Επίλογος
Ο άνθρωπος μοιάζει με κλάσμα όπου ο αριθμητής είναι ο πραγματικός εαυτός του κι ο παρονομαστής η ιδέα που έχει για τον εαυτό του. Όσο μεγαλύτερος ο παρονομαστής, τόσο μικρότερη η αξία του κλάσματος. Κι όσο ο παρονομαστής διογκώνεται προς το άπειρο, τόσο το κλάσμα τείνει προς το μηδέν
- Λέων Τολστόι
Η Δάφνη περπατούσε ξυπόλυτη πάνω στα ξερά φύλλα και κλαδιά προσπαθώντας να μην τρομάξει το θήραμα της. Το ελάφι απέναντι της κοιτούσε δεξιά κι αριστερά χωρίς να μπορεί να την εντοπίσει. Εκείνη ετοιμάστηκε να ορμήσει κατά πάνω του βγάζοντας ένα βαθύ γρύλισμα από το λαρύγγι της μα την τελευταία στιγμή μια άλλη μυρωδιά τη σταμάτησε.
Η μυρωδιά που έφτανε στη μύτη της ήταν πολύ οικεία. Άξιζε, όμως, να παρακάμψει το γεύμα της για κάτι που μπορεί να προερχόταν από τη φαντασία της; Η ανάγκη να πλησιάσει εκείνη την άλλη μυρωδιά γινόταν όλο και πιο επιτακτική κι εκείνη δεν κατάφερε να αντισταθεί.
Η μυρωδιά ερχόταν από την περιοχή όπου βρισκόταν η κρύπτη, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία γι' αυτό, και την τραβούσε σαν αόρατος μαγνήτης. Η Δάφνη ύψωσε όλες τις άμυνες της ταυτόχρονα για να αντιμετωπίσει οποιονδήποτε την περίμενε εκεί. Τα μάτια της κοιτούσαν προς πάσα κατεύθυνση προσπαθώντας να εντοπίσουν κάποια ανωμαλία αλλά, φυσικά, δεν έβρισκαν το παραμικρό. Ρίχνοντας το κεφάλι της στο πλάι, άρχισε να περπατάει αργά και προσεκτικά προς την κρύπτη παραμερίζοντας οτιδήποτε δεν αποτελούσε άμεσο ενδιαφέρον. Όσο πλησίαζε η μυρωδιά επιδεινωνόταν, όμως, όπως σύντομα συμπέρανε δεν πήγαζε μέσα από την ίδια την κρύπτη.
Κάπου στ' αριστερά της, ένας μαύρος όγκος διαγραφόταν μέσα στο πράσινο των αγριολούλουδων προκαλώντας τη να πλησιάσει. Το αίμα χτυπούσε στ' αυτιά της σαν βομβητής ενώ η καρδιά της ανέβαζε παλμούς σαν το κοντέρ ενός αυτοκινήτου. Μακάρι να μη χρειαζόταν να πλησιάσω, σκέφτηκε κάνοντας άλλο ένα βήμα κι ύστερα άλλο ένα μέχρι που έφτασε να στέκεται ακριβώς δίπλα στο μαύρο όγκο.
Το αλλοιωμένο ουρλιαχτό που βγήκε από το στόμα της Δάφνης έκανε τα πουλιά τριγύρω να σωπάσουν. Γονάτισε βιαστικά και με τα δάχτυλα της ψηλάφισε το σώμα του Μάικλ Τζόζεφ προσπαθώντας να βρει ένα τρόπο να τον βοηθήσει. Αλλά, τότε θυμήθηκε ότι δεν ήταν πια μάγισσα. Η προφητεία είχε, επιτέλους, εκπληρωθεί κι είχε πάρει εκείνον αντί για το σωσία του. Τα αγριολούλουδα είχαν βαφτεί κόκκινα έτσι όπως αγκάλιαζαν το άψυχο σώμα που είχε αποτεθεί πάνω τους. Η Δάφνη πέρασε τις άκρες των δαχτύλων της περιμετρικά του προσώπου του και σύντομα πρόσεξε τα κομμένα του μαλλιά. Η φρίκη που αισθάνθηκε ήταν ανείπωτη. Γιατί να του κόψει τα μαλλιά; ,αναρωτήθηκε από μέσα της.
Κάπου σ' εκείνο το σημείο, το οξύ στο στομάχι της αναδεύτηκε κι η Δάφνη ένιωσε την ξαφνική επιθυμία να φύγει, να τρέξει μακριά. Τα πόδια της έπαψαν να την κρατούν ακίνητη και πήραν την πρωτοβουλία να κινηθούν πριν το μυαλό της τους δώσει την εντολή να το πράξουν. Έτρεχε τόσο γρήγορα που τα δέντρα περνούσαν από δίπλα της σαν ακαθόριστες φιγούρες μέσα στο αχανές της περιοχής. Στο μυαλό της μόνο μια σκέψη ήταν παρούσα: να βρει τον Κολ.
Ο Κολ είχε μόλις κάνει ένα βήμα έξω από την πόρτα όταν το πρόσωπο του συσπάστηκε με εκνευρισμό. Έβγαλε ένα βαθύ γρύλισμα από το λαιμό του κι ετοιμάστηκε να τη διώξει. Όταν, όμως, την είδε από πιο κοντά και πήρε τον απαραίτητο χρόνο για να περιεργαστεί την όψη της το μετάνιωσε. Τα χέρια της Δάφνης ήταν καλυμμένα με αίμα και το πρόσωπο της βρεγμένο από τα δάκρυα. Οι κόκκινες ίριδες της καρφώθηκαν πάνω του και τον κοίταξαν παρακλητικά. «Έχεις πολύ θράσος να έρχεσαι εδώ», βρυχήθηκε ο Κολ σφίγγοντας τις γροθιές του ενώ ο Ράνταλ τον συγκρατούσε στη θέση του. Η Δάφνη ανάσαινε βαριά με τη μια παλάμη της να ακουμπάει στο στέρνο της καθώς γονάτιζε στο έδαφος με τα μάτια της κλειστά. «Πέθανε», ψιθύρισε.
Η έκφραση στο πρόσωπο του Κολ δεν χαλάρωσε ούτε λεπτό παρόλο που τα μάτια του βούρκωσαν. Κι όταν τα δάκρυα έτρεξαν, επιτέλους, στο χλωμό του δέρμα ο Ράνταλ ανέλαβε το χρέος να τα σκουπίσει για εκείνον. Μέσα του ωρυόταν αλλά η πραγματική του φωνή δεν έλεγε να βγει όσο κι αν εκείνος κρατούσε ανοιχτό το στόμα του. Τα μάτια του έκλεισαν αργά κι όταν άνοιξαν εκ νέου έριξαν στη Δάφνη ένα δολοφονικό βλέμμα. «Εσύ το άρχισες! Εσύ κι οι ανόητοι έρωτες σου!», γρύλισε περπατώντας μπροστά αλλά ο Ράνταλ εξακολουθούσε να μην τον αφήνει από το κράτημα του. Ο Κολ αποτίναξε τον ώμο του κάμποσες φορές για να απαλλαγεί από το χέρι του αλλά απέτυχε.
Αίφνης, η Κριστίνα βρέθηκε να στέκεται σιωπηλά στην πόρτα με ένα ψύχραιμο προσωπείο. Έκανε μερικά αθόρυβα βήματα ώσπου να φτάσει στη Δάφνη κι όταν τα κατάφερε τη χαστούκισε όσο πιο δυνατά μπορούσε. «Σε παρακαλώ, συγχώρεσε με», ψιθύρισε εκείνη κρατώντας τους αστραγάλους της. Μα η Κριστίνα ήταν ανένδοτη. «Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορώ να σου συγχωρήσω», της απάντησε κι άρχισε να περπατάει ανάποδα. Τα μάτια της Δάφνης γούρλωσαν από τον τρόμο. Προλάβαινε ακόμη να φύγει αλλά κάτι την κρατούσε κολλημένη στο έδαφος. Η αδρεναλίνη κυλούσε σε απίστευτα μεγάλες ποσότητες μέσα της, κάνοντας τη να νιώθει λες και την έλουζε παγωμένος ιδρώτας από την κορυφή ως τα νύχια. Το γαλάζιο στα μάτια της Κριστίνα εξαφανίστηκε κι έδωσε τη θέση του σε ένα άψυχο γκρίζο. Τα χείλη της σφίχτηκαν σε μια λεπτή γραμμή αλλά, τελικά, αυτό δεν την εμπόδισε από το να προχωρήσει. «Ignis*!», πρόφερε τόσο δυνατά που οι πνεύμονες της σφίχτηκαν από την ξαφνική έλλειψη αέρα.
Το σώμα της Δάφνης τυλίχθηκε στις φλόγες. Φλόγες που δεν μπορούσαν να σβηστούν παρά μόνο από την ίδια. Αλλά εκείνη δεν αισθανόταν πρόθυμη να δείξει οίκτο, όχι αυτή τη φορά. Κοιτούσε με απάθεια το παγωμένο σώμα να καίγεται χωρίς να δίνει σημασία στις τρομακτικές κραυγές πόνου που προέρχονταν από αυτό. Λίγα λεπτά αργότερα, η Δάφνη έπαψε να υπάρχει και στη θέση της στεκόταν ένας λοφίσκος από στάχτη.
Ο Κολ πλησίασε από πίσω της και τύλιξε απαλά τα μπράτσα του γύρω από τους ώμους της. «Πήγαινε με σ' εκείνον», του είπε κι εκείνος υπάκουσε. Σύντομα, η Κριστίνα βρέθηκε ανεβασμένη στην πλάτη του την ώρα που εκείνος έτρεχε κόντρα στον άνεμο για να φτάσει στην κρύπτη.
Η Κριστίνα διατηρούσε τα μάτια της στυλωμένα ευθεία μπροστά αρνούμενη να δακρύσει. Ο αέρας άλλαξε και μετατράπηκε σε ψυχρή θύελλα. Το χώμα κάτω από τα πέλματα του Κολ έγινε σκληρό σαν τσιμέντο και τα φύλλα των δέντρων μαράζωσαν από το πουθενά. «Δεν είναι ανάγκη να το κάνεις όλο αυτό», θύμισε στην Κριστίνα. Εκείνη δάγκωσε τα χείλη της υποχωρώντας κι ύστερα από ένα γρήγορο βλεφάρισμα όλα επανήλθαν στη φυσιολογική τους κατάσταση. Ο αέρας κόπασε κι η φύση ξαναέδωσε στη βλάστηση το ζωηρό της χρώμα.
Λίγο πιο πίσω από το σημείο όπου βρισκόταν η κρύπτη, τρεις μάγισσες είχαν περικυκλώσει τον Μάικλ Τζόζεφ. Οι δυο από αυτές κρατούσαν καθεμιά από τις παλάμες του στα χέρια τους, ενώ η τελευταία κρατούσε σταθερό το κεφάλι του. «Εξαφανιστείτε από κοντά του!», ούρλιαξε η Κριστίνα με θυμό. «Γυρίστε στο Σάλεμ και μην ξαναπατήσετε εδώ». Η Τζανίν απομάκρυνε πρώτη τα χέρια της από πάνω του κι ύστερα στάθηκε όρθια. «Λυπόμαστε πολύ, Κριστίνα», είπε με μια προσποιητή έκφραση συμπόνιας.
«Δεν θέλω τη λύπηση σου. Ούτε τη δική σου ούτε τη δική τους. Θέλω να φύγετε από κοντά του και να μην ξαναγυρίσετε»
«Λυπόμαστε και για σένα και για... εκείνη»
«Για τη Δάφνη; Δεν υπάρχει λόγος»
«Όχι για τη Δάφνη... Θα καταλάβεις όταν έρθει η στιγμή»
«Θα καταλάβω τι;»
Και μέσα σε μια μικρή δίνη, οι μάγισσες χάθηκαν από προσώπου Γης.
Η Κριστίνα έλεγε στον εαυτό της να μην πλησιάσει. Δεν ήταν ανάγκη να το δει αυτό. Από την άλλη, δεν μπορούσε να τον αφήσει να κείτεται έτσι, εκτεθειμένος στους πάντες και στα πάντα. Με την ψυχή στο στόμα αποφάσισε να προχωρήσει. Τα μάτια της παρέμεναν στεγνά από δάκρυα έως ότου τον αντίκρισε. Με την αριστερή της παλάμη σκούπισε το ξεραμένο αίμα στο πλάι του προσώπου του κι ύστερα αφοσιώθηκε στο να προσπαθεί να αναπλάσει με κάποιο τρόπο τη σάρκα του ώστε να καλυφθεί το τεράστιο κενό στο κέντρο του θώρακα του. Ο Κολ την κοίταξε απορημένος. Σήκωσε ερωτηματικά τα φρύδια του κι εκείνη του έριξε ένα άδειο βλέμμα. «Θέλω να του δώσω πίσω έστω και λίγη από την αξιοπρέπεια που του στέρησε ο Αλεξάντερ», εξήγησε κι ο Κολ ένευσε.
Με χέρια που έτρεμαν, ο Κολ πήρε τον αδερφό του στην αγκαλιά του χωρίς να πει λέξη. Η Κριστίνα τον ακολούθησε σιωπηλή χωρίς να διαμαρτυρηθεί για την πορεία που ήταν υποχρεωμένη να διανύσει με τα πόδια. Όμως, ένα ξαφνικό τράβηγμα στην κοιλιά της την ανάγκασε να σταματήσει με κομμένη την ανάσα. «Όλα εντάξει;». Εκείνη έγνεψε καταφατικά παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και συνέχισε να περπατάει. Λίγα λεπτά αργότερα, μια πονεμένη κραυγή βγήκε από το στόμα της κι ο Κολ χρειάστηκε να ξαπλώσει τον Μάικλ Τζόζεφ στο έδαφος για να την πλησιάσει. Ρυτίδες ανησυχίας έκαναν την εμφάνιση τους στο μέτωπο του. Ένας αμυδρός ήχος έφτανε στ' αυτιά του κι όσο περισσότερο την πλησίαζε τόσο πιο δυνατός γινόταν. «Είναι αδύνατον», μονολόγησε η Κριστίνα σαν να διάβαζε το μυαλό του. «Κριστίνα... Το ακούω». Η Κριστίνα ακούμπησε το ένα της χέρι πάνω από το στομάχι της κι ύστερα το κούνησε κυκλικά. «Εκείνη», μουρμούρισε σκεφτικά.
«Μπορείς να το επιβεβαιώσεις;», ρώτησε ο Κολ όντας διατεθειμένος να αμφισβητήσει μέχρι και τον ίδιο του τον εαυτό. Τότε η Κριστίνα τον παραμέρισε και γονάτισε δίπλα στον Μάικλ Τζόζεφ. Έκλεισε τα μάτια της και μετά ακούμπησε το χέρι του στο στομάχι της. Μέσα στις φλέβες της, ένιωθε τη μαγεία να ρέει και να συγκεντρώνεται στις παλάμες της. Έφερε στο μυαλό της μια συγκεκριμένη σκέψη και την κράτησε εκεί για αρκετά λεπτά. «Filia**», ψιθύρισε κι ευθύς αμέσως κάτι μέσα της έσπρωξε το χέρι του μπροστά μαζί με τα δικά της.
Αυτή τη φορά, δεν κατάφερε να συγκρατήσει τα δάκρυα της. Ήταν λες και ένα κομμάτι της ύπαρξης της ξεριζωνόταν βίαια από την ψυχή της. Ήταν όλα αλήθεια. Οι μάγισσες δεν της είχαν πει ψέματα αυτή τη φορά. Μια νέα, μικροσκοπική ύπαρξη μεγάλωνε πια μέσα της κι εκείνη δεν μπορούσε να την ξεφορτωθεί. Ήταν ήδη πολύ αργά γι' αυτό.
Μόνο η ζωή μπορεί να πληρώσει για ζωή
Ο Κολ την έσφιξε πάνω του και τύλιξε τα χέρια του γύρω από την πλάτη της. «Πώς δεν το είχαμε καταλάβει πιο νωρίς;», αναρωτήθηκε φωναχτά κι οι ώμοι της Κριστίνα σφίχτηκαν. «Λες να το γνώριζε;». Η Κριστίνα γύρισε το κεφάλι της για να κοιτάξει τον Μάικλ Τζόζεφ κι ένα νέο κύμα δακρύων κύλησε από τα μάτια της. «Όχι», μουρμούρισε με κόπο. «Αν το γνώριζε θα τον έκανε κομμάτια». Και κάπως έτσι έκρυψε το πρόσωπο της στο στήθος του Κολ και το κράτησε εκεί μέχρι τα δάκρυα να στερέψουν...
Ο Κολ κι η Κριστίνα έφεραν το νεκρό σώμα του Μάικλ Τζόζεφ στο σπίτι. Ο βουβός πόνος στα μάτια τους έκανε την Αϊλίν να σφιχτεί και το Στίβεν να δαγκώσει την άκρη των χειλιών του μέχρι να γευτεί τη μεταλλική γεύση του αίματος στο στόμα του. Τον ξάπλωσαν προσεκτικά στο μεγάλο δρύινο τραπέζι της τραπεζαρίας κι απέμειναν να τον περιεργάζονται αμίλητοι.
Ο Μάικλ κοίταξε διακριτικά το Στίβεν, το πρόσωπο του οποίου ήταν μια ανέκφραστη μάσκα. Κανείς δεν είχε μιλήσει ακόμα κι ο ίδιος δεν σκόπευε να είναι ο πρώτος που θα σπάσει τη σιωπή. Στο τέλος, όμως, δεν άντεξε.
«Θέλω να μείνω λίγο μόνος μαζί του», ανακοίνωσε στους υπόλοιπους.
Η Κριστίνα αρνήθηκε να φύγει. Έσφιξε τα δόντια και πάτησε γερά τα πόδια της στο πάτωμα, όμως ο Κολ της υπενθύμισε τηλεπαθητικά ότι ο Στίβεν βρισκόταν σε εξίσου δεινή θέση με τη δικιά τους.
«Με συγχωρείς», ψιθύρισε κοιτάζοντάς τον.
Ο Στίβεν ένευσε και την άφησε να τον αγκαλιάσει, πράγμα ασυνήθιστο και για τους δυο τους. Η γυναίκα που ο ίδιος είχε προηγουμένως αντιπαθήσει με τόσο πάθος ήταν τώρα εκείνη που προσπαθούσε να μετριάσει τον πόνο του.
«Θα πάρουμε το αυτοκίνητο και θα απομακρυνθούμε λιγάκι στον κεντρικό δρόμο για να σου δώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερη ιδιωτικότητα», ανακοίνωσε ο Κολ.
«Ευχαριστώ», μουρμούρισε εκείνος.
Τα βήματα της Αϊλίν ήταν βαριά τη στιγμή που ακολουθούσε τον Μάικλ προς την πόρτα. Για μια στιγμή, στάθηκε για να κοιτάξει πίσω της κι είδε το κεφάλι του Στίβεν να χαμηλώνει με τα χέρια του να ακουμπούν διστακτικά στο τραπέζι. Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα, πέρασε το κατώφλι της πόρτας και περπάτησε προς το αυτοκίνητο που την περίμενε με αναμμένη τη μηχανή.
Ο Στίβεν τους άκουσε που έφευγαν και ξαφνικά ένιωσε τη σιωπή του σπιτιού να γίνεται εκκωφαντική. Το βλέμμα του στράφηκε στο πρόσωπο του πατέρα του – του άντρα που είχε χαθεί από τη ζωή του τόσο απότομα κι είχε ξαναγυρίσει για να πεθάνει στ' αλήθεια. Φαινόταν ακόμα νεότερος και πιο εύθραυστος μετά το φιλί του θανάτου. Πώς αλλιώς θα έμοιαζε κάποιος που μετατράπηκε σε τέρας όντας μόλις είκοσι ενός ετών; ,σκεφτόταν ο Στίβεν.
«Σου έκοψε τα μαλλιά... Και σε κατακρεούργησε», είπε με τη γλώσσα του να στάζει δηλητήριο για τον Αλεξάντερ.
Με τις άκρες των δαχτύλων του άγγιξε περιμετρικά το πρόσωπο του Μάικλ Τζόζεφ. Η δυνατή βρισιά που ξέφυγε από τα χείλη του αντήχησε προς πάσα κατεύθυνση. Το παγωμένο κι ακίνητο σώμα πάνω στο τραπέζι τον γύρισε πίσω στην πρώτη φορά που τον είχε δει νεκρό. Τώρα, όμως, μπορούσα να το αποτρέψω αυτό και δεν το έκανα, σκέφτηκε.
Ο Στίβεν άκουγε τους παλμούς του να αντηχούν στους κροτάφους του, καθώς το αίμα κυλούσε με απίστευτη ταχύτητα στις φλέβες του. Τα πνευμόνια του σφίχτηκαν την ώρα που μια δυνατή κραυγή χτιζόταν μέσα του, έτοιμη να βγει από το στόμα του και να σπάσει το φράγμα του ήχου. Εκείνος την άφησε. Κραύγασε με όλη του τη δύναμη, πιστεύοντας πως έτσι θα απαλλασσόταν από την ένταση που διέλυε τα σωθικά του. Κι όμως έκανε λάθος.
Με προσεκτικές κινήσεις έσκυψε προς τον Μάικλ Τζόζεφ και τον πήρε στην αγκαλιά του. Τα χέρια του άγγιξαν τις κομμένες μαύρες μπούκλες και τις χάιδεψαν με στοργή. Τα κόκκινα μάτια του Στίβεν, που είχαν χρόνια ολόκληρα να κλάψουν, ήταν πια γεμάτα με δάκρυα. Έσφιξε τον πατέρα του πάνω του νιώθοντας τις ενοχές να τον συνθλίβουν χωρίς κανένα έλεος.
«Θυμάσαι που κοιμόμουν με το κεφάλι στο στήθος σου όταν ήμουν μικρός; Θα πρέπει να ήμουν τεσσάρων ή πέντε χρονών όταν σταμάτησα να το κάνω και, παρόλο που ποτέ σου δεν το παραδέχτηκες, σου κακοφάνηκε», ψιθύρισε ενώ η εικόνα εκείνη έπαιζε σαν ταινία στο μυαλό του.
Έστρεψε τα μάτια του προς τον καναπέ. Ήταν ακριβώς ο ίδιος όπως και τότε, όμως όλα τα άλλα είχαν αλλάξει. Κάποτε, φοβόταν τις καταιγίδες και με κάθε κεραυνό κρυβόταν στην αγκαλιά του Μάικλ Τζόζεφ. Αυτό ήταν ένα ακόμα από τα πράγματα που είχε βάλει στην άκρη για χάρη του θυμού του όταν τον ξαναείδε για πρώτη φορά.
«Σε κατηγόρησα ότι μας άφησες πίσω κι έφυγες. Ήμουν τόσο θυμωμένος μαζί σου, τόσο τυφλός απέναντι στο τι είχε πραγματικά συμβεί. Κι όταν σε είδα να περνάς έξω από την πόρτα, ακολουθώντας εκείνο το κάθαρμα...»
Ο Στίβεν δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Πνίγηκε με το ίδιο του το σάλιο κι ύστερα γεύτηκε την αλμύρα των δακρύων που μούσκευαν τόσο το δικό του πρόσωπο όσο κι εκείνο του πατέρα του. Βάλθηκε να τον κουνάει αργά μπρος πίσω λες κι ήταν παιδί που το νανούριζε. Δεν ήταν σίγουρος ποιος από τους δυο είχε περισσότερη ανάγκη για μια τέτοια κίνηση, πάντως ο ίδιος ευχόταν να μπορούσε να ξεριζώσει από μέσα του αυτό το βράχο που είχε πλακώσει την καρδιά του.
«Άλλαξα... Κι όταν αναγκάστηκα να μεγαλώσω τον Μάικλ φρόντισα να κρύψω οτιδήποτε αφορούσε εσένα από εκείνον. Υποσυνείδητα ήταν σαν να φοβόμουν ότι μεγάλωνα έναν έφηβο εαυτό σου κι ήξερα ήδη πού θα κατέληγε αυτό. Άθελά μου είχα προδιαγράψει – σχεδόν – το τέλος του. Τη μέρα που εκείνος προσπάθησε να αυτοκτονήσει...»
Στην τελευταία εκείνη σκέψη, ο Στίβεν τον έσφιξε περισσότερο στην αγκαλιά του. Η υπερφυσική του ακοή έπιασε τον ήχο του αυτοκινήτου που πλησίαζε το σπίτι, νωρίτερα από το αναμενόμενο. Άκουσε στον Κολ να προτείνει στην Αϊλίν να μπει στο σπίτι αφενός για να ελέγξει την κατάσταση κι αφετέρου για να ενημερώσει τους υπόλοιπους αν μπορούσαν να επιστρέψουν.
Ο Στίβεν ξάπλωσε τον πατέρα του στο τραπέζι κι έστρωσε με τα χέρια του μερικές τούφες μαλλιών ή τυχόν τσαλακώματα στα ματωμένα ρούχα του. Μετά σκούπισε τα δάκρυά του στο μανίκι της μπλούζας του για να μην τα δει κανείς. Πίσω του τα βήματα της γυναίκας του πλησίαζαν με αργό βηματισμό.
«Στίβεν....», ψιθύρισε εκείνη πιάνοντας το μπράτσο του.
«Θα είμαι εντάξει», αρκέστηκε να της πει ενώ το δεξί του χέρι κρατούσε ακόμα εκείνο του Μάικλ Τζόζεφ.
Ο χρόνος έμοιαζε να έχει κυλήσει σαν νερό όταν η Κριστίνα ξεπρόβαλλε από την πόρτα. Ξαφνικά, φαινόταν σαν να είχε γεράσει απότομα κι η αθάνατη, νεανική της όψη να είχε τσαλακωθεί. Τα γαλάζια μάτια της ήταν πρησμένα κι η Νικόλ την κρατούσε από τη μέση για να στηρίζει τα βήματά της.
Πλησίασε τον Στίβεν και τον κοίταξε κατάματα λες κι απολογούνταν για κάτι που είτε είχε ήδη συμβεί είτε θα συνέβαινε σύντομα. Εκείνος διάβαζε την ανησυχία στις σκέψεις της όσο κι αν η ίδια προσπαθούσε να την κρύψει.
«Τι είναι, Κριστίνα;», τη ρώτησε με γλυκιά φωνή που η έντασή της ξεπερνούσε οριακά έναν ψίθυρο.
Ένας κόμπος έφραζε το λαιμό της κι η ίδια ξεροκατάπιε. Απομάκρυνε τα ξανθά μαλλιά που είχαν κολλήσει στα μάγουλά της κι ύστερα κοίταξε προς τον Μάικλ Τζόζεφ. Τα χείλη της άγγιξαν το παγωμένο του μάγουλο προτού η Κριστίνα κοιτάξει τον καθένα τους και σταυρώσει τα χέρια μπροστά από το στήθος της.
«Έχω να κάνω μιαν ανακοίνωση... Ο Κολ κι εγώ το μάθαμε πριν λίγο, όταν... τον βρήκαμε», ψέλλισε.
Ο Κολ της χαμογέλασε ενθαρρυντικά. Εκείνη τη στιγμή, ήταν ο μόνος που την καταλάβαινε καλύτερα.
«Είμαι έγκυος», είπε δυναμώνοντας τη φωνή της.
Από εκείνο το λεπτό κι έπειτα, ο χρόνος σταμάτησε. Το μόνο που ακούστηκε ήταν ένας συλλογικός αναστεναγμός και μια βρισιά από τον Στίβεν.
*
Λίγο καιρό αργότερα, η Κριστίνα πήρε την απόφαση να επιστρέψει στην Αθήνα. Φεύγοντας δεν ένιωσε την ανάγκη να αποχαιρετίσει κανέναν. Τώρα πια έπρεπε να επιβιώσει μόνη της και να προστατεύσει πάση θυσία το πλάσμα που θα γινόταν κόρη της. Μάζεψε όσα περισσότερα πράγματα μπορούσε, κλείδωσε την πόρτα κι αποχώρησε. Η ησυχία του σπιτιού την τρόμαζε. Ένα ήταν ξεκάθαρο: δεν μπορούσε να ζήσει άλλο εκεί μέσα ξέροντας ότι η απώλεια θα της έτρωγε τα σωθικά κάθε μέρα που περνούσε.
Ο Κασπάρο κι ο Ιβάν πλησίασαν τον Μάικλ με τη συνοδεία των υπόλοιπων Μαύρων Μανδυών, προτείνοντας του να πάρει τη θέση του Μάικλ Τζόζεφ. Ο Στίβεν ξέσπασε εναντίον τους κι η Νικόλ προσπάθησε να τον αποθαρρύνει με κάθε δυνατό τρόπο. Αλλά, στο τέλος, ο Μάικλ δέχτηκε και φόρεσε στην πλάτη του τον περίφημο μανδύα του προκατόχου του, αφήνοντας όλους τους άλλους πίσω.
Ο Κολ κι ο Ράνταλ έφυγαν για την Αλάσκα με την υπόσχεση ότι θα επέστρεφαν μόνο αν ο Μάικλ Τζόζεφ κάποτε ξυπνούσε.
Όσο για τον τελευταίο, αφού καθάρισαν το αίμα από πάνω του κι άλλαξαν τα ρούχα του, τον ξάπλωσαν σε ένα φέρετρο το οποίο στη συνέχεια μετέφεραν στην κρύπτη, όπου και το κλείδωσαν.
Ο Τζωρτζ έριξε μια τελευταία ματιά πίσω του στο κρυμμένο μέσα στις σκιές φέρετρο κι ένιωσε να ξυπνάει μέσα του ένα αίσθημα δικαιοσύνης. Κάποτε, έλεγε στον εαυτό του, ο Αλεξάντερ θα έπαιρνε αυτό που του άξιζε. Προς το παρόν, όμως, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να σηκώσει το βαρύ μάρμαρο, σφραγίζοντας τόσο την κρύπτη όσο και το μακάβριο περιεχόμενο της...
Ignis (Λατινικά): φωτιά
Filia (Λατινικά): κόρη
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro