Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Αντίστροφη Μέτρηση

«Έχεις σκεφτεί, τουλάχιστον, πού θα κυνηγήσουμε;»

Ο Αλεξάντερ ανασήκωσε τους ώμους κι έβαλε τα χέρια στις τσέπες του προσποιούμενος τον ανάλαφρο. «Ναι», μουρμούρισε. Ξεφύσησα ηχηρά. Δεν παίζεσαι, σκέφτηκα δυσανασχετώντας. Η περιοχή έμοιαζε με έναν ασφυκτικό κλοιό από πρασινάδες, έλατα, ιτιές κι άλλα φυτά που φίλτραραν το φως του ήλιου δίνοντας του μια ανοιχτοπράσινη χροιά. Τόσο όμορφη και ταυτόχρονα τόσο καταθλιπτική· μια ιδανική απομόνωση φτιαγμένη από τα χέρια της μητέρας φύσης.

Τα πόδια μου διέλυαν ξεραμένα κλαδάκια κάτω από τα πέλματα τους. Όσο καχύποπτος κι αν ήμουν απέναντι στον Αλεξάντερ θαύμαζα την ικανότητα του να επιλέγει περιοχές για να κυνηγήσει. Δεν μπορούν όλοι να το κάνουν αυτό...

Μια παράξενη ζεστασιά άρχισε να μεταδίδεται προς εμένα με τον αέρα. Κοίταξα τον Στίβεν ερωτηματικά κι εκείνος έγνεψε· το είχε αισθανθεί κι εκείνος. Τα ρουθούνια μου γέμιζαν με τη μυρωδιά των ανθρώπων, δεκάδες ζωντανά σώματα γεμάτα αίμα του οποίου η γεύση ήταν μεθυστική. Στη σκέψη αυτή οι ζάρες στο πρόσωπο μου εξαφανίστηκαν και τα φρύδια μου έπαψαν να είναι σφιγμένα. Μέσα στο στόμα μου οι κυνόδοντες μάκραιναν κι έκαιγαν, γδέρνοντας ανελέητα τα χείλη μου.

Αίφνης, ο Στίβεν με παραμέρισε κι άρπαξε τον Αλεξάντερ για να τον στρέψει προς το μέρος του. «Μας έφερες σε ανθρώπινο κάμπινγκ;», γρύλισε με σφιγμένα δόντια. Έκανα μερικά βήματα για να τους αποφύγω και το βλέμμα μου στυλώθηκε στις ανθρώπινες φιγούρες που κυκλοφορούσαν ανέμελα ανάμεσα στις σκηνές και τα πρόχειρα παραπετάσματα. Κάτω από τα μάτια μου, γαλάζιες φλέβες πετάγονταν μέσα από το λευκό δέρμα. Καιγόμουν ολόκληρος. Έπαιρνα βαθιές ανάσες, γεμίζοντας τους πνεύμονες μου με τη μυρωδιά τους, ελπίζοντας να επέλθει εκείνος ο πολυπόθητος κορεσμός που θα με έκανε να τρέξω μακριά. Μα ο κορεσμός θα αργούσε να έρθει κι εγώ πέθαινα να αφήσω τους κυνόδοντες μου να σκίσουν τη ζεστή σάρκα των ανυποψίαστων μελλοντικών θυμάτων μου.

Χωρίς καμία προειδοποίηση, χίμηξα σε μια παχουλή κοκκινομάλλα ρίχνοντας την κάτω μαζί με τη γαλάζια σκηνή που βρισκόταν πίσω της. Διάφορα μικροαντικείμενα σκόρπισαν γύρω μας όση ώρα εκείνη πάλευε να με απωθήσει. Τα δόντια μου είχαν καρφωθεί πάνω της και τα χείλη μου είχαν κολλήσει με πείσμα στο λαιμό της. Παρόλα αυτά, εκείνη δεν έμοιαζε να χάνει τη δύναμη της. Δεν ούρλιαζε. Οι ήχοι που έβγαιναν από το λαρύγγι της ακούγονταν περισσότερο σαν κραυγές οργής παρά επιφωνήματα τρόμου.

Κάποιος με χτυπούσε έντονα στην πλάτη. Υπολογίζοντας τις συνέπειες της πρόσκρουσης αυτού που κρατούσε πάνω μου κατάλαβα πως επρόκειτο για ένα μεταλλικό αντικείμενο όχι πολύ μεγαλύτερο από φακό νυκτός. Όταν η κοκκινομάλλα άφησε την τελευταία της ανάσα να βγει αργά από μέσα της, γύρισα να αντικρίσω το διώκτη μου. «Κάνε πίσω, αγόρι», τον προειδοποίησα. Μέσα μου ήξερα πως δεν υπήρχε περίπτωση να του δείξω έλεος, ωστόσο είχε ενδιαφέρον να παρακολουθώ τους μορφασμούς που διέτρεχαν το πρόσωπο του.

«Δεν σε φοβάμαι!», φώναξε σφίγγοντας τα δόντια του σε μια προσπάθεια να μου το αποδείξει. «Ο τρόπος που το αίμα φτάνει στην καρδιά σου λέει άλλα», μουρμούρισα περνώντας τη γλώσσα μου πάνω από τους κυνόδοντες μου. Το αγόρι με κοιτούσε κατάματα για περισσότερα από πέντε λεπτά. Έσκυψα προς το λαιμό του σαν σε αργή κίνηση όμως, ενώ εκείνος ήξερε τι πήγαινα να κάνω, δεν κουνήθηκε ούτε ένα εκατοστό.

Τον δάγκωσα βίαια και ρούφηξα μια - δυο φορές. Εντελώς απρόοπτα το στόμα μου άρχισε να καίγεται με ένα τρόπο χειρότερο κι από όταν διψούσα. Βερβένα. Ήταν προετοιμασμένος. Κι ενώ εγώ έφτυνα κι έβριζα την τύχη μου, εκείνος το χαιρόταν. «Εγώ σου το είπα», καυχήθηκε. «Δεν σε φοβάμαι».

Πάνω στη μανία μου το πιο λογικό πράγμα που μπορούσα να κάνω ήταν να τον βγάλω γρήγορα από τη μέση και να ψάξω για το επόμενο θύμα μου ανάμεσα στο πλήθος που έτρεχε τρομαγμένο μακριά. Χρειάστηκε μόνο μια κίνηση για να στρίψω και να σπάσω το λαιμό του. Η καρδιά του χτύπησε μια τελευταία φορά κι ύστερα έμεινε σιωπηλή.

Ο Αλεξάντερ κρατούσε δυο γυναίκες από τα μαλλιά και τρεφόταν ταυτόχρονα κι από τις δυο. Ο Στίβεν, όμως, αρνούνταν να συμμετάσχει στο μικρό μας φιάσκο. Σε περίμενα διαφορετικό, σκέφτηκε. Και παρά τη φρενίτιδα στην οποία βρισκόμουν η σκέψη αυτή με χτύπησε σαν χαστούκι. Μέσα στο κεφάλι μου, η προφητεία των μαγισσών αντηχούσε σε κάθε γωνία. Αν επιζούσα εγώ, οι συνέπειες θα ήταν τραγικές. Ο χρόνος μου τελείωνε. Ευχόμουν απλά να μπορούσα να σταματήσω να σκέφτομαι σαν δειλός και να μπορούσα να οδηγηθώ σε μια λύση.

Όση ώρα σκεφτόμουν, κρατούσα ασυναίσθητα την ανάσα μου. Η απομάκρυνση μου από τη μυρωδιά του φρέσκου αίματος καθάρισε κάπως το νου μου. Στεκόμουν σιωπηλός κι ακίνητος για μερικά λεπτά μέχρι να αποφασίσω την επόμενη μου κίνηση. Τα μάτια μου έπεφταν εναλλάξ στον Στίβεν και στον Αλεξάντερ. Κάνε κάτι ηλίθιε, επέπληξα τον εαυτό μου από μέσα μου.

Ο Αλεξάντερ ήξερε ότι αυτό θα συνέβαινε

Τότε, με το αίμα της κοκκινομάλλας να κοντεύει να στεγνώσει εντελώς πάνω στα χείλη μου, τους γύρισα την πλάτη κι άρχισα να τρέχω προς τη θάλασσα...

Καθόμουν και κοιτούσα τα κύματα της θάλασσας, τα οποία είχαν πάρει το χρώμα της στάχτης. Η ισορροπία του λευκού με το γκρίζο κέντριζε το οπτικό μου πεδίο με έναν ενδιαφέροντα τρόπο. Ένιωθα γαλήνιος, όπως ακριβώς θα ένιωθα αν εκείνη τη στιγμή βρισκόμουν να επιπλέω ανάμεσα τους. Η καρδιά μου φτερούγιζε και μόνο στη σκέψη της γλυκιάς αλμύρας να αγκαλιάζει το παγωμένο δέρμα μου και να καλύπτει με το χρώμα της τη νεκρική χλομάδα μου.

Έβγαλα τα παπούτσια μου κι η δροσερή ακόμα αμμουδιά γέμισε τα δάχτυλα μου με άμμο. Ανάσαινα αργά και σταθερά από το στόμα με τα βλέφαρα κλειστά. Ούτε εγώ ο ίδιος δεν κατάλαβα πόσα δευτερόλεπτα μεσολάβησαν μέχρι να πετάξω τα ρούχα μου σε ένα ξεβρασμένο ξύλο και να τρέξω προς το νερό. Γυμνός κι αντιμέτωπος με την αλμύρα δεν σκεφτόμουν τίποτα πέρα από τα μικρά κύματα ηλεκτρισμού που μεταδίδονταν στην πλάτη και τα μπράτσα μου.

Κάποτε μου έλεγαν πως ήμουν πολύ πεισματάρης για να πεθάνω. Κι είναι αλήθεια πως κάποιοι άνθρωποι τρέχουν διαρκώς να ξεφύγουν από το θάνατο ενώ άλλοι τον αγκαλιάζουν κι ενστερνίζονται τη γλυκιά ανυπαρξία που τους υπόσχεται. Δεν ήταν η πρώτη φορά που θα πέθαινα. Ήταν η πρώτη, όμως, φορά που ο θάνατος μου θα κρατούσε για πάντα.

Καθεμιά από τις φορές που με είχαν σκοτώσει, είτε από καθαρή τύχη είτε επειδή τους είχα αφήσει, ήταν σαν να έπεφτα σε ένα βαθύ ύπνο που κρατούσε λίγες μονάχα ώρες. Άραγε, πώς θα μου φαινόταν το να παραμείνω έτσι μέχρι το τέλος της αιωνιότητας;

Το νερό μαστίγωσε το πρόσωπο μου κι έπειτα το κάλυψε ολόκληρο. Αν και δεν φορούσα ρούχα, κάτι εξακολουθούσε να με τραβάει προς τον πάτο. Κλωτσούσα δεξιά κι αριστερά για να μπορέσω να βγω στην επιφάνεια μα το νερό ήταν ορμητικό και με έσπρωχνε προς διάφορες κατευθύνσεις. Σταμάτα να αντιστέκεσαι, σκέφτηκα αδρανοποιώντας ολόκληρο το σώμα μου.

Η θάλασσα με ξέβρασε από μόνη της πίσω στην ακτή. Η μυρωδιά της άμμου που τριβόταν πάνω μου ήταν έντονη κάτω από το μάγουλο μου. «Ρίξε τίποτα πάνω σου», με επέπληξε μια ανδρική φωνή. Δεν χρειάστηκε καν να γυρίσω το κεφάλι μου για να καταλάβω ποιος ήταν.

Μετά από τη νύχτα της πυρκαγιάς, ο Τζέισον με επισκεπτόταν κάθε φορά που με διακατείχε πανικός. Ήταν μια ψευδαίσθηση που επέτρεψα στον εαυτό μου να διατηρήσει παρά όλα τα αρνητικά της.

Τα μάτια του με κοιτούσαν με ένα ζεστό βλέμμα, όπως εκείνο που είχε όταν τον είδα να πεθαίνει μπροστά μου. Σηκώθηκα κι έντυσα βιαστικά το σώμα μου. Αργότερα, κάθισα οκλαδόν στην άμμο κι εκείνος με μιμήθηκε. «Ξέρεις, αν είχες έρθει να με πάρεις μαζί σου θα το έκανες πιο εύκολο και για τους δυο μας», ψιθύρισα. Ο Τζέισον έγνεψε αρνητικά. Όσο κι αν τον παρακαλούσα ποτέ δεν μου έκανε τη χάρη. «Τότε ποιος ο λόγος να υπάρχεις; Διάολε, δεν έχω ιδέα γιατί σε άφησα να υπάρχεις αφού μόνο ζημιά προκαλείς. Όλο αυτό δεν είναι φυσιολογικό, δεν το καταλαβαίνεις;», ξέσπασα χτυπώντας τις γροθιές μου στην άμμο. Ο Τζέισον ακούμπησε το άυλο χέρι του πάνω στον ώμο μου κι αμέσως ένα τρέμουλο απλώθηκε στο δέρμα μου. Σκύβοντας το κεφάλι του σε απόσταση αναπνοής από μένα μου έριξε ένα βλέμμα γεμάτο παράπονο. «Υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει να κάνεις πριν φύγεις», είπε. «Ο Κολ πρέπει, επιτέλους, να μάθει πώς σκοτώθηκε ο Άντριαν κι ο Στίβεν πρέπει να μάθει ότι εσύ έσωσες τον Μάικλ από τη φωτιά. Το ότι άφησες το χρυσό σταυρό που φορούσες στο λαιμό του δεν σημαίνει τίποτα για εκείνον. Χρειάζεται να σ' ακούσει να το παραδέχεσαι φωναχτά».

Μα τα λόγια του Τζέισον έπεφταν πάνω σε ένα τοίχο. Αυτό ήταν το τίμημα για να βρω τη γαλήνη; Να κάνω κατάθεση ψυχής - μεταφορικά τουλάχιστον, αφού η πραγματική μου ψυχή είχε ήδη χαθεί;

«Μην προσπαθείς να με διώξεις πιέζοντας το μυαλό σου να με πετάξει έξω», διαμαρτυρήθηκε ο Τζέισον. «Όχι τώρα που προσπαθώ να σε λογικέψω». Χαμογέλασα ξεφυσώντας ηχηρά. Πόσο ειρωνικό να προσπαθεί να μου βάλει μυαλό κάποιος που υπήρχε πια μόνο στη φαντασία μου...

Βουτηγμένος σε όλα αυτά που ένιωθα, άρχισα να σκαλίζω τα συναισθήματα που είχαν μαζευτεί μέσα μου ένα προς ένα ώσπου κάποτε, κάτω από τις στοίβες αρνητικών σκέψεων κι εγωιστικών προσδοκιών, ανακάλυψα και κάτι ακόμα. Φόβο. Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί γιατί υπήρχε μεταξύ τους. Γιατί φοβόμουν αφού δεν βρισκόμουν αντιμέτωπος με κάποια άμεση απειλή; Για του λόγου το αληθές, όχι απλά φοβόμουν. Μου κόβονταν τα πόδια. Κι ο Τζέισον το κατάλαβε.

«Δεν θέλω να πεθάνω», ψέλλισα πιο σιγανά κι απ' όταν ψιθύριζα. Όλη μου η ζωή περνούσε σαν ταινία από μπροστά μου. Η μέρα που έκλεψα την Κριστίνα από τον αφέντη της για να την ελευθερώσω, το μαστίγωμα που εισέπραξα ως τιμωρία, η μέρα που γεννήθηκε ο Στίβεν, η μέρα που έχασα τον Τζέισον και πολλές άλλες μέρες που με έκαναν να κλαίω σαν μικρό παιδί κάθε φορά που γύριζα πίσω σ' αυτές. Ακόμα και τώρα τίποτα δεν είχε αλλάξει. Τα δάκρυα έμεναν καθηλωμένα στις άκρες των ματιών μου έτοιμα να κυλήσουν. Αυτό ήταν. Το είδος του επιλόγου που ποτέ δεν ήθελα, το «αντίο» που δεν θα άντεχα να πω με λόγια.

«Πώς είναι να είσαι... ξέρεις τώρα... νεκρός;», ρώτησα με τη φωνή μου να σέρνεται λες κι είχα μόλις ξυπνήσει από βαθιά νάρκωση. Ο Τζέισον χαμογέλασε συμπονετικά και τα μάτια μας συναντήθηκαν σε μια κοινή ματιά. Ξαφνικά, βρέθηκα ν' αναρωτιέμαι πώς θα έμοιαζε αν ζούσε σήμερα. Πόσο διαφορετική θα ήταν η όψη του, ο τόνος της φωνής του, ο χαρακτήρας του; Η εικόνα που σχηματίστηκε στο κεφάλι μου ήταν εκείνη του Τζέισον με γκρίζες τριχούλες διάσπαρτες σε πολλά σημεία του κεφαλιού του κι ένα σοφό ύφος στο πρόσωπο του. Έκλεισα για λίγο τα μάτια κι ευχήθηκα να μπορούσε η εικόνα αυτή να βγει αληθινή μα ήταν μάταιο.

«Όταν είσαι νεκρός νιώθεις ένα απέραντο κι ανεξάντλητο αίσθημα ασφάλειας», μουρμούρισε ο Τζέισον προσπαθώντας να απεικονίσει με λέξεις ό,τι εκείνος αισθανόταν. Η τελευταία φορά που είχα νιώσει ασφαλής ήταν όταν ήμουν οκτώ χρονών... Είχαν περάσει πάμπολλα χρόνια από τότε. Οι επόμενες σκέψεις που έκανα παρέμεναν αγκιστρωμένες από τη φράση «αίσθημα ασφάλειας». Το αίμα σφυροκοπούσε μέσα στο κεφάλι μου σαν βόμβος. «Εντάξει», υποχώρησα τελικά. «Θα τους μιλήσω».

Κι ο Τζέισον εξαφανίστηκε με μια θριαμβευτική έκφραση...

Περπάτησα προς το σπίτι με τα πόδια μου να σέρνονται. Δεν ένιωθα κουρασμένος σωματικά αλλά ψυχικά. Τα πνευματικά μου εφόδια είχαν αρχίσει να εξασθενούν σαν μισοτελειωμένες μπαταρίες. Μόλις άνοιξα την πόρτα με υποδέχτηκε η μυρωδιά ζεστού φαγητού που προοριζόταν για την Αϊλίν, την Κριστίνα και τη Νικόλ. Οι τρεις τους είχαν μαζευτεί στην κουζίνα κι έμοιαζαν εντελώς προσηλωμένες σε αυτό που έκαναν. Στο σαλόνι, ο Στίβεν ωρυόταν προς τον Αλεξάντερ κι ο Κολ συμφωνούσε. Ο Μάικλ, από την άλλη, αδιαφορούσε για την κόντρα τους λες και περίμενε εξαρχής να συμβούν όσα περιέγραφαν.

«Συγνώμη που σας διακόπτω, αλλά είναι επείγον να σας κάνω μια μικρή κουβέντα», ανακοίνωσα γνωστοποιώντας με το βλέμμα μου στον Κολ και στον Στίβεν πως τα λόγια μου απευθύνονταν αποκλειστικά σε εκείνους. Ήταν αδύνατον να αποτρέψω τον εαυτό μου από το να διαβάσει καθεμιά τους σκέψη. «Όχι, δεν θα φύγουμε από το σπίτι. Ούτως ή άλλως έχω περισσότερα να δείξω παρά να πω». Συνεπώς η χρήση της λέξης «κουβέντα» ήταν εντελώς παραπλανητική...

Οι δυο τους με ακολούθησαν κατά πόδας προς τη σοφίτα και μόλις μπήκαμε όλοι μέσα ο Κολ κλείδωσε την πόρτα πίσω μας. Τους έκανα νεύμα να καθίσουν κι εκείνοι εκπλήρωσαν την επιθυμία μου ξεσκονίζοντας βιαστικά τα έπιπλα. Δίσταζαν να πάρουν το λόγο και να ξεκινήσουν να μιλάνε πρώτοι, οπότε άδραξα την ευκαιρία να κάνω μια μικρή εισαγωγή.

«Σας ζήτησα να μιλήσουμε γιατί δεν έχω υπάρξει απόλυτα ειλικρινής απέναντι σας». Ο Κολ κι ο Στίβεν αλληλοκοιτάχτηκαν με μάτια γεμάτα έκπληξη. Δεν έχασα τον παραμικρό χρόνο προτού ξεκινήσω να μπαίνω στο θέμα. «Κολ, ο Άντριαν δεν σκοτώθηκε από αντίπαλο στρατιώτη κατά τη διάρκεια της τέταρτης Σταυροφορίας. Πέθανε κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης σταυροφόρων του δικού μας στρατοπέδου, η οποία είχε στόχο εμένα. Πήδηξε μπροστά για να μην χτυπήσουν εμένα και τον διαπέρασε ένα βέλος από τη μια μεριά ως την άλλη. Το χτύπημα ήταν ακαριαίο. Σου είπα ψέματα γιατί αν δεν το έκανα θα με κατηγορούσες ότι δεν προσπάθησα να τον βοηθήσω. Σου ορκίζομαι πως έκανα τα πάντα, αλλά δεν μπόρεσα να τον προλάβω».

«Προδότη!», γρύλισε ο Κολ τυλίγοντας τα χέρια του γύρω από το λαιμό μου, έτοιμος να τον συνθλίψει. Ευτυχώς, τα χέρια μου εξακολουθούσαν να είναι ελεύθερα κι έτσι άγγιξα τους καρπούς του μεταφέροντας του κάθε λεπτομέρεια εκείνου του συμβάντος. «Ο Άντριαν ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που ερωτεύτηκα ποτέ κι εσύ τον άφησες να φύγει μέσα απ' τα χέρια σου», ψέλλισε αργότερα με σιγανή φωνή. «Όσες συγνώμες και να ζητήσεις, δεν πρόκειται να σου το συγχωρέσω ποτέ αυτό».

Δεν πειράζει, σκέφτηκα.

Ούτως ή άλλως, όλα εδώ πληρώνονται...

Γύρισα προς τον Στίβεν κι εκείνος τραβήχτηκε ενστικτωδώς προς τα πίσω. Ο Κολ είχε πλέον κρύψει το πρόσωπο του μέσα στις παλάμες του και βλαστημούσε σε διάφορες γλώσσες, «ζωντανές» και «νεκρές».

Έτεινα και τα δυο μου χέρια προς τον Στίβεν προσκαλώντας τον κοντά μου. Είχε δίκιο που δεν με εμπιστευόταν. Αυτό το προσωπείο αναισθησίας που φορούσα είχε πάρει χρόνια για να τελειοποιηθεί. Στο τέλος, όμως, αποφάσισε να μου κάνει τη χάρη.

Όση ώρα του έδειχνα τι είχε συμβεί τη νύχτα που ο Τζέισον κι η οικογένεια του χάθηκαν - όλοι εκτός από τον Μάικλ - ένιωθα τα νύχια του να καρφώνονται στο δέρμα μου σαν δαγκάνες· μα δεν τολμούσα ν' ανοίξω τα μάτια μου και να διακόψω όσα έκανα. «Το ήξερα», επαναλάμβανε ψιθυριστά ο Στίβεν στον εαυτό του. Και ξαφνικά, άνοιξε τα μάτια του και τραβήχτηκε μακριά μου.

Μέσα σε εκείνο το μικρό δωμάτιο, δυο διαφορετικοί άνθρωποι είχαν γίνει μάρτυρες δυο διαφορετικών εκδοχών του εαυτού μου. Η μία ήταν κοντά (κατά προσέγγιση) στο πρότυπο ατόμου που οι άνθρωποι ονόμαζαν «ήρωα» κι η άλλη ήταν εκείνη του ατόμου που είχε αποτύχει να προστατεύσει έναν πολύ αγαπητό φίλο και συνάμα εραστή.

Σηκώθηκα όρθιος με το κεφάλι μου να κρέμεται χαμηλά και σταύρωσα τα χέρια μου μπροστά από το στήθος μου. «Μπορεί να πικραθήκατε τώρα, αλλά αυτός είμαι. Αυτός που είδατε είμαι εγώ κι όχι αυτό που σας πρόβαλλα τόσα χρόνια. Μέχρι κι εσύ Κολ, εσύ που μεγάλωσες μαζί μου, γνώριζες μόνο όσα ήθελα να γνωρίζεις. Ενδεχομένως να αισθάνεστε ότι πρέπει να πάρετε την κατάσταση στα χέρια σας και να με τιμωρήσετε με οποιονδήποτε τρόπο πιστεύετε ότι μου αξίζει. Αλλά, σας διαβεβαιώνω, πως θα έρθει σύντομα κι η δική μου σειρά να πληρώσω για τις αμαρτίες μου», είπα δυνατά και καθαρά αδιαφορώντας για το ποιος ενδέχεται να με άκουγε στους κάτω ορόφους.

Ο Κολ κι ο Στίβεν παραμέρισαν για να βγω έξω, δείχνοντας μου με τον τρόπο τους πως ήθελαν να τους αδειάσω τη γωνιά. Μόλις κατέβηκα τις σκάλες, αντί να στρίψω δεξιά προς το σαλόνι έστριψα αριστερά προς την κουζίνα. Η Αϊλίν έδειχνε στην Κριστίνα πώς να αναμείξει τη ζάχαρη στην κατσαρόλα για να φτιάξει σιρόπι κι εκείνη γελούσε με την αδεξιότητα της. Παραδίπλα, η Νικόλ ξέπλενε μια στοίβα από πιάτα και τα τοποθετούσε με τη σειρά στη μεταλλική βάση πάνω στον πάγκο. Έκανα έναν ήχο σαν να καθάριζα το λαιμό μου και τα κεφάλια όλων τους γύρισαν αστραπιαία να με κοιτάξουν.

Έμοιαζαν σαν μια τέλεια μικρή οικογένεια από αυτές που βλέπει κανείς στις ταινίες. Φορούσαν η καθεμιά από μια ποδιά για να μη λερώσουν τα ρούχα τους κι είχαν τα μαλλιά τους πιασμένα ψηλά. Λυπόμουν που τους είχα χαλάσει τη διασκέδαση αλλά δεν γινόταν αλλιώς.

Η Κριστίνα πλησίασε προς το μέρος μου και σούφρωσε τα χείλη της σε μια αστεία γκριμάτσα· είχε σίγουρα καταλάβει πως κάτι δεν πήγαινε καλά και προσπαθούσε να μου φτιάξει τη διάθεση. «Θεωρώ ότι δείχνω ωραία με την ποδιά και την κοτσίδα», αστειεύτηκε. Χαμογέλασα και τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τη μέση της. «Αυτό είναι σίγουρα κάτι που δεν σε έχω ξαναδεί να φοράς», ψιθύρισα σκύβοντας κοντά στο αυτί της. «Τι λες να κρατήσουμε την ποδιά;». Και φυσικά εκείνη ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια.

«Δείχνεις καλύτερα», παρατήρησα φωναχτά κοιτώντας τη Νικόλ κι εκείνη έγνεψε θετικά. «Πολύ καλύτερα», είπε εύθυμα. Ένα βάρος έφυγε από πάνω μου μετά από αυτή τη δήλωση. Είχα πιστέψει ότι θα της έπαιρνε καιρό να συνέλθει. Κι όμως, εκείνη με διέψευσε. Μέσα στα μάτια της έβλεπα αισιοδοξία κι αυτό με χαροποιούσε ιδιαίτερα. Μακάρι να παραμείνει έτσι, ευχήθηκα από μέσα μου.

Ο επόμενος που μπήκε στην κουζίνα ήταν ο Αλεξάντερ. Κατευθύνθηκε προς το ψυγείο χωρίς να δώσει σημασία σε κανέναν μας κι ύστερα έβγαλε από μέσα ένα σακουλάκι με αίμα. «Μηδέν αρνητικό;», διάβασα φωναχτά. «Βάρβαρε». Εκείνος γύρισε, μου έκλεισε το μάτι σαν να είχε εκλάβει τα λόγια μου ως κολακεία κι αποχώρησε για να επιστρέψει στον καναπέ απ' όπου παρακολουθούσε μια γελοία κωμωδία.

Έκλεισα το χέρι της Κριστίνα μέσα στο δικό μου. «Πάμε σπίτι», της είπα και με την περιφερειακή μου όραση διέκρινα τη Νικόλ να μορφάζει με δυσαρέσκεια. Τα μάτια της Κριστίνα γυάλισαν για ένα δευτερόλεπτο. Χρειάζεσαι ένα διάλειμμα, σκέφτηκε. Έγνεψα. «Για την ακρίβεια, χρειάζομαι πολύ περισσότερα από αυτό», συμπλήρωσα τηλεπαθητικά κι εκείνη φάνηκε να έχει πιάσει το νόημα. «Σκοπεύετε να γυρίσετε μετά;», ρώτησε η Αϊλίν καθώς μέσα στο μυαλό της εκτυλισσόταν ένας λαβύρινθος από σκέψεις. Χωρίς να το σκεφτώ απάντησα θετικά κι αμέσως τα χείλη της τραβήχτηκαν πίσω σε ένα πλατύ χαμόγελο ικανοποίησης. «Δεν πιστεύω να σας έδιωξε ο Στίβεν». Η Κριστίνα κι εγώ αλληλοκοιταχτήκαμε και ξεσπάσαμε εκ νέου σε γέλια. «Όχι... ακόμα», απάντησα τραβώντας την προς την πόρτα.

Η Κριστίνα ανέβηκε με άνεση στην πλάτη μου και τύλιξε τα μπράτσα της γύρω μου. Το κεφάλι της ακούμπησε για μια στιγμή πάνω στο δικό μου και τα χείλη της άγγιξαν την κορυφή του στο σημείο που τα μαλλιά μου χωρίζονταν στη μέση. Στο ταξίδι της επιστροφής θα είχαμε συντροφιά τον ήλιο που έδυε κι άπλωνε το χρώμα του σαν τέμπερα στον ουρανό. «Έτοιμη;», ρώτησα χωρίς να πάρω τα μάτια μου από τα απαλά χρώματα σε τόνους του ροζ, του πορτοκαλί και του γαλάζιου. «Πανέτοιμη», αναφώνησε η Κριστίνα κι ευθύς τα πόδια μου έπαψαν ν' αγγίζουν το έδαφος εκτοξεύοντας το σώμα μου με μιαν απίστευτη ώθηση...

Ξεκλείδωσα αργά τη μπροστινή πόρτα ενώ η Κριστίνα περίμενε ανυπόμονα πίσω μου. Με το που πατήσαμε το πόδι μας μέσα μας υποδέχτηκε ένα λεπτό κύμα σκόνης. Κανείς δεν είχε μείνει εδώ για αρκετές μέρες. Το άδειο κτίριο δημιούργησε ένα παράξενο αίσθημα μέσα μου όμοιο με την απώλεια της παρουσίας ενός αγαπημένου προσώπου. Η Κριστίνα, όμως, δεν ένιωθε έτσι. Με έγδυνε ολόκληρο και μόνο με το βλέμμα της. Η λαγνεία που φαινόταν στο πρόσωπο της άρχισε σταδιακά να μεταδίδεται και σε μένα μέσα στη μικρή απόσταση που μας χώριζε. Ξεκίνησα κι εγώ να τη γδύνω με το βλέμμα μου επικεντρώνοντας το κυρίως στα σημεία που με ενδιέφεραν περισσότερο κι ως αποτέλεσμα η ανάσα μου έγινε ρηχή και βαριά. Ο πόθος με τραβούσε προς εκείνη, η ιδέα της σωματικής ηδονής - πιο δελεαστική από ποτέ - πλαισίωνε κάθε σκέψη μου. Δεν είχα μάτια για τίποτε άλλο στον κόσμο, παρά μόνο για εκείνη.

Η πόρτα του δωματίου έκλεισε με ένα δυνατό κρότο, σηματοδοτώντας έτσι κι επίσημα την έναρξη της απομόνωσης μας. Οι παλάμες της Κριστίνα κινήθηκαν αργά από το λαιμό ως το στομάχι μου και λίγο παρακάτω. Δεν είχα χρόνο για αργές κινήσεις. Τα σωθικά μου φλέγονταν ανυπόφορα κι οι πνεύμονες μου έπαιρναν αέρα με το ζόρι. Άπλωσα τα χέρια μου κι έλυσα βιαστικά τους κόμπους που συγκρατούσαν πάνω της την ποδιά που δεν είχε προλάβει να βγάλει. Τα χείλη μου επιτέθηκαν στον εκτεθειμένο λόγω της κοτσίδας λαιμό της κι άρχισαν να σκορπίζουν βίαια φιλιά σε όλη την έκταση του. Μου είχε λείψει αυτό.

Τα δάχτυλα της τύλιξαν τα μαλλιά μου μέσα τους και συνέχισαν να τα κρατάνε γερά ώσπου να απομακρυνθώ από εκείνη. Την κοίταξα ερωτηματικά, απορώντας που δεν είχε κάνει ακόμα κάποια κίνηση. Σε διάστημα τριών περίπου λεπτών, το μαύρο φανελάκι που φορούσα πήγε περίπατο. Η Κριστίνα το έσκισε με απίστευτη ευκολία χρησιμοποιώντας τα νύχια της. Άλλη μια παύση. Το σώμα μου βρισκόταν στη μέση μιας πυράς, παρακαλώντας για το απαλό της άγγιγμα κι εκείνη αρνούνταν να μου το δώσει. «Σε παρακαλώ», ψιθύρισα ικετευτικά αδιαφορώντας για το πόσο λυπηρό θα ακουγόταν. Τα γαλάζια μάτια της είχαν πάρει ένα ψυχρό χρώμα καθώς μετακινούνταν από τα στεγνά χείλη μου προς το στήθος μου.

Και τότε το ένιωσα. Μια κίνηση που μου έκοψε την ανάσα και με ανάγκασε να ρίξω το κεφάλι μου προς τα πίσω με ένα στεναγμό. Η Κριστίνα διέγραφε πορείες με τα χείλη της από τη μια άκρη του κορμού μου ως την άλλη μέχρι που έχασα τον έλεγχο κι έριξα και τους δυο μας πάνω στο κρεβάτι. Από εκείνο το σημείο και μετά, η αφαίρεση των ρούχων έπαψε πια να είναι πρόβλημα. Αρκούσαν μόνο μια - δυο κινήσεις των χεριών μου για να κάνουν τα πάντα κουρέλια κι έπειτα να τα ρίξουν στο πάτωμα. Έσκυψα πάνω από το πρόσωπο της Κριστίνα και συνέθλιψα τα χείλη της με τα δικά μου. Η γλώσσα μου άγγιξε επιφανειακά τη δική της και το φιλί έμοιαζε να κρατάει μια αιωνιότητα.

Αίφνης, την ένιωσα να προσπαθεί να με σπρώξει στο πλάι. «Τι έπαθες;», ρώτησα μεταξύ σοβαρού κι αστείου μα εκείνη συνέχισε να σπρώχνει. Όταν, τελικά, της έκανα τη χάρη κι έριξα το σώμα μου προς τα δεξιά εκείνη άρπαξε τους καρπούς μου κι ακούμπησε τα χέρια μου πάνω από το κεφάλι μου. Προσπάθησα να τα μετακινήσω αλλά εκείνα δεν κουνήθηκαν ούτε χιλιοστό. «Μην προσπαθείς να κουνήσεις τα χέρια σου. Είναι ξόρκι», ψιθύρισε η Κριστίνα κοντά στο αυτί μου κι από τον τρόπο που η ανάσα της χτυπούσε στο δέρμα μου κατάλαβα πως χαμογελούσε. «Εσείς και τα ξόρκια σας», μουρμούρισα ξεφυσώντας κι εκείνη μου έριξε μια αγκωνιά στο πλευρό.

«Μην κουνηθείς», είπε καθώς ανασηκωνόταν και πήγαινε να απομακρυνθεί από το κρεβάτι. «Δεν το είχα σκοπό», ειρωνεύτηκα. Η Κριστίνα άρχισε να περπατάει γύρω γύρω στο δωμάτιο κλείνοντας τις κουρτίνες μία προς μία. Στη συνέχεια, βημάτισε προς το τζάκι και βάλθηκε να ανάβει τα διακοσμητικά κεριά στο ράφι ακριβώς από πάνω του. «Κριστίνα...», γρύλισα. Τι έκανα και με τιμωρείς έτσι; , ρώτησα από μέσα μου.

Κάποια στιγμή, που σ' εμένα φάνηκε ατελείωτη, η Κριστίνα επέστρεψε στο πλάι μου κι ελευθέρωσε τα χέρια μου. Με κάθε νέο άγγιγμα της κάτι μέσα μου πέθαινε κι αναγεννιόταν βελτιωμένο, ανώτερο. Το μυαλό της ανοιγόταν μπροστά μου σαν μεγάλη πόρτα και μου μετέδιδε την αγάπη της προς το πρόσωπο μου. Δεν χρειαζόταν πλέον να βλέπω τι έκανα, μου αρκούσε να το νιώθω. Τη χάιδευα, τη φιλούσα, την αγκάλιαζα κι εκείνη αντιδρούσε με ένα χαριτωμένο και δεκτικό τρόπο.

Οι άναρθρες και κάποιες φορές ζωώδεις κραυγές που έβγαιναν από το λαρύγγι μου καθώς πλησίαζε η στιγμή της απόλυτης κορύφωσης δεν με απασχολούσαν καθόλου. Η Κριστίνα είχε, εξάλλου, κι εκείνη τον τρόπο της να εκδηλώνει όσα ένιωθε. Το δευτερόλεπτο που άφησε τα χέρια μου ελεύθερα, είχα αδράξει την ευκαιρία να επανακτήσω τη θέση μου και να της προσφέρω μια θέση στον έβδομο ουρανό όπως μόνο εγώ ήξερα και μπορούσα. Ο ιδρώτας που κυλούσε στην επιδερμίδα της ενίσχυε τόσο το άρωμα του σώματος της όσο κι εκείνο της κολόνιας που φορούσε δημιουργώντας ένα μεθυστικό συνδυασμό. Κάτω από το δέρμα της μικρές φλέβες πετάγονταν αισθητά κι ενώ κανονικά θα έπρεπε να προσπαθώ να αντισταθώ, αυτή τη φορά δεν άντεξα. Η Κριστίνα κατάλαβε τις προθέσεις μου κι αντί να αμυνθεί βρέθηκε να με ενθαρρύνει. Οι κυνόδοντες μου άγγιξαν αμυδρά το λαιμό της και μετά καρφώθηκαν προσεκτικά πάνω του. Εκείνη έβγαλε ένα μικρό επιφώνημα πόνου που αργότερα μετατράπηκε σε ηδονή δεδομένης της ατμόσφαιρας.

Δεν ρούφηξα πολύ, παρόλο που το ήθελα. Άνοιξα το σαγόνι μου κι έκλεισα ξανά τους κυνόδοντες μου μέσα στο στόμα μου. Το αίμα έσταζε ακόμα από την πληγή σχηματίζοντας ένα μικρό ρυάκι στο λευκό της δέρμα. Προσφέρθηκα να τη θεραπεύσω μα η Κριστίνα, όντας τόσο πεισματάρα όσο κι εγώ, αρνήθηκε. Η ανάσα μου είχε χάσει εδώ και ώρα το ρυθμό της και κάθε φορά που κόντευε να τον ξαναβρεί μια νέα έκρηξη λαχτάρας ξεσπούσε μέσα στο στήθος μου. Ένιωθα μια πίεση στα πλευρά μου όποτε το σώμα μου προέβαινε σε έντονες κινήσεις αλλά δεν έδωσα σημασία. Στην επόμενη κραυγή μου, ένιωσα την πλάτη της Κριστίνα να τεντώνεται προς τα πίσω σαν τόξο. Τα χέρια της απομάκρυναν τα μαλλιά μου από το πρόσωπο μου δίνοντας στα χείλη της περιθώριο να αγγίξουν το μέτωπο μου.

Ένα ζεστό δάκρυ κύλησε στο μάγουλο μου όταν κατέρρεα κοντά της. Κι αν αυτή είναι η τελευταία φορά; ,αναρωτήθηκα από μέσα μου. Δίπλα μου, η Κριστίνα φάνηκε να μοιράζεται αυτή μου την απορία και σύντομα ξέσπασε σε κλάματα κουρνιάζοντας στην αγκαλιά μου. «Quos amor verus tenuit, tenebit*», ψιθύρισα. Για μια στιγμή, εκείνη χαμογέλασε και λίγο αργότερα ψιθύρισε: «Amantes sunt amentes**».

Πόσο εύθραυστη είναι η καρδιά όταν καλείται να αποχαιρετίσει όσα μέχρι τώρα γνώριζε. Πόσες λέξεις μιλιούνται μέσα από τα μάτια ενός πληγωμένου άντρα. Από μέσα μου, το μόνο που δεν ήθελα να συμβεί αφότου πέθαινα ήταν να με ξεχάσουν. Δεν ήθελα να γίνω ένα απολειφάδι του χθες. Ήθελα να είμαι πάντα ένα κομμάτι του σήμερα, με οποιονδήποτε τρόπο. Θα μπορούσα να γίνω μια ζωντανή ανάμνηση, όπως ήταν για μένα ο Τζέισον, ή μια εικόνα που θα τους θύμιζε ότι κάποτε ήμουν εδώ, ήμουν αληθινός, ζούσα στο πλευρό τους.

Είχα δημιουργήσει τον Μάικλ για να πάρει τη θέση μου στην οικογένεια, έτσι ώστε η απουσία μου να πάψει να είναι τόσο αισθητή. Ωστόσο, τώρα που σκεφτόμουν αυτό το σενάριο καλύτερα ένιωθα τη ζήλια να με τρυπάει σαν βελόνα. Ήταν τόσο εύκολο το να πει κανείς κάτι και να το αφήσει στα λόγια. Αλλά, όταν έφτανε ο καιρός να προχωρήσει στην πράξη τότε τα πράγματα δυσκόλευαν. Γιατί;

Δίπλα μου η ανάσα της Κριστίνα χαλάρωσε. Είχε αποκοιμηθεί. Η διαφορά θερμοκρασίας ανάμεσα στις σάρκες μας την είχε κατά ένα τρόπο νανουρίσει. Κι όσο εκείνη κοιμόταν εγώ έμενα ακίνητος να κοιτάζω το ταβάνι. Πόσος καιρός μου είχε απομείνει, άραγε; Μέρες; Ώρες; Μερικά λεπτά; Κι αν ξεψυχούσα από λεπτό σε λεπτό; Κι αν η Κριστίνα ξυπνούσε για να με βρει νεκρό;

Οι προφητείες λειτουργούσαν με παράξενους και περίπλοκους τρόπους. Κάθε φορά που μια νέα προφητεία ερχόταν στο φως, ολόκληρος ο υπερφυσικός κόσμος γινόταν άνω κάτω για να εκπληρωθεί. Παρόλο που γνώριζα ότι μονάχα έτσι μπορούσε να διατηρηθεί η ισορροπία ανάμεσα σ' εμάς και το βασίλειο της φύσης, μέσα στο μυαλό μου δεν έπαυα να διαμαρτύρομαι. Υπό μια έννοια, ό,τι φαινόταν δίκαιο στις μάγισσες φαινόταν άδικο σ' εμένα. Πάντα έτσι είχε η κατάσταση μεταξύ μας και δεν περίμενα ν' αλλάξει κάτι τώρα. Είχα τη φήμη αυτού που τους πήγαινε διαρκώς κόντρα· και δικαιολογημένα.

Υπήρχαν φορές που κι οι τρεις τους είχαν απηυδήσει μαζί μου. Από τη μια, ήθελαν να με ξεφορτωθούν κι από την άλλη με χρειάζονταν. Συνήθως, ισχυρίζονταν πως δεν με σκότωναν για χάρη της Κριστίνα. Αν αυτό, όμως, ήταν αλήθεια γιατί δεν αξιοποίησαν την ευκαιρία που τους δόθηκε όταν εκείνη κι εγώ μείναμε χώρια για διακόσια χρόνια; Υπέθετα πως δεν θα το μάθω ποτέ. Ήταν μια ακόμη λεπτομέρεια που δεν θα παραδέχονταν· τουλάχιστον όχι μπροστά μου, όχι όσο ήμουν ακόμα ζωντανός. Δεν θα έπεφταν ποτέ τόσο χαμηλά μπροστά σε ένα πλάσμα σαν εμένα.

Φίλησα την Κριστίνα απαλά για να μην την ξυπνήσω και κοίταξα προς το μέρος όπου οι κουρτίνες χωρίζονταν μεταξύ τους. Έξω είχε σκοτεινιάσει κι ο αέρας λυσσομανούσε παρασέρνοντας κλαδιά και μικρά λουλούδια στο πέρασμα του. Πόσο ακόμα; ,επανέλαβα τη σκέψη από μέσα μου. Με σκότωνε αυτή η αναμονή και η αβεβαιότητα που τη συνόδευε. Τότε, μου ήρθε μια ιδέα. Δεν επρόκειτο να κάτσω λεπτό παραπάνω να αναλογίζομαι τον τρόπο που θα πέθαινα. Επικέντρωσα το βλέμμα μου σε ένα άσχετο σημείο κι ύστερα από πολλή προσπάθεια κατάφερα, τελικά, να αναγκάσω τον εαυτό μου να λιποθυμήσει. Δεν σήμαινε πολλά, αλλά θα τουλάχιστον θα με κρατούσε αναίσθητο για λίγο. Ούτε σκέψεις ούτε συναισθήματα ούτε τίποτα. Άξιζε ο κόπος να το κάνω για να εξασφαλίσω λίγη ησυχία και να κάνω τη φωνή της λογικής μέσα στο κεφάλι μου να το βουλώσει...

Quos amor verus tenuit, tenebit (Λατινικά): Η αληθινή αγάπη θα διαρκέσει σε αυτούς τους οποίους έχει κρατήσει (μτφ. Από "true love will hold on to those whom it has held") - Σενέκας ο νεότερος

Amantes sunt amentes (Λατινικά): Οι εραστές είναι τρελοί - Άγνωστος

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro