Μεταμόρφωση [3]
Ο Τζωρτζ γραπωνόταν από τις πέτρες στους τοίχους της κρύπτης όντας μούσκεμα από τον ιδρώτα. Το σώμα του διαμαρτυρόταν με την παραμικρή κίνηση, ενώ κάτω από τη σάρκα του τα κόκκαλα γίνονταν πιο σκληρά, πιο ανθεκτικά. «Πόσο ακόμα;», ρώτησε ξέπνοος τον Κολ ο οποίος καθόταν οκλαδόν αρκετά μέτρα μακριά του. Οι αλυσίδες που τον συγκρατούσαν έμοιαζαν αρκετά ανθεκτικές, ωστόσο κανείς δεν μπορούσε να υπολογίσει τη σωματική δύναμη που θα αποκτούσε ο Τζωρτζ όταν η μεταμόρφωση θα έφτανε, επιτέλους, στο τέλος της. «Έχουμε ακόμα», απάντησε ο Κολ που – απ' ότι φανέρωνε η στάση του – θα προτιμούσε μάλλον να του έχει πει ψέματα. Ακριβώς πάνω από το κεφάλι του, δεκάδες σταλακτίτες έστρεφαν απειλητικά τη μυτερή τους άκρη προς το μέρος του. Δεξιά κι αριστερά του οι τοίχοι φάνταζαν σαν να έλιωναν. Μικρές πέτρινες «σταγόνες» είχαν σχηματιστεί παντού, δίνοντας έτσι στο μέρος μια πιο απόκοσμη ατμόσφαιρα.
«Πού είναι ο Μάικλ Τζόζεφ;», ρώτησε ξανά ο Τζωρτζ, αυτή τη φορά σφίγγοντας τα δόντια του. «Καλή ερώτηση... Έχει αργήσει λίγο», μουρμούρισε ο Κολ σταυρώνοντας τα χέρια του μπροστά από το στήθος του με τη σκέψη ότι ο αδερφός του δεν συνήθιζε να αργεί. Τελευταία, όμως, απέκτησε κι αυτό το ελάττωμα.
Το φως μέσα στην κρύπτη όλο και λιγόστευε, βυθίζοντας τους δυο τους σταδιακά μες στο σκοτάδι. Ο Κολ άπλωσε το χέρι του κι άναψε δυο μεγάλους πυρσούς, τους οποίους στη συνέχεια τοποθέτησε κοντά στο κελί όπου προηγουμένως βρισκόταν η Δάφνη κι όπου τώρα βρισκόταν ο Τζωρτζ. Τα κάγκελα δεν ήταν κλειδωμένα. Τραγική ειρωνεία, ωστόσο. Οι αλυσίδες κροτάλιζαν σαν να ήταν ήδη έτοιμες να διαλυθούν, κάνοντας τόσο τον Τζωρτζ όσο και τον Κολ να αμφισβητήσουν ακόμα περισσότερο το ποσοστό αντοχής τους.
«Όσο αντιστέκεσαι στον πόνο αντί να τον αφήνεις να εξελιχθεί όπως θα έπρεπε τόσο περισσότερο θα βασανίζεσαι άσκοπα», ακούστηκε να λέει η φωνή του Μάικλ Τζόζεφ την ώρα που εκείνος ξεπρόβαλλε αργά από τις σκιές. Έκανε ένα βιαστικό νεύμα στον αδερφό του να αποχωρήσει κι αργότερα βολεύτηκε σε ένα χαμηλό βράχο απέναντι από το κελί. «Ξέρω τι σκέφτεσαι», συνέχισε απευθυνόμενος προς τον αβοήθητο νεαρό, «Και ναι, μπορώ να σε βοηθήσω αλλά όχι με αυτό τον τρόπο».
Ο Τζωρτζ ένιωθε την καρδιά του έτοιμη να εκραγεί ανά πάσα στιγμή σαν να ήταν βόμβα. Το δυνατό τικ – τακ χτυπούσε μέσα στο κεφάλι του με απίστευτη επιμονή, την ώρα που το χρώμα των ματιών του έπαιρνε ένα σκούρο χρυσό χρώμα. Οι φλέβες διαγράφονταν ξεκάθαρα πάνω στο σφιγμένο από τον πόνο πρόσωπο του. Κάθε φορά, ωστόσο, που πίστευε ότι το τέλος είχε φτάσει κατέληγε να συνειδητοποιεί πως ήταν μάταιο να μετράει το χρόνο. Στην περίπτωση του, το σώμα του δεν υπάκουε στο νου του αλλά έμοιαζε λες και είχε αναπτύξει ξαφνικά δική του βούληση.
Ένα μικρό κάψιμο, το οποίο στη συνέχεια διαδέχθηκε ένας οξύς πόνος όπως όταν κάποιος κόβεται κατά λάθος με ένα μαχαίρι, απλώθηκε σε όλα του τα δάχτυλα. Ο ίδιος δεν ήθελε να τα κοιτάξει για να δει τι συνέβαινε. Από την άλλη, η αίσθηση της περιέργειας η οποία σε κάτι τέτοιες στιγμές είναι πάντοτε παρούσα, τον ανάγκασε να ρίξει το βλέμμα του αποκλειστικά πάνω τους. Με έκπληξη είδε ότι γαμψά, σκουρόχρωμα νύχια είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν στη θέση των ανθρώπινων. Απίστευτο, σκέφτηκε προτού βγάλει μια δυνατή κραυγή και διπλωθεί στα δυο. «Πάρε μακριά τον πόνο. Μπες μέσα στο μυαλό μου και κάνε κάτι για να μην το νιώθω, σε ικετεύω», φώναξε προς τον Μάικλ Τζόζεφ, του οποίου η φιγούρα είχε αρχίσει να θολώνει επικίνδυνα. «Δεν μπορώ», απάντησε εκείνος με απογοήτευση, «Αν το κάνω θα καθυστερήσω τη μεταμόρφωση κι αυτό μπορεί να σε σκοτώσει».
Το πρόσωπο του Τζωρτζ διέτρεξε ένας στιγμιαίος σπασμός. Τα χέρια του σφίχτηκαν σε γροθιές και το σώμα του προτάθηκε μπροστά. Ήταν πασιφανές ότι τα χαρακτηριστικά του προσομοίαζαν διαρκώς περισσότερο εκείνα ενός λύκου. Και πάλι, όμως, ο φόβος του Τζωρτζ για το τι θα επακολουθούσε τον κρατούσε πίσω.
Στο μυαλό του Μάικλ Τζόζεφ καρφώθηκε μια ιδέα που υπό άλλες συνθήκες θα την είχε απορρίψει κατευθείαν. Προσάρμοσε την έκφραση του ώστε να ταιριάζει σε εκείνη ενός είρωνα κι έκανε μερικά βήματα μπροστά. Μα τι κάνει; ,αναρωτήθηκε ο Τζωρτζ από μέσα του καθώς το σφιγμένο σαγόνι του δεν του επέτρεπε να αρθρώσει λέξη. «Δεν ήξερα ότι οι νεαροί λυκάνθρωποι είναι τόσο κλαψιάρηδες που χρειάζονται κάποιον να τους νταντεύει όλη την ώρα», είπε ο Μάικλ Τζόζεφ με ένα ελαφρύ μειδίαμα. Ευθύς αμέσως, είδε τα μάτια του Τζωρτζ να μετατρέπονται σε δυο μικρές σχισμές. Πιάνει.
«Με κοιτάζεις παράξενα. Μήπως θα έπρεπε να αρχίσω να φοβάμαι ότι θα με θέλεις για νταντά σου για το υπόλοιπο της ζωής μου;»
Τώρα πια ο Τζωρτζ είχε γίνει έξαλλος. «Εξαφανίσου!», γρύλισε με όση δύναμη είχε μέσα του. «Αν δεν το κάνεις, θα φροντίσω να την πληρώσεις εσύ πρώτος!». Ο Μάικλ Τζόζεφ έσκυψε μερικά εκατοστά μακριά από το ιδρωμένο και κολλώδες πρόσωπο του, ενώνοντας το βλέμμα του με το δικό του. «Στ' αλήθεια νομίζεις ότι δυο σειρές νύχια και μερικά κοφτερά δόντια θα μπορέσουν να κομματιάσουν εμένα;».
Οι σπασμοί του Τζωρτζ αυξήθηκαν με τόσο ταχύ ρυθμό που μέχρι κι ο Μάικλ Τζόζεφ πισωπάτησε. Τα σκούρα καστανά μαλλιά του ήταν πιο πυκνά και μακριά. Ο οργανισμός του είχε καταληφθεί από μια έκρηξη αδρεναλίνης. Το δυνατό αίσθημα του θυμού είχε πυροδοτήσει την επιτάχυνση της μεταμόρφωσης του Τζωρτζ σε λυκάνθρωπο. Ο πόνος είχε ανέβει ακόμα περισσότερο στην κλίμακα αγγίζοντας, κατά προσέγγιση, τον αριθμό 9,5 από τους 10. Αλλά ο Τζωρτζ αδιαφορούσε πλήρως για όλα όσα του συνέβαιναν. Η προσοχή του είχε επικεντρωθεί στο να σκοτώσει τον βρικόλακα που βρισκόταν σε απόσταση δέκα μέτρων από εκείνον – ένα φυσικό ένστικτο κάθε λυκάνθρωπου.
Ο Μάικλ Τζόζεφ δεν έκανε άλλη απόπειρα να προκαλέσει τον Τζωρτζ. Κρίνοντας από την ταχύτητα με την οποία αναπτυσσόταν και την ξαφνική ενίσχυση όλων των μυών του ήταν – το λιγότερο – επικίνδυνο ακόμα και για εκείνον. Οι νεογέννητοι λυκάνθρωποι, όπως ακριβώς και οι νεογέννητοι βρικόλακες ή τα υβρίδια – δεν διέθεταν κανέναν απολύτως έλεγχο πάνω στις καινούργιες τους ικανότητες.
Η ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην κρύπτη ήταν γεμάτη ένταση. Ο Τζωρτζ έβλεπε τον Μάικλ Τζόζεφ σαν θήραμα, ενώ ο τελευταίος δεν έβλεπε την ώρα να φύγει από εκείνο το καταθλιπτικό μέρος.
Αρκετές στιγμές αργότερα, ο Τζωρτζ πετάχτηκε μπροστά και προτού ακόμα τα πόδια του πατήσουν ξανά στο σκληρό και νοτισμένο από την υγρασία έδαφος μετατράπηκε σε ένα τεράστιο θηρίο καλυμμένο από σκούρο καφέ τρίχωμα. Από τα ανοιχτά σαγόνια του έσταζαν μερικές καυτές σταγόνες σάλιου την ώρα που τα μακριά του νύχια χάρασσαν μακρές πορείες στην πέτρα από κάτω τους.
Ο Μάικλ Τζόζεφ είχε χάσει την ανάσα του χωρίς καν να το συνειδητοποιήσει. Πού πήγα κι έμπλεξα πάλι; Αν ο λυκάνθρωπος του επιτιθόταν, εκείνος δεν θα είχε άλλη επιλογή από το να ανταποδώσει τα χτυπήματα. Ωστόσο, αυτό δεν θα γινόταν δίχως να προκληθεί κάποια μεγάλη ζημιά. Είναι μόνο ένα παιδί, επαναλάμβανε από μέσα του με στόχο να κατευνάσει κάθε βίαιο ένστικτο που απειλούσε να βγει στην επιφάνεια υπό τη θέα του θηρίου που τον είχε στριμώξει σε μια γωνία.
Ό,τι και να έκανε, όμως, στο τέλος αναγκάστηκε να τρέξει μακριά...
Ο Άλφα πετάχτηκε όρθιος ενώ η φωτιά στην αναμμένη στοίβα από ξύλα μπροστά του σιγά – σιγά έσβηνε. Η ένταση που ένιωθε είχε προκληθεί από την απρόσμενη εμφάνιση μιας νέας παρουσίας ανάμεσα στο είδος του. Τοποθέτησε τη δεξιά παλάμη του πάνω στο στήθος του σε μια προσπάθεια να την κατευνάσει, μάταια. Τα λεπτά σκεπάσματα δίπλα του κουνήθηκαν, κάνοντας τον να ανατριχιάσει. Η Δάφνη τοποθέτησε μια τούφα των μαλλιών του πίσω από το αυτί του με τις άκρες των δαχτύλων της κι ύστερα άφησε ένα ζεστό φιλί στο πλάι του λαιμού του. «Τι έγινε;», ψιθύρισε με φωνή που έσταζε μέλι. «Κάπου εκεί έξω μόλις εμφανίστηκε ένας νεογέννητος λυκάνθρωπος», της απάντησε εκείνος ανέκφραστα, «Κι εγώ σκοπεύω να τον βρω και να τον πάρω με το μέρος μου προτού με προλάβουν τα υβρίδια». Η Δάφνη δάγκωσε την άκρη των χειλιών της στρέφοντας, παράλληλα, το κεφάλι της προς την αντίθετη μεριά. «Ή οι γιοι μου», μουρμούρισε σιγανά.
Ο Άλφα έριξε στη Δάφνη μια απότομη, αγριεμένη ματιά. «Ξέρεις, σκεφτόμουν...», άρχισε να λέει έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα – όταν είχε πια ηρεμήσει, «Δεν μπορούμε να κυνηγήσουμε τον Μάικλ Τζόζεφ και τον Κολ στην περιοχή τους χωρίς να γίνουμε αντιληπτοί». «Τότε, τι θα κάνουμε;». Ακούγοντας εκείνη την ερώτηση ο Άλφα σταύρωσε τα χέρια του μπροστά από το στήθος του κι αφού πήρε μια βαθιά ανάσα είπε: «Τι γνωρίζεις για τους μισθοφόρους*;»...
Ο Μάικλ, ο Κολ, η Νικόλ κι εγώ περιμέναμε υπομονετικά πάνω στα ξεβρασμένα κούτσουρα στην παραλία έως ότου να γυρίσει ο Μάικλ Τζόζεφ – ίσως φέρνοντας μαζί του και τον Τζωρτζ. Δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα από αυτό της αγωνίας. Νιώθω λες και κάτι μου κατατρώει τα σωθικά, σκέφτηκα. Ο σφυγμός μου χτυπούσε ρυθμικά μέσα στο κεφάλι μου, προμήνυμα ενός επερχόμενου πονοκέφαλου. Τα δάχτυλα των χεριών μου διπλώνονταν μεταξύ τους με μια νευρική κίνηση απλά για να ξεδιπλωθούν σε διάστημα του ενός δευτερολέπτου. «Έχω άσχημο προαίσθημα γι' αυτό», μουρμούρισε ο Κολ κοιτώντας τα χαλίκια με σκεφτικό ύφος. Ιδέα μου είναι ή φαίνεται πιο χλωμός απ' ότι συνήθως; «Κι από πού το συμπέρανες αυτό; Ο αδερφός σου δεν είναι τόσο ανόητος ώστε να τα βρει σκούρα με ένα νεογέννητο λυκάνθρωπο», αποφάνθηκα προς υπεράσπιση του Μάικλ Τζόζεφ.
Τότε, εν ριπή οφθαλμού, ο Μάικλ Τζόζεφ ξεπρόβαλλε λουσμένος στο αίμα και υποβασταζόμενος από τον Τζωρτζ. Ή μάλλον το ανάποδο. Η λαχανιασμένη ανάσα του τελευταίου έφτανε στ' αυτιά μου πριν ακόμα πλησιάσουν και καθίσουν δίπλα μας. Κανείς από τους δυο τους δεν είπε λέξη. Η όψη τους φαινόταν ταλαιπωρημένη. Τα μαλλιά και των δυο τους ήταν μπερδεμένα σε μεγάλες τζίβες, ενώ στα ρούχα του Μάικλ Τζόζεφ είχαν σχηματιστεί ένα σωρό κάθετα σκισίματα. Ο Τζωρτζ, από την άλλη, φορούσε ένα ολοκαίνουργιο πόλο μπλουζάκι σε μπλε χρώμα και μια μαύρη βερμούδα από κάτω. Ευτυχώς που κάποιος σκέφτηκε να πάρει μαζί του μια αλλαξιά ρούχα για εκείνον, σκέφτηκα.
«Λοιπόν;», ρώτησε ο Κολ με σφιγμένες τις γροθιές του. Ο Τζωρτζ άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό να βγει από μέσα του. «Όλα καλά», είπε λιγάκι απρόθυμα. «Αυτό μόνο;». «Συν το γεγονός ότι με γέμισε γρατζουνιές. Κατά τ' άλλα, όπως είπε κι ο ίδιος, όλα πήγαν μια χαρά», δήλωσε ο Μάικλ Τζόζεφ του οποίου η φωνή δεν είχε ακουστεί μέχρι τότε καθόλου. Ο Μάικλ παρατήρησε με την άκρη των ματιών του το φίλο του να στρέφει τα μάτια του νευρικά πέρα δώθε. «Είσαι εντάξει;», τον ρώτησε κι αμέσως το βλέμμα όλων μας τον κάρφωσε ταυτόχρονα. «Βασικά, έχω μια ερώτηση για την Κριστίνα», δήλωσε ο Τζωρτζ. Μια ερώτηση για μένα; Τον κοίταξα με δυσπιστία κι εκείνος φρόντισε να με καθησυχάσει σκάζοντας μου ένα πλατύ χαμόγελο. «Δεν είναι κάτι σοβαρό», ισχυρίστηκε με αθώο ύφος, «Απλώς, να, αναρωτιόμουν...». Παύση. «Έχεις δει ποτέ τον Μάικλ Τζόζεφ νευριασμένο ή αγχωμένο;».
Εκείνη τη στιγμή, ο Μάικλ Τζόζεφ ήταν ο μοναδικός που είχε ξεσπάσει σε γέλια. Ήταν προφανές ότι είχε διαβάσει τη σκέψη του νεαρού λυκάνθρωπου προτού εκείνος την εκφράσει ανοιχτά και για κάποιο λόγο του είχε φανεί αστεία. «Και τα δυο», απάντησα εξακολουθώντας να είμαι απορημένη, «Και;». Ο Τζωρτζ του έριξε μια φευγαλέα ματιά σαν να περίμενε την έγκριση του και μετά είπε: «Ο τρόπος που γουρλώνουν τα μάτια του με φρικάρει». Ώστε έτσι εξηγούνται όλα, σκέφτηκα πριν ένας πνιχτός ήχος γέλιου δραπετεύσει από το στόμα μου. «Πού να ερχόσουν αντιμέτωπος με το 'θανατηφόρο' του βλέμμα», ειρωνεύτηκε ο Κολ ρίχνοντας ένα λοξό βλέμμα στον αδερφό του, το οποίο ο τελευταίος ανταπέδωσε με τα χείλη του τραβηγμένα προς τα πίσω σε ένα στραβό χαμόγελο.
Στιγμές αργότερα, ο Μάικλ Τζόζεφ με τράβηξε σε μια απόμερη γωνία όπου ήταν σίγουρος ότι δεν θα μας άκουγε κανείς κι ακουμπώντας απαλά τα χέρια του στους ώμους μου είπε: «Ο Τζωρτζ σκέφτεται να γίνει υβρίδιο». «Και ποιο είναι το πρόβλημα; Αυτό δεν ήταν που θέλαμε;», ρώτησα προβληματισμένη από τον τόνο της φωνής του. Εκείνος έγνεψε καταφατικά επιβεβαιώνοντας τα λόγια μου. Σύντομα, όμως, πρόσθεσε: «Ανησυχώ ότι ο Άλφα θα προσπαθήσει να τον προσεγγίσει για να τον στρέψει εναντίον μας». «Αυτό είναι παράλογο! Γιατί να μπει στον κόπο να κάνει κάτι τέτοιο;». Ο Μάικλ Τζόζεφ απομάκρυνε αργά τα χέρια του και τα άφησε να πέσουν χαλαρά στα πλάγια του σώματος του. «Για να ενισχύσει το στρατό του από καλομαθημένα πιόνια, να γιατί», γρύλισε αόριστα.
Όσο κι αν δεν ήθελα να το παραδεχτώ, οι σκέψεις του πάντοτε είχαν μια απολύτως λογική υπόσταση. Με τη Δάφνη εξαφανισμένη από προσώπου Γης και τους λυκάνθρωπους στραμμένους εναντίον μας οι πιθανότητες του Άλφα να επιχειρήσει να τραβήξει κάποιον κρυφό άσο από το μανίκι του ήταν υπερβολικά πολλές. Τουλάχιστον κανείς δεν έχει ακούσει νέα από τους κυνηγούς εδώ και πάρα πολύ καιρό, σκέφτηκα επαναφέροντας στο μυαλό μου όσα μου είχε διηγηθεί ο Μάικλ Τζόζεφ ότι συνέβησαν την τελευταία φορά που εμφανίστηκαν.
Αν μπορούσα να επιλέξω ανάμεσα στους λυκάνθρωπους και τους κυνηγούς θα διάλεγα τους κυνηγούς, η αλαζονεία των οποίων ήταν τόσο μεγάλη που τις περισσότερες φορές τους καθιστούσε τυφλούς μπροστά στον κίνδυνο. Αλλά, σε αυτή τη φάση, δεν ετίθετο θέμα επιλογής. Ό,τι επρόκειτο να συμβεί θα συνέβαινε με ή χωρίς τη δική μας συγκατάθεση.
Χάιδεψα τον Μάικλ Τζόζεφ στο μάγουλο κι εκείνος αποκρίθηκε κλείνοντας τα μάτια του και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. «Πέρα απ' όλα αυτά», μουρμούρισε, «έχουμε και κάτι άλλο να τακτοποιήσουμε εμείς οι δυο». Κοίταξα το γυαλιστερό δαχτυλίδι στο χέρι μου κι ύστερα το δικό του. «Πάντα και παντοτινά», υποσχέθηκα.
«Πάντα και παντοτινά», επανέλαβε...
*Ο μισθοφόρος είναι ο στρατιώτης που παίρνει μέρος σε μια μάχη χωρίς να είναι κάποιας από τις χώρες που εμπλέκονται στη σύρραξη και «το κίνητρό του για να λάβει μέρος στις εχθροπραξίες είναι η επιθυμία για ιδιωτικό όφελος»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro