Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Αναζήτηση [2]

Chapter Soundtrack: Karliene - Witch

Αφιερωμένο στη Χριστίνα

Μέσα σε συνθήκες πίεσης και άγχους δεν είναι εύκολο να διατηρήσει κανείς την ιδιοσυγκρασία του. Κι όμως, ο Μάικλ ήταν αποφασισμένος να γίνει η εξαίρεση. Τα γρανάζια μέσα στο κεφάλι του δούλευαν αδιάκοπα, υλοποιώντας ένα πανέξυπνο και ύπουλο σχέδιο μέσα στο μυαλό του.

Στο δρόμο του για το Σάλεμ, κάθε πινακίδα που προσπερνούσε έμοιαζε ίδια με την προηγούμενη. Το χαρακτηριστικό ξεθωριασμένο τους χρώμα περνούσε απαρατήρητο από μπροστά του κι ύστερα χανόταν κάπου πίσω του. Κόκκοι άμμου σηκώνονταν από την άσφαλτο στο πέρασμα του κι εκτοξεύονταν δεξιά κι αριστερά του. Ό,τι κι αν συνέβαινε, τα μάτια του παρέμεναν προσηλωμένα στον ορίζοντα που απλωνόταν μπροστά του και στην αμυδρή ομίχλη που άφηνε ένα στρώμα σαν πάχνη πάνω στα αντικείμενα και τα φυτά.

Δεν ξέρω τι θα καταφέρω, αλλά αυτή είναι η τελευταία μου τράπουλα.

Πάνω από το κεφάλι του τα σύννεφα άρχισαν να καλύπτουν τον ουρανό καθώς το απόγευμα γινόταν βράδυ. Τα αυτοκίνητα διαρκώς αραίωναν κι αυτό άφηνε περιθώρια στον Μάικλ να κινείται πιο ελεύθερα. Τα πόδια του ίσα που άγγιζαν το έδαφος και δεν υπήρχε τίποτα που να μπορεί να του κόψει τη φόρα...

Ταυτόχρονα με τους υπόλοιπους, ο Κολ έδινε τη δική του μάχη να βρει τον αδερφό του. Το δεύτερο πηγάδι, όπως άλλωστε και το πρώτο, ήταν άδειο. Όσο κι αν ήθελε να πιστέψει σε ένα θαύμα, δεν είχε αποδεχτεί ούτε για ένα δευτερόλεπτο την πιθανότητα ο Μάικλ Τζόζεφ να βρισκόταν όντως κλεισμένος εκεί μέσα. Κάτι μέσα στο κενό που ένιωθε στο στήθος του, μια χαμηλή μα επίμονη φωνή, τον παρακαλούσε να μην επαναπαύεται.

Δεν υπάρχουν θαύματα. Αν θέλεις όντως να δεις κάτι να συμβαίνει, πρέπει μόνος σου να μεριμνήσεις γι' αυτό, σκέφτηκε.

Ο Μάικλ είχε φύγει και τον είχε αφήσει μόνο δίπλα στις ματωμένες πατημασιές, να κρατάει σφιχτά στην παλάμη του μια τούφα μαύρα σγουρά μαλλιά. Λίγο πιο πέρα οι πατημασιές χάνονταν και έδιναν τη θέση τους σε βαθιές αυλακιές πάνω στο ξερό χώμα.

Ο Κολ χαμήλωσε τα βλέφαρα του κι έδωσε στον εαυτό του μερικές στιγμές για να ανασάνει. Στα ρουθούνια του έφταναν πάμπολλες μυρωδιές, όπως αυτή των σάπιων φύλλων, της βρεγμένης πέτρας και... του αίματος. Όλες του οι δυνάμεις κι οι αισθήσεις ήταν οξυμμένες και προσπαθούσαν να βρουν κάποιο ίχνος που μπορούσε να διαφύγει από το γυμνό μάτι.

Τα πόδια του ακολουθούσαν πια ένα μονοπάτι γεμάτο λακκούβες. Τα μάτια του παρέμεναν κλειστά, ωστόσο ένιωθε περισσότερη σιγουριά έτσι. Βάδιζε μέσα σε ένα γκρίζο τοπίο με οδηγό την καρδιά του κι η όλη σκηνή έμοιαζε με θλιβερή εικόνα μέσα σε ένα κάδρο. Μουντή, άψυχη, ρηχή. Ακόμα και τα πουλιά πάνω στα κλαδιά κελαηδούσαν πένθιμα. Ο ουρανός αιμορραγούσε κρύο νερό, το οποίο ο Κολ ένιωθε να ξεπλένει την ψυχή του.

Κάποια στιγμή, τα βήματα του τον οδήγησαν στη μπροστινή αυλή ενός παλιού, εγκαταλελειμμένου σπιτιού. Το περιεργάστηκε σχολαστικά σαν αυτό να ήταν ζωτικής σημασίας προτού αποφασίσει, τελικά, να μπει μέσα.

Η περιοχή εξέπεμπε μια παράξενη ενέργεια και χαρακτηριζόταν από μια σκοτεινή αύρα, η οποία τον προκαλούσε να την εξερευνήσει. Πέρα από αυτά, όμως, ο Κολ ένιωθε έναν ισχυρό δεσμό να ενώνει το δικό του σώμα με εκείνο κάποιου άλλου. Η δυσωδία της κλεισούρας και της σαπίλας τον αηδίαζαν. Ωστόσο, το σπίτι – παρά τις εμφανείς φθορές που είχε καταφέρει πάνω του ο χρόνος – είχε κάτι το γνώριμο. Ίσως έφταιγε η νεοκλασική αρχιτεκτονική που σε καμία περίπτωση δεν ταίριαζε με τα μικροσκοπικά γλυπτά γοτθικού ρυθμού στο εσωτερικό. Ίσως, πάλι, να ήταν εκείνο το προαίσθημα πως είχε πλησιάσει το σκοπό του.

Τα δωμάτια γύρω από το μικρό χολ ήταν όλα άδεια από ανθρώπους και γεμάτα με παλιά αντικείμενα, σκισμένα βιβλία και τετράδια καθώς και τεράστιες χάρτινες κούτες. Όποιος κι αν έμενε εδώ, προφανώς δεν βρήκε το κουράγιο να συμμαζέψει όλα αυτά, σκέφτηκε ο Κολ. Όλες οι πόρτες γύρω του είχαν το ίδιο ξεβαμμένο μπεζ χρώμα, εκτός από μία. Τα δάχτυλα του τυλίχτηκαν γύρω από το μπρούτζινο πόμολο και το γύρισαν αργά και σχεδόν αθόρυβα. Αμέσως αφότου την άνοιξε βρέθηκε αντιμέτωπος με μια ντουζίνα ξύλινα σκαλοπάτια, τα οποία οδηγούσαν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο που θα έπρεπε να ήταν το υπόγειο ή η αποθήκη.

Ο Κολ σταμάτησε κι αφουγκράστηκε. Λαχανιασμένες ανάσες και ανάστατοι βηματισμοί έφταναν στ' αυτιά του. Μερικές αντρικές φωνές ψιθύριζαν μεταξύ τους, συζητώντας για κάτι εντελώς ασήμαντο, ενώ άλλες γρύλιζαν, μούγκριζαν και φανέρωναν τον εκνευρισμό τους. Μέσα στο χαλασμό από φωνές, κατάφερε να διαχωρίσει μια που ξεχώριζε. Στην αρχή, έμεινε έκπληκτος από το πόσο σιγανή κι αδύναμη ακουγόταν. Και τότε έκανε το πρώτο βήμα μπροστά, κατεβαίνοντας τα απότομα σκαλιά.

Ο Μάικλ Τζόζεφ ανάσαινε κοφτά και προσπαθούσε να φωνάξει σε διαμαρτυρία προς τις βελόνες που τρυπούσαν το δέρμα του λαιμού του. Αντί γι' αυτό, το μόνο που κατάφερνε ήταν ξεροί ψίθυροι.
«Αν με τρυπήσεις άλλη μια φορά...», απείλησε τον κυνηγό στα δεξιά του.
«Τι θα κάνεις;», τον ρώτησε ένας κυνηγός με τον ίδιο τόνο στη φωνή του.
Το κεφάλι του έσπαγε από τον πόνο· έναν πόνο που έκανε τα μάτια του να δακρύζουν χωρίς τη βούληση του. Το ανοσοποιητικό του διαλυόταν από την αφυδάτωση, παρόλο που βρισκόταν διαρκώς κάτω από το νερό. Άλλοι στη θέση του θα έδιναν τα πάντα για να γυρίσουν πίσω στην ανθρώπινη ύπαρξη τους, αλλά όχι ο ίδιος.

«Δεν μπορείς να υποτάξεις ένα θηρίο», ψιθύρισε περισσότερο στον εαυτό του σε μια προσπάθεια να κρατήσει τα λογικά του.
Τα μάτια του μετρούσαν τους κόκκους σκόνης στο έδαφος κάτω από τα πόδια του όταν μια μικρή κίνηση τράβηξε την προσοχή του μακριά. Πέρα αριστερά, στηριζόμενος στην εύθραυστη κουπαστή, ο Κολ παρακολουθούσε ανέκφραστος. Ωστόσο, οι αρθρώσεις των δαχτύλων του είχαν ασπρίσει από τη δύναμη με την οποία έσφιγγε το ξύλο. Ο Μάικλ Τζοζεφ απέστρεψε γρήγορα το βλέμμα. Αν δεν τον είχαν δει ακόμη οι κυνηγοί, δεν είχε καμία όρεξη να γίνει εκείνος η αιτία να τον καταλάβουν.

«Μην κουνιέσαι», σχημάτισε ο Κολ άηχα χρησιμοποιώντας μόνο τα χείλη του. Πήρε φόρα και κατέβηκε τα σκαλιά μέχρι το τέλος. Οι κυνηγοί πετάχτηκαν όρθιοι και άρπαξαν ότι βρήκαν μπροστά τους, στοχεύοντας περισσότερο να αμυνθούν παρά να του επιτεθούν. Ο Μάικλ Τζόζεφ ένιωσε τα χέρια που τον κρατούσαν από τα μπράτσα να χαλαρώνουν. Χωρίς εκείνα να τον κρατάνε όρθιο, σωριάστηκε στο πάτωμα με ένα δυνατό θόρυβο. Άφησε να του ξεφύγει ένα σιγανό γέλιο από ανακούφιση.
Όλοι αυτοί οι τσαρλατάνοι δεν πιάνουν μία μπροστά του, σκέφτηκε.
Ταυτόχρονα, ο Μάικλ Τζόζεφ είπε στον αδερφό του τηλεπαθητικά ότι δεν ήταν η ώρα του να ελευθερωθεί. Περίμενε τον Στίβεν.

Ο Ντέρεκ άρπαξε την ευκαιρία και πετάχτηκε απότομα από πίσω του με ένα όπλο στο χέρι. Χωρίς να χρονοτριβεί στόχευσε τον Κολ στην πλάτη και πίεσε τη σκανδάλη τρεις φορές. Τρία δηλητηριώδη βέλη καρφώθηκαν στο σώμα του προτού εκείνος αντιδράσει. «Όχι!», ξέσπασε ο Μάικλ Τζόζεφ βλέποντας τον αδερφό του να προσγειώνεται άγαρμπα στο σκονισμένο πάτωμα. Φυσικά ήταν ιδιαίτερα πειστικός. Ο Ντέρεκ χαμογέλασε δυσοίωνα προτού το βλέμμα του ενός συναντηθεί με του άλλου. «Ναρκώστε τον και πετάξτε τον πάλι στη δεξαμενή... Θα ασχοληθώ μαζί του αργότερα», διέταξε.

Ο Μάικλ Τζόζεφ ένιωσε ένα τελευταίο τρύπημα στο λαιμό και ξαφνικά το σκοτάδι κατάπιε τα πάντα, βυθίζοντάς τον σε μια γλυκιά σιωπή...

Από το λεπτό που κατάλαβαν πως το να κοιτάζουν το άδειο πηγάδι με γυάλινο βλέμμα δεν οδηγούσε πουθενά, ο Κασπάρο κι η Κριστίνα κάθισαν οκλαδόν πάνω σε ένα σωρό στοιβαγμένων κίτρινων φύλλων σκορπίζοντας σκοτεινά αντικείμενα στο μικρό κενό που υπήρχε ανάμεσα τους. Η ξανθομαλλούσα μάγισσα με τα μικροσκοπικά χέρια έσφιξε στην παλάμη της ένα ματσάκι φασκόμηλο και με μια ψιθυριστή ευχή το τύλιξε στις φλόγες. «Ξέρεις να διαβάζεις τη γλώσσα του καπνού;», ρώτησε χωρίς να κοιτάξει τον Κασπάρο. «Από πού κι ως πού να ξέρω εγώ κάτι τέτοιο;», αποκρίθηκε εκείνος.

«Απλά σκέφτηκα ότι αφού μεγάλωσες με τσιγγάνους ίσως τους είχες δει να το κάνουν... Θυμάμαι κάποτε ο Μάικλ Τζόζεφ είχε πει πως το ότι έζησες μαζί τους ήταν μια ευτυχής σύμπτωση»

«Πράγματι... Όταν ήμουν τριών ετών, οι γονείς μου με παράτησαν σε ένα σοκάκι της Λυόν με τον όρκο πως αν μια μέρα ξεμπέρδευαν με τις κακές τους συναναστροφές θα επέστρεφαν να με πάρουν· έβρεχε καταρρακτωδώς και τα ρούχα μου είχαν γίνει μούσκεμα. Το μόνο που κρατούσα στα χέρια μου ήταν ένα αρκουδάκι φτιαγμένο από πανί και μια χούφτα πλαστικά κουμπιά. Η Λάιλα και ο Κάιλ με βρήκαν να κοιμάμαι πλάι σε ένα χαρτόκουτο και με περιμάζεψαν. Με μεγάλωσαν σαν δικό τους παιδί και μου δίδαξαν όλα όσα ήξεραν οι ίδιοι, πέρα από τη μαγεία... Δεν τους είχα δει να κάνουν οτιδήποτε περίεργο εκτός από το να φτιάχνουν φυλακτά κατά της μαύρης μαγείας. Έδωσαν ένα και σε μένα και δεν σκοπεύω να το βγάλω ποτέ από πάνω μου».

Τολύπες καπνού κινούνταν με χάρη στον αέρα, σαν χορευτικές κινήσεις από γκρίζες μπαλαρίνες. Κάθε μια αντιπροσώπευε ένα διαφορετικό σύμβολο, το οποίο η Κριστίνα διάβαζε κι ερμήνευε επιτόπου. «Υπάρχουν ενδείξεις υπερφυσικής παρουσίας προς τα Ανατολικά», μουρμούρισε αφηρημένα. Ο Κασπάρο πετάχτηκε όρθιος και προετοίμασε τον εαυτό του για μάχη. Λογάριασε, όμως, δίχως να λάβει υπόψη την Κριστίνα. «Όχι τόσο γρήγορα», συνέχισε εκείνη με συρτή φωνή. Ο Κασπάρο συνοφρυώθηκε. «Γιατί;».

«Η προφητεία αποκαλύφθηκε. Μόνο ένας από τους δυο μπορεί να επιβιώσει. Αυτός που θα σωθεί θα φέρει το μήνυμα του σκότους. Το χάος θα επιστρέψει και ο Χάρος θα θερίσει ψυχές. Αν ο 'κενός' επικρατήσει, λόγια για μίσος και διχόνοια θα σκορπίσει. Αν, όμως, της ζωής του κοπεί η κλωστή μπορεί να αποφευχθεί η καταστροφή».

Η Κριστίνα είχε χαμηλώσει τα βλέφαρα της και παραμιλούσε ασταμάτητα. Το πρόσωπο της είχε χλωμιάσει απότομα, λες και κάποιος της ρουφούσε τη ζωή. Ο Κασπάρο πλησίασε διστακτικά και στη συνέχεια έσκυψε από πάνω της έτοιμος να την ταρακουνήσει. Αίφνης, εκείνη πετάχτηκε προς τα πίσω πιάνοντας τον απροετοίμαστο. Εκείνος βιάστηκε να τυλίξει τα μπράτσα του γύρω της για να προλάβει άλλη μια σπασμωδική κίνηση ώσπου η Κριστίνα σωριάστηκε κάτω αναίσθητη.

Ο Μάικλ στάθηκε με δέος μπροστά από τη σκουριασμένη πύλη, πίσω από την οποί βρισκόταν ένα ξύλινο κτίριο γοτθικής αρχιτεκτονικής. Δεν πιστεύω ότι θα με υποδεχτούν με ιδιαίτερη χαρά, σκέφτηκε σπρώχνοντας την για να ανοίξει. Δεν χρειάστηκε καν μεγάλη πίεση ώστε το μέταλλο να υποχωρήσει. Κάτω από τα πόδια του, το χώμα ήταν ξερό με αποτέλεσμα τα βήματα του να αντηχούν δυνατότερα.

Περπάτησε αργά κι επιφυλακτικά προς την είσοδο του κτιρίου προσπαθώντας, παράλληλα, να μην τραβήξει πάνω του κάποιο αδιάκριτο βλέμμα. Ύστερα, χτύπησε την πόρτα με τον αντίχειρα και το δείκτη του να ακουμπούν ο ένας τον άλλο. Με ένα τρίξιμο, το ξύλο άνοιξε προς τα μέσα και μια μελαμψή γυναίκα με καστανά μαλλιά εμφανίστηκε στο κατώφλι. «Πέρασε», είπε και με ένα νεύμα του έδειξε το εσωτερικό ενός μεγάλου χολ. «Σε περιμέναμε».

Το κτίριο ήταν ψηλοτάβανο κι αποτελούνταν, όπως και το εξωτερικό μέρος, κυρίως από τεχνουργήματα ξύλου. Στο τέλος του χολ ο επισκέπτης ερχόταν αντιμέτωπος με μια βαριά πόρτα, η οποία ήταν κλειδωμένη από μέσα ενώ δεν διέθετε πόμολο ή χερούλι. «Κάνε πίσω», τον προειδοποίησε η γυναίκα κι εκείνος υπάκουσε. Η μάγισσα πλησίασε τα χείλη της κοντά στην πόρτα κι αργότερα ψιθύρισε: «Dubito, ergo cogito, ergo sum*». Κι η πόρτα άνοιξε σαν από μόνη της.

Πίσω από την πόρτα κρυβόταν ένας χώρος σαν αίθουσα του θρόνου κλεμμένη από Μεσαιωνικό ανάκτορο. Το λεπτό που ο Μάικλ πάτησε το πόδι του εκεί μέσα, αντίκρισε τρεις γερασμένες μάγισσες να τον κοιτάζουν από ψηλά με υπεροπτικό ύφος. Η μια είχε τυλίξει γύρω από τα ασημένια μαλλιά της ένα μωβ μαντίλι κι είχε ζωγραφίσει ένα μικρό σημάδι στο κέντρο του μετώπου της. Η δεύτερη φορούσε μακριά χρυσά σκουλαρίκια κι είχε βάψει τα χείλη της με μαύρο κραγιόν. Τέλος, η τρίτη είχε κοντοκουρεμένα μαλλιά και φορούσε έναν ασημένιο κρίκο στη δεξιά πλευρά της μύτης της.

«Ευχαριστούμε, Κλώντια. Μπορείς να πηγαίνεις», αναφώνησε η μεσαία μάγισσα κι η γυναίκα αναχώρησε βιαστικά με το κεφάλι κατεβασμένο από σεβασμό. Ο Μάικλ προχώρησε αμήχανα μπροστά χωρίς να πάρει το βλέμμα του από τα τρία ηλικιωμένα πρόσωπα. Οι μάγισσες σηκώθηκαν όρθιες και με τα χέρια τους σταυρωμένα μπροστά τους ανταπέδωσαν την κίνηση. «Τα ονόματα μας είναι Τζανίν, Λότους και Άρια». Εκείνος δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Άραγε περίμεναν να τους συστηθεί; Μα δεν ήξεραν ήδη ποιος ήταν;

«Δεν μας φαίνεται περίεργο που σε βλέπουμε εδώ, σωσία». Ξέρουν, σκέφτηκε ο Μάικλ απαντώντας στον εαυτό του. «Η προφητεία έλεγε ότι θα έρθεις»

«Μισό λεπτό... Ποια προφητεία;»

Η πρώτη μάγισσα πήρε το λόγο από τη δεύτερη κι ανέλαβε το χρέος να απαντήσει.

«Κάθε πενήντα χρόνια εμφανίζεται μια προφητεία η οποία θέτει σε ισορροπία τον υπερφυσικό πληθυσμό της Γης. Φέτος σημαδεύονται πενήντα χρόνια από την προφητεία της αναγέννησης. Η νέα προφητεία προσφέρει δυο ενδεχόμενα: αν πεθάνει ο Μάικλ Τζόζεφ τα πράγματα θα είναι καλύτερα, ενώ αν πεθάνεις εσύ θα καταλήξουμε σε όλεθρο».

«Γιατί πρέπει οπωσδήποτε κάποιος να πεθάνει; Δεν υπάρχει μέση λύση; Εξάλλου, εσείς ξεκινήσατε όλο αυτό το χάος. Κι εσείς θα το τελειώσετε, εδώ και τώρα», γρύλισε ο Μάικλ με σφιγμένα δόντια.

«Τι εννοείς όταν λες ότι εμείς το ξεκινήσαμε;», ρώτησε αυτή που λεγόταν Άρια.

Ο Μάικλ άφησε να του ξεφύγει ένας ξεψυχισμένος αναστεναγμός.

«Εννοώ, πολύ απλά, ότι εσείς επιτρέψατε στη Δάφνη να φτιάξει το είδος μας δίνοντας της τη δύναμη να φέρει το γιο της πίσω»

Η Τζανίν παραμέρισε τις άλλες δυο και στάθηκε περήφανα μπροστά του.

«Όταν επιτρέψαμε στον Μάικλ Τζόζεφ να σωθεί το κάναμε γιατί πιστεύαμε ότι το άξιζε. Αλλά...»

«Αλλά τι;»

«Τη μέρα που γύρισε πίσω από τον Κάτω Κόσμο πήρε μαζί του κι ένα κομμάτι του»

Ήρθα εδώ για να τις προκαλέσω να αλλάξουν την κατάσταση κι εκείνες κατέληξαν να προκαλούν εμένα, σκέφτηκε ο Μάικλ τοποθετώντας τον αντίχειρα του κάτω από το σαγόνι του. Τα πόδια του έτρεμαν ελαφρά και τα χέρια του σφίχτηκαν σε γροθιές για να μετριάσουν την ένταση που ένιωθε να τον διακατέχει. Το βλέμμα του περιπλανήθηκε στο χώρο εξετάζοντας εξονυχιστικά κάθε σπιθαμή του, ώσπου έπεσε πάνω σε καμιά δεκαριά κάρτες απλωμένες σε ένα ξύλινο τραπέζι. Μια ιδέα είχε μόλις κατέβει στο μυαλό του...

«Ας βάλουμε ένα στοίχημα», είπε. «Βλέπετε εκείνες τις κάρτες; Θα τις ανακατέψουμε κι ύστερα θα τις σκορπίσουμε στο έδαφος. Μία από εσάς θα καθίσει αντίκρυ μου και θα τραβάει μια κάρτα ταυτόχρονα με εμένα. Χωρίς μαγεία και χωρίς χρήση υπερφυσικών αισθήσεων θα τραβήξουμε ο καθένας από πέντε κάρτες. Εκείνος που θα τραβήξει τις 'καλύτερες' κερδίζει. Αν κερδίσω εγώ, θα υποχρεωθείτε να αλλάξετε την προφητεία. Αν κερδίσετε εσείς, έχετε το δικαίωμα να μου ζητήσετε ότι θέλετε κι εγώ θα το κάνω».

«Οι κάρτες ταρώ δεν είναι παιχνίδι», μουρμούρισε η Λότους. Κι ο Μάικλ τη διέκοψε. «Σας πρόσφερα μια λύση κι εσείς την απορρίψατε χωρίς δεύτερη σκέψη. Έχετε κάποια καλύτερη ιδέα;». Οι μάγισσες αλληλοκοιτάχτηκαν κι αντάλλαξαν μερικά συμβουλευτικά βλέμματα. «Εντάξει», αναφώνησαν τότε ταυτόχρονα...

*Dubito, ergo cogito, ergo sum (Λατινικά): Αμφιβάλλω, ως εκ τούτου νομίζω, άρα υπάρχω (Ρενέ Ντεκάρτ)

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro