Απελευθέρωση [3]
Ο Άλφα αισθάνθηκε τις τρίχες στο σβέρκο του να ηλεκτρίζονται. Δίπλα του, η Δάφνη περπατούσε ατάραχη, σαν να μην είχε συνειδητοποιήσει την ενέργεια που εξέπεμπε. Φάνταζε να ακολουθεί το μίτο της Αριάδνης, διαγράφοντας την πορεία της μέσα από το λαβύρινθο άγριων φυτών και σάπιων δέντρων στη μέση της νύχτας. Η ένταση λειτουργούσε για τον οργανισμό της σαν διεγερτικό. Η δύναμη κυλούσε μέσα στις φλέβες της προκαλώντας ένα γαργαλητό στο κέντρο καθεμιάς από τις παλάμες της. Τα πράσινα μάτια της προσαρμόζονταν εύκολα, όπως εκείνα μιας γάτας.
«Γιατί βιάζεσαι;», ρώτησε ο Άλφα. «Ούτε καν εγώ δεν βιάζομαι τόσο να ξεμπερδέψω με όλο αυτό». «Όταν βιάζομαι, η αδρεναλίνη ενεργοποιεί πτυχές της μαγείας μου που ίσως και να μην είναι διαθέσιμες όσο είμαι ήρεμη». Ψέματα, ψιθύρισε μια φωνή μέσα στο κεφάλι της. Ψεύδεσαι για να αποφύγεις την ομολογία του ότι φοβάσαι. Δειλιάζεις. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της σε μια προσπάθεια να απαλλαγεί από την ενοχλητική φωνή. «Πες μου ξανά γιατί δεν μπορώ να πάρω τη μορφή του λύκου», γκρίνιαξε ο Άλφα. «Γιατί δεν θέλουμε να τραβήξουμε την προσοχή πάνω μας».
Με έναν αγανακτισμένο μορφασμό, ο Άλφα χαμήλωσε το κεφάλι και δεν ξαναμίλησε για αρκετή ώρα...
Ένα βουητό έφτανε στ' αυτιά μου από μακριά. Ήταν τόσο ενοχλητικό που αν του το επέτρεπα θα μου αποσπούσε συνέχεια την προσοχή. Ίσως να το έχω ξαναπεί αλλά η ικανότητα να ακούς τα πάντα δέκα φορές δυνατότερα να μην είναι και τόσο μεγάλο προνόμιο τελικά.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Μάικλ Τζόζεφ - διόρθωση ο «πατέρας» μου - είχε προσπαθήσει να έρθει σε επαφή μαζί μου δεν έλεγε να φύγει από τις σκέψεις μου. Δεδομένης της κατάστασης στην οποία βρισκόταν θα πρέπει να είχε καταναλώσει πολλή ενέργεια ώστε το μήνυμα του να φτάσει σε εμένα. Μια νοητή πυξίδα με καθοδηγούσε πότε βόρεια και πότε νότια, πότε ανατολικά και πότε δυτικά. Έστριβα με βιασύνη από δω κι από κει, πηδούσα πάνω από πεσμένους κορμούς κι εμπόδια που βρίσκονταν στο δρόμο μου με μοναδικό σκοπό να φτάσω σε εκείνον. Ό,τι κι αν είχε κάνει, ό,τι κι αν είχε πει είχε πάψει να με ενδιαφέρει. Καθώς ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα, μόνο ένα πράγμα μπορούσα να κάνω: να ελπίζω ότι θα τα καταφέρω.
Μια ξαφνική αύξηση αισιοδοξίας και ταυτόχρονα παροξυσμού με κατέλαβε από το κεφάλι μέχρι τα πόδια. Ήμουν έτοιμος να φέρω εις πέρας την αποστολή μου. Το μυαλό μου εργαζόταν αδιάκοπα, σαν τα μικροσκοπικά γρανάζια ενός ρολογιού. Ρολόι, επανέλαβα από μέσα μου. Και τότε το κατάλαβα.
«Τι ώρα είναι;», ρώτησα τον Ιβάν.
«Εννιά και μισή», απάντησε εκείνος ανασηκώνοντας τους ώμους του με περιέργεια.
«Κι έχει πανσέληνο απόψε, σωστά;»
«Σωστά»
«Άρα, έχουμε άλλη μιάμιση ώρα μπροστά μας μέχρι η πανσέληνος να φτάσει στο κέντρο του ουρανού»
«Και τι σημασία έχει;», διαμαρτυρήθηκε ο Κασπάρο
«Δεν καταλαβαίνεις; Έχουμε μιάμιση ώρα προτού οι λυκάνθρωποι βγουν για κυνήγι»
«Οι λυκάνθρωποι δεν έρχονται εδώ. Ξέρουν τους κανόνες. Καθένας πρέπει να βρίσκεται εντός των ορίων που ο πολυαγαπημένος σου πατέρας κι ένας από τους προηγούμενους Άλφα συμφώνησαν ότι θα μας χωρίζουν»
«Μην παίρνεις κι όρκο... Είναι σκύλοι. Κι ως σκύλοι έχουν το κακό συνήθειο να μπλέκονται παντού»
Ο Κασπάρο με λοξοκοίταξε για μια τελευταία φορά προτού σωπάσει δαγκώνοντας επίμονα το εσωτερικό των χειλιών του...
«Ο αδερφός σου είναι πολύ ήσυχος», μουρμούρισε ο Ντέρεκ στον Κολ καθώς βημάτιζε πάνω κάτω στο χώρο. Ο Κολ αναστέναξε ηχηρά. «Για σένα», απάντησε με σαρκαστικό ύφος. «Ώστε έτσι. Και τι ακριβώς είναι αυτά που λέει;». Ο Κολ έκλεισε τα βλέφαρα του κι έσφιξε τα δόντια του για να καταπολεμήσει την παρόρμηση να τον φτύσει κατάμουτρα. «Γιατί δεν τον ρωτάς;», γρύλισε. «Καλή ιδέα».
Ο Ντέρεκ γύρισε την πλάτη του στον Κολ και περπάτησε ως τον Μάικλ Τζόζεφ, ο οποίος βρισκόταν ξαπλωμένος στο πλάι προς τα αριστερά χωρίς να κινείται. «Τι σκέφτεσαι;», τον ρώτησε λυγίζοντας τα γόνατα του τόσο όσο χρειαζόταν για να μπορεί να δει την έκφραση του. «Οι προσπάθειες σου να ανοίξεις συζήτηση είναι απελπιστικά τραγικές». Ο Ντέρεκ έβγαλε ένα σύντομο πνιχτό ήχο. «Αλήθεια; Εγώ πιστεύω ότι είμαι ενδιαφέρων», μουρμούρισε.
«Ακριβώς. Εσύ το πιστεύεις».
«Μην ανησυχείς. Το μαρτύριο σας τελειώνει. Η Δάφνη κι ο Άλφα βρίσκονται ήδη καθοδόν».
«Θα με πίστευες αν σου έλεγα πως δεν ανησυχώ καθόλου γι' αυτούς;»
Ο Ντέρεκ αντάλλαξε μια σύντομη ματιά μαζί του. Τα μάτια του έμοιαζαν με υγρό χρυσάφι, αιχμαλωτίζοντας μέσα τους ακόμα και το πιο αδιάφορο βλέμμα.
«Ναι», κατέληξε. «Θα σε πίστευα»
«Καλώς»
«Insanitus homo es*», ψιθύρισε ο Κολ σφίγγοντας τις γροθιές του. Ο Μάικλ Τζόζεφ του έριξε μια συνωμοτική ματιά γνέφοντας καταφατικά.
Ο Ντέρεκ κοίταξε τον καθένα τους ξεχωριστά και προς έκπληξη και των δυο απάντησε: «Scio**... Θα πρέπει να είμαι όντως τρελός για να εμπιστεύομαι δυο βρικόλακες».
«Ξέρεις Λατινικά», μουρμούρισε ο Κολ εμφανώς απογοητευμένος
«Προφανώς»
«Την πατήσαμε», σχημάτισε ο Μάικλ Τζόζεφ με τα χείλη του...
Ο Μάικλ κι ο Τζωρτζ κοκάλωσαν ευθύς μόλις αντίκρισαν ένα ασθενές φως μπροστά τους. Ένας φαρδύς όγκος με τριγωνική κορυφή υψωνόταν στον ορίζοντα, με το ζόρι αντιληπτός για το κοινό μάτι μέσα στη νύχτα. Οι σκιές και τα σκουρόχρωμα σχήματα χόρευαν μπροστά τους. Μια δεκάδα κυνηγοί φυλούσαν σκοπιά γύρω από την παλιά κατασκευή σαν να εξαρτιόταν η ζωή τους από αυτό. Σίγουρα υπήρχαν κι άλλοι τριγύρω που δρούσαν περιφερειακά, δημιουργώντας έτσι ένα είδος ασφαλούς ζώνης.
Ο Τζωρτζ έριξε μια ματιά στον ουρανό και μόρφασε σε διαμαρτυρία. Ο Μάικλ καταλάβαινε τη δυσφορία του. Έπρεπε να δράσουν γρήγορα και ταυτόχρονα μελετημένα. Δεν μπορούσαν να περιμένουν τους άλλους. Ένας θεός ήξερε πού βρίσκονταν. Εγώ λέω να τους αποσπάσουμε την προσοχή κι έπειτα να ορμήσουμε όπως να' ναι, σκέφτηκε ο Τζωρτζ. «Αν και δεν μου αρέσει ιδιαίτερα αυτή η ιδέα, δεν έχουμε χρόνο για κάποια διαφορετική προσέγγιση», απάντησε ο Μάικλ τηλεπαθητικά. Τρία τέταρτα ακόμα για να έρθει η σελήνη ακριβώς από πάνω μας. Ο Τζωρτζ κατέβασε τη μουσούδα του κοντά στο έδαφος μυρίζοντας μια παράξενη οσμή που του ήταν πρωτόγνωρη. Όσο κι αν είχε πείσει τον εαυτό του να πιστέψει πως τα είχε γνωρίσει πλέον όλα, τόσο έσφαλε. Ένας αμυδρός ήχος έφτασε από πίσω τους. Εκείνος κι ο Μάικλ πήραν αυθόρμητα θέσεις άμυνας, έτοιμοι να αντιμετωπίσουν την αναμενόμενη απειλή. Ωστόσο, δεν ήταν κυνηγοί αυτοί που εμφανίστηκαν μπροστά τους.
Εγώ κι οι υπόλοιποι μείναμε να τους κοιτάμε έκπληκτοι. Παρόλο που εκείνοι δεν είχαν λάβει το προνόμιο της βοήθειας, είχαν καταφέρει να φτάσουν πριν από εμάς. Οι ώμοι μου μαζεύτηκαν με απογοήτευση. Ένιωθα τα μάτια του Μάικλ καρφωμένα πάνω μου από τη στιγμή που φτάσαμε. Υπό το αμυδρό φως στο οποίο βρισκόμασταν φάνταζαν τρομακτικά. Στο κέντρο τους υπήρχε ένα απύθμενο βάθος. Ένα βάθος το οποίο, δυστυχώς, αναγνώριζα. Ο Ιβάν έτεινε το χέρι του μπροστά κι ο Μάικλ - με μια αστραπιαία κίνηση - έβγαλε τη μπλούζα που φορούσε και την απόθεσε στην παλάμη του. «Τι κάνετε;», πρόλαβε να ρωτήσει τηλεπαθητικά ο Κασπάρο. «Θα δεις», ήταν η απάντηση που έλαβε.
Με τη μπλούζα κρεμασμένη από τον καρπό του, ο Ιβάν γονάτισε στο έδαφος κι άρπαξε δυο πέτρες με μυτερή άκρη. Το σχήμα και το χρώμα τους θύμιζε ηφαιστειακά θραύσματα. Δεν είχα ιδέα τι σκόπευε να κάνει αλλά ομολογώ πως μου φαινόταν ενδιαφέρον. Ο Ιβάν τύλιξε τη μπλούζα σε μια υφασμάτινη μπάλα κι αφού την ακούμπησε κάτω βάλθηκε να τρίβει τις πέτρες μεταξύ τους. Σκόρπιοι σπινθήρες εκτοξεύονταν πέρα δώθε μέχρι που κάποια στιγμή η υφασμάτινη μπάλα τυλίχθηκε στη φωτιά. «Κάντε άκρη!», φώναξε τηλεπαθητικά πριν πάρει φόρα και την πετάξει κατευθείαν πάνω σε έναν κυνηγό. Μπορεί οι στολές τους να ήταν αρκετές για να τους προστατεύσουν από τα χτυπήματα μας, αλλά ευτυχώς για μας κανείς δεν είχε προβλέψει το ενδεχόμενο να βρεθούν αντιμέτωποι με φωτιά...
Η στολή του κυνηγού τον οποίο είχε χτυπήσει η πύρινη μπάλα τυλίχτηκε στις φλόγες αρκετά σύντομα. Δυο - τρεις άλλοι έπεσαν πάνω του προσπαθώντας είτε να τη σβήσουν είτε να τη βγάλουν από πάνω του. Όπως και να' χε, είχαμε καταφέρει να αποσπάσουμε την προσοχή τους προκαλώντας αναταραχή.
Ο Μάικλ κι ο Κασπάρο όρμησαν πρώτοι κατά πάνω τους με τους μακριούς τους κυνόδοντες να ξεπροβάλουν από τα ανοιχτά τους στόματα. Ο Τζωρτζ, ο Ιβάν κι εγώ ορμήσαμε ξοπίσω τους. Κάποιοι τράπηκαν σε φυγή, αλλά ο Τζωρτζ - όντας λύκος - κατάφερε να τους αντιληφθεί και να τους προλάβει λίγο πριν μπουν σε ένα παρκαρισμένο τζιπ. Μικροσκοπικά βέλη πετούσαν προς πάσα κατεύθυνση. Ένα από αυτά κατάφερε να με χτυπήσει στο στομάχι. Ένιωσα το δηλητήριο να γεμίζει τις φλέβες μου και να μου προκαλεί μια στιγμιαία ζαλάδα. «Ώστε έτσι τους πιάσατε», μουρμούρισα στον εαυτό μου προτού καρφώσω με δύναμη τα δόντια μου στο λαιμό ενός κυνηγού που είχε την ατυχία να βρεθεί μπροστά μου. «Πήγαινε!», φώναξε ο Μάικλ δείχνοντας μου την είσοδο του κτίσματος. «Το' χουμε».
Έγνεψα κι έτρεξα προς τα κει...
«Δεν μου αρέσει καθόλου αυτός ο θόρυβος», σκέφτηκε κάποιος φωναχτά. Ο Μάικλ Τζόζεφ αναστέναξε επιδεικτικά και στράβωσε τα χείλη του σε ένα χαμόγελο. «Δεχόμαστε επίθεση!», φώναξε ο Ντέρεκ. «Και το κατάλαβες από ένα μόνο στραβό χαμόγελο», τον ειρωνεύτηκε ο Κολ. Μέσα σε δευτερόλεπτα, οι κυνηγοί που είχαν μαζευτεί στο υπόγειο συσπειρώθηκαν σαν τείχος μπροστά από τη σκάλα που οδηγούσε προς τα κει ενώ δυο από εκείνους στάθηκαν δίπλα στον Μάικλ Τζόζεφ και τον Κολ.
Ο Ντέρεκ κοιτούσε ανέκφραστος τα σκαλοπάτια περιμένοντας να ακούσει βήματα να κατεβαίνουν προς το μέρος του. Ταυτόχρονα έβαλε το χέρι του στη δεξιά τσέπη του και πάτησε το πάνω κουμπί μιας μικρής ηλεκτρονικής συσκευής. Τα είχε υπολογίσει όλα τέλεια κι ήταν σίγουρος πως δεν υπήρχε περίπτωση να αποτύχει. Εικόνες από το παρελθόν επέστρεφαν απρόσκλητες στο μυαλό του, αυξάνοντας την ένταση που ένιωθε. Είχε ξαναζήσει κάτι τέτοιο. Μάλιστα, εκείνη ήταν και η νύχτα που είχε λάβει το αξίωμα του αρχηγού. Το μόνο που έπρεπε να κάνει, έλεγε στον εαυτό του, ήταν να κρατήσει τις άμυνες και τους δυο αιχμάλωτους βρικόλακες στη θέση τους μέχρι να φτάσουν η Δάφνη κι ο Άλφα.
Και να φανταστεί κανείς ότι πήρε μόνο ένα λεπτό για να διαλύσει την ιδανική του φαντασίωση...
Ο Μάικλ Τζόζεφ όρμησε στον κυνηγό που τον φύλαγε και κατάφερε να δαγκώσει το λαιμό του. Οι αλυσίδες γύρω από τους καρπούς και τους αστραγάλους του έσπασαν σε κομμάτια και το ίδιο συνέβη με τον Κολ. «Μπορούμε να το κάνουμε με τον εύκολο ή με το δύσκολο τρόπο», ανακοίνωσε ο Μάικλ Τζόζεφ καθώς παράλληλα επεξεργαζόταν καθένα κυνηγό ξεχωριστά.
Βρισκόμενος στα μισά της σκάλας κι ακούγοντας τη φωνή του έσφιξα τα δόντια μου τόσο πολύ που λίγο έλλειψε να σπάσω το σαγόνι μου. Έκανα μερικά ακόμη βήματα χωρίς να ακουστεί το παραμικρό και το βλέμμα μου προσγειώθηκε κατευθείαν πάνω του. Εκείνος κι ο Κολ ήταν περικυκλωμένοι. Λίγο πιο πέρα, δυο κυνηγοί κείτονταν νεκροί. Δεν ήμουν σίγουρος αν είχε προσέξει την παρουσία μου μέχρι που αναφώνησε: «Απ' ότι φαίνεται, θα το κάνουμε με το δύσκολο τρόπο». Ταυτόχρονα με εκείνον και τον Κολ επιτέθηκα σε όποιον έβρισκα· δαγκώνοντας, κλωτσώντας κι ακούγοντας τα κόκκαλα να διαλύονται κάτω από τη σάρκα. Ήμουν λουσμένος στο αίμα και τα μαλλιά μου κολλούσαν στο μέτωπο μου. Κόκκινες σταγόνες είχαν πιτσιλιστεί παντού. Στους τοίχους, στο πάτωμα, στα ρούχα μας... Παρόλα αυτά, όσο αποτρόπαιο κι αν ήταν το θέαμα, μου προσέφερε ένα είδος γαλήνης. Δεν υπήρχε καλύτερο ξέσπασμα από αυτό, υπενθύμιζα συχνά στον εαυτό μου.
Όταν όλα έλαβαν τέλος, ο Μάικλ Τζόζεφ στεκόταν σε μια γωνία μιλώντας σε ένα κυνηγό ο οποίος βρισκόταν σε μαύρα χάλια. «Ξέρεις ότι θα μπορούσα να σε σκοτώσω», τον άκουσα να λέει. «Όμως, δεν θα σου κάνω τη χάρη. Το μόνο που σου ζητάω είναι μια πληροφορία κι απαιτώ να μου τη δώσεις! Είναι ζωντανός κι απ' ότι είδα στις αναμνήσεις σου τον έχεις πιάσει κάμποσες φορές αλλά πάντα σου ξεφεύγει. Αυτό που θέλω είναι να μου πεις πού βρίσκεται τώρα». «Έλα τώρα, Ντέρεκ. Κάνε αυτό που σου λέει και πάψε να το παίζεις δύσκολος. Μη μας αναγκάσεις να σε "σπάσουμε"», συμπλήρωσε ο Κολ. Ο Ντέρεκ έμοιαζε να τα έχει εντελώς χαμένα. Ανάσαινε βαριά και κοιτούσε δεξιά κι αριστερά για να αποφύγει το βλέμμα τους. Κάτι, όμως, στο πρόσωπο του δεν μου άρεσε. Το ύφος του φαινόταν υπερβολικά ύποπτο για τα δεδομένα μου. «Ήταν στην Ελβετία», είπε τελικά ξέπνοα. «Και τώρα έρχεται προς τα δω».
Ποτέ δεν είχα ξαναδεί τον πατέρα μου να κοιτάζει κάποιον με τόση απέχθεια. Ολόκληρο το σώμα του ήταν ένας καμβάς από γαλάζιες φλέβες και τσιτωμένους μύες. Ο Κολ τον άρπαξε από το μπράτσο πριν κάνει οτιδήποτε κι εκείνος ηρέμησε σχεδόν κατευθείαν. Ο πατέρας μου, ο Κολ κι εγώ ρίξαμε μια τελευταία ματιά πίσω μας χωρίς να πούμε λέξη κι έπειτα ανεβήκαμε τη σκάλα ένας προς ένας...
Το πεδίο μάχης που αντικρίσαμε όταν βγήκαμε έξω ήταν δέκα φορές χειρότερο από αυτό που είχαμε προκαλέσει μέσα. Σκόρπια πτώματα, κομμάτια από στολές, σπασμένα όπλα και λιμνούλες αίματος παντού. Ο Μάικλ καθόταν σε ένα σπασμένο κορμό γελώντας με τον Τζωρτζ ο οποίος προσπαθούσε να χωρέσει πάνω του μια στολή κυνηγού. Ο Ιβάν κι ο Κασπάρο έμοιαζαν να συμμερίζονται το αστείο ξεσπώντας με τη σειρά τους σε τρανταχτά γέλια. «Δεν είναι αστείο!», διαμαρτυρήθηκε ο Τζωρτζ. «Αν είναι να σκίζονται να ρούχα μου κάθε φορά που γίνομαι λύκος τότε θα χρειαστώ και δεύτερη γκαρνταρόμπα». «Ίσως έχεις δίκιο», είπε ο πατέρας μου κι όλοι παράτησαν ότι έκαναν για να τον πλησιάσουν. Όλοι εκτός από τον Μάικλ.
Προχώρησα προς εκείνον και πήρα θέση δίπλα του. «Μα τι κάνεις;», τον ρώτησα τηλεπαθητικά. Εκείνος άνοιξε το στόμα του κι ετοιμάστηκε να αρθρώσει μιαν απάντηση, αλλά τον πρόλαβε ο πατέρας μου. Στάθηκε μπροστά του με αυστηρό βλέμμα και σταύρωσε τα χέρια του μπροστά από το στήθος του. «Πώς μπόρεσες;», ψιθύρισε με σφιγμένα δόντια. «Αυτή ήταν η ιδανική λύση που σκέφτηκες; Να πουλήσεις την ψυχή σου; Δεν σκέφτηκες ούτε ένα λεπτό ότι αυτό που έκανες θα με γέμιζε ενοχές για όλη την υπόλοιπη ζωή μου;». «Το έκανε για να σου δώσει χρόνο!», φώναξα. «Στίβεν, μείνε έξω από αυτό. Δεν σε αφορά». Τα μάτια μου μίκρυναν από το θυμό και τα χείλη μου μετατράπηκαν σε μια λεπτή άσπρη γραμμή. «Τι εννοείς δεν με αφορά;», ξέσπασα κι άκουσα τη φωνή μου να αντηχεί εκατοντάδες μέτρα μακριά. «Εσύ ήσουν αυτός που μας εγκατέλειψε. Αν ψάχνεις κάποιον να κατηγορήσεις για όλο αυτό, κατηγόρησε τον εαυτό σου». Σήκωσε το χέρι του για να με χαστουκίσει αλλά πρόλαβε να σταματήσει χιλιοστά μακριά από το πρόσωπο μου. «Δεν σας εγκατέλειψα», ψιθύρισε. «Απέδειξε το μου μόλις φτάσουμε σπίτι», αντέτεινα.
«Θα πεθάνετε όλοι», ακούστηκε να φωνάζει μια σπασμένη φωνή από την είσοδο του χτίσματος πίσω μας. Ο Ντέρεκ στηριζόταν στον τοίχο με τρεμάμενα χέρια και μας αγριοκοίταζε. «Κάλεσα ενισχύσεις. Θα είναι εδώ όπου να' ναι». Ο Κολ ήταν ο μόνος που πήγε κοντά του. Οι υπόλοιποι τον κοιτούσαμε απλώς με παγερή αδιαφορία. «Κάλεσες ενισχύσεις με μια μικρή συσκευή την οποία είχες στην τσέπη σου, σωστά;», ρώτησε. Ο Ντέρεκ έγνεψε καταφατικά. «Κρίμα... Η μικρή σου συσκευή έσπασε όταν σε κλωτσούσα στα πλευρά. Κανείς δεν πρόκειται να έρθει κι αν κάποιος σε βρει αυτό δεν θα είναι πριν έρθουν εδώ η Δάφνη κι ο Άλφα». Ο Ντέρεκ τον κοίταξε με το στόμα του να χάσκει μισάνοιχτο από το την έκπληξη. Ύστερα από λίγο, κάθισε οκλαδόν στο έδαφος κι έκρυψε το πρόσωπο του μέσα στα χέρια του. Η λαμπρή του καριέρα είχε καταστραφεί τόσο ξαφνικά όσο είχε αρχίσει. «Δώσε στον Άλφα τα χαιρετίσματα μου», είπε ο πατέρας μου κι αμέσως οι ώμοι του μαζεύτηκαν περισσότερο.
«Έχεις πάρα πολλές εξηγήσεις να δώσεις», του υπενθύμισα. «Και θα σου τις δώσω», απάντησε εκείνος και προηγήθηκε μπροστά μου...
Από τη μια, ανυπομονούσα να γυρίσουμε σπίτι και να ακούσω όσα είχε να πει ο Μάικλ Τζόζεφ. Από την άλλη, με ανησυχούσαν οι αλήθειες που πιθανότατα θα άκουγα να βγαίνουν από το στόμα του. Εκείνος εξακολουθούσε να προηγείται μπροστά μου με τον Κολ να τον κρατάει από το μπράτσο. Οι εκφράσεις των προσώπων τους έμοιαζαν σφιγμένες, σαν να συζητούσαν τηλεπαθητικά κάτι δυσάρεστο. Κάποια στιγμή, ο Κολ γύρισε να τον κοιτάξει κατάματα κι ο Μάικλ Τζόζεφ στράβωσε τα χείλη του. Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να τους ακούσω, βρήκα τον εαυτό μου να σκέφτεται. Όσο κι αν δεν ήθελα να το παραδεχτώ, κατά βάθος ήμουν περίεργος να μάθω τι ήταν αυτό που τους προβλημάτιζε.
Μερικά λεπτά αργότερα, ο Μάικλ Τζόζεφ πήρε μια ηττημένη έκφραση. Έπιασε το χέρι του Κολ κι έσφιξε τα δάχτυλα του γύρω του. Εκείνος ανταπέδωσε. Ο αδερφικός δεσμός τους πρέπει να ήταν πολύ ισχυρός. «Μην πανικοβάλεις τον εαυτό σου άσκοπα», είπε ο Κολ όντας σίγουρος ότι μπορούσα να τον ακούσω κι ο Μάικλ Τζόζεφ του έριξε μια αγριεμένη ματιά.
Πίσω μου, ο Μάικλ κι ο Τζωρτζ συζητούσαν χαμηλόφωνα τις εντυπώσεις τους από τους κυνηγούς και τον τρόπο που είχαν καταφέρει να πιάσουν και τους δυο τους. Και πάνω που πίστευα ότι ο Μάικλ Τζόζεφ κι ο Κολ ήταν πολύ απορροφημένοι σε αυτό που συζητούσαν τηλεπαθητικά, άκουσα τον πρώτο να απαντάει σε μια φωναχτή σκέψη του Μάικλ σχετικά με το πώς απέτυχε να ξεφύγει από τους κυνηγούς. «Εύκολο», μουρμούρισε μέσα από σφιγμένα δόντια. «Έπεσαν όλοι πάνω μου μαζί με μια στρατιά λυκάνθρωπους. Όλοι εκείνοι ενάντια σε μένα· κάνε τις πράξεις».
Δεν είχε μείνει πολύς δρόμος ακόμα. Με την ταχύτητα που πηγαίναμε θα φτάναμε στο σπίτι σε περίπου μισή ώρα. Παρόλα αυτά, συνέχισα να παρακολουθώ σχολαστικά τον Μάικλ Τζόζεφ και τον αδερφό του. Ο τελευταίος φάνηκε να του είπε κάτι που τον ενόχλησε κι εκείνος ρουθούνισε στριφογυρίζοντας τα μάτια του. «Κι ο Ιβάν με τον Κασπάρο;» ρώτησε ο Κολ φωναχτά για να τον ακούσουμε όλοι. «Θα πάρουν την τελευταία στροφή δεξιά και θα γυρίσουν πίσω από εκεί που ήρθαν», του απάντησε ο Μάικλ Τζόζεφ και για πρώτη φορά γύρισε προς τα πίσω του για να τους ανταποδώσει το βλέμμα. Ο Ιβάν κι ο Κασπάρο έγνεψαν καταφατικά, αποδεχόμενοι την απόφαση του. Πράγματι, στην επόμενη στροφή επιτάχυναν το τρέξιμο τους και χάθηκαν από το οπτικό μας πεδίο.
Και τώρα μόνο εμείς
Η Αϊλίν άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και πετάχτηκε έξω με μια αίσθηση ανακούφισης να την περιβάλλει. Έτρεξε κατά πάνω μου και τύλιξε τα χέρια της σφιχτά γύρω από τους ώμους μου. Τότε ήταν που ένιωσα λες κι η δική της ανακούφιση είχε αρχίσει να μεταδίδεται και σε μένα.
Ξαφνικά, η Αϊλίν αναρίγησε κι απομακρύνθηκε με το βλέμμα της στραμμένο δεξιά. Ο Μάικλ Τζόζεφ της ανταπέδωσε το βλέμμα. Πριν, όμως, της δοθεί ο χρόνος να του μιλήσει η Κριστίνα άρπαξε το πρόσωπο του και τον φίλησε με περισσότερη δύναμη από όση χρειαζόταν. Εκείνος της χαμογέλασε και χάιδεψε τα ξανθά μαλλιά της με την παλάμη του. Η χημεία μεταξύ τους φαινόταν έντονη. Δεν ήμουν τυφλός για να μην το παρατηρήσω, ούτε ήμουν ηλίθιος για να το αρνηθώ.
Η Αϊλίν κοιτούσε εναλλάξ τον Μάικλ και τον πατέρα μου προσπαθώντας να διακρίνει τις ομοιότητες και τις διαφορές ανάμεσα τους. Κάποια στιγμή, αναστέναξε έχοντας παραιτηθεί. Είναι ολόιδιοι, σκέφτηκε κι ύστερα έκανε άλλη μια προσπάθεια να πλησιάσει τον πατέρα μου. Έτεινε το χέρι της για χειραψία κι εκείνος ανταποκρίθηκε με ένα χαμόγελο στα χείλη του. Εκείνο το χαμόγελο έσβησε παντελώς το λεπτό που το βλέμμα του συνάντησε το δικό μου. Μου έκανε νόημα με το χέρι του να τον ακολουθήσω και κινήθηκε προς το σαλόνι.
Πήρα θέση στην πολυθρόνα κι εκείνος κάθισε ακριβώς απέναντι μου. Οι υπόλοιποι δεν μιλούσαν. Ο Τζωρτζ κι ο Μάικλ θεώρησαν καλύτερο να αποσυρθούν στον πάνω όροφο. Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη και δεν άντεχαν άλλη ένταση μέσα στην ίδια μέρα. Η Αϊλίν, η Κριστίνα κι ο Κολ κάθισαν περιμετρικά από εμάς, κοιτάζοντας πότε τον έναν και πότε τον άλλο.
«Εξαφανίστηκες», άρχισα να λέω. Ο Μάικλ Τζόζεφ έσφιξε τα βλέφαρα του για μερικά δευτερόλεπτα. Η ανάσα του έβγαινε κοφτή. Ήταν προφανές ότι δεν είχε προετοιμαστεί να με αντιμετωπίσει.
«Πόσο εγωιστής πρέπει να είσαι για να μας ξεγράψεις έτσι κι ύστερα από τόσα χρόνια να εμφανιστείς ξαφνικά μπροστά μας;», συνέχισα. Δεν ήθελα να του δώσω χρόνο να μου απαντήσει προτού του πω όσα ήθελα. Ποιος ξέρει, μπορεί και να χανόταν ξανά μέσα στις επόμενες ώρες...
«Δεν εξαφανίστηκα», τον άκουσα να μουρμουρίζει.
«Είσαι σίγουρος; Γιατί σε εμάς φάνηκε διαφορετικά η απουσία σου»
Ο Μάικλ Τζόζεφ αναστέναξε ηχηρά. «Έβαλα τον Μάλκομ να σας προσέχει και φρόντιζα να επικοινωνώ μαζί του συχνά»
«Πού θέλεις να καταλήξεις με αυτό; Ο Μάλκομ δεν ήταν ο πατέρας μας, εσύ ήσουν! Τώρα πια, βέβαια, δεν μου είσαι απολύτως τίποτα»
«Νομίζεις ότι δεν άκουγα τις φωνές σας στο τηλέφωνο; Ποιος νομίζεις ότι ήταν εκείνος ο υποτιθέμενος φίλος μου που ήθελε να σου ευχηθεί καλά Χριστούγεννα;»
«Δεν νομίζω τίποτα. Κατάφερες να γίνεις ένας άγνωστος για μένα. Ακόμα και το ότι είσαι εδώ μέσα μου φαίνεται παράταιρο. Μακάρι να μην είχες επιστρέψει ποτέ!»
Αμέσως μόλις ξεστόμισα τα τελευταία εκείνα λόγια είδα τα μάτια του να βουρκώνουν. Ο Κολ καθόταν δίπλα του αμίλητος και τον κρατούσε από τον καρπό.
«Αν επιθυμείς να φύγω, ας είναι»
«Μη βιάζεσαι. Δεν πρόκειται να σε αφήσω να φύγεις χωρίς να μου εξηγήσεις γιατί. Ξέρω ήδη την απάντηση, αλλά θα ήθελα να την ακούσω κι από το δικό σου στόμα. Έφυγες επειδή είσαι άκαρδος κι ανίκανος να δείξεις οποιοδήποτε συναίσθημα. Ακόμα κι όταν ήσουν εδώ, μιλούσα σε ένα τοίχο. Ο Τζέισον ήταν πάντα η αδυναμία σου...»
«Ψέματα!», φώναξε και πετάχτηκε όρθιος.
Έμεινε έτσι για κάμποσα δευτερόλεπτα προτού ο Κολ τον τραβήξει και πάλι στη θέση του. Τα λόγια μου είχαν βρει το στόχο τους. Είχαν συνθλίψει τον εγωισμό του κι αυτό που έβλεπα τώρα μπροστά μου ήταν ένας τσακισμένος άντρας.
«Ήθελες να ζήσεις μια ανθρώπινη ζωή, να πάψεις να είσαι αποκομμένος από τον κόσμο· δεν θα σε κατηγορήσω ποτέ για αυτό. Από την εικόνα σου, είναι προφανές ότι πέθανες χωρίς πρώτα να ζήσεις... Δεν μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς είσαι: τέρας ή κάτι ανάμεσα σε άνθρωπο και θηρίο; Έχεις χτίσει γύρω σου μια γκρίζα ζώνη και πράττεις ανάλογα με το τι σε συμφέρει περισσότερο. Πες μου, λοιπόν, τι διάολο είχες στο μυαλό σου όταν αποφάσισες να προσποιηθείς ότι ήσουν νεκρός;»
Ο Μάικλ Τζόζεφ εξέπνευσε μορφάζοντας. Είχε αγγίξει τα όρια του. Η αφυδάτωση γινόταν όλο και πιο εμφανής στα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Όσα είχα προφέρει έσκασαν γύρω του σαν ατομική βόμβα. Οι πληγές του ήταν πολλαπλές κι είχαν αρχίσει να τον πονάνε ανυπόφορα.
Σηκώθηκε όρθιος για άλλη μια φορά και με κοίταξε επικριτικά. Το βλέμμα στα μάτια του ήταν γυάλινο κι οι μαύροι κύκλοι από κάτω τους έκαναν την εικόνα χειρότερη. Τα βλέφαρα του έκλεισαν αφήνοντας ένα γυαλιστερό δάκρυ να τρέξει στο μάγουλο του. Ύστερα από αυτό, ο Μάικλ Τζόζεφ μου γύρισε την πλάτη και κατευθύνθηκε προς τη σκάλα...
*Insanitus homo es (Λατινικά): Είσαι τρελός άνθρωπος
**Scio (Λατινικά): Ξέρω
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro