη της οποίας με είχε κάνει να νιώθω πεταλούδες στο στομάχι μου.
«Κριστίνα», παύση, «Θα μου κάνεις την τεράστια τιμή να με παντρευτείς;»
Ναι, ναι, ναι και πάλι ναι!
Ωστόσο, το να ξεστομίσω εκείνο το πολυπόθητο «ναι» ήταν πιο δύσκολο στην πράξη απ' ότι στη θεωρία. Εκείνος περίμενε υπομονετικά. Δεν κινούσε ούτε τα μάτια του. Με κοιτούσε με αθωότητα, σαν να περίμενε εμένα να τον απαλλάξω από κάποιο προηγούμενο κρίμα με μια τόσο απλή, μονοσύλλαβη λέξη.
Γονάτισα κι εγώ πάνω στο νοτισμένο χώμα κι απομάκρυνα βουρκωμένη μια τούφα από το πρόσωπο του, τοποθετώντας την πίσω από το αυτί του. «Ορκίζεσαι να με αγαπάς όσο ο ουρανός αγαπάει τ' αστέρια;», μουρμούρισα χαϊδεύοντας το μάγουλο του με τον αντίχειρα μου. «Όχι», απάντησε εκπλήσσοντας με κι ύστερα συμπλήρωσε: «Ορκίζομαι να κατεβάσω και τον ουρανό και τ' αστέρια στη γη για χάρη σου. Ολόκληρο το γαλαξία θα μπορούσα να σου χαρίσω. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να με παντρευτείς».
Αναστέναξα ηχηρά.
«Αν είναι έτσι, τότε δέχομαι και με το παραπάνω», ξεστόμισα μεταξύ σοβαρού κι αστείου κι ως συνέπεια αυτού είδα ολόκληρο το πρόσωπο του να φωτίζεται από μια πρωτόγνωρη λάμψη· έλαμπε πιο εκτυφλωτικά κι από ένα σωρό διαμάντια. «Συνειδητοποιείς τι έκανες μόλις τώρα;». Αυτό ακούστηκε σαν ερώτηση παγίδα.
Ήμουν έτοιμη να επεξεργαστώ μια απάντηση όταν τοποθέτησε τον αντίχειρα και το δείχτη του κάτω από το σαγόνι μου κι ανασήκωσε ελαφρά το πρόσωπο μου. «Με έκανες τόσο, τόσο ευτυχισμένο... Όσο δεν έχω υπάρξει ποτέ», ψιθύρισε με κλειστά βλέφαρα καθώς τα χείλη του πλησίαζαν όλο και περισσότερο τη σάρκα του λαιμού μου. Τα γρανάζια του μυαλού μου έπαιρναν απότομες, γρήγορες στροφές. Σύντομα, το σώμα μου έλαβε την εντολή να γείρει μπροστά, αφήνοντας τον ελεύθερο να φιλήσει την καμπύλη ανάμεσα στο λαιμό και στον ώμο μου.
Μια εικόνα πέρασε φευγαλέα από το νου μου, σαν να λάμβανε χώρα μπροστά στα μάτια μου. Ο Μάικλ Τζόζεφ αποτραβήχτηκε με μια έκφραση αηδίας στο πρόσωπο του και στη συνέχεια άρχισε να γελάει όσο πιο δυνατά του επέτρεπαν οι φωνητικές του χορδές. «Ξέχασε το! Δεν υπάρχει περίπτωση, ούτε μία στο εκατομμύριο, να φορέσω εγώ κοστούμι και γραβάτα!», ψέλλισε ξέπνοος, δίνοντας επίτηδες έμφαση στη λέξη «εγώ». «Σε παρακαλώ», μουρμούρισα επιστρατεύοντας το καλύτερο όπλο που είχα στην κατοχή μου, μια ματιά που ξεχείλιζε από λαγνεία και προσμονή. Τελικά, εκείνος παραιτήθηκε κι έγνεψε καταφατικά. «Αρκεί να μην μου ζητήσεις να κόψω τα μαλλιά μου. Αυτό δεν θα το αντέξω». Γέλασα ή μάλλον χαχάνισα για λίγο. «Εντάξει. Το κούρεμα διαγράφεται επισήμως από τη λίστα». Χαμογέλασε υπερήφανα και σήκωσε τη γροθιά του χτυπώντας τον αέρα, λες κι είχε κερδίσει κάποιον αγώνα.
«Κάνεις σαν μικρό παιδί κάποιες φορές», σχολίασα εύθυμα.
«Ίσως γιατί δεν υπήρξα ποτέ... 'παιδί'», ψιθύρισε εκείνος...
Όλη τη νύχτα, ψιθύριζε γλυκόλογα στ' αυτί μου με το πρόσωπο του κρυμμένο μέσα στα μαλλιά μου, σαν ερωτοχτυπημένος έφηβος. Κι όταν τελικά με πήρε ο ύπνος, άλλαξε πλευρό και κοιμήθηκε μαζί μου.
Το φανταζόμουν από τώρα: μια αιωνιότητα μαζί του. Χιλιάδες ακόμα χρόνια γεμάτα ταξίδια, εμπειρίες, θαύματα που περίμεναν να συμβούν. Πόσο διαφορετικός θα ήταν, άραγε, ο κόσμος σε εκατό, διακόσια, χίλια χρόνια από τώρα; Το μόνο που έμενε να κάνω για να το μάθω ήταν υπομονή.
Όταν ξυπνήσαμε, ο ήλιος βρισκόταν λίγο πριν την ανατολή του. Ο ουρανός ήταν βαμμένος με έντονες αποχρώσεις του ροζ, του πορτοκαλί και του γαλάζιου και γεμάτος από μικρά σύννεφα που έμοιαζαν με μπάλες βαμβακιού. Παραμέρισα πρώτη τα λεπτά σκεπάσματα και βγήκα στο μπαλκόνι να θαυμάσω τη θέα, προτού τα χέρια του τυλιχτούν γύρω μου και σφίξουν την πλάτη μου πάνω στο στήθος του. «Όσο όμορφο κι αν είναι το ξημέρωμα μιας καινούργιας μέρας, πάντα γίνεται μια στραβή κι όλα πάνε στο βρόντο», μουρμούρισε περισσότερο στον εαυτό του. «Μη γκρινιάζεις», ειρωνεύτηκα ρίχνοντας του μια αγκωνιά στο πλευρό την οποία σίγουρα δεν ένιωσε ποτέ. «Πες μου κάτι», άρχισε να λέει έπειτα από μια σύντομη παύση, «Έχεις δει κάποιο όραμα τελευταία;».
Αιφνιδιάστηκα από εκείνη την ερώτηση. Η αλήθεια ήταν πως δεν είχα δει κάποιο όραμα εδώ και αρκετό καιρό – βδομάδες θα έλεγα. Γνώριζα πολύ καλά ποιος ήταν ο λόγος που με ρωτούσε. Ωστόσο, δεν ήμουν σίγουρη σε τι ακριβώς θα χρησίμευε ένα όραμα σε αυτή την περίπτωση. Δεδομένου του πόσο αβέβαια είναι όλα σχεδόν τα οράματα, αν έβλεπα κάποιο εκείνη τη στιγμή ίσως και να ισοπέδωνε τα πάντα στο διάβα του.
Έγνεψα αρνητικά και τον είδα να δαγκώνει με πείσμα το εσωτερικό των χειλιών του. «Γιατί ποτέ δεν μπορεί να πάει τίποτα σωστά;», αναρωτήθηκε φωναχτά. «Αν είχα μια σίγουρη απάντηση, ίσως να διακινδύνευα να σου λύσω αυτή την απορία», απάντησα. Ένα μικρό γρύλισμα βγήκε από το κέντρο του στήθους του, όμως η αίσθηση του στο σημείο που ακουμπούσε πάνω μου έμοιαζε με γουργουρητό.
Γύρισα το σώμα μου εκατόν ογδόντα μοίρες για να τον αντικρίσω. Είχε ένα παράξενο ύφος στο πρόσωπο του. «Αν δεν μπορέσουμε να τη βρούμε μόνοι μας, ίσως χρειαστεί να καλέσω ενισχύσεις», μουρμούρισε σκεφτικός, με το ένα χέρι να σχηματίζει γροθιά κάτω από το πηγούνι του όπως κάνουν στις ταινίες. «Θα τη βρούμε», τον ενθάρρυνα, «Απλώς πρέπει να περιμένουμε μέχρι να κάνει κάποιο λάθος, έστω το παραμικρό, και τότε θα την έχουμε στο χέρι». Και ξαφνικά, το χαμόγελο επέστρεψε στο πρόσωπο του, λαμπερό σαν στολίδι. «Λατρεύω τον τρόπο που σκέφτεσαι», ψιθύρισε σκύβοντας για να με φιλήσει κι εγώ ανταπέδωσα αμέσως.
Σ' αγαπώ, σκέφτηκα.
Κι εγώ σ' αγαπώ, μου απάντησε τηλεπαθητικά κάνοντας το αίμα να ανέβει απότομα στα μάγουλα μου, προσφέροντας τους ένα ροδαλό χρώμα. Βλέποντας αυτό που προκάλεσε έκανε μια χαρούμενη γκριμάτσα, που συνοδεύτηκε από ένα νεύμα να επιστρέψω μαζί του στο κρεβάτι...
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro