Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Η Aποκάλυψη

Αν ο κόσμος ήταν απλά ένα σημείο στο χωροχρόνο, δίχως αξία και δίχως νόημα, τότε ίσως και να μπορούσαμε να καταπνίξουμε τις έγνοιες και να θάψουμε τα μυστικά μας. Αλλά, όσο κι αν ο καθένας από μας θα ήθελε να κάνει αληθινή τη δική του κοσμοθεωρία, αυτό είναι αδύνατον.

Για τον Μάικλ, ο κόσμος ήταν συνώνυμο ενός αφιλόξενου τόπου. Το πρώτο διάστημα ως βρικόλακας ζούσε με το φόβο ότι κάποιος θα τον ανακάλυπτε, ότι θα έκανε κάποιο τρομερό λάθος που θα τον πρόδιδε και άλλες τέτοιες σκέψεις. Παρά τους φόβους του, όμως, έμαθε γρήγορα να κρύβεται, να προσαρμόζεται και να τρέφεται δίχως να γίνεται αντιληπτός. Όλα αυτά μέχρι που παρατήρησα την αλλαγή στο χρώμα των ματιών του.

Από εκείνο το λεπτό κι έπειτα, ο Μάικλ συνειδητοποίησε πως δεν μπορούσε να κρύβεται άλλο από εμένα. Οι συνέπειες μιας ενδεχόμενης αποκάλυψης του μοναδικού πράγματος που δεν μπορούσε να πει με λόγια περνούσαν για μέρες από το μυαλό του.

Ήταν σαν να προσπαθούσε να ισορροπήσει σε ένα τεντωμένο σχοινί. Στη μία άκρη του βρισκόταν το ρίσκο να χάσει όλα όσα προσπαθούσε να χτίσει και στην άλλη βρισκόταν η αλήθεια. Μια αλήθεια επίπονη και αρκετά άσχημη για να αποκαλυφθεί έτσι απλά.

Κάτι τέτοιες στιγμές, σχεδόν του έλλειπε η ανθρώπινη ζωή του. Ήταν πιο εύκολο να κρυφτεί κανείς ανάμεσα σε χιλιάδες πανομοιότυπες υπάρξεις. Αλλά, ήταν απείρως πιο δύσκολο να κρυφτεί ανάμεσα τους όντας κάτι διαφορετικό που δυνητικά θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τον κάνει το επίκεντρο της προσοχής.

Αν μονάχα μπορούσε να ζητήσει μια δεύτερη γνώμη... Όμως, από ποιον; Και πώς; Το δίλημμα του γινόταν διαρκώς ισχυρότερο και τον έπνιγε σαν κόμπος στο λαιμό. Έπρεπε επειγόντως να επιλέξει. Ίσως, αν δρούσε έξυπνα, θα σκαρφιζόταν μια καλή δικαιολογία για αυτό που συνέβη. Αυτό θα του εξασφάλιζε λίγη περισσότερη σιγουριά.

Η επόμενη ερώτηση που έκανε στον εαυτό του μετά από εκείνη τη σκέψη ήταν: για πόσο;

«Που να πάρει και να σηκώσει!», φώναξε εκσφενδονίζοντας τα πράγματα από το γραφείο του στο πάτωμα. Τα κόκκινα μάτια του έλαμψαν από θυμό κι οι κυνόδοντες του τράβηξαν δυο βαθιές γρατσουνιές στο εσωτερικό του στόματος του. Οι κάλυκες της γλώσσας του πρόλαβαν να γευτούν τη χάλκινη γεύση του αίματος προτού επουλωθούν. Κι όμως, ήταν εκείνη η γεύση που τον έκανε να πεισμώσει. Η αποκάλυψη της αλήθειας ήταν πλέον μονόδρομος...

Ξύπνησα ακούγοντας φωνές έξω από το σπίτι. Ο ήλιος προσγείωσε το φως του κατευθείαν μέσα στα μάτια μου, κάνοντας με να τον αναθεματίσω. Οι φωνές εξακολουθούσαν να ακούγονται ακόμα κι αφότου έφυγα για να πλύνω το πρόσωπο μου. Δεν έμοιαζαν θυμωμένες, ωστόσο στη μια από αυτές διέκρινα μια μικρή ένταση. Η φωνή εκείνη ανήκε στη μητέρα μου, συνειδητοποίησα.

Τράβηξα το μάνταλο και τα παραθυρόφυλλα υποχώρησαν μετά από ένα ελαφρύ σπρώξιμο. Το πρώτο πράγμα που διέκρινα ήταν ο Μάικλ. Ώστε εκείνος μιλούσε στη μητέρα μου, σκέφτηκα. Γιατί, όμως, είχε έρθει με το αυτοκίνητο;

«Μα σε ξέρει τόσο λίγο. Πώς θέλεις να είμαι σίγουρη ότι δεν θα κάνετε τίποτα περίεργο;», τον ρώτησε η μητέρα μου με τα μάτια της να είναι δυο καχύποπτες σχισμές στο πρόσωπο της. Ο Μάικλ αναστέναξε ηχηρά σαν να είχε χάσει κάθε ελπίδα να την πείσει.

Η μητέρα μου συμπαθούσε τον Μάικλ, αλλά δίσταζε να τον εμπιστευτεί.
Τότε, τον είδα να την πλησιάζει αργά και να τοποθετεί την παλάμη του στον ώμο της. Έμοιαζε να την κοιτάζει με αρκετή προσήλωση και το ύφος του μου φάνηκε κάπως παράξενο. «Να είστε σίγουρη ότι θα προσέξω την κόρη σας όσο καλύτερα μπορώ και θα σιγουρευτώ πως θα γυρίσει πίσω ασφαλής», της είπε λίγο πιο αργά από όσο μιλούσε συνήθως. Και ξαφνικά, η μητέρα μου έγνεψε καταφατικά.

Ένας μελωδικός ήχος διέκοψε τις σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό μου εκείνη την ώρα. Δεν μου πήρε και πολύ για να καταλάβω ότι επρόκειτο για το κινητό μου.

Όταν απάντησα την κλήση, η φωνή του Μάικλ ακουγόταν απαλή στην άλλη άκρη του ακουστικού. «Ξέρω ότι είναι Κυριακή κι ότι η άφιξη μου ήταν απροειδοποίητη, ωστόσο θα το εκτιμούσα πολύ αν μπορούσες να έρθεις μαζί μου για λίγο», είπε.

Πρόσεξε πως ήμουν στο παράθυρο! Μέσα μου κάτι αναπήδησε. Έριξα άλλη μια ματιά έξω από το παράθυρο και το βλέμμα μου συνάντησε κατευθείαν το δικό του. Ο τρόπος που με κοιτούσε, καθισμένος πάνω στο καπό του αυτοκινήτου, δεν μου άφηνε περιθώρια να αρνηθώ την πρόταση του.

Έκλεισα με βιάση τις κουρτίνες κι έτρεξα να φορέσω κάτι ανάλογο της περίστασης, ούτε υπερβολικό ούτε πολύ απλό. Όταν τελείωσα, η αντανάκλαση μου στον καθρέφτη μου φάνηκε μέτρια. Εκείνου, όμως, του άρεσε.

Αφότου έκλεισα την πόρτα του αυτοκινήτου, το χέρι του άγγιξε το κλειδί και το έστριψε στη μίζα. Έπειτα, έβαλε όπισθεν και επιτάχυνε για να βγει στον αυτοκινητόδρομο. Ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του κι αυτό φαινόταν από το συνοφρύωμα στο πρόσωπο του. Δεν είχε διάθεση για κουβέντα, οπότε απέφυγα να του μιλήσω τα πρώτα δέκα λεπτά που ήμασταν μαζί.

Σύντομα, ο Μάικλ φάνηκε να καταλαβαίνει το άβολο της κατάστασης και προσπάθησε να μιλήσει για κάποιο άσχετο θέμα. Συνειδητοποιώντας πως η απόπειρα του δεν πέτυχε, σώπασε ξανά.

«Πού πηγαίνουμε; Και προς τι τόση βιασύνη; Πηγαίνεις με εκατόν ογδόντα χιλιόμετρα», είπα. Ο Μάικλ πήρε μια βαθιά εισπνοή από τη μύτη κι αφού χαλάρωσε τους ώμους του σταμάτησε να πατάει τόσο έντονα το γκάζι. «Πίστεψα πως θα ήταν ωραία αν επιστρέφαμε εκεί που πήγαμε την προηγούμενη φορά», μουρμούρισε. Στον τόνο του διέκρινα δισταγμό. Θα ήταν πράγματι ωραία, σκέφτηκα και λίγο αργότερα το επανέλαβα φωναχτά.

Τα μάτια του Μάικλ στράφηκαν σε μια πινακίδα στα αριστερά του δρόμου, που επιβεβαίωνε ότι πήγαινε σωστά. Κάποια στιγμή, έπιασα τον εαυτό μου να εύχεται να μπορούσα να διαβάσω τι σκεφτόταν. Έγειρα προς το μέρος του και τράβηξα μια μαύρη μπούκλα πίσω από το αυτί του. Εκείνος χαμογέλασε αμυδρά. Το μικρό μου άγγιγμα του φάνηκε ιδιαίτερα ευχάριστο. Αν δεν ήταν απασχολημένος με το να πολεμάει το φόβο που τον έτρωγε από μέσα προς τα έξω, ίσως και να το ανταπέδιδε.

Το αυτοκίνητο σταμάτησε με ένα τελευταίο μούγκρισμα της μηχανής. Βγαίνοντας από την πόρτα με κατέκλεισε η ίδια ευχάριστη αίσθηση που είχα νιώσει την πρώτη φορά. Γύρισα για να κοιτάξω τον Μάικλ κι είδα πως το κεφάλι του ήταν χαμηλωμένο. Τα βλέφαρα του ήταν κλειστά κι οι ανάσες του κοφτές.

Εντελώς απροειδοποίητα, άρχισε να περπατάει. Τα πόδια του πατούσαν σταθερά στο έδαφος, μα ο ίδιος τα αισθανόταν σχεδόν μουδιασμένα. «Νομίζω ότι έχεις κάτι να με ρωτήσεις», είπε με ήρεμο τόνο. Τα μάτια του με κάρφωναν επίμονα, σαν να μου επέβαλαν να μην ξοδέψω πολύ χρόνο απαντώντας. Στην αρχή, δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Αν είχα κάτι να τον ρωτήσω, θα το είχα ήδη κάνει. Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα απόλυτης σιωπής κατάλαβα...

«Τα μάτια σου...», ξεκίνησα δειλά κι εκείνος με ενθάρρυνε να συνεχίσω γνέφοντας μια φορά. «Από πού προέκυψε εκείνο το χρώμα; Θέλω να πω ότι είναι αδύνατον να εμφανίστηκαν κόκκινες κηλίδες στις ίριδες σου έτσι απλά... Βέβαια, μπορεί και να ήταν η φαντασία μου».

Ο τρόπος με τον οποίο βιάστηκα να αμφισβητήσω τον εαυτό μου έκανε τον Μάικλ να μορφάσει. Τι πάω να κάνω; ,σκέφτηκε δαγκώνοντας τα χείλη του κι ακουμπώντας τη γροθιά του πάνω στο στόμα του. Τα μάτια του κινούνταν νευρικά χωρίς να εστιάζουν. Η φωνή της λογικής είχε χαθεί από το μυαλό του. Γιατί δεν είναι ποτέ εδώ όταν τη χρειάζομαι πραγματικά; ,αναρωτήθηκε από μέσα του. «Κάποιος όπως εσύ δεν θα έπρεπε να δειλιάζει... Ειδικά όταν γνωρίζει ότι μπορεί να αφαιρέσει τις αναμνήσεις κάποιου τόσο εύκολα όσο δημιουργήθηκαν», του είπε ξαφνικά μια φωνή μέσα στο κεφάλι του.

Ο Μάικλ γύρισε προς το μέρος μου. «Δεν ήταν η φαντασία σου», μου ανακοίνωσε άχρωμα. Τον κοίταξα ερωτηματικά κι εκείνος, σαν να αγνοούσε τη βαρύτητα της πρότασης του, έκλεισε τα μάτια σιωπώντας. «Τότε, τι ήταν;», θέλησα να τον πιέσω. Σε εκείνο το σημείο ήμουν αρκετά πεισμωμένη ώστε να απαιτήσω να μου δώσει μιαν απάντηση.

«Άγγιξε με», μουρμούρισε. Οι πράξεις του είχαν πάψει να βγάζουν νόημα. Είχα μπερδευτεί τόσο πολύ που δεν ήμουν σίγουρη αν θα έπρεπε να παίξω το παιχνίδι του ή να τρέξω όσο πιο μακριά μπορούσα. Με την ανάσα μου κολλημένη στο λαιμό μου, έτεινα τα χέρια μου μπροστά κι έκλεισα το δεξί του χέρι μέσα τους.
«Τι νιώθεις;». Άλλη μια παράξενη ερώτηση.
«Κρύο»
«Και τι άλλο;»

Έκανα ένα απότομο βήμα προς τα πίσω από έκπληξη. Αυτό που είχε μόλις συμβεί δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί από καμία θεωρία της ανθρώπινης βιολογίας.

Ο Μάικλ εξακολουθούσε να κρατάει τα μάτια του κλειστά, όμως είχα δει στο πρόσωπο του ότι καταλάβαινε πώς ένιωθα.«Το δέρμα σου είναι σκληρό, σαν να αγγίζω μάρμαρο. Πώς γίνεται;»
«Πιστεύεις ακόμα ότι μπορείς να βρεις κάποια θεωρία που να το εξηγεί;»
«Πώς είναι δυνατόν να γνωρίζεις...»

Η φράση μου κόπηκε ακριβώς στη μέση. Δεν κατάφερα ποτέ να την ολοκληρώσω. Τα μάτια του Μάικλ άνοιξαν απότομα και κάτω από τα βλέφαρα του αποκαλύφθηκαν δυο κατακόκκινες ίριδες.

Έκανα άλλο ένα βήμα πίσω, αυτή τη φορά από τρόμο. Μια δυνατή αστραπή αντήχησε σε όλη την περιοχή, κάνοντας μια μικρή κραυγή να ξεφύγει από τα χείλη μου. Τα χέρια και τα πόδια μου ήταν εντελώς ακίνητα κι οποιαδήποτε εντολή να κινηθούν προκαλούσε ένα κύμα ηλεκτρισμού σε όλο μου το σώμα.

«Σίγουρα δεν είσαι άνθρωπος», ψέλλισα. Ο Μάικλ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά και με πλησίασε. Η ένταση στην ατμόσφαιρα είχε κορυφωθεί, σαν τις τελευταίες δυνατές νότες μιας συμφωνίας. Την ένιωθα να βαραίνει το στήθος μου με τέτοιο τρόπο που εμπόδιζε την αναπνοή μου. Ο Μάικλ δεν είναι άνθρωπος. Είχα δίκιο, σκέφτηκα.

Η ανικανότητα μου να αντιδράσω πυροδότησε μέσα του μια έκρηξη θυμού. Με την ήδη σφιγμένη γροθιά του, γύρισε προς τα πίσω και χτύπησε τον κορμό ενός δέντρου σχηματίζοντας ένα τεράστιο κενό. Το δέντρο έμοιαζε νεκρό και κούφιο κι οι σκλήθρες από το ξύλο του τρύπησαν το χέρι του. Μερικές σταγόνες από αίμα ξεπρόβαλαν στην επιφάνεια του κι έπειτα πάγωσαν εκεί.

  «Δεν μπορούσα να το αποφύγω», ψιθύρισε. «Αν δεν γινόμουν αυτό που είμαι τώρα, θα πέθαινα». Άνοιξα το στόμα μου για να πω κάτι, αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να εκπνεύσω ηχηρά. Ο Μάικλ το εξέλαβε ως κάτι που εκδήλωνε απέχθεια. Άλλωστε, μου είχε μόλις αποκαλύψει την πιο μισητή πλευρά του εαυτού του. Τη μη – ανθρώπινη πλευρά του, την πλευρά του που τον έκανε να φαντάζει κινούμενη απειλή. Παρατηρώντας τον υπό το φως του συννεφιασμένου ουρανού, τα χαρακτηριστικά του φαίνονταν ακόμα πιο όμορφα απ' ότι ποτέ άλλοτε. Έκανα ένα βήμα πιο κοντά του κι εκείνος απόρησε.

«Είσαι πανέμορφος», τον θαύμασα. Εκείνος έσφιξε τα δόντια του κι έκρυψε το πρόσωπο του μέσα στις παλάμες του. «Πώς αλλιώς θα μπορούσα να δελεάσω τα μελλοντικά μου θύματα για να έρθουν σε μένα;», γρύλισε.

Η επόμενη γροθιά του έσπασε το δέντρο στα δυο.

«Αυτό είναι που κάνουν οι δολοφόνοι σαν και του λόγου μου. Αναλαμβάνουν ένα ρόλο και τον παίζουν όσο καλύτερα μπορούν για να λάβουν τις αντιδράσεις που επιθυμούν από το ανάλογο κοινό. Κι όταν πια το θήραμα πέφτει στην παγίδα, ρουφάνε και την τελευταία σταγόνα από αυτό που τους δίνει ζωή αδιαφορώντας για το ότι κι οι ίδιοι υπήρξαν κάποτε στην ίδια θέση... Αδιαφορώντας για κάθε στοιχείο της ανθρώπινης πλευράς τους που έχει καταφέρει να επιβιώσει μέσα τους», φώναξε για να είναι σίγουρος ότι τον άκουγα.

Ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή κι οι παλμοί της να αντηχούν στα αυτιά μου σαν ωρολογιακή βόμβα. Και ξαφνικά, όλα σταμάτησαν. Ο φόβος είχε χαθεί με το που εμφανίστηκαν τα πρώτα ίχνη δακρύων στις άκρες των ματιών του. Παρόλο που εκείνα, τελικά, δεν κύλησαν ποτέ είχαν πετύχει το σκοπό τους. Είχαν αναιρέσει κάθε αρνητική σκέψη μου.

Αν όσα έλεγαν για τους βρικόλακες ήταν αλήθεια, τότε ο Μάικλ είχε ήδη ακούσει το χτύπο της καρδιάς μου να επανέρχεται στο φυσιολογικό. Τα χείλη του ήταν πιεσμένα το ένα πάνω στο άλλο σχηματίζοντας μια λεπτή γραμμή. «Γιατί δεν με φοβάσαι;», αναρωτήθηκε φωναχτά. Ούτε εγώ η ίδια δεν ήξερα γιατί. Εκείνος ήταν ο κυνηγός κι εγώ το θήραμα του, το τρόπαιο ενός πετυχημένου κυνηγιού. Όμως, όσο περισσότερο τον κοιτούσα τόσο πιο δύσκολο ήταν να τον φοβηθώ.

  Αναρωτιέμαι...

Με αργό βηματισμό έφερα το σώμα μου σε απόσταση αναπνοής από το δικό του. Από τόσο κοντά μπορούσα να διακρίνω τις γαλάζιες φλέβες που διαγράφονταν κάτω από το δέρμα του, τους τεντωμένους μύες του, την ελαφριά γράμμωση κάτω από τη στενή μπλούζα του. Οι άκρες των δαχτύλων μου κινήθηκαν απαλά από το λαιμό προς το κέντρο του στήθους του κι εκείνος αναρίγησε. «Τι κάνεις;», ρώτησε κι εγώ χαμογέλασα. Θα μπορούσε να συνεχίσει να διαβάζει το μυαλό μου, αλλά το απέφευγε.
«Δοκιμάζω μια θεωρία»
«Τη βρήκες κι αυτή σε κάποιο από τα βιβλία σου;»
Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Όχι. Η συγκεκριμένη είναι προϊόν της δικής μου διανόησης», αστειεύτηκα.

Ο Μάικλ παρέμεινε εντελώς ακίνητος με τα φρύδια του σχεδόν να ακουμπούν το ένα με το άλλο. Πριν προλάβει να αντιδράσει, ακούμπησα τα χείλη μου στο λαιμό του κι ύστερα τα πίεσα λίγο παραπάνω στο κρύο δέρμα του. Εκείνος κράτησε την ανάσα του. Πάνω στη στιγμή που άρχισα να αναρωτιέμαι αν η πράξη μου είχε κάποιον αντίκτυπο πάνω του, αισθάνθηκα το κεφάλι του να παίρνει κλίση προς τα πίσω.

Η διαφορά θερμοκρασίας ανάμεσα στους δυο μας τον τρέλαινε. Ολόκληρο το σώμα του είχε καταληφθεί από μια διαρκώς αυξανόμενη έξαψη. Δεν προχώρησα παρακάτω. Απλώς περίμενα αμίλητη, παλεύοντας με το μέσα μου για να κρύψω την ανυπομονησία μου. Τότε ένιωσα τα μπράτσα του να τυλίγονται γύρω από την πλάτη μου χωρίς να με σφίγγουν. Μη φοβάσαι, σκέφτηκα και η αγκαλιά του έγινε λίγο πιο σφιχτή.

Για αρκετά λεπτά μιλούσαμε μόνο με τα μάτια. Τα μάτια του μου θύμιζαν χάντρες καρνεόλης. Το χρώμα τους έπαιρνε διάφορες αποχρώσεις ανάλογα με την έκφραση του προσώπου του.

«Ώστε όσα λέγονται για τους βρικόλακες ισχύουν», ψιθύρισα περισσότερο στον εαυτό μου. Ο Μάικλ γέλασε με πικρία και κούνησε το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά. «Όχι όλα», απάντησε με τον ίδιο τρόπο. «Δείξε μου», τον παρότρυνα.«Και να σου δείξω, δεν θα μπορείς να παρακολουθείς τις κινήσεις μου», ανταπάντησε. Εμένα, όμως, δεν με πείραζε καθόλου. Συνέχισα να σκέφτομαι πόσο έντονο ήταν το ενδιαφέρον μου για τη φύση του μέχρι που εκείνος παραιτήθηκε από το να προσπαθεί να μου αλλάξει γνώμη.

Βλεφάρισα για μισό δευτερόλεπτο κι ο Μάικλ είχε ήδη εξαφανιστεί από μπροστά μου. Γύρισα βιαστικά το κεφάλι μου για να τον ψάξω. Δεν τον έβλεπα ούτε τον άκουγα. Αλλά ήξερα πως δεν είχε φύγει μακριά. Κάτι σαν παράξενο ένστικτο μέσα μου με οδήγησε να τρέξω προς τα δεξιά μου.

Ο Μάικλ καθόταν σε ένα χοντρό κλαδί, παρακολουθώντας με να φτάνω ανάμεσα από τα δέντρα. Χαμογέλασε με τη σκέψη που μόλις είχε κάνει και σηκώθηκε όρθιος χωρίς να κατέβει στο έδαφος. Το χέρι του ίσα που ακουμπούσε τον κορμό του δέντρου. Η ισορροπία του ήταν καταπληκτική.

Σήκωσα τα μάτια μου προς τα πάνω και τον είδα να μου ανταποδίδει το βλέμμα. Άραγε πόσο εύκολο του είναι να κινείται πάνω σε ένα κλαδί; ,σκέφτηκα. Κι ο Μάικλ, θέλοντας να μου λύσει την απορία, σταύρωσε τα χέρια του πίσω από την πλάτη του κι άρχισε να περπατάει πάνω στο κλαδί με καθένα από τα πόδια του να προηγείται του άλλου. Όταν σταμάτησε να κινείται, γύρισε ξανά προς το μέρος μου κι έκανε μια βαθιά υπόκλιση σαν να το διασκέδαζε.

«Είσαι σίγουρος πως αν συνεχίσεις να το κάνεις αυτό δεν θα πέσεις με το κεφάλι;», φώναξα μεταξύ σοβαρού κι αστείου. Εξάλλου, ποτέ πριν δεν είχα δει πραγματικό βρικόλακα εν δράσει. «Εννοείς κάπως έτσι;», φώναξε πίσω αφήνοντας το σώμα του να διαγράψει πλήρη τροχιά στον αέρα. Μου ξέφυγε μια κραυγή και τα μάτια μου κοίταξαν αλλού. Αίφνης, συνειδητοποίησα ότι ο Μάικλ κρατιόταν πια από το αμέσως επόμενο κλαδί και μάλιστα με το ένα χέρι! Το άλλο ακουμπούσε στο πλευρό του λες και προσπαθούσε να κάνει επίδειξη της δύναμης του.
«Πολύ αστείο», ειρωνεύτηκα μορφάζοντας.
«Για μένα ήταν», απάντησε εκείνος αφήνοντας τον εαυτό του να προσγειωθεί στο χώμα.

Η πρώτη ψιχάλα βροχής έπεσε στο μέτωπο μου. Μετά από εκείνη ακολούθησε άλλη μια κι ύστερα μια τρίτη. Το δροσερό ψιλόβροχο έκανε τα φυτά γύρω μας να αναδύουν μια θεσπέσια μυρωδιά.

Ήταν η σειρά μου να κλείσω τα μάτια. Ίσως και να ονειρευόμουν ακόμα. Ίσως δεν είχα ξυπνήσει από το χθεσινό μου όνειρο κι όταν τα μάτια μου θα άνοιγαν και πάλι, όλα θα χάνονταν. Τα μακριά δάχτυλα του Μάικλ χάιδεψαν το μάγουλο μου. «Αν δεν φύγουμε θα γίνεις μούσκεμα», μου υπενθύμισε. Από τον τρόπο που η ανάσα του χτυπούσε πάνω μου μπορούσα να καταλάβω ότι είχε σκύψει. «Αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που με νοιάζει», ψιθύρισα κι η φωνή μου μου ακούστηκε πιο λάγνα απ' όσο θα ήθελα.

Ο Μάικλ πήρε μια βεβιασμένη ανάσα. Η φλόγα που έκαιγε μέσα του ήταν πλέον πολύ δυνατή για να την ελέγξει. Τα χείλη του συνέτριψαν τα δικά μου και τα δάχτυλα του κατέβηκαν προς τον κρόταφο μου. Εκείνη τη στιγμή, επιτέλους το συνειδητοποίησα. Ήταν ο τέλειος συνδυασμός, μια ιδανική ισορροπία ανάμεσα σε φωτιά και πάγο.

Σύντομα, η βροχή κάλυψε κάθε άλλο ήχο κι επένδυσε τα σώματα μας με γυαλιστερές σταγόνες. Η φύση μας έκρυβε κάτω από το πέπλο της, συστήνοντας σε μας τη μαγεία της. Τα βρεγμένα μαλλιά του κολλούσαν στις άκρες του προσώπου του, όπως και τα δικά μου. Δεν ήθελα να πάω σπίτι παρά την κακοκαιρία. Ο Μάικλ φάνηκε να καταλαβαίνει την απροθυμία μου να μπω στο αυτοκίνητο κι από το πουθενά του ήρθε μια ιδέα.

«Ανέβα στην πλάτη μου», είπε στρέφοντας το σώμα του προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που στεκόταν. Τα χέρια μου κινήθηκαν προς το λαιμό του σαν από δική τους πρωτοβουλία και τα πόδια μου τυλίχθηκαν γύρω από τη μέση του. Ο Μάικλ χαμογέλασε ικανοποιημένος. «Κρατήσου καλά και προσπάθησε να μην τρομάξεις», συνέχισε έπειτα.

Δεν είχα το χρόνο να τον ρωτήσω γιατί. Το κύμα αέρα που μαστίγωσε το πρόσωπο μου δεν μου άφηνε περιθώρια να μιλήσω. Η ταχύτητα με την οποία κινούμασταν ήταν πολύ μεγάλη. Το μόνο που έβλεπα γύρω μου ήταν θολές φιγούρες, άλλες πιο φωτεινές κι άλλες πιο σκοτεινές. Από τα σχήματα τους και μόνο μπορούσα να ξεχωρίσω κάποιες από αυτές.

Ο Μάικλ σταμάτησε κάτω από μια τεράστια ιτιά κι άπλωσε το λεπτό μπουφάν του πάνω σε δυο κλαδιά για να ανακόψει περισσότερο την πορεία του νερού. Ευτυχώς, ο αέρας είχε κοπάσει κάπως κι έτσι δεν χρειάστηκε να το στερεώσει.

Εντελώς απρόσμενα, μια ερώτηση αναδύθηκε στο κεφάλι μου. Γιατί ένας βρικόλακας να χρειάζεται μπουφάν; ,αναρωτήθηκα από μέσα μου. Έχοντας ακούσει αυτή την απορία, εκείνος ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια και μαζί του γέλασα κι εγώ. Ο ήχος του γέλιου του ήταν απίστευτα ευχάριστος. «Καμουφλάζ», μουρμούρισε χαμογελώντας και στα μάτια του διέκρινα μια μεγάλη δόση ειρωνείας.
Όλη του η ζωή μετά από την αλλαγή του θα πρέπει να ήταν ακριβώς αυτό· μια διαρκής προσπάθεια διαχείρισης των εντυπώσεων, ένα έξυπνο σενάριο που θα διευκόλυνε κάπως την καθημερινότητα του.

«Πόσο καιρό είσαι έτσι;»
«Ένα χρόνο»
Η απάντηση με ξάφνιασε. Είχα διαβάσει ιστορίες για βρικόλακες, είχα δει και είχα ακούσει πολλά κι αυτό είχε δημιουργήσει κατά ένα τρόπο ένα σωρό παράλογες ιδέες. Περίμενα να ακούσω πως ήταν πολύ μεγαλύτερος από μένα, πως είχε αλλάξει γνώμη κι εγώ δεν ανήκα στον κόσμο του. Κι εκείνος με διέψευσε.

«Ποτέ δεν ήμουν το είδος του χαρακτήρα που αποδέχεται τις εύκολες λύσεις. Αν τα πράγματα είχαν έρθει διαφορετικά, δεν θα είχα αφήσει κανέναν να με κάνει το τέρας που είμαι. Το να γίνεσαι βρικόλακας σημαίνει να αποδέχεσαι ότι πρέπει να αφήσεις κάποια κομμάτια του εαυτού σου στην άκρη γιατί δεν ταιριάζουν πια με αυτό που είσαι. Είναι μια κατάσταση ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, στην ύπαρξη και στην ανυπαρξία. Δεν είμαι καν σίγουρος αν είμαι ζωντανός αυτή τη στιγμή, αν αυτό που έχω θεωρείται παραλλαγή μιας μεταθανάτιας ζωής ή κάτι τέτοιο... Και κάπου εκεί έρχεσαι εσύ»

Τον κοίταξα με τρόπο που τον έκανε να νιώθει την ανάγκη να συγκρατήσει τον εαυτό του για να μη γίνει πολύ συναισθηματικός. Μόλις το κατάλαβα, ήταν αργά για να το αναιρέσω. Ο Μάικλ θυμήθηκε μια σκηνή από την πρόσφατα χαμένη ανθρώπινη ζωή του και κούνησε βιαστικά το κεφάλι του για να τη θάψει εκ νέου στην άκρη του νου του.

«Προσπάθησα να πολεμήσω την αποτρόπαια πλευρά μου· εκείνη που ήθελε να σε σκοτώσει. Έκλεισα την πόρτα στις φωνές που με περικύκλωναν κι επικεντρώθηκα στο να ακούω μόνο τη δική σου, τόσο τη νοητή όσο και την κανονική.

Και τότε μου έγινε αντιληπτό το πόσο εγωιστής γινόμουν. Μετά το σκηνικό με το Τζόφρι Μπόλτον, το μέσα μου ξεχείλιζε από δυο πράγματα: απογοήτευση που δεν του έσπασα εντελώς τα μούτρα αλλά κι απέχθεια προς τον εαυτό μου για την κακή εντύπωση που σου έκανα.

Έπρεπε να κάνω κάτι για να σε πλησιάσω, να μάθω περισσότερα για σένα. Το να διαβάζω τις σκέψεις σου δεν μου αρκούσε. Εξάλλου, κάποιες φορές είχα την αίσθηση πως κάποιες από αυτές μου κρύβονταν κι όσο κι αν προσπαθούσα δεν μπορούσα να της αποσαφηνίσω»

Οι φωνητικές μου χορδές αρνούνταν να συνεργαστούν μαζί μου. Κι όλα αυτά ενώ η δική του φωνή άλλαζε διαρκώς τόνους και χρωματισμούς. Ποια από τις δυο ήταν η φωνή του βρικόλακα και ποια η ανθρώπινη φωνή του, αναρωτιόμουν.

«Τι σκέφτεσαι τώρα;», με ρώτησε και το βλέμμα του προσγειώθηκε πάνω μου γυάλινο και άδειο. Δάγκωσα με πείσμα την άκρη των χειλιών μου, αυτή η κίνηση είχε καταντήσει εντελώς αντανακλαστική όταν βρισκόμουν υπό πίεση. «Μη γελάσεις», είπα με ένα μισό χαμόγελο στα χείλη. Ο Μάικλ παραξενεύτηκε και σήκωσε το ένα του φρύδι.«Υπόσχομαι πως δεν θα το κάνω», είπε. Άφησα την ανάσα που κρατούσα μέσα μου να βγει ηχηρά από το στόμα μου και χαμήλωσα για λίγο το κεφάλι μου.«Σκεφτόμουν ότι θα ήταν ωραίο αν μπορούσαμε να ακούσουμε λίγη κλασική μουσική. Ξέρεις, το Claire de Lune ή το Pas de Deux... Ξέρω, ακούγομαι παράλογη».

Ωραία τα κατάφερες πάλι, έκανα κήρυγμα στον εαυτό μου. Τώρα θα σε περάσει για καμιά περίεργη που το μυαλό της είναι κολλημένο στο 19ο αιώνα. Κι όμως, ο Μάικλ χαμογέλασε κι έμπλεξε τα δάχτυλα του μεταξύ τους. Αποκλείεται, σκέφτηκε.

«Θα με πιστέψεις αν σου πω ότι σκεφτόμουν ακριβώς το ίδιο πράγμα;», με ρώτησε φωναχτά λες κι η ψυχή του ξεχείλιζε από χαρά τώρα που είχε βρει κάτι που κι οι δυο μοιραζόμασταν από κοινού. Αυτή ήταν μια αντίδραση που σίγουρα δεν περίμενα από εκείνον. Σπάνια έβρισκα κάποιον με τα ίδια ή παρόμοια ενδιαφέροντα.

Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων, είδα το πρόσωπο του Μάικλ να φωτίζεται και το σώμα του να πετάγεται όρθιο. Ένα χαμόγελο διαγραφόταν στα χείλη του, αρκετά πλατύ για να προσέξω τους μυτερούς κυνόδοντες στα πλάγια του στόματος του. Αλλά, τον ίδιο δεν έμοιαζε να τον ενδιαφέρει εκείνη η μικρή λεπτομέρεια. Έτσι κι εγώ την αγνόησα εξίσου.

Έδωσα ώθηση στα πόδια μου για να σηκωθώ κι αμέσως τα πόδια μου γλίστρησαν στη λάσπη. Ελάχιστα εκατοστά πριν αγγίξω το έδαφος με την πλάτη μου, ο Μάικλ έβαλε το μπράτσο του πίσω μου και με κράτησε. «Μπορώ να έχω αυτό το χορό;», με ρώτησε όντας σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπο μου. Ώστε αυτό ήταν που σκέφτηκε. Έγνεψα καταφατικά, νιώθοντας το αίμα να δίνει χρώμα στα μάγουλα μου κι εκείνος τύλιξε το παγωμένο χέρι του γύρω από το δικό μου.

Μουρμουρίζοντας στο ρυθμό του Swan Lake κινούμασταν πέρα δώθε σε απόλυτη αρμονία. Δεν άφησα τον εαυτό μου να θυμηθεί πόσο κακή ήμουν στο χορό ή πόσα χρόνια είχαν περάσει από το τελευταίο εκείνο μάθημα μπαλέτου που η μητέρα μου είχε επιμείνει τόσο πολύ να υποστώ. Οι κινήσεις του Μάικλ ήταν τόσο ελαφριές κι αέρινες που με καθοδηγούσαν σε ένα αργό βαλς.

Άφησα το χέρι του και ξέσπασα σε γέλια για να κρύψω τη ντροπή μου. Ένιωθα γελοία έτσι όπως προσπαθούσα να κάνω τις κινήσεις μου να φαίνονται λιγότερο άχαρες και βιαστικές. Ο Μάικλ έσφιξε τα δόντια του μεταξύ τους και το σαγόνι του σκλήρυνε. «Δεν ήθελα να σε κάνω να αισθανθείς άβολα... Είμαι εντελώς ηλίθιος και φαντασμένος», απολογήθηκε.

Οποιαδήποτε απόπειρα να μεταβάλλω την εικόνα που είχε χτίσει για τον εαυτό του στέφθηκε με απόλυτη αποτυχία. Όταν οι πόρτες του αυτοκινήτου έκλεισαν πίσω μας, η ατμόσφαιρα ήταν και πάλι βαριά. Σαν να μην είχαν προηγηθεί ποτέ όλες εκείνες οι στιγμές που είχαμε ζήσει νωρίτερα.

Παρόλο που ήταν μόλις δεκαεννιά χρονών, ο Μάικλ σκεφτόταν ότι δρούσε τουλάχιστον σαν να είχε κλείσει τα εκατό. Σε μερικά χρόνια θα γινόταν κι αυτό, έφερνε στο μυαλό του. Η μοναδική σπέκουλα που έκανε για το μέλλον ήταν πως θα ζούσε εγκλωβισμένος στην ίδια τραγική μονοτονία για όλους τους αιώνες που θα έρχονταν.

Μου έριξε μια σύντομη, εξεταστική ματιά χωρίς να το προσέξω και δάγκωσε τη γλώσσα του για να μην τολμήσει να ξεστομίσει κάτι παραπάνω. Το παράκανα για σήμερα, σκέφτηκε με πίκρα.

Το αυτοκίνητο έστριψε με τα ελαστικά να τρίβονται έντονα πάνω στην υγρή άσφαλτο και στη συνέχεια σταμάτησε ακριβώς έξω από το σπίτι μου. Δεν είχα καν προσέξει ότι φτάσαμε. Κανείς από τους δυο μας δεν βιαζόταν να αποχωριστεί τον άλλο, παρά την έντονη σιωπή που είχε απλωθεί σαν πυκνή ομίχλη ανάμεσα μας.

«Θα σε δω αύριο!», ανακοίνωσα πιέζοντας τον εαυτό μου να χαμογελάσει καθώς απομακρυνόμουν από το αυτοκίνητο. Ο Μάικλ φάνηκε να προσπαθεί με εξίσου μεγάλη επιμονή να μου ανταποδώσει το χαμόγελο. Ύστερα από αυτό, επιτάχυνε προς την αντίθετη κατεύθυνση του δρόμου και χάθηκε από τα μάτια μου...

Ο Μάικλ είχε εξαφανιστεί.

Αυτό ήταν το μόνο που ήξερα και το μόνο που το μυαλό μου με άφηνε να ξέρω. Κάθε φορά που έβγαινα από την πόρτα με ένα τεράστιο κενό στο στήθος μου, τα πόδια μου ακολουθούσαν άγνωστα κι αχάρακτα μονοπάτια μόνο και μόνο για να με οδηγήσουν σε εκείνον· μα ο Μάικλ δεν ήταν ποτέ εκεί. Δεν είχα ιδέα αν έψαχνα σε λάθος σημείο ή αν απλώς είχε φύγει. Το γεγονός, όμως, αυτό δεν θα έπρεπε - με βάση τα κανονικά δεδομένα - να μου προκαλεί έκπληξη. Είχε ένα άσχημο συνήθειο να χάνεται από προσώπου γης κι ύστερα να επανεμφανίζεται σαν να μη συνέβη τίποτα.

Με είχε παρατήσει μόνη να παλεύω να χωνέψω ότι οι θεωρίες μου ήταν σωστές κι ότι εκείνος ήταν πράγματι βρικόλακας. Πέρασαν μέρες δίχως ένα τηλέφωνο ή έστω ένα μήνυμα. Αλλά δεν ήταν ο εαυτός μου για τον οποίο ανησυχούσα περισσότερο απ' όλα. Ο ίδιος ο Μάικλ ήταν υπερβολικά ασταθής όσον αφορά τη συμπεριφορά του κι οι αντιδράσεις του ποίκιλαν ανάλογα με την περίπτωση.

Κάθε φορά κοιμόμουν και ξυπνούσα με το ίδιο απεχθές όνειρο· ένα απόλυτο κενό, μια μαυρίλα στη συνείδηση μου. Μια μαυρίλα που τον έκρυβε από εμένα... Και τότε άρχιζα να ουρλιάζω και να τρέμω και να ψηλαφίζω το κενό με τα χέρια μου, λες και περίμενα να ανοίξω τα μάτια μου κάποια μέρα και να τον δω εκεί μπροστά μου. Τον αγαπούσα κι ήθελα να πιστεύω ότι όλο αυτό που ζούσα ήταν πραγματικό, μα δεν μπορούσα· δεν ήταν δυνατόν να το πιστέψω όταν εκείνος έπαιρνε έτσι ξαφνικά ένα διάλλειμα από το ρόλο που κατείχε στη ζωή μου.

Κι έτσι οι μέρες περνούσαν. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση από την πλευρά του. Το κινητό του ήταν πάντοτε κλειστό και η γραμμή του σπιτιού του αποσυνδεδεμένη. Έστρεφα το βλέμμα προς τα αστέρια και παρακαλούσα να του φτιάξουν ένα δρόμο για να επιστρέψει σε εμένα. Τίποτα από όσα έκανα δεν είχε ουσία αν εκείνος ήταν απών. Το γέλιο μου διαχωριζόταν από το κλάμα μου μέσω μιας ξεθωριασμένης λευκής γραμμής· μια γραμμή σαν από κιμωλία την οποία κατά πάσα πιθανότητα θα κατέληγα να σβήσω άθελα μου κάποτε στο μέλλον.

Τον αγαπούσα μα - απ' ότι συμπέρανα στην πορεία - στην πραγματικότητα δεν τον γνώριζα καθόλου. Κι όλες οι σκέψεις που τον αφορούσαν καλύπτονταν από μια φαινομενική ομίχλη, θολή και κρύα σαν την καταχνιά που πέφτει σε μια παγωμένη νύχτα.

Ποιος τον έκανε βρικόλακα; Πώς άντεξε; Γιατί είπε ότι αν δεν άλλαζε θα πέθαινε;

Μήπως ολόκληρη η ύπαρξη του ήταν μια υπέροχη, θαυμάσια οφθαλμαπάτη; Μήπως δεν ήταν το ιδεατό άτομο του οποίου την εικόνα είχα συνεχώς στο μυαλό μου;

«Αυτή την εντύπωση έχεις για εμένα;», ρώτησε μια απαλή, γλυκιά φωνή μέσα στο κεφάλι μου. Η δική του φωνή! «Όχι!», φώναξα λίγο προτού τα πάντα να ξεκαθαρίσουν και να συνειδητοποιήσω ότι φώναζα στον τοίχο απέναντι από το κρεβάτι μου. Τότε, σηκώθηκα από το κρεβάτι πετώντας στην άκρη τα σκεπάσματα και ξάπλωσα στο πάτωμα με το βλέμμα καρφωμένο στο φεγγάρι, το οποίο εκείνη τη στιγμή έριχνε το φως του ακριβώς πάνω μου. Έτσι όπως ήμουν ξαπλωμένη, μπορούσα να νιώσω την υγρασία να διαπερνάει το σώμα μου και να αγγίζει τα κόκκαλα μου. Τα ρίγη που με διαπερνούσαν γίνονταν όλο και πιο επίμονα. Παρόλο, όμως, που είχα αρχίσει να ξεπαγιάζω δεν έλεγα να το κουνήσω. Ώσπου, κάποτε, τα βλέφαρα μου έπεσαν βαριά και παραδόθηκα στην αγκαλιά του Μορφέα.

Ο Μάικλ χάιδευε τα μαλλιά μου όντας ξαπλωμένος δίπλα μου στο πάτωμα. Τα δάχτυλα του άγγιζαν απαλά την κορυφή του κρανίου μου, ενώ το στήθος του ακουμπούσε πάνω στην πλάτη μου. Σχεδόν τον άκουγα να ανασαίνει δίπλα στο αυτί μου, τόσο έντονη ήταν η αναπνοή του. «Γιατί δεν είσαι εδώ;», άκουσα τον εαυτό μου να μουρμουρίζει νυσταγμένα. Αναστέναξε και διέτρεξε το μπράτσο μου με τις άκρες των δαχτύλων του, κάνοντας με να ανατριχιάσω. «Γιατί αν ήμουν θα σε πλήγωνα», απάντησε ψιθυριστά καθώς πλησίαζε το κεφάλι του πιο κοντά στο πρόσωπο μου. Το επόμενο πράγμα που ένιωσα ήταν τα ζεστά χείλη του να φιλούν το μάγουλο μου. «Είσαι ελεύθερη να με ξεχάσεις, αν θέλεις», συνέχισε· μια πρόταση που εγώ θεώρησα αρκετά θρασεία.

Γύρισα να τον αντικρίσω και τα μάτια μου καρφώθηκαν στο πρόσωπο του, εξετάζοντας το. Ήταν ανέκφραστο κι άκαμπτο σαν πέτρα. Εντελώς ενστικτωδώς, άπλωσα την παλάμη μου κι άγγιξα το μάγουλο του για να σιγουρευτώ πως δεν ονειρευόμουν. Μα πάνω που είχα αρχίσει να αποδέχομαι όλα όσα έβλεπα, ο Μάικλ με διέψευσε. «Πρέπει να ξυπνήσεις!», φώναξε κι έπειτα άρχισε να με ταρακουνάει με τα χέρια του...

«Ξύπνα!», επανέλαβε η φωνή της μητέρας μου ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου. Πόση ώρα στεκόταν εκεί χωρίς να την πάρω είδηση; «Τι ώρα είναι;», ψέλλισα. «Κοίτα και μόνη σου», είπε βάζοντας το ηλεκτρονικό ρολόι που είχα πάνω στο κομοδίνο μου μπροστά από το πρόσωπο μου. Τα μάτια μου γούρλωσαν και δεν άργησα να πεταχτώ όρθια διορθώνοντας την τσαλακωμένη πιτζάμα μου. «Τελείωνε, θα αργήσεις!», συνέχισε η μητέρα μου επιτακτικά. Ξεφύσησα κι ύστερα άνοιξα τη ντουλάπα μου, άρπαξα από μέσα ένα φαρδύ φούτερ, μια ζακέτα κι ένα στενό τζιν. «Αν δεν σε πειράζει», μουρμούρισα συνειδητοποιώντας ότι βρισκόταν ακόμα στο δωμάτιο μου κι εκείνη απομακρύνθηκε.

Μπήκα στην τάξη λίγο πριν ο καθηγητής αρχίσει να παίρνει παρουσίες και κάθισα διακριτικά στο άδειο θρανίο μου. Η καρέκλα δίπλα μου δεν είχε κουνηθεί ούτε στο ελάχιστο· εξακολουθούσε να βρίσκεται στη θέση που την είχε αφήσει εκείνος. Στο θρανίο στα αριστερά μου, ο Τζωρτζ ήταν σιωπηλός και στο μέτωπο του έκαναν την εμφάνιση τους ένα σωρό ρυτίδες. Όταν πρόσεξε πως τον περιεργαζόμουν, μου έριξε μια σύντομη ματιά κι αμέσως απόστρεψε βιαστικά το βλέμμα του.

Έμοιαζε λες και στο μέτωπο του ήταν γραμμένη με κεφαλαία γράμματα η λέξη «ΕΝΟΧΟΣ». Είχε σίγουρα μάθει κάτι για τον Μάικλ, κάποια σημαντική λεπτομέρεια για την εξαφάνιση του την οποία δίσταζε να μου πει ή, μάλλον, δεν είχε το κουράγιο. «Νομίζω ότι εμείς οι δυο πρέπει να κάνουμε μια κουβέντα μετά το μάθημα», βρήκα το θάρρος να του πω κι εκείνος αναρρίγησε. «Γιατί;», ρώτησε επίτηδες, προσπαθώντας να δείξει έστω και λίγο αθώος. «Ξέρεις πολύ καλά γιατί». Για μια στιγμή, τα χείλη του τρεμόπαιξαν λες και οι λέξεις βρίσκονταν στις άκρες τους έτοιμες να ξεπηδήσουν ανά πάσα στιγμή. «Εντάξει», είπε τελικά και έστρεψε τα μάτια του στο πάτωμα.

Όταν χτύπησε το κουδούνι, κύματα ανθρώπων έσπευσαν να βγουν από την αίθουσα σπρώχνοντας ανελέητα ο ένας τον άλλο. Ο Τζωρτζ καθόταν σκυθρωπός και το πρόσωπο του είχε ασπρίσει. Έσπρωξα την καρέκλα μου προς τα πίσω και τον πλησίασα. Έριξα μια τελευταία ματιά προς τα πίσω για να σιγουρευτώ πως ήμασταν μονάχα οι δυο μας κι ύστερα χτύπησα δυνατά τις παλάμες μου πάνω στο σκληρό ξύλο. «Πού είναι;», ρώτησα με σφιγμένα δόντια. Ήθελα να μοιάζω άγρια - σχεδόν απειλητική - αλλά δεν ήμουν σίγουρη για το αν τα κατάφερνα και τόσο καλά. Ο Τζωρτζ πήρε μια βαθιά, ψύχραιμη ανάσα - την πρώτη του εδώ και ώρα - και το βλέμμα του ενώθηκε με το δικό μου. «Χιλιόμετρα μακριά από εδώ», είπε κι από την έκφραση του φάνηκε πως και ο ίδιος δεν ενέκρινε απόλυτα αυτή την απόφαση του Μάικλ.

Χιλιόμετρα μακριά, σκέφτηκα και το κενό στο στήθος μου άρχισε να μεγαλώνει και να βαθαίνει. «Είσαι καλά;», ρώτησε ο Τζωρτζ σπάζοντας τη σιωπή ανάμεσα μας. «Το κινητό του είναι μόνιμα κλειστό», γκρίνιαξα αγνοώντας την ερώτηση του. «Το ξέρω», είπε, «Δεν μπορώ να καταλάβω τον τρόπο που σκέφτεται». Τα μάτια μου βούρκωσαν χωρίς να το θέλω και παρόλο που έβαλα τα δυνατά μου να συγκρατήσω τα δάκρυα μου, εκείνα άρχισαν να κυλάνε ανεξέλεγκτα πάνω στα μάγουλα μου. Αίφνης, ο Τζωρτζ έβγαλε ένα διπλωμένο κομμάτι χαρτί από την τσέπη του και το έβαλε στην παλάμη μου. «Μην του πεις ότι σου το έδωσα, αν απαντήσει», μουρμούρισε κι αμέσως μετά βγήκε έξω από την αίθουσα...

«Σου μίλησε;»
«Ναι», είπε ο Τζωρτζ δαγκώνοντας την άκρη των χειλιών του. «Και;», ρώτησε η φωνή στο τηλέφωνο. «Της έδωσα το email». Η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε ικανοποιημένη από την απάντηση που είχε πάρει. Όταν ,όμως, μίλησε και πάλι κάθε ίχνος αυτής της ικανοποίησης είχε χαθεί. «Μάικλ, πρέπει να γυρίσεις πίσω. Σε ψάχνουν όλοι. Κοντεύουν να τρελαθούν από την αγωνία τους», συνέχισε ο Τζωρτζ. Ο Μάικλ αναστέναξε δυσανασχετώντας. «Δεν υπάρχει περίπτωση!», δήλωσε με έμφαση στην τελευταία λέξη. «Σκέψου τουλάχιστον εκείνη», έκανε άλλη μια απελπισμένη προσπάθεια ο Τζωρτζ, «τη σκοτώνει η απουσία σου». «Όχι... Η απουσία μου είναι αυτή που τη σώζει...». Και ξαφνικά η γραμμή χάθηκε...

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro