Μεταμόρφωση [2]
Chapter Soundtrack: Michael Nyman - The Piano
Τα χρώματα που δημιουργούσε το φως του ήλιου όπως περνούσε μέσα από τις κουρτίνες έδιναν στο δωμάτιο μια διαφορετική πνοή. Τα μάτια μου χρειάστηκαν λίγο χρόνο για να προσαρμοστούν. Με είχε ξυπνήσει ένας απαλός, σιγανός ήχος κάπου κοντά στο πρόσωπο μου· μα δεν με πείραζε. Άρχισα να προσαρμόζω την ακοή μου ώστε να εντοπίσω από πού ακουγόταν, μέχρι που το κατάλαβα.
Τα μάτια του Μάικλ Τζόζεφ ήταν κλειστά κι εκείνος ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρεβάτι, με τα χέρια του σταυρωμένα στο στομάχι του. Το μουρμουρητό που έβγαινε από το λαρύγγι του είχε μια λεπτή χροιά, σαν αραχνοΰφαντη κλωστή. Το μυαλό μου ακολουθούσε τη μελωδία και την επεξεργαζόταν σταδιακά. Όχι, κατέληξα, δεν μου ήταν γνώριμη. Ήταν, όμως, όμορφη και κατά ένα τρόπο χαλαρωτική, παρά το μελαγχολικό σκοπό της.
Είχε χρόνια να μου τραγουδήσει. Για την ακρίβεια, ίσως και να μην είχε ανοίξει το στόμα του για να το κάνει από τη μέρα που τον παράτησα· ακριβώς στη μέση του δρόμου έξω από το Τολέδο με μια καρδιά χίλια κομμάτια, λαβωμένη από τις μαχαιριές των λέξεων που είχα ξεστομίσει. Πού και πού, συνήθιζε να μουρμουρίζει αργούς σκοπούς για να με ξυπνήσει. Αυτό ήταν κάμποσους αιώνες πριν...
Άπλωσα το χέρι μου και χάιδεψα το πλάι του λαιμού του. Εκείνος έγειρε ενστικτωδώς το κεφάλι του προς τα πίσω κι ένα πλατύ χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπο του. Εξακολουθούσε να μην ανοίγει τα μάτια του. Ξαφνικά, πήρε το χέρι μου και το έκλεισε μέσα στα δικά του καθώς βολευόταν με το πλάι του σώματος του. Το χαμόγελο δεν έφυγε στιγμή από τα χείλη του. «Άνοιξε τα μάτια σου», ψιθύρισα περνώντας την ανάστροφη του ελεύθερου χεριού μου πάνω από το μάγουλο του. Κι εκείνος υπάκουσε.
Τα βλέφαρα του σηκώθηκαν αργά και οι ίριδες των ματιών του στράφηκαν κατευθείαν πάνω μου. Αυτό που αντίκρισα με έκανε να τρανταχτώ σύγκορμη και να τραβηχτώ ελάχιστα προς τα πίσω. Το χρώμα των ματιών του ήταν κατάμαυρο κι έκρυβε μέσα του ένα εκπληκτικό βάθος. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα τι ακριβώς προσπαθούσε να κάνει. Το ροδαλό χρώμα στα μάγουλα του απλώς επιβεβαίωσε τις υποψίες μου.
«Τι κάνεις;», ρώτησα ξέροντας πόσο χαζή ακουγόμουν.
«Ακολουθώ τις εντολές σου. Σου δείχνω αυτό που ήθελες να δεις», απάντησε αθώα κι ύστερα μετακινήθηκε πιο κοντά μου.
Η σάρκα του ήταν ζεστή κάτω από το άγγιγμα μου. Δεν είχα ιδέα πόση ενέργεια σπαταλούσε για να το κάνει αυτό, αλλά ήταν απίστευτα ωραίο. «Σταμάτα το», ψιθύρισα σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπο του, «Σε εξουθενώνει». Εκείνος γέλασε για λίγο και μετά αναστέναξε. «Δεν με νοιάζει... Μου αρκεί που σε είδα να με ονειρεύεσαι ως άνθρωπο».
Παρακολουθεί τα όνειρα μου;
«Ω, έλα τώρα. Μην κάνεις έτσι», είπε βλέποντας το πειραγμένο ύφος μου. Δεν ήξερα πώς υποτίθεται ότι έπρεπε να νιώθω μετά από αυτό που είχε κάνει. «Γιατί;», ρώτησα ελπίζοντας ότι η απλοϊκότητα της λέξης θα τόνιζε τη χροιά εκνευρισμού που χαρακτήριζε τη φωνή μου. «Έκλαιγες καθώς κοιμόσουν... Έκλαιγες, κλωτσούσες και φώναζες τ' όνομα μου... Το πραγματικό όνομα μου», απολογήθηκε. Τα μάτια μου διπλασιάστηκαν σε μέγεθος ενώ, παράλληλα, δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από το πρόσωπο του. «Σε φώναξα Ορφέα;», ψέλλισα σαν να πνιγόμουν. Εκείνος έγνεψε καταφατικά.
Η Δάφνη μου είχε πει κάποτε ότι στην πραγματικότητα το όνομα Ορφέας σημαίνει «στερημένος». Ωστόσο, ο λόγος που τον είχε ονομάσει έτσι δεν ήταν η σημασία που έφερε αλλά ένα όνειρο που είχε τη νύχτα πριν τον γεννήσει. Τον είχε δει να αναδύεται από ένα πυκνό σύννεφο λευκού καπνού. Στην αρχή ήταν μωρό, αλλά μέσα σε μερικά μόνο λεπτά η όψη του είχε αλλάξει εντελώς. Τα μαλλιά του είχαν μακρύνει ως τη μέση του και η όψη του είχε πια μετατραπεί στην όψη ενός νεαρού ενήλικα. Τη μια και μοναδική στιγμή που το βλέμμα του έπεσε πάνω της έμοιαζε να είναι γεμάτο οίκτο. Η Δάφνη δεν είχε ιδέα τι σήμαινε τότε εκείνο το όνειρο. Γνώριζε, όμως, ότι ήταν ένας κακός οιωνός που ίσως της προμήνυε το μέλλον...
«Συγνώμη»
«Για ποιο πράγμα;»
«Που σε φώναξα Ορφέα. Ξέρω πόσο μισείς αυτό το όνομα»
«Όταν το λες εσύ ακούγεται πιο όμορφα. Επίσης, είχα σχεδόν ξεχάσει ακόμα και πώς προφέρεται»
Η ξαφνική αθωότητα που έβλεπα να πηγάζει από τον τρόπο που μιλούσε με έκανε να ανησυχώ. Μήπως θα πρέπει να φοβάμαι; ,αναρωτήθηκα από μέσα μου κι εκείνος απάντησε με μια αρνητική κίνηση του δείκτη του. «Τη Δάφνη ίσως, αλλά εμένα ποτέ. Δεν έχεις, άλλωστε, κάτι να φοβηθείς. Μην πλάθεις εφιάλτες στη θέση των ονείρων σου», μουρμούρισε στην καμπύλη του λαιμού μου. Μια αμυδρή μυρωδιά αντρικού αρώματος έφτασε στα ρουθούνια μου – ένα υπέροχο κατάλοιπο της προηγούμενης νύχτας...
Το μυαλό μου και οι σκέψεις μου γύρισαν από το πουθενά στον Κολ. «Πού είναι;». «Με τον Τζωρτζ», απάντησε ο Μάικλ Τζόζεφ. «Το απόγευμα είναι η δική μου σειρά να μείνω μαζί του». Και με αυτή την τελευταία πρόταση σηκώθηκε από το κρεβάτι. Έντυσε βιαστικά το κάτω μέρος του σώματος του με μια μαύρη βερμούδα και λίγο αργότερα άνοιξε τη μπαλκονόπορτα και βγήκε έξω. Τα ξυπόλυτα πόδια του περιφέρονταν πάνω στα δροσερά πλακάκια έως ότου τα μπράτσα του ακούμπησαν πάνω στην κουπαστή. Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια κι αφουγκράστηκε. Η ώρα ήταν οκτώ και μισή το πρωί και τα πάντα ήταν ήσυχα. «Κριστίνα, έλα να μυρίσεις κι εσύ αυτό που τώρα μυρίζω εγώ», είπε τείνοντας το δεξί του χέρι προς τη μεριά μου. Παραμέρισα το σεντόνι και σε ένα διάστημα των είκοσι δευτερολέπτων βρέθηκα να στέκομαι δίπλα του. Είχε δίκιο. Το άρωμα των λουλουδιών ήταν φοβερά έντονο. Ένιωθα σαν να βρισκόμουν στη μέση μιας αρωματοθεραπείας, όπου το μοναδικό πράγμα που είχα να κάνω ήταν να κλείσω τα μάτια και να εισπνέω αργά από τη μύτη. Τα μάτια μου έπεσαν πάνω στα μικροσκοπικά ροζ άνθη μιας αμυγδαλιάς κι ύστερα από λίγο στα λευκορόδινα άνθη μιας κερασιάς. «Θα μπορούσα να σου φτιάξω εκατό στεφάνια από τέτοια όταν έρθει, επιτέλους, εκείνη η ώρα», ψιθύρισε ο Μάικλ Τζόζεφ έχοντας καταλάβει ακριβώς τι ήταν αυτό που είχα κατά νου. «Μόνο εσύ, εγώ κι ένα βουνό από λουλούδια. Αυτό φτάνει και περισσεύει».
Τα δάχτυλα του τοποθέτησαν μια μικρή τούφα μαλλιών πίσω από το αυτί μου και στη συνέχεια οι παλάμες του κινήθηκαν περιμετρικά από τους ώμους ως τα μπράτσα μου, τα οποία κράτησαν σφιχτά. Αναπήδησα ελαφρώς από τον πόνο κι ευθύς η λαβή του χαλάρωσε. «Συγνώμη», ψέλλισε. «Κανένα πρόβλημα», του αποκρίθηκα, «εξάλλου από εδώ και πέρα θα σου ανήκω». Ο Μάικλ Τζόζεφ με κοίταξε σαν να ήταν αιφνιδιασμένος από τις λέξεις μου. «Όχι, Κριστίνα», είπε, «Ανήκεις στον εαυτό σου και μόνο. Εγώ είμαι απλά ένα μικρό κομμάτι αυτού που ονομάζεις 'εαυτό'». Χαμογέλασα και τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το σβέρκο του. «Μπορείς να το πεις κι έτσι, αν αυτό προτιμάς». «Το προτιμώ», είπε.
Σύντομα, με έπιασε από τον καρπό και με οδήγησε στο τελευταίο δωμάτιο του πρώτου ορόφου στο κέντρο του οποίου δέσποζε ένα πιάνο από ξύλο οξιάς περασμένο με διάφανο βερνίκι. «Κάθισε». Φρόντισα να βολευτώ σε μια από τις πολυθρόνες που ήταν κολλημένες στον τοίχο αρκετά γρήγορα για να τον δω να απομακρύνει το ξύλινο κάλυμμα και να χαϊδεύει τα πλήκτρα με τις άκρες των δαχτύλων του προτού πάρει θέση στο χαμηλό σκαμνάκι. Μπροστά του τοποθέτησε μια κιτρινισμένη παρτιτούρα πάνω στην οποία οι νότες είχαν γραφτεί με πένα με μαύρο μελάνι. Δεν ήταν και τόσο δύσκολο να καταλάβει κανείς τη διαφορά της πένας από κάποιο άλλο είδος γραφικής ύλης. Κάθε φορά που κάποιος χρησιμοποιούσε μια πένα για να γράψει ακόμη και τα πιο άτσαλα γράμματα γίνονταν πιο όμορφα και τα σχήματα τους έμπαιναν σε μια πιο αρμονική σειρά.
Το τραγούδι που έβγαινε από το πιάνο μου θύμισε ένα βροχερό πρωινό του Νοέμβρη του 1348. Θυμάμαι πως ήμουν κλεισμένη σε έναν πέτρινο πύργο και κοιτούσα το παράθυρο αφηρημένη περιμένοντας να επιστρέψουν εκείνοι που είχαν πάει για κυνήγι. Αν και αυτός ήταν ο πιο διαδεδομένος τρόπος ζωής εκείνη την εποχή, πάντα οι μεγάλες μάζες του λαού υποδέχονταν όσους επέστρεφαν από το κυνήγι σαν να ήταν ήρωες.
Ο Μάικλ Τζόζεφ έφευγε μαζί τους τα χαράματα, όμως γυρνούσε μετά από εκείνους. Είχα κρυφακούσει να μιλούν για εκείνον με θαυμασμό, αποστομωμένοι από την αφοσίωση του σε αυτό που έκανε. Αλλά, εγώ ήξερα την αλήθεια. Αργούσε να γυρίσει ώστε να μπορέσει να τραφεί και ο ίδιος.
Η μελωδία του τραγουδιού έφερε επίσης πίσω στη μνήμη μου την κλαγγή των σπαθιών σε κάθε μάχη που γινόταν είτε προς τιμήν κάποιου άρχοντα ή μονάρχη είτε εναντίον ενός εχθρού. Πόσοι, άραγε, ήταν εκείνοι που αιματοκυλίστηκαν για να ικανοποιήσουν την υπεροψία ενός πλούσιου παμφάγου τέρατος που το μόνο που έκανε ήταν να κάθεται αναπαυτικά στη μεγάλη του καρέκλα; Η κλαγγή του ατσαλιού όπως χτυπούσε έθετε το μυαλό σου αυτόματα σε λειτουργία κινδύνου, ανεξάρτητα από το λόγο που την προκαλούσε. Ποτέ δεν είχα απολαύσει κάποια από τις μάχες των οποίων είχε τύχει να γίνω μάρτυρας κι ευχόμουν να μην χρειαζόταν ποτέ ξανά να παραβρεθώ σε τέτοιο σκηνικό...
Όταν τα δάχτυλα του Μάικλ Τζόζεφ έπαψαν να αγγίζουν τα πλήκτρα, το βλέμμα του στράφηκε στο μεγάλο ξύλινο ρολόι με το χρυσό εκκρεμές. «Δεν μένει πολλή ώρα», μουρμούρισε. Βλαστήμησα από μέσα μου κι εκείνος γύρισε να με κοιτάξει με το πιο έκπληκτο βλέμμα που υπήρχε. «Εσύ ήθελες να διαβάσεις τη σκέψη μου», αστειεύτηκα. «Ή απλά εσύ σκέφτηκες αυτές τις λέξεις τόσο έντονα που δεν μπόρεσα να μην τις ακούσω», μου αντιγύρισε χαμογελώντας στραβά και κλείνοντας μου το μάτι. «Τουλάχιστον δεν είμαι εγώ αυτή που ακούγεται χειρότερα από ναύτη όταν νευριάζει». Ξαφνικά, το ύφος του έγινε σκεφτικό. «Ναύτης...», ψιθύρισε κοιτώντας το πάτωμα. Και τότε, σαν να του είχε έρθει μια απότομη αναλαμπή, οι χρυσές του ίριδες φωτίστηκαν. «Το βρήκα!», αναφώνησε. «Τι βρήκες;», ρώτησα σταυρώνοντας τα χέρια μου μπροστά από το στήθος μου. «Είσαι έτοιμη για μια κρουαζιέρα;», ρώτησε με ένα ύποπτο χαμόγελο στα χείλη. «Ποτέ δεν έχω υπάρξει πιο έτοιμη στη ζωή μου».
Ο Μάικλ Τζόζεφ έσκυψε για να αφήσει ένα ζεστό φιλί στα χείλη μου και μετά έφυγε με την υπόσχεση ότι θα προσπαθούσε να μην αργήσει...
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro