Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Απαγωγή

Οι ξύλινες βάρκες που έμοιαζαν με βενετσιάνικες γόνδολες κινούνταν αθόρυβα στο ποτάμι που αποτελούσε το δεύτερο και τελευταίο σύνορο μεταξύ της περιοχής των βρικολάκων κι εκείνης των λυκάνθρωπων. Τα αστέρια από πάνω τους είχαν απλωθεί στον βραδινό ουρανό σαν λαμπερό πέπλο. Πάνω στα δέντρα, τα τριζόνια και οι κουκουβάγιες απήγγειλαν το βραδινό τους τραγούδι, την ώρα που τα σκουρόχρωμα νερά σκίζονταν στα δυο. Τόσο οι κωπηλάτες όσο και οι υπόλοιποι επιβαίνοντες αποβιβάστηκαν αθόρυβα στην αριστερή πλευρά κι ύστερα βιάστηκαν να βγάλουν τα μεταφορικά τους από το ποτάμι.

«Δεν περίμενα να έχετε τόσο μεγάλη φαντασία», αναφώνησε ο Άλφα έκπληκτος καθώς στήριζε το μυώδες σώμα του στον κορμό μιας καστανιάς. «Φανταστήκαμε ότι αν ερχόμασταν με τα τζιπ θα προκαλούσαμε άσκοπα θόρυβο. Κι ο θόρυβος δεν θα βοηθούσε ιδιαίτερα», μουρμούρισε σε απάντηση ο ψηλότερος από όσους βρίσκονταν μπροστά του. Ο Άλφα έτεινε το χέρι του για χειραψία κι εκείνος το κράτησε σφιχτά μέσα στην παράξενα μεγάλη παλάμη του. «Είμαι ο Ντέρεκ, υπεύθυνος της επιχείρησης. Ομολογώ ότι η προσφορά που μας έκανες ήταν αρκετά δελεαστική για να αρνηθεί κανείς», είπε ο ψηλός άντρας· η φωνή του ήταν βαριά και σοβαρή και το ύφος του μετρημένο. «Είχα λόγο που το έκανα», υποστήριξε ο Άλφα κάνοντας νεύμα σε όλους να τον ακολουθήσουν μέσα από ένα μονοπάτι σχεδόν ολότελα καλυμμένο με πρασινάδες και χώμα.

Η Δάφνη σηκώθηκε για να υποδεχτεί τους καλεσμένους και να τους σερβίρει ζεστό κρασί με αρωματικά βότανα. «Θα κρατήσει τη συνείδηση σας καθαρή και να βοηθήσει το σώμα σας να γίνει πιο ανθεκτικό στον πόνο», μουρμούρισε σε όσους εξακολουθούσαν να αρνούνται το κέρασμα και τελικά κατάφερε να τους πείσει.

«Λοιπόν», άρχισε να λέει ο Άλφα χτυπώντας ασυναίσθητα το πόδι του στο έδαφος, «Γνωρίζετε πολύ καλά το λόγο που είστε εδώ. Οι ακροατές του άρχισαν με τη σειρά τους να γνέφουν καταφατικά ή να κουνούν το κεφάλι τους με επιδοκιμασία. «Τόσο εσείς όπως κι οι περισσότεροι από εμάς μεγαλώσαμε με το φόβο τις απειλής από τα αιμοδιψή τέρατα της άλλης πλευράς. Αυτούς τους ζωντανούς – νεκρούς που η εγωπάθεια τους ξεπερνά κατά πολύ τις ικανότητες τους.

Όταν ο Μάικλ Τζόζεφ δημιούργησε τους Μαύρους Μανδύες και το όνομα του έγινε συνώνυμο του φόβου και του τρόμου, εμείς δεν καταφέραμε να αντιδράσουμε. Όταν εκείνος με τη δική τους συνδρομή άφηνε σκόρπια πτώματα στο όνομα αυτού που όλοι τους ονόμαζαν 'Η Θεία Δίκη' – που μόνο θεία δεν ήταν – εμείς κάναμε πίσω και τους παρακολουθούσαμε σιωπηλοί. Κι όλα αυτά επειδή ο προηγούμενος Άλφα, ο Κέιλεμπ, ήταν πολύ δειλός για να αντιμετωπίσει τις αιμορουφήχτρες. Εγώ δεν θα κάνω το ίδιο λάθος».

Όση ώρα μιλούσε, ο Άλφα παρατηρούσε τις εκφράσεις των παρευρισκόμενων να αλλάζουν διαρκώς. Στο άκουσμα των Μαύρων Μανδύων, περίπου μια δεκάδα από εκείνους είχε διαπεραστεί συγχρόνως από ένα στιγμιαίο τρέμουλο. Η Δάφνη παρακολουθούσε με θαυμασμό το μυώδες σώμα του να μετατοπίζει το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο με ένα αίσθημα περηφάνιας να γεμίζει τα κύτταρα της.

«Η Δάφνη», ξεκίνησε να λέει πάλι ο Άλφα, «είναι η μητέρα των δαιμόνων που τα ξεκίνησαν όλα». Επιφωνήματα δέους κι αποστροφής εξαπλώθηκαν στην ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα. Έχοντας αντιληφθεί την ταραχή την οποία είχε προκαλέσει, ο Άλφα βιάστηκε να συμπληρώσει: «Βρίσκεται εδώ για να μας βοηθήσει να βγάλουμε από τη μέση και τους δυο». Η Δάφνη κοίταξε συνωμοτικά τον καθένα από τους άντρες μπροστά της και χαμογέλασε σαν να ένιωθε την αυτοπεποίθηση της να αυξάνεται. «Ο Μάικλ Τζόζεφ κι ο Κολ είναι ισχυροί όχι τόσο εξαιτίας του σώματος τους όσο της αντίληψης που έχουν ότι μπορούν να καταφέρουν τα πάντα. Όσο μεγάλη κι αν είναι η σωματική τους ρώμη κι όσο ανθεκτική κι αν είναι η σωματική τους διάπλαση, δεν παύουν ωστόσο να είναι φθαρτοί. Τα πάντα κρίνονται από τον τρόπο με τον οποίο θα τους προσεγγίσετε. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να κινηθείτε βιαστικά. Οι αισθήσεις τους είναι αρκετά ισχυρές, αλλά μπορείτε εύκολα να τις ξεγελάσετε».

Ο Ντέρεκ σηκώθηκε χτυπώντας τα βαριά πέλματα του στο έδαφος. Έτσι ακριβώς είχε φανταστεί η Δάφνη πως θα έπρεπε να μοιάζει ένας αρχηγός των κυνηγών. «Το σχέδιο έχει ως εξής», είπε με τη βροντερή φωνή του να αντηχεί αρκετά δυνατά για να σηκώσει μέχρι και τους νεκρούς, «Κάποιος από εμάς θα γίνει η σκιά του Μάικλ Τζόζεφ. Θα τον ακολουθεί παντού, φορώντας μια ολόσωμη στολή ειδικά διαμορφωμένη για να καλύπτει τη μυρωδιά του. Κι όταν το κρίνει κατάλληλο, θα μας δώσει το σήμα ώστε μια ομάδα από δικούς μας να αναλάβει να τον γονατίσει και να τον κλειδαμπαρώσει κάπου από όπου δεν θα μπορεί να διαφύγει. Μέχρι να παγιδεύσουμε και τον αδερφό του, τον θέλω ζωντανό. Μετά, θα φροντίσω προσωπικά να τους παραδώσω στον Άλφα κι ας αποφασίσει εκείνος τι θέλει να τους κάνει».

Στον Άλφα άρεσε σε υπερβολικό βαθμό εκείνη η ιδέα. Είχε μάλιστα κορδώσει το σώμα του ασυναίσθητα και παρακολουθούσε σιωπηλά την πορεία της συζήτησης. Κανείς δεν έφερε την παραμικρή ένσταση. Έχουν μάθει να τον υπακούν σαν να είναι κάποιο ανώτερο ον, σκέφτηκε. Βαθιά μέσα του, καραδοκούσε κι ένα ίχνος ζήλιας. Ζήλευε το επίπεδο αφοσίωσης που είχε αγγίξει ο Ντέρεκ. Και μόνο που έβλεπε κανείς το πρόσωπο του καταλάβαινε πως είχε να κάνει με κάποιο άτομο υψηλού κύρους. Κι ο Άλφα ήθελε να πετύχει ακριβώς αυτό: την ύψιστη πίστη κι αφοσίωση.

«Τι ακριβώς ήταν οι Μαύροι Μανδύες;», ρώτησε η Δάφνη όταν κατάφερε να μείνει ξανά μόνη με τον Άλφα. Ξαφνικά, το βλέμμα του σκοτείνιασε κι έκφραση του προσώπου του έγινε δυσοίωνη. «Οι Μαύροι Μανδύες», άρχισε να λέει σαν υπνωτισμένος από κάποια σκοτεινή δύναμη, «ήταν – συνοπτικά – μια ομάδα βρικολάκων – δολοφόνων. Ο πολυαγαπημένος σου γιος παρακολουθούσε τους πάντες σαν Λεβιάθαν* κι όταν διαπίστωνε το παραμικρό λάθος τους σκότωνε. 'Η Θεία Δίκη' ήταν το όνομα που είχαν αποδώσει στις εκτελέσεις των 'παραβατών'. Βλέπεις, η αφεντιά του πίστευε πως είχε το δικαίωμα να αφαιρεί ζωές όποτε ήθελε». «Κατάλαβα...», αρκέστηκε να μουρμουρίσει η Δάφνη κάνοντας ένα ασυναίσθητο βήμα προς τα πίσω.

Κι εγώ που είχα την εντύπωση πως δεν υπήρχε τίποτα άλλο να μάθω...

Κοίταζα με τις ώρες τον καθρέφτη μπροστά μου κι αυτό που αντίκριζα ήταν πάντοτε το ίδιο. Ένα κάτωχρο πρόσωπο, δυο γυαλιστερά γαλάζια μάτια κι ανοιχτόξανθα μαλλιά να κρέμονται αχτένιστα στα πλάγια του προσώπου μου. Το λιτό άσπρο φόρεμα μου με περίμενε σε μια κρεμάστρα η οποία ήταν περασμένη γύρω από το ένα από τα ξύλινα πόμολα της ντουλάπας. Καθώς το κοιτούσα, οι ίδιες σκέψεις τριβέλιζαν το μυαλό μου.

Πώς υποτίθεται ότι πρέπει να το κάνω αυτό;

Κι αν δεν είμαι ακόμα έτοιμη να προχωρήσω;

Ο Μάικλ Τζόζεφ το θέλει τόσο πολύ όλο αυτό, τι θα γίνει αν τον απογοητεύσω;

«Ω, πάψε πια», φώναξα στην αντανάκλαση μου κι ύστερα βάλθηκα να χτενίζω τα μαλλιά μου με μια χοντρή βούρτσα. Έπλεξα μερικές τούφες ανάμεσα στα δάχτυλα μου σχηματίζοντας ένα στεφάνι από μαλλιά γύρω από το κρανίο μου. Έριξα μια βιαστική ματιά σε μερικά είδη μακιγιάζ που είχα καταφέρει να αγοράσω πρόσφατα και παρά την ασημαντότητα τους, η γυναίκα μέσα μου ήλπιζε ότι αν τα χρησιμοποιούσα ίσως και να στεκόμουν αντάξια του σε μια μέρα όπως αυτή. Η δική του ομορφιά ήταν απαράμιλλη, ασύγκριτη, ασυνήθιστη. Ίσως αν βαφόμουν για μια και μοναδική φορά να προσέγγιζα ακόμη και στο ελάχιστο τη δική του θεσπέσια εμφάνιση.

Ξεκίνησα απλώνοντας απαλά με τα δάχτυλα μου μια μικρή ποσότητα αυτού που οι άνθρωποι ονόμαζαν «μέικ απ». Όταν, επιτέλους, ήμουν ικανοποιημένη με τον τρόπο που αυτό είχε προσαρμοστεί στο πρόσωπο μου χρησιμοποίησα μια σκιά σε σκούρο χρυσό πάνω στα βλέφαρα μου κι ένα ρουζ σε απαλό ροδακινί στα μάγουλα μου. Πριν, όμως, προλάβω να λύσω το πρόβλημα του μακιγιάζ και του πόσο άπειρη ήμουν σε αυτό εμφανίστηκε ένα ακόμη. Το κραγιόν.

Μπροστά μου στον καθρέφτη βρίσκονταν ακουμπισμένα δυο διαφορετικά χρώματα. Το ένα ήταν μπορντό ενώ το άλλο διέθετε μια σκούρα ροζ απόχρωση που έμοιαζε κάπως φυσική. Τα δάχτυλα μου κινούνταν νευρικά ανάμεσα στα δυο πλαστικά σχήματα την ώρα που πάσχιζα να επιλέξω. Περίμενα ανυπόμονα για την απάντηση να έρθει από μόνη της κι εκείνη δεν με απογοήτευσε.

Ο Μάικλ Τζόζεφ σιχαίνεται τις υπερβολές!

«Το ροζ λοιπόν», ψιθύρισα κλείνοντας το στην παλάμη μου και αφαιρώντας αργά το καπάκι. Πέρασα την απαλή άκρη πάνω από το δέρμα των χειλιών μου κι έμεινα να τα παρατηρώ με αρκετή προσήλωση καθώς το χρώμα τους άλλαζε. Υπέροχο, σκέφτηκα αφήνοντας να μου ξεφύγει ένα περήφανο χαμόγελο.

Αυτή τη φορά, η γυναίκα της αντανάκλασης έμοιαζε περισσότερο σίγουρη για τον εαυτό της. Το δέρμα της είχε μια μετριασμένη γυαλάδα η οποία της προσέδιδε μια ιδιαίτερη όψη και τα μάτια της φαίνονταν φωτεινά και χαρούμενα.

Κινήθηκα νωχελικά προς το άσπρο φόρεμα και χάιδεψα την άκρη του υφάσματος με τα δάχτυλα μου. Δεν έμοιαζε ούτε λίγο με νυφικό, αλλά για μένα ήταν αρκετό. Άπλωσα το χέρι μου για να το ξεκρεμάσω όμως τότε τα φύλλα της ντουλάπας άνοιξαν διάπλατα εξαιτίας ενός μεγάλου αντικειμένου που τους ασκούσε πίεση από μέσα. Ένας μαύρος σάκος για ρούχα έπεσε στο πάτωμα προκαλώντας έναν αρκετά δυνατό θόρυβο. Θέλοντας και μη άφησα το φόρεμα μου πάνω στο κρεβάτι προσέχοντας, παράλληλα, να μην το τσαλακώσω και γονάτισα για να τον ανοίξω.

Έπιασα το μικρό μαύρο φερμουάρ με τον αντίχειρα και το δείκτη μου κι άρχισα να του ασκώ μια ελαφριά πίεση για να ανοίξει. Όση ώρα εκείνο κατέβαινε, τα μάτια μου προσπαθούσαν να προσαρμοστούν σε αυτόν το λευκό όγκο που έβλεπαν να ξεπροβάλλει μέσα από τη μαυρίλα. Λίγα λεπτά αργότερα, αυτός ο λευκός όγκος βρισκόταν απλωμένος πάνω στο πάτωμα κι εγώ να στέκομαι ακριβώς από πάνω του βουρκωμένη.

Ένα υπέροχο μακρύ φόρεμα!

Ήθελα να το πάρω αγκαλιά και να αρχίσω να τρέχω στους διαδρόμους. Δεν πρέπει να σε δει ακόμα, υπενθύμισα από μέσα μου στον εαυτό μου.

Το ύφασμα ήταν απαλό και η φόδρα στο εσωτερικό του γυάλιζε σαν μετάξι. Εντωμεταξύ η ώρα περνούσε κι εγώ εξακολουθούσα να μην είμαι έτοιμη. Ένα ζευγάρι γόβες στο χρώμα της ζάχαρης ήταν ακουμπισμένα κοντά στην παλιά πολυθρόνα με τη μύτη τους στραμμένη προς το μέρος του παραθύρου. Τα σήκωσα από το πάτωμα σαν να ήταν το πιο πολύτιμο πράγμα του κόσμου και στη συνέχεια άφησα τα πόδια μου να γλιστρήσουν μέσα. Ποιος να το φανταζόταν ότι τα τακούνια ήταν πιο άνετα απ' όσο φαίνονταν.

Πριν φύγω πρόλαβα να ρίξω μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη και χαμογέλασα συνωμοτικά στην αντανάκλαση μου. Μια υποψία ενθουσιασμού διαγραφόταν σε ολόκληρη την έκταση του προσώπου μου. Ένιωθα σαν νεράιδα – ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Επιτέλους το συνειδητοποιούσα: η ζωή μου ήταν ένας κύκλος που πάντοτε κατέληγε σε εκείνον!

Ο Μάικλ Τζόζεφ έσφιξε στο χέρι του το ξύλινο κουπί καθώς περπατούσε για εκατοστή φορά γύρω – γύρω από τη μικρή βάρκα που είχε στήσει στο γρασίδι. Όσο κι αν δεν γινόταν φανερό στο πρόσωπο του, ο δικός του ενθουσιασμός ήταν ακόμα μεγαλύτερος. Αυτή τη φορά ήταν απόλυτα σίγουρος ότι είχε κάνει τη σωστή επιλογή.

Και πήρε πάνω από πεντακόσια χρόνια για να καταλάβω σε ποιο μονοπάτι να βαδίσω.

Πάνω από το κεφάλι μου, οι περικοκλάδες άπλωναν τα φύλλα τους σε μια έντονη παλέτα αποχρώσεων του πράσινου. Οι άκρες των τακουνιών μου σκάλωναν πού και πού σε μικρές πέτρες, κάνοντας το δύσκολο για μια αρχάρια σαν εμένα να περπατήσω φορώντας τα.

«Γιατί γελάς;», ρώτησα τον Μάικλ Τζόζεφ προσπαθώντας να φανώ αρκετά μουτρωμένη. «Ω, Κριστίνα... Πρέπει να είναι σκέτος άθλος αυτό που κάνεις», αστειεύτηκε κι αργότερα έσπευσε να με πάρει στα χέρια του για να με βάλει στη βάρκα. Ο πόνος στα πέλματα μου έμοιαζε σαν να υποχώρησε το λεπτό που η πλάτη μου ακούμπησε στο φρεσκοβαμμένο ξύλο.

Η έκφραση του υποδήλωνε ντροπή. Προσποιήθηκε πως του είχε τραβήξει την προσοχή κάτι μέσα στο νερό με στόχο να αποφύγει το εξεταστικό μου βλέμμα. «Τι έπαθες και σκυθρώπιασες;», ρώτησα με ανυπόκριτο ενδιαφέρον. «Να...», είπε μέσα από τα δόντια του, «Νιώθω λίγο άσχημα που δεν μπόρεσα να σε πάω κρουαζιέρα ή να σου κάνω δώρο κάτι ανάλογο της. Δυστυχώς, όμως, δεν ευθύνομαι εγώ για τις περιορισμένες μου επιλογές».

Όσο μιλούσε τα χρυσά του μάτια έμοιαζαν με υγρά τοπάζια που έβλεπαν μες στην ψυχή μου. Κάτι στον τρόπο που εκφραζόταν άφηνε πίσω του μια αίσθηση λες και με πίεζε να βγάλω όλα τα εσώψυχα μου στη φόρα. Ωστόσο, κάθε φορά που κατέληγα να νιώθω καχύποπτη εξαιτίας αυτού, όλα εξανεμίζονταν τη στιγμή που τα χείλη μου άγγιζαν τα δικά του.

«Η αλήθεια είναι πως μια κρουαζιέρα θα καθιστούσε πιο εύκολη την ψευδαίσθηση ότι είμαι ελεύθερη και ξέγνοιαστη», ομολόγησα. «Από την άλλη», βιάστηκα να επανορθώσω, «η βαρκάδα ανάμεσα στα σύνορα των περιοχών είναι τόσο ρομαντική όσο και ριψοκίνδυνη που αφήνει μια πικάντικη γεύση στην άκρη της γλώσσας μου». Ο Μάικλ Τζόζεφ χαχάνισε πνιχτά. Ένα φευγαλέο λαμπύρισμα στο κέντρο των ματιών του μου πρόδωσε ότι μόλις του είχε περάσει από το μυαλό κάποια παράξενη σκέψη.

«Τι ήταν αυτό;»

«Ποιο απ' όλα;»

«Αυτό που ξέρω ότι σκέφτηκες»

«Κριστίνα», είπε τοποθετώντας τον αντίχειρα του κάτω από το σαγόνι μου, «μήπως με αυτή τη στάση σου υπονοείς πως δεν θα με αφήνεις να κρατάω τίποτα για τον εαυτό μου από τη στιγμή που θα παντρευτούμε κι έπειτα;». «Αυτό που κάνεις λέγεται εκβιασμός!», διαμαρτυρήθηκα σφίγγοντας τους καρπούς του μέσα στα χέρια μου ενώ εκείνος κρατούσε το κουπί. Αίφνης, τα δάχτυλα του χαλάρωσαν και το κουπί προσγειώθηκε με ένα μικρό κρότο στις πλαστικές του βάσεις. Ο Μάικλ Τζόζεφ έσκυψε με φόρα μπροστά, κάνοντας με να φοβηθώ για την ισορροπία της βάρκας κάτω από τις κινήσεις του. Τα χείλη του άφησαν ένα ζεστό φιλί στο πλάι του λαιμού μου και σύντομα απομακρύνθηκαν.

«Δώσε μου τα χέρια σου», ψιθύρισε αρκετά κοντά στο αυτί μου για να δώσει έμφαση στην ανάγκη του να υπακούω. Άπλωσα διστακτικά τα χέρια μου προς το μέρος του και τον άφησα να τα κρατήσει για αρκετή ώρα ώσπου τελικά κάτι άλλαξε στις κινήσεις του. Τα χείλη του άσπρισαν από την πίεση που τους ασκούσε και μετατράπηκαν σε μια λεπτή γραμμή. Όταν, τελικά, επιχείρησε να μιλήσει γέμισε τα πνευμόνια του με άπλετο αέρα κι άφησε τα χείλη του να χωριστούν.

«Εγώ», άρχισε να λέει δυνατά και καθαρά χωρίς να παίρνει τα μάτια του από πάνω μου, «ο Μάικλ Τζόζεφ Φόστερ, δέχομαι εσένα, την Κριστίνα Μπράουν, για σύζυγο μου... Κριστίνα Μπράουν, εσύ με δέχεσαι για σύζυγο σου στον πόνο και στην αρρώστια, στην ευλογία και στην κατάρα, στη ζωή και στο θάνατο;». Ένιωσα τα μάγουλα μου να γίνονται κατακόκκινα και την καρδιά μου να παίζει ταμπούρλο. Μπροστά στα μάτια μου, δυο ολόχρυσα δαχτυλίδια – καθένα με ένα όνομα χαραγμένο στο εσωτερικό του – περίμεναν την απάντηση μου. «Δέχομαι», ψιθύρισα σε απόσταση αναπνοής από το κέντρο του λαιμού του. «Multum amo te**!», συνέχισα αφήνοντας σκόπιμα την ανάσα μου να χαϊδέψει το λευκό δέρμα του. Χαμογέλασε και πέρασε το δροσερό μέταλλο στο δάχτυλο μου. Προς δική μου ανακούφιση, το όνομα που είχε χαραχτεί στο εσωτερικό του δεν έλεγε Μάικλ Τζόζεφ, αλλά Ορφέας.

Άφησα το βλέμμα μου να πλανηθεί στη γύρω περιοχή καθώς εισέπνεα τον καθαρό αέρα που είχε τη μυρωδιά μυριάδων φυτών. Οι ήχοι που έφταναν στ' αυτιά μου συνέθεταν μια μοναδική αρμονία γραμμένη από το χέρι της φύσης. Αυτή η ιδιαίτερη «μουσική» διατήρησε το σταθερό σκοπό της για κάμποσα λεπτά, μέχρις ότου καταστράφηκε από έναν απότομο σφυριχτό ήχο που έμοιαζε να πλησιάζει απειλητικά προς το μέρος μας.

Ένα σιγανό αγκομαχητό βγήκε από τα χείλη του Μάικλ Τζόζεφ. Μέχρι να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς είχε συμβεί, εκείνος αφαιρούσε ένα μικροσκοπικό βέλος από την αριστερή πλευρά του λαιμού του. Έγειρε λιγάκι σαν να ήταν ζαλισμένος κι έπειτα το ξεφορτώθηκε. «Βούτα!», πρόσταξε με σταθερή φωνή. «Ορίστε;», τσίριξα. «Βούτηξε μέσα στο νερό και φύγε!». «Μα...», προσπάθησα να διαμαρτυρηθώ μα όταν μίλησε ξανά ο τόνος του είχε κάτι το απόλυτο. «Δεν έχει 'μα'. Φύγε!», φώναξε.

Σίγουρα είχε αισθανθεί κάτι που περνούσε απαρατήρητο από τις δικές μου, σχεδόν ανθρώπινες αισθήσεις. Και είχε δίκιο.

Εν ριπή οφθαλμού, μια αρμαθιά από τεράστιους λύκους κύκλωσε την περιοχή. Μαζί τους έφεραν δεκάδες μαυροντυμένους άντρες, τα σώματα των οποίων ήταν επενδυμένα με βαρύ εξοπλισμό.

Έριξα μια τελευταία εξεταστική ματιά στον Μάικλ Τζόζεφ. Το βλέμμα του είχε επικεντρωθεί πάνω τους, αλλά ήξερα ότι μπορούσε να με δει με την περιφερειακή του όραση. Εγώ δεν το κουνάω από εδώ, σκέφτηκα κι εκείνος μούγκρισε ακούγοντας τη σκέψη μου.

Οι λύκοι γρύλιζαν κι άνοιγαν τα σαγόνια τους δείχνοντας μας τις κοφτερές σειρές από δόντια μέσα στο στόμα τους. Στην άκρη του μυαλού μου ξεπήδησε ένα ξόρκι επίθεσης. Γρήγορα, άλλαξα την έκφραση του προσώπου μου ώστε να μοιάζει ατάραχη κι έπειτα ψιθύρισα τις λέξεις όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Ο Μάικλ Τζόζεφ τέντωσε μπροστά το σώμα του έτοιμος να ορμήσει κατά πάνω τους. Το ξόρκι μου κατάφερε να τους πετάξει όλους πίσω σαν ωστικό κύμα τεράστιας έντασης. Τα δάχτυλα μου είχαν μουδιάσει καθώς ανέλυα όλες τις πιθανές μου επιλογές μέσα στο κεφάλι μου. Όμως, ο Μάικλ Τζόζεφ δεν συμφωνούσε.

«Φύγε!», επέμεινε τηλεπαθητικά. Το πρόσωπο του συσπάστηκε απότομα κι έκανε μια γκριμάτσα αποστροφής. Αυτή τη φορά, περισσότερα βέλη εξαπολύθηκαν κατά πάνω του. Κάποια κατάφεραν να τον τρυπήσουν στο θώρακα και στα μπράτσα, ενώ κάποια άλλα τινάχτηκαν πίσω με τη βοήθεια μου. Ο Μάικλ Τζόζεφ έβγαζε έναν παράξενο ήχο από το στόμα του, σαν ανάμειξη γρυλίσματος με ουρλιαχτό. Εκείνος ο ήχος με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι είχε δίκιο. Μπορεί τα ξόρκια μου να ήταν ισχυρά, αλλά και μόνο η παρουσία μου εκεί τον αποσπούσε και τον δέσμευε με το καθήκον της προστασίας μου.

Μάζεψα βιαστικά το φόρεμα μου κι ετοιμάστηκα να πηδήξω, τη στιγμή που εκείνος τιναζόταν στον αέρα προς την κατεύθυνση των λύκων. Λίγο πριν το κεφάλι μου βυθιστεί στο νερό, τον άκουσα να μου μιλάει τηλεπαθητικά. «Πήγαινε να βρεις τον Στίβεν!», είπε και τα λόγια του συνοδεύτηκαν από μια νοητή απεικόνιση του μέρους όπου έπρεπε να πάω.

Αναδύθηκα στη στεριά με τα βαριά υφάσματα να τραβούν τα πόδια μου προς τα κάτω. Πέταξα αστραπιαία τα τακούνια μου κι άρχισα να τρέχω. Πρέπει να είμαι γρήγορη, σκέφτηκα κι ένιωσα την ανάσα μου να λαχανιάζει. Πίσω μου ο Μάικλ Τζόζεφ αγκομαχούσε δυνατά. Όπως ήταν φυσικό, είχαν πέσει όλοι κατά πάνω του.

Μόλις έφτασα πίσω από ένα έλατο, γύρισα να τον κοιτάξω για μια τελευταία φορά. Το θέαμα ήταν αποκαρδιωτικό. Το πρόσωπο του ήταν κατακόκκινο από το αίμα, τα ρούχα του ήταν σκισμένα κι ένας από τους μαυροντυμένους τον κρατούσε από τις μασχάλες, τόσο αδέξια που το κεφάλι του κρεμόταν προς τα πίσω. Πάνω στο πλευρό του κατάφερα να διακρίνω μια σειρά από μικροσκοπικά βέλη. Δάγκωσα τα χείλη μου για να μην εξαπολύσω κάποιο ξόρκι πάνω τους και χτυπήσω κι εκείνον. Πρέπει να βρεις τον Στίβεν, υπενθύμισα στον εαυτό μου από μέσα μου κι άρχισα και πάλι να τρέχω.

*Λεβιάθαν: πελώριο κήτος κατά την Παλαιά Διαθήκη κι επίσης ο τίτλος του σπουδαιότερου συγγράμματος του Τόμας Χομπς
**Multum amo te (Λατινικά): Σε αγαπώ πολύ

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro