Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Αναζήτηση [3]

Όταν η Κριστίνα συνήλθε, ένιωσε το απαλό ύφασμα ενός καναπέ να τρίβεται πάνω στο δέρμα των χεριών της. Το κεφάλι της ακουμπούσε σε ένα μικροσκοπικό μαξιλάρι ενώ τα πόδια της βρίσκονταν απλωμένα μπροστά της.

Ένιωθε σαν να ήταν νεκρή. Τα άκρα της ήταν μουδιασμένα και τα χείλη της έτρεμαν ασταμάτητα. «Κασπάρο;», ψιθύρισε βραχνά. Για καλή της τύχη ο ίδιος είχε καθίσει στην πολυθρόνα απέναντι της και την περίμενε να ξυπνήσει.

«Καλώς ήρθες πίσω, Κριστίνα», είπε βοηθώντας τη να ανασηκώσει τον κορμό της.

«Σου έφτιαξα λίγο τσάι», ανακοίνωσε η Αϊλίν καθώς έβγαινε από την κουζίνα με ένα δίσκο στα χέρια. Τον τοποθέτησε αργά πάνω στο τραπεζάκι κι αμέσως η μυρωδιά από το αχνιστό τσάι έφτασε στη μύτη της Κριστίνα. Εκείνη έγειρε να πιάσει το πορσελάνινο φλιτζάνι, όμως ο Κασπάρο την πρόλαβε. «Ορίστε», είπε αποθέτοντας το στις παλάμες της.

Με την πρώτη γουλιά να αγγίζει τον ουρανίσκο της, η Κριστίνα ένιωσε μια έντονη θαλπωρή να γεμίζει το σώμα της. Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε την απορία που είχε χαθεί στο πίσω μέρος του μυαλού της από το να αναδυθεί.

«Τι μου συνέβη;»

Ο Κασπάρο κι η Αϊλίν αλληλοκοιτάχτηκαν.

«Θέλεις να πεις ότι δεν θυμάσαι τίποτα;»

Η Κριστίνα έγνεψε αρνητικά. Κάτω από το δέρμα της το αίμα κυλούσε με απίστευτη ταχύτητα, βάζοντας φωτιά στο κέντρο του στήθους της. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Κάποια λεπτομέρεια που δεν κολλούσε με τις υπόλοιπες, ένα κομμάτι που δεν συνδεόταν με κανένα άλλο.

«Πριν λιποθυμήσεις είπες κάτι για μια προφητεία», είπε διστακτικά ο Κασπάρο.

Η προφητεία... Σωστά!

Μια σπίθα άναψε στο κέντρο των γαλάζιων ματιών της Κριστίνα. Η λέξη «προφητεία» είχε πυροδοτήσει μια σειρά από εκρήξεις εικόνων στο κεφάλι της. Και τότε τα θυμήθηκε όλα!

«Είπα ότι ένας από τους σωσίες πρέπει να πεθάνει», ψέλλισε σιγανά με το φλιτζάνι του τσαγιού να κουνιέται μέσα στα χέρια της και το ζεστό περιεχόμενο του έτοιμο να χυθεί. Ο Κασπάρο έτεινε το χέρι του προς το μέρος της και το άρπαξε προτού εκείνη το ρίξει.

«Άσε με να το πάρω εγώ αυτό». Εκείνη τη στιγμή, η Αϊλίν κάθισε στην άκρη του καναπέ δίπλα στους άλλους δυο με τα χέρια της σταυρωμένα πάνω στα γόνατα της. Η έκφραση στο πρόσωπο της ήταν σκυθρωπή και τα δόντια της σφιγμένα. «Ο Μάικλ είναι παιδί ακόμα», σκέφτηκε φωναχτά. Η Κριστίνα, από την άλλη, είχε τις σκέψεις τις στραμμένες αλλού.

«Κράτησα τον Μάικλ Τζόζεφ ζωντανό για πάνω από χίλια χρόνια και τώρα θα τον δω να πεθαίνει στα χέρια των προγόνων...».

Έχοντας βαρεθεί τα πεσιμιστικά λόγια, ο Κασπάρο πετάχτηκε όρθιος και τις αγριοκοίταξε.

«Προέχει να τον βρούμε», είπε στην Κριστίνα. «Όσο για τον Μάικλ, είμαι σίγουρος ότι θα τη γλιτώσει πολύ εύκολα».

Ή, τουλάχιστον, έτσι ελπίζω...

«Είσαι έτοιμος να συναντήσεις το Θεό; Γιατί σου ορκίζομαι ότι αν δεν σταματήσεις να κουνιέσαι, ο Άλφα δεν θα προλάβει καν να σε κοιτάξει απόψε...», γρύλισε ο Ντέρεκ. Ο Κολ τίναξε το κεφάλι του προς τα πίσω δυσανασχετώντας. «Εγώ είμαι ο Θεός μου... Και δεν υπάρχει περίπτωση να παίξω το ακούνητο αγαλματάκι ώστε να μπορείς να με τρυπάς με αυτό το πράγμα όποτε θέλεις», του αποκρίθηκε. «Ίσως ο αδερφός του να μπορεί να τον λογικέψει», μουρμούρισε κάποιος σκεφτόμενος.

Ο Κολ έστρεψε το βλέμμα του προς τη δεξαμενή και δάγκωσε το εσωτερικό των χειλιών του. Προσπάθησε να απομακρύνει τον ήχο που έφτανε στα αυτιά του, όπως και τις προηγούμενες φορές που είχε βρεθεί να ακούει τους χτύπους της καρδιάς του αδερφού του να παύουν κι αργότερα να αρχίζουν ξανά. Μάλιστα, ήταν τόσο προσηλωμένος σε αυτό που δεν ένιωσε τη βελόνα που τρυπούσε το λαιμό του.

Η αίσθηση του δηλητήριου να γεμίζει τις φλέβες του ήταν μια από τις πολλές εκείνες αισθήσεις που του περνούσαν αδιάφορες. Δεν τον ένοιαζε το κάψιμο, δεν τον απασχολούσε καν ο πόνος. Ευχόταν κι ήλπιζε να καταφέρουν κι οι δυο να δραπετεύσουν εγκαίρως.

Αλλά πώς; Αυτοί είναι αποφασισμένοι να μας πάρουν το κεφάλι...

Πίσω στο Σάλεμ, ο Μάικλ παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τη Λότους να ανακατεύει και να σκορπίζει τις κάρτες ταρώ στο κρύο πάτωμα. «Είναι είκοσι μία», την άκουσε να μουρμουρίζει. «Άρα ο καθένας μας θα διαλέξει από δέκα και μία θα μείνει απέξω». Ο Μάικλ έγνεψε καταφατικά χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω της. «Θα μετρήσω μέχρι το τρία κι ύστερα θα αρχίσει ο καθένας να τραβάει τις κάρτες του ταυτόχρονα με τον άλλο», ανακοίνωσε και χωρίς να περιμένει την έγκριση της άρχισε να μετράει.

1...2...3

Χωρίς να κάνει χρήση της υπερφυσικής του ταχύτητας, ο Μάικλ διάλεξε προσεκτικά τις δέκα κάρτες του και μετά τις κράτησε μπροστά από το πρόσωπο του. Τη στιγμή, ωστόσο, που κοίταξε την πρώτη κάρτα το πρόσωπο του έγινε ακόμη πιο χλωμό απ' ότι ήταν. Ο Διάβολος... Καλά ξεκινήσαμε, σκέφτηκε.

Η Λότους σταμάτησε να διαλέγει κάρτες λίγο αφότου εκείνος είχε συμπληρώσει και τις δέκα και τώρα τις κρατούσε κι εκείνη μπροστά από το πρόσωπο της. Παραμέρισε με το δεξί της χέρι την κάρτα που είχε απομείνει και φώναξε «Oluissetis!*». Ως αποτέλεσμα, οι κάρτες και των δυο τους υψώθηκαν στον αέρα και γύρισαν από την ίδια πλευρά με εκείνες του Μάικλ να βρίσκονται πάνω από εκείνες της Λότους. Αίφνης, ο Μάικλ ένιωσε την ανάγκη να μετακινήσει βιαστικά το σώμα του για να βρεθεί δίπλα της την ώρα που εκείνη θα διάβαζε τις κάρτες. Κι έτσι έπραξε.

«Για να δούμε», ξεκίνησε η Λότους με την καρδιά της να βροντοχτυπάει. «Ο Διάβολος, ο Μάγος, οι Εραστές, η Δικαιοσύνη, ο Θάνατος, ο Κόσμος, ο Πύργος, ο Ιεροφάντης, το Άρμα, ο Ήλιος». Τα κόκκινα μάτια του Μάικλ κοιτούσαν με τρόμο τις κάρτες καθώς έπεφταν η μία πάνω στην άλλη στο πάτωμα, κάνοντας χώρο για τις κάρτες που είχε διαλέξει η γερασμένη μάγισσα. «Ο Κρεμασμένος», φώναξε εκείνη άθελα της, «η Αυτοκράτειρα, η Μεγάλη Ιέρεια, η Κρίση, η Σελήνη, το Αστέρι, η Εγκράτεια, ο Ερημίτης, η Δύναμη, ο Αυτοκράτορας».

Όταν κι οι κάρτες της Λότους έπεσαν έπαψαν να αιωρούνται, εκείνη έτεινε το χέρι της προς την κάρτα που είχε αργότερα απωθήσει μακριά και τη γύρισε ανάποδα. «Ο Τροχός». Αυτή ήταν η τελευταία κάρτα. Του Μάικλ είχε αρχίσει να του φαίνεται πως δεν τον χωράει ο τόπος. Ανάσαινε κοφτά λες και μια θηλιά είχε τυλιχτεί γύρω από το λαιμό του. «Τι κάνουμε τώρα;», ρώτησε ανυπόμονα κι εισέπραξε μια κοφτή ματιά.

Η Λότους ζήτησε έγκριση από τις άλλες δυο χρησιμοποιώντας μονάχα το βλέμμα της. Εκείνες σταύρωσαν τα χέρια τους και κατέβασαν αργά τα κεφάλια δείχνοντας της την τελική ετυμηγορία: είσαι μόνη σου!

«Κέρδισες», φώναξε στον Μάικλ παρόλο που εκείνος στεκόταν ακριβώς δίπλα της.

«Δηλαδή θα αναιρέσετε την προφητεία;»

«Καμία προφητεία δεν μπορεί να αναιρεθεί... Ούτε καν από εμάς»

«Και τότε;»

Οι κυνόδοντες του μάκραιναν κι έκοβαν σαν ξυράφι. Είχε παίξει δίκαια και η νίκη ήταν δική του. Η τράπουλα είχε τελειώσει κι εκείνος έχανε σιγά – σιγά τη γη κάτω από τα πόδια του.

«Μπορείτε, όμως, να την καθυστερήσετε, σωστά;»

Οι μάγισσες έγνεψαν θετικά.

«Είσαι σίγουρος ότι το θέλεις αυτό; Μπορούμε όντως να καθυστερήσουμε την προφητεία μέχρις ότου κάτι να αλλάξει. Αλλά το τίμημα είναι μεγάλο. Ίσως να μην θέλεις να...»

«Πρόκειται για την ψυχή μου, έτσι;», διέκοψε ο Μάικλ νιώθοντας το βάρος των λέξεων που ξεστόμιζε.

«Ναι»

Ακριβώς πίσω του, η Κλώντια επέστρεφε στο δωμάτιο κρατώντας το στόμα της κλειστό. Είχε κρυφακούσει τα πάντα κι είχε καταλάβει πως θα τη χρειάζονταν πολύ σύντομα. Ήξερε τι γινόταν σε αυτές τις περιπτώσεις. Είχε σταθεί μάρτυρας πολλές φορές καθώς η ψυχή ξεριζωνόταν βίαια από το σώμα κάποιου.

«Χάρισμα σας», μουρμούρισε ο Μάικλ κάνοντας ένα βήμα μπροστά.

Η Κλώντια ένιωσε το αίμα της να βράζει από οργή. Άραγε είχε ιδέα τι επρόκειτο να του συμβεί; Τόσο νέος κι όμως τόσο ριψοκίνδυνος, σκέφτηκε καρφώνοντας τα μακριά της νύχια στις παλάμες της. Πώς μπορεί κι απαρνιέται τόσο εύκολα την ουσία της ύπαρξης του;

Οι μάγισσες συσπειρώθηκαν γύρω του σαν ασφυκτικός κλοιός. Η Τζανίν και η Άρια άρπαξαν καθέναν από τους καρπούς του και με τα ατσάλινα μαχαίρια τους σχημάτισαν τις ίδιες πληγές με εκείνες που είχε ανοίξει ο ίδιος το βράδυ που αυτοκτόνησε. Ο Μάικλ απέστρεψε το βλέμμα του ψάχνοντας απεγνωσμένα για έναν τρόπο να πάρει ανάσα. Ο αέρας στους πνεύμονες του λιγόστευε διαρκώς. Ο κόσμος γύρω του περιστρεφόταν και τα σχήματα στο δωμάτιο παραμορφώνονταν από μια έντονη θολούρα. Δυο δάχτυλα άγγιξαν το μέτωπο του, άλλα δυο του άνοιξαν το στόμα όσο περισσότερο γινόταν, ενώ ένα τρίτο ζευγάρι δάχτυλα ακουμπούσε στο στήθος του.

Κάπου στο βάθος, η Κλώντια έπνιξε ένα λυγμό. Κάθε φορά υποσχόταν στον εαυτό της πως δεν θα ξαναέβλεπε κάτι τέτοιο. Αλλά, τα πόδια της είχαν μαρμαρώσει κι ήταν αδύνατον να τα κουνήσει. Αυτή η σκηνή ήταν ο φόβος κι ο τρόμος της παιδικής της ηλικίας, όταν η μητέρα της – η Τζανίν – συγκέντρωσε τις άλλες δυο για να πάρουν την ψυχή μιας νεαρής γυναίκας σε αντάλλαγμα για έναν έρωτα που δεν προοριζόταν ποτέ να γίνει δικός της.

Ο Μάικλ παρατήρησε άναυδος μια χρυσαφένια λάμψη να βγαίνει από το στόμα του σαν πίδακας φωτιάς κι ύστερα να συγκεντρώνεται σε ένα μενταγιόν σε σχήμα δράκου, στην ουρά του οποίου βρισκόταν ένα μικρό ρουμπίνι. Κάπου είχε ξαναδεί εκείνο το μενταγιόν. Ωστόσο, ζαλιζόταν τόσο πολύ που μετά βίας κρατιόταν όρθιος. Όταν τα ζευγάρια από δάχτυλα έπαψαν, τελικά, να ακουμπούν πάνω του έδωσε στον εαυτό του την άδεια να καταρρεύσει...

*Oluissetis (Λατινικά): φανερωθείτε

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro