Αλήθειες και ψέματα
Chapter Soundtrack: Billie Eilish - No Time To Die
Η έντονη μυρωδιά του αίματος καραδοκούσε παντού, τρυπούσε τη μύτη μου και με οδηγούσε σε ένα ατελείωτο παραλήρημα. Η ατέρμονη δίψα στην οποία υποτασσόταν όλο μου το είναι με έκανε να νιώθω σαν να μου έτρεψαν τα σάλια. Οι κυνόδοντες μου είχαν μακρύνει και τρυπούσαν ανελέητα το εσωτερικό των χειλιών μου κάνοντας τα να ματώσουν, όπως το τρύπημα μιας βελόνας. Προσπάθησα να περιορίσω τον εαυτό μου, αλλά αυτό χρειάστηκε την απόλυτη προσήλωση μου και συνεπώς με αποδυνάμωσε ακόμα περισσότερο.
Όλο αυτό το διάστημα, η Νικόλ προσπαθούσε με κάθε τρόπο να με βοηθήσει να επιβληθώ στον εαυτό μου και να τον ελέγξω, ακόμη κι όταν τα πράγματα δεν μπορούσαν να γίνουν χειρότερα. Η ειλικρίνεια στο βλέμμα της τρυπούσε την καρδιά μου σαν λεπίδα. Κάθε φορά που με άγγιζε ένιωθα μια σουβλιά ενοχής στο κέντρο του στήθους μου. Ποτέ, όμως, δεν τόλμησα να της το αναφέρω. Δεν ήθελα να στερήσω τόσο άκαρδα την ευτυχία μέσα από τα χέρια της· τόσο όσο δεν ήθελα να ρουφήξω κάθε σταγόνα από εκείνο το θεσπέσιο κόκκινο υγρό που τώρα κυλούσε άφθονο στις φλέβες της και ορισμένες φορές με προκαλούσε να το γευτώ.
Εκείνη τη νύχτα, επισκέφτηκα το δωμάτιο της εντελώς αθόρυβα. Περίμενα να τη βρω να κοιμάται αλλά εκείνη καθόταν οκλαδόν δίπλα στον καθρέφτη και με περίμενε. Μόλις με είδε, έτρεξε κατά πάνω μου και ξέσπασε με πάθος, φιλώντας το τόξο του λαιμού μου σαν να μην υπήρχε αύριο. Η σάρκα μου φλεγόταν από μέσα προς τα έξω κάτω από τα δάχτυλα της. Τα φιλιά που σκόρπιζε στο σώμα μου καθώς ταυτόχρονα το έγδυνε ανάγκασαν τους σφιγμένους μυς μου να χαλαρώσουν. «Ξέρεις, θυμάμαι ακόμα πώς να γδυθώ», την πείραξα. Εκείνη ένευσε και με άφησε απρόθυμα να αναλάβω την αφαίρεση των υπόλοιπων ρούχων από πάνω μου. Όταν είχα πλέον απομείνει να φοράω μόνο το εσώρουχο μου, η Νικόλ άπλωσε τις παλάμες της στο κέντρο του κορμού μου και συνεχίζοντας προς τα κάτω ψιθύρισε: «Αν ποτέ αλλάζαμε θέσεις, δεν θα αντιστεκόμουν στο να σε δαγκώσω». Γέλασα. Το στρώμα του κρεβατιού απείχε μόνο λίγα εκατοστά από εμάς. Την έσπρωξα με ελάχιστη πίεση προς τα πάνω του κι εκείνη έγειρε την πλάτη της πίσω για να ξαπλώσει. Ύστερα, έφερε τα χέρια πάνω από το κεφάλι της κι αφέθηκε στα αγγίγματα μου χωρίς κανέναν απολύτως ενδοιασμό. Εκείνο το αθώο θνητό πλάσμα που υποτίθεται πως έπρεπε να τρέμει ακόμα και το βλέμμα μου με άφηνε να χαϊδεύω το σώμα του και να ψηλαφίζω το δέρμα του με την αφέλεια ενός παιδιού.
Τα δάχτυλα της τυλίχτηκαν με τα δικά μου κι οι παλάμες μας ενώθηκαν σε μία. Ήταν δύσκολο για εμένα να πιστέψω αυτό που έβλεπα. Όλη η ένταση που ένιωθα μηδενιζόταν από αυτή την τόσο απλή κίνηση. Ένιωθα το σώμα μου να αποβάλει όλα εκείνα που προκαλούσαν τον εκνευρισμό μου και να τα αντικαθιστά με μια πιο ευχάριστη εκδοχή τους, σαν να αποτοξίνωνε ξαφνικά τον εαυτό του.
Έσφιξα τη Νικόλ πάνω στο στήθος μου κι ακούμπησα το κεφάλι της στο στέρνο μου. Μάλιστα, τα αισθήματα μου εκείνη τη στιγμή φάνηκε πως ήταν τόσο έντονα ώστε άρχισα ασυναίσθητα να τη σφίγγω όλο και περισσότερο πάνω μου. «Γιατί με κρατάς έτσι;», ρώτησε με ένα διαπεραστικό βλέμμα στο πρόσωπο της, «Τι είναι αυτό που φοβάσαι τόσο;». Οι ερωτήσεις της με άφησαν άναυδο για μερικές δεκάδες δευτερόλεπτα. «Φοβάμαι ότι μια μέρα θα φύγεις από κοντά μου, ότι θα με παρατήσεις δίχως ένα 'αντίο'· και τότε θα καταστραφώ. Δεν θα αντέξω να ζήσω άλλο αυτή τη ζωή χωρίς εσένα», μουρμούρισα στο τέλος διστακτικά, φανερώνοντας της κάθε προηγούμενη σκέψη μου. Τότε, οι παλάμες της αγκάλιασαν το πρόσωπο μου και το ανασήκωσαν τόσο όσο χρειαζόταν για να αντικρίζει και πάλι το δικό της. «Μη μιλάς έτσι», ψιθύρισε αγγίζοντας τρυφερά τα χείλη μου με τα χείλη της, «Δεν θα σε αφήσω ποτέ».
Εκείνο το βράδυ, το κεφάλι μου έμοιαζε σαν χωρισμένο σε δυο διαφορετικά στρατόπεδα. Από τη μια, οι απαισιόδοξες σκέψεις που μου προμήνυαν ένα μέλλον βουτηγμένο στην οδύνη κι από την άλλη οι αισιόδοξες που πάλευαν να με πείσουν ότι αυτή τη φορά το κορίτσι στην αγκαλιά μου θα ήταν εκεί για να καλύψει κάθε κενό μου.
Η Νικόλ μετακίνησε το ημίγυμνο σώμα της δίπλα μου κι ύστερα σκέπασε και τους δυο μας με το πάπλωμα της. Αμέσως, ο νους μου κατακλύστηκε από τη ζεστασιά και τη θαλπωρή που απέπνεε και με έκανε να χαμογελάω σαν αφηρημένος. «Δεν θα μείνεις μέχρι το πρωί, έτσι;», ρώτησε τρίβοντας το μάγουλο της στον ώμο μου. «Όχι», απάντησα, «όμως, υπόσχομαι να επανορθώσω σύντομα». Στο άκουσμα των λόγων μου, εκείνη μου έριξε ένα βλέμμα γεμάτο εμπιστοσύνη και στη συνέχεια αποκοιμήθηκε αγκαλιάζοντας με. Χάιδεψα για λίγο τα μαλλιά της και σκέφτηκα πόσο ωραία μύριζαν κάθε φορά που στεκόταν κοντά μου. Αμύγδαλο και μέλι. Χωρίς να το σκεφτώ, έχωσα τη μύτη μου ανάμεσα τους και άφησα τον εαυτό μου να υποκύψει στο υπέροχο άρωμα που γέμιζε τα ρουθούνια μου. Μερικά λεπτά αργότερα, είχα παραδοθεί κι εγώ στον ύπνο...
Η Νικόλ έψαξε στα τυφλά να βρει το πρόσωπο μου πάνω στο μαξιλάρι της ή το χέρι μου θαμμένο ανάμεσα στα σεντόνια, αλλά εγώ δεν ήμουν πια εκεί. Άνοιξε τα μάτια της και στράφηκε στο κενό που είχε απομείνει στο κρεβάτι μετά την αποχώρηση μου. Μόρφασε με παράπονο ενώ μέσα της ευχόταν να είχα μείνει λίγο ακόμα. Ύστερα, σηκώθηκε παραμερίζοντας νυσταγμένα το πάπλωμα και περπάτησε ως το γραφείο της όπου την περίμενε μια μικρή έκπληξη. Τα μάτια της άνοιξαν, ξαφνικά, διάπλατα και καρφώθηκαν στο κόκκινο τριαντάφυλλο που ακουμπούσε απαλά τα πέταλα του πάνω στο ανοιχτόχρωμο ξύλο. Το πλησίασε αργά στο πρόσωπο της και εισέπνευσε αχόρταγα το άρωμα που αναδινόταν από εκείνο. «Με ξέρεις τόσο καλά», ψιθύρισε και το έσφιξε με ευλάβεια στην αγκαλιά της.
Η μέρα εκείνη είχε ξεκινήσει καλά και μια έντονα ρομαντική διάθεση γέμιζε τον αέρα, την ώρα που ο ήλιος που ανέτειλε έδινε χρώμα στον πεντακάθαρο ουρανό. Η Νικόλ κάθισε για λίγο στο περβάζι κι άρχισε να αναρωτιέται αν θα κατάφερνε ποτέ να διαχειριστεί τα αισθήματα της. Από τη μια, με αγαπούσε κι ένιωθε την καρδιά της να σκιρτά κάθε λεπτό που περνούσαμε χώρια. Από την άλλη, πού και πού, η περιέργεια της της έτρωγε τα σωθικά.
«Θέλω να σε δω να κυνηγάς», είπε και πήρε ένα ύφος σαν να ντρεπόταν για κάθε λέξη που ξεστόμισε. Έκλεισα τα μάτια μου χωρίς να την κοιτάξω. «Αυτό είναι αδύνατον», ψιθύρισα. Αμέσως, εκείνη έσπευσε να φέρει αντίρρηση μα τη διέκοψα. «Δεν θα άντεχες ποτέ το θέαμα. Πίστεψε με, δεν θέλεις πραγματικά να με δεις να ξεσκίζω τη σάρκα κάποιου άμοιρου ζώου ή, ακόμα χειρότερα, ενός ανθρώπου». Συνοφρυώθηκε κι έστρεψε τα μάτια της αλλού. Η απογοήτευση ήταν απόλυτα εμφανής στο βλέμμα της, ωστόσο δεν προσπάθησε καθόλου να την κρύψει. «Τότε, θέλω να σου ζητήσω κάτι άλλο», είπε διστακτικά λίγο αργότερα, αφού πρώτα φάνηκε να έχει μελετήσει καλά όσα θα έλεγε. Έγνεψα καταφατικά διατηρώντας τις επιφυλάξεις μου. «Θέλω να σε δω όπως πραγματικά είσαι· απογυμνωμένο από όσα βαραίνουν τη συνείδηση σου, απελευθερωμένο από τις εξαρτήσεις που επιβάλει η φύση σου. Δεν με νοιάζει το πώς. Θέλω να γνωρίσω τον άνθρωπο μέσα σου».
Ένας οξύς πόνος διαπέρασε το στήθος μου και μου έκοψε την ανάσα λες κι ήταν ξυράφι. Το μυαλό μου εξακολουθούσε να επεξεργάζεται ξανά και ξανά κάθε λέξη, πρόταση και τελεία που βγήκε από το στόμα της. Εκείνη τη στιγμή, απρόσμενα τις ζεστές παλάμες της να αγγίζουν τα μάγουλα μου. «Σε παρακαλώ», είπε σιγανά κι εγώ ενέδωσα. Έκλεισα σφιχτά τα βλέφαρα μου και περίμενα. Όταν τα άνοιξα εκ νέου, το χρώμα των ματιών μου είχε πάρει και πάλι τη σκούρα καστανή απόχρωση που είχε όταν ήμουν θνητός. Στη συνέχεια, ανάγκασα τους κυνόδοντες μου να μικρύνουν και το αίμα να ανέβει στα μάγουλα μου, με αποτέλεσμα να τους δώσει ένα πιο ροδαλό χρώμα.
«Ο άνθρωπος μέσα μου είναι τρομερά ανασφαλής, ντροπαλός και πληγωμένος. Είναι άδικος και του αρέσει να κατηγορεί τους πάντες για την κακή του μοίρα, εκτός από τον εαυτό του. Είναι παράτολμος και ξεροκέφαλος, ανίκανος να διαχειριστεί τις πράξεις και τις αποφάσεις του. Είναι, τέλος, τρελά ερωτευμένος με ένα θνητό κορίτσι γεμάτο χάρη και ζωντάνια, το οποίο κατάφερε να φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή και στην ψυχή του», ψιθύρισα σκύβοντας κοντά στο αυτί της. Εκείνη χαμογέλασε και τύλιξε τα χέρια της γύρω από το σώμα μου ακουμπώντας το κεφάλι της στον ώμο μου· μετά, έπλεξε τα δάχτυλα της ανάμεσα στα μαλλιά μου και χάιδεψε το πίσω μέρος του κεφαλιού μου. «Ακούγεται ενδιαφέρων», ψιθύρισε κι άφησε τη ζεστή ανάσα της να χαϊδέψει την εκτεθειμένη μου σάρκα. «Όχι και τόσο», διαφώνησα με τις άκρες των δαχτύλων μου να ταξιδεύουν πάνω στη μέση της.
Η Νικόλ έγειρε τον κορμό της προς τα πίσω για να ρίξει άλλη μια εξεταστική ματιά στον – σχεδόν – ανθρώπινο εαυτό μου. «Είσαι τόσο όμορφος», την άκουσα να λέει σιγανά κι ευθύς ένιωσα κάτι μέσα μου να σπάει. Εκείνη φάνηκε να το αντιλαμβάνεται και σούφρωσε για μια στιγμή τα χείλη της ως ένδειξη της δυσαρέσκειας της. «Σε γνώρισα ως βρικόλακα, σε αγάπησα ως βρικόλακα, σε ονειρεύτηκα ως βρικόλακα. Μην τολμήσεις να μου πεις πως όλα θα ήταν διαφορετικά αν ήσουν σαν εμένα γιατί αυτό είναι ψέμα», είπε και το πρόσωπο της σφίχτηκε. «Υποθέτω πως αυτό δεν θα το μάθουμε», μουρμούρισα. Αίφνης, εκείνη με ξάπλωσε στο κρεβάτι και κρατώντας ακίνητα τα χέρια μου από τους καρπούς είπε: «για μένα δεν έχει σημασία». Γέλασα με εκείνο το σχόλιο. Στιγμιαία, έφερα στο μυαλό μου την εικόνα μου ως άνθρωπο να την αγκαλιάζω από τους ώμους με την πλάτη της κολλημένη στο στήθος μου. Αφού, όμως, δεν μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω και να κάνω κάτι τέτοιο πραγματικότητα, επέλεξα να το βάλω στην άκρη...
Την ώρα που έσκυβε για να με φιλήσει, παρατήρησα ότι το άρωμα των μαλλιών της ήταν διαφορετικό από κάθε προηγούμενη φορά. Τώρα μύριζαν ροδάκινο. «Τα μαλλιά σου μυρίζουν πάντα τόσο ωραία», άκουσα έκπληκτος τον εαυτό μου να εξομολογείται αυθόρμητα. Η Νικόλ ένιωσε κολακευμένη από το σχόλιο μου και χαμογέλασε με μια μεγάλη ποσότητα αίματος να συγκεντρώνεται στα μάγουλα της. Άπλωσα το χέρι μου και παραμέρισα μερικές τούφες που είχαν πέσει στο πρόσωπο της. Το ανελέητο χτύπημα των γεμάτων φλεβών της κάτω από τα δάχτυλα μου θόλωσε για μια στιγμή το μυαλό μου. Έστριψα το κεφάλι μου αλλού κι άρχισα να τρέμω – στην αρχή αμυδρά και μετά όλο και πιο έντονα. «Μάικλ, όλα εντάξει», είπε με τόνο που με δυσκολία ακουγόταν πιο δυνατά από ένα ψίθυρο κι ύστερα κράτησε τα χέρια μου μέσα στα δικά της και τα πλησίασε στα χείλη της. Στο άκουσμα της φωνής της να προσπαθεί να με καθησυχάσει, η ανάσα μου επέστρεψε στον κανονικό της ρυθμό και τα βλέφαρα μου χαμήλωσαν σαν να με παρέδιδαν σκόπιμα στον ύπνο, ενάντια στη θέληση μου. Λίγο πριν κοιμηθώ, η Νικόλ στάθηκε από πάνω μου και μου χάρισε ένα ζεστό φιλί στο μέτωπο. Είναι τόσο άδικος ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τους βρικόλακες. Τους παρουσιάζουν σαν βδελύγματα· σαν άκαρδους δολοφόνους. Αλλά η αλήθεια είναι πως αυτοί βρίσκονται σε χειρότερη θέση από αυτή των ανθρώπων γιατί απλά νιώθουν πολύ περισσότερα απ' όσα μπορούμε εμείς να νιώσουμε κι αυτό τους βασανίζει για όλη τους τη ζωή... Θα φροντίσω ώστε να μην αντιμετωπίσω ποτέ τον Μάικλ με ένα τρόπο που να μην του αξίζει. Εύχομαι πραγματικά να αποδειχτώ ικανή να τον κάνω ευτυχισμένο. Αυτό μόνο θέλω, την ευτυχία του, σκέφτηκε κι ύστερα απομακρύνθηκε αθόρυβα από το πλάι μου.
Η Αϊλίν καθόταν στο σαλόνι σιωπηλή. Μόλις την είδε να κατεβαίνει τις σκάλες σηκώθηκε από τον καναπέ και την πλησίασε με αργά βήματα. «Ο Μάικλ;», ρώτησε. «Κοιμάται». Το έκπληκτο βλέμμα της Αϊλίν τάραξε για μια στιγμή τη Νικόλ. «Δεν είναι τίποτα», συνέχισε τότε εκείνη, «Απλώς δεν συνηθίζει να κοιμάται κι ειδικά τόσο νωρίς. Πρέπει να ήταν εξουθενωμένος μετά το σημερινό κυνήγι». Η Νικόλ γούρλωσε ασυναίσθητα τα μάτια της. «Πότε πήγε για κυνήγι;», θέλησε να μάθει. «Σήμερα το πρωί. Ο Στίβεν είπε πως τα πήγε αρκετά καλά... αν εξαιρέσεις μια – δυο αναποδιές»
«Τι είδους αναποδιές;»
«Το αίμα των ζώων δεν ήταν ποτέ αρκετό για τον Μάικλ. Η δική του γενιά διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από εκείνη του Στίβεν. Όταν, πού και πού, κάποιος άνθρωπος βρίσκεται κοντά την ώρα που κυνηγούν, ο Μάικλ το βρίσκει ακατόρθωτο να μείνει μακριά του...»
«Κι αυτό ακριβώς έγινε σήμερα», τη διέκοψε η Νικόλ.
«Ναι, αλλά τελικά ο Μάικλ συγκρατήθηκε».
Η Νικόλ άφησε την ανάσα που κρατούσε να δραπετεύσει από τους πνεύμονες της γεμάτη ανακούφιση. Η Αϊλίν τη χάιδεψε στο μάγουλο και χαμογέλασε. «Οι βρικόλακες είναι θαυμάσια πλάσματα», είπε σιγανά, «κι αν ποτέ αγαπήσουν κάποιον, δίνουν μέχρι και τη ζωή τους για να τον προστατεύσουν από οτιδήποτε κι αν τον απειλεί». Κι έπειτα από αυτό άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες.
Η Νικόλ άγγιξε τα βλέφαρα μου με τα χείλη της, χωρίς να έχω καν καταλάβει πώς βρέθηκε εκεί χωρίς τον παραμικρό θόρυβο. «Γιατί δεν κοιμήθηκες ακόμα;», μουρμούρισα και χασμουρήθηκα άθελα μου. Εκείνη χαχάνισε. «Γιατί μου αρέσει να σε παρακολουθώ να κοιμάσαι». Βρήκα στα τυφλά την παλάμη της, την πλησίασα στο στόμα μου και άρχισα να φιλάω τα δάχτυλα της ένα προς ένα. «Δεν είναι και κανένα πρωτότυπο θέαμα», είπα κι εκείνη μόρφασε σαν να ενοχλήθηκε.
Τα πόδια μου είχαν μόλις ακουμπήσει το πάτωμα όταν ένα βασανιστικό σφύριγμα διαπέρασε τα αυτιά μου. Κάτι εκεί έξω το προκαλούσε επίτηδες, ήμουν σίγουρος· κάτι που βρισκόταν ακριβώς έξω από το παράθυρο μου. Εκείνη παρατήρησε γρήγορα ότι κάτι πήγαινε λάθος και πλησιάζοντας διστακτικά το παράθυρο έριξε μερικές κοφτές ματιές έξω, μάταια. Τα μάτια της αδυνατούσαν να ξεχωρίσουν τα σχήματα των σκιών της νύχτας μεταξύ τους. «Δεν το αντέχω άλλο», γρύλισα και με ένα γδούπο τινάχτηκα στον αέρα με φορά προς το παράθυρο, αφήνοντας πίσω μου μια παγωμένη ριπή ανέμου.
Μια σκοτεινή φιγούρα στεκόταν σκόπιμα πολύ κοντά στο σπίτι και κρατούσε στα χέρια της ένα μικρό μηχάνημα, το οποίο αναπαρήγαγε ήχους υπερβολικά ενοχλητικούς για τα δικά μου αυτιά. Έκανε ένα βήμα μπροστά με το πρόσωπο καλυμμένο μέχρι το σημείο των ματιών. «Μήπως νιώθεις μια ζαλάδα;», ρώτησε φωναχτά το λεπτό που προσγειώθηκα στο έδαφος. Πράγματι, είχα αρχίσει να ζαλίζομαι, σε μικρό όμως βαθμό. Πώς θα μπορούσε να το ξέρει αυτό; «Είσαι κυνηγός!», συμπέρανα φωναχτά. Πριν κάνω έστω κι ένα βήμα, ο θείος πετάχτηκε ανάμεσα σε εμένα και στον κυνηγό και με έσπρωξε αστραπιαία δεκάδες μέτρα μακριά του. «Μείνε εκεί που είσαι!», γρύλισε απειλητικά. Τα μάτια του είχαν πάρει ένα βαθύ κόκκινο χρώμα, πιο σκούρο απ' ότι συνήθως, καθώς πρόβαλλε τα δόντια του. Ο κυνηγός τον αγνόησε. «Δεν ήρθα για εσένα», μουρμούρισε περιφρονητικά, «Ήρθα για να σκοτώσω το σωσία». Και τότε ακριβώς ήταν που θυμήθηκα...
Του επιτέθηκα με όλη τη φόρα που μπορούσα να συγκεντρώσω στα πόδια μου και τον έριξα στο χώμα. Το σφύριγμα σταμάτησε για λίγο κι η όραση μου ξεκαθάρισε, δίνοντας μου τη δυνατότητα να παρατηρήσω το πρόσωπο του από πιο κοντά. Είχε μαλλιά στο χρώμα της άμμου, τα μάτια του είχαν ένα ξεθωριασμένο γαλάζιο χρώμα και τα χείλη του ήταν σφιγμένα. «Εσύ ήσουν και την προηγούμενη φορά;». Έγνεψε καταφατικά. «Γιατί με αποκαλείς σωσία;», ζήτησα να μάθω. «Μα πώς είναι δυνατόν να μην ξέρεις; Εξάλλου, του μοιάζεις πάρα πολύ», αποκρίθηκε εκείνος μπερδεμένα. «Μίλα!». Ο άντρας σούφρωσε τα χείλη του υποτιμητικά κι έκανε ένα σύντομο μορφασμό. Λίγο πριν αφήσω τα δόντια μου να βυθιστούν στο λαιμό του, άκουσα το θείο να πλησιάζει αργά από πίσω μου κι ύστερα ένιωσα την παγωμένη παλάμη του στον ώμο μου· αν και είχαμε την ίδια θερμοκρασία ακόμα δεν μπορούσα να συνηθίσω πόσο κρύα ήταν. «Σε ποιον μοιάζει;», τον ρώτησε αυταρχικά σαν να του επέβαλε να απαντήσει όπως και να'χει. Ο κυνηγός παρέμεινε αποφασισμένος να μην πει λέξη. Ο θυμός μέσα μου με έκανε να βράζω σαν καζάνι στη φωτιά καθώς θέριευε. Με μία μόνο κίνηση του χεριού μου τράβηξα το λαιμό του κοντά στο στόμα μου, ενώ ο θείος γονάτισε δίπλα μου ανέκφραστος· ήταν πια πολύ αργά για να με κάνει να σταματήσω.
Η Νικόλ κι η ΑΪλίν παρακολουθούσαν τα πάντα από το περβάζι του δωματίου μου σαν αμέτοχοι θεατές. Αμέσως αφότου δάγκωσα τον κυνηγό, η Αϊλίν κοίταξε με περιέργεια τη Νικόλ και της έκανε νόημα να μην τρομάξει. Αυτό, όμως, που έμοιαζε να αγνοεί ήταν πως εκείνη δεν με είχε φοβηθεί ποτέ της. Ούτε και τώρα με φοβόταν. Έβλεπε αυτή την πλευρά μου, η οποία στερούνταν οίκτου, χωρίς να εύχεται να μπορούσε να την αλλάξει. Αντίθετα, την αποδεχόταν πλήρως...
Όταν ανέβηκα ξανά στο δωμάτιο μου, είδα τα μάτια της να με καρφώνουν σαν πρόκες την ώρα που η ίδια βρισκόταν καθισμένη στο κρεβάτι. Από τα χείλη μου έσταζε αίμα και τα μαλλιά μου ήταν ανακατωμένα. Από το ύφος του προσώπου της συμπέρανα ότι η εμφάνιση μου πρέπει να ήταν μακράν χειρότερη απ' όσο πίστευα στην αρχή. «Δεν έπρεπε να το δεις αυτό», ψέλλισα. «Όχι», συμφώνησε, «δεν έπρεπε». «Σε φόβισε αυτό που είδες;». Έγνεψε αρνητικά. Η έκφραση μου έγινε, ξαφνικά, σκληρή κι η φωνή μου άρχισε να ακούγεται σαν κραυγή. Κάτι άλλαζε μέσα στο σώμα μου κι ήταν πέρα από τον έλεγχο του μυαλού μου. Ένιωθα κάθε κτηνώδες ένστικτο να έρχεται στην επιφάνεια και να καταπλακώνει το στήθος μου σαν βράχος. Η Νικόλ απομακρύνθηκε από κοντά μου και κρύφτηκε πίσω από το κρεβάτι. Για κάποιο λόγο, έμοιαζε λες και ήξερε τι να περιμένει σε αυτή τη φάση. Ο φόβος είχε πλέον ξεκινήσει να φωλιάζει για τα καλά μέσα της καθώς συνειδητοποιούσε ότι ορισμένες από τις προσδοκίες της σχετικά με εμένα είχαν διαψευστεί. «Έχεις ιδέα πώς αισθάνθηκα όταν σκότωσα εκείνο τον άντρα;», ρώτησα με φωνή κοφτερή σαν λεπίδα. Εκείνη έγνεψε αρνητικά. «Αισθάνθηκα παντοδύναμος, ικανός για όλα!».
Έκανα ένα βήμα μπροστά κι ευθύς την είδα να πετάει ένα πολύ βαρύ βιβλίο κατά πάνω μου για να αμυνθεί. Το απέφυγα κατευθείαν κι ύστερα της έριξα ένα ειρωνικό βλέμμα. Η Αϊλίν όρμησε μέσα αφότου άκουσε τον ήχο που έκανε το βιβλίο όταν χτύπησε το πάτωμα. «Σταμάτα, τώρα!», φώναξε πιάνοντας με από τους ώμους και ταρακουνώντας με με όλη της τη δύναμη, μα εγώ την έριξα προς τα πίσω με αποτέλεσμα να χτυπήσει το κεφάλι της στη γωνία της πόρτας και να χάσει τις αισθήσεις της. Η Νικόλ έβγαλε ένα πνιχτό ουρλιαχτό και στράφηκε προς την πόρτα. Ο θείος κοίταξε πρώτα την Αϊλίν και μετά εμένα. «Τι διάολο έκανες;», μούγκρισε και ρίχτηκε πάνω μου πιάνοντας με από το λαιμό. Εκείνη τη στιγμή, θα μπορούσε ακόμα και να με σκοτώσει· τέτοια ήταν η αγανάκτηση του. «Μάικλ, κοίταξε με», είπε η Νικόλ πιάνοντας το πρόσωπο μου με τις άκρες των δαχτύλων της, «Με τρομάζεις».
Όλα τα ένστικτα μου καταλάγιασαν και μόνο στο άκουσμα των τελευταίων της λέξεων. Παρόλα αυτά, ο θείος χαλάρωσε τη λαβή του μόνο αφότου σιγουρεύτηκε πως είχα ηρεμήσει εντελώς. Στη συνέχεια, φόρτωσε την Αϊλίν στους ώμους του και την κουβάλησε έξω. Η Νικόλ τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από το σβέρκο μου. «Σ' αγαπώ», ψιθύρισε καθησυχαστικά, σαν να ήξερε πόση ανάγκη είχα να το ακούσω. Το σώμα μου τραντάχτηκε τη στιγμή που ακούμπησα το κεφάλι μου στον ώμο της. «Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι», ψιθύρισα, «κι εγώ σ' αγαπώ· γι' αυτό είναι καλύτερο να σε αφήσω. Αυτή τη φορά για πάντα». «Όχι!», ούρλιαξε κι η φωνή της έσκισε τον αέρα μέσα από μια σπαρακτική κραυγή. «Σε παρακαλώ, μη μου το κάνεις αυτό ξανά», συμπλήρωσε πιο σιγανά.
Για ώρα, συνέχισε να παλεύει με τον εαυτό της για να μη βάλει τα κλάματα και να διατηρήσει ακέραιη την περηφάνια της, μα δεν μπορούσε. Ξέσπασε σε λυγμούς ικετεύοντας με μια φωνή που άγγιζε τα όρια του ψίθυρου να μην την εγκαταλείψω. «Ούτε εγώ θα άντεχα να ζήσω χωρίς εσένα», είπε κάποτε αρκετά δυνατά ώστε να είναι σίγουρη ότι τα λόγια της έφτασαν στα αυτιά μου. «Θα αντέξεις... γιατί μόλις περπατήσεις έξω από αυτή την πόρτα... δεν θα με θυμάσαι πια».
Τα μάτια της έλαμψαν με δυσοίωνο τρόπο. «Θα πάρεις μακριά τις αναμνήσεις μου από εσένα;», ρώτησε σχεδόν ρητορικά, αφού η απάντηση ήταν ήδη ξεκάθαρη. Έγνεψα καταφατικά αποφεύγοντας το βλέμμα της. «Δεν είμαι το αδύναμο κοριτσάκι που έχεις στο μυαλό σου», μουρμούρισε με το πρόσωπο της να σκληραίνει, «Έστω κι αν φύγεις, θα συνεχίσω να σε περιμένω...». «Μην με περιμένεις. Δεν σκοπεύω να γυρίσω ποτέ πίσω», ξεστόμισα. Εκείνη σηκώθηκε να φύγει κάνοντας νωχελικές κινήσεις. Έπειτα, με κοίταξε κατάματα για τελευταία φορά κι έκλεισε την πόρτα πίσω της με ένα εκκωφαντικό θόρυβο· αφήνοντας με ολομόναχο σε ένα κενό και παγωμένο δωμάτιο να θρηνώ σιωπηλά για όλα όσα είχα μόλις καταστρέψει (για το καλό της)...
Η Νικόλ ανοιγόκλεινε νευρικά τα βλέφαρα της. Όσο και να προσπαθούσε, στεκόταν αδύνατον να την πάρει ο ύπνος. Φόρεσε μια ζακέτα κι απομακρύνθηκε από το κρεβάτι. Μετά από αυτό, πλησίασε το γραφείο της, πήρε στο χέρι της το – μαραμένο πια – τριαντάφυλλο που της είχα χαρίσει κι άρχισε να μαδάει με μανία τα πέταλα του, τα οποία σχημάτισαν ένα ημικύκλιο γύρω από τα πόδια της. «Σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ», επαναλάμβανε τόσο από μέσα της όσο και φωναχτά. Το πρόσωπο της ήταν σφιγμένο, όπως και οι γροθιές της. Ποδοπάτησε ότι είχε απομείνει από το λουλούδι συσσωρεύοντας όλη της την οργή σε αυτή τη συγκεκριμένη κίνηση. Όπου κι αν γυρνούσε το βλέμμα της έβλεπε εμένα. Πετούσε διάφορα αντικείμενα προς την οφθαλμαπάτη μου και μετά τα παρακολουθούσε με απογοήτευση να προσγειώνονται στο πάτωμα χωρίς να έχουν χτυπήσει το στόχο τους. «Άφησε με ήσυχη! Με παράτησες μια φορά, γιατί δεν το κάνεις και τώρα;», φώναξε αγανακτισμένη λίγο πριν τα γόνατα της λυγίσουν κι η ίδια βρεθεί μπρούμυτα πάνω στο χαλάκι μπροστά από τον καθρέφτη της.
Το είδωλο της την κοιτούσε πληγωμένα. «Ποιον πας να κοροϊδέψεις;», της έλεγε, «Ξέρουμε κι οι δυο πόσο τον θέλεις πίσω». «Σταμάτα!», φώναξε εκείνη δίνοντας στον καθρέφτη μια γερή κλοτσιά, χωρίς όμως να τον σπάσει...
Καθόμουν στο πάτωμα με την πλάτη μου να ακουμπάει στον τοίχο. Δεν μιλούσα, δεν κουνιόμουν, απλώς πετάριζα τα βλέφαρα μου με το βλέμμα στυλωμένο στο κενό. Η φωνή της Αϊλίν ακουγόταν από τον κάτω όροφο. Στον τόνο της κατάφερα να διακρίνω αγωνία· πού και πού ύψωνε ασυναίσθητα τη φωνή της, μα τη χαμήλωνε ξανά λίγο αργότερα. «Στίβεν, δεν μπορεί να το εννοείς αυτό... Δεν μπορεί να περιμένεις από εκείνον να...», ξεκίνησε να πει. «Αϊλίν, ξέρεις κι εσύ πολύ καλά ότι μου έχει γίνει σκέτο βάρος. Στην αρχή τα πηγαίναμε καλά, αλλά ύστερα ο Μάικλ εξελίχθηκε σε ένα τεράστιο εμπόδιο», φώναξε ο θείος διακόπτοντας την. Αμέσως άκουσα τα βήματα της Αϊλίν να χτυπούν πιο δυνατά στο ξύλινο πάτωμα. «Δεν το εννοείς. Είσαι απλά τσιτωμένος, όπως είμαι άλλωστε κι εγώ... Μήπως χρειάζεται να αναφερθώ ξανά στη μέρα που κόντεψες να τον... χάσεις;».
Κι οι δυο τους ήταν σιωπηλοί. Η σιωπή τους έκανε φανερό πως αν και ήξεραν τι ήθελαν να πουν, το μυαλό τους είχε στερέψει από λέξεις. «Αν σου ήταν τόσο μεγάλο βάρος, θα τον είχες αφήσει να ξεψυχήσει», συνέχισε ξαφνικά η Αϊλίν. Ένας αναστεναγμός γέμισε την ατμόσφαιρα ως απάντηση στα λόγια της. «Ίσως και να έχεις δίκιο», παραδέχτηκε τελικά ο θείος, «Το παιδί αυτό ήταν γραφτό να επιζήσει για κάποιο λόγο».
Δεν ήθελα να ακούσω άλλο. Άνοιξα ελάχιστα την πόρτα του δωματίου μου και κοίταξα στο διάδρομο. Κανείς. Τότε, βγήκα έξω κι έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα προς τη σοφίτα. Ακούμπησα το χέρι μου στο πόμολο κι ευθύς αισθάνθηκα την έντονη διαφορά θερμοκρασίας ανάμεσα στο υπόλοιπο σπίτι και σε εκείνο το μικροσκοπικό δωμάτιο. Νιφάδες σκόνης έπεσαν κατά πάνω μου όταν άνοιξα τη βαριά πόρτα. Το δωμάτιο είχε παραμείνει περίπου όπως το θυμόμουν· ίσως λίγο πιο γεμάτο. Ο θείος χρησιμοποιούσε σπάνια τη σοφίτα για να ξεφορτωθεί κάποιο αντικείμενο που είτε θεωρούσε άχρηστο είτε δεν άρεσε στην ΑΪλίν είτε έπιανε πολύ χώρο. Ποτέ δεν συμπάθησα ιδιαίτερα την Αϊλίν και το γούστο της, μα η απέχθεια της για συγκεκριμένα αντικείμενα και έπιπλα με έβρισκε απόλυτα σύμφωνο.
Κοντά στο παράθυρο υπήρχε ένας παλιός καναπές σκεπασμένος με ένα σεντόνι που πλέον το είχαν φάει οι σκώροι. Έκανα μερικά δειλά βήματα προς τα εκεί, αναρωτώμενος πόση ακόμα σκόνη θα έπεφτε στο πρόσωπο μου αν προσπαθούσα να ανοίξω το παράθυρο. Υπάρχει μόνο ένας τρόπος να το μάθω, σκέφτηκα και κατέβασα το χερούλι. Ο παγωμένος, μα παρόλα αυτά αναζωογονητικός, αέρας χτύπησε τα ρουθούνια μου σαν μια διέξοδος από τη μυρωδιά της κλεισούρας. Γύρισα το κεφάλι μου προς τα πίσω κι έριξα άλλη μια ματιά στο δωμάτιο. Τα πάντα, αν και σκονισμένα και παρατημένα, βρίσκονταν σε απόλυτη τάξη. Εκτός από μια ξύλινη σανίδα στο πάτωμα που έμοιαζε να είχε αφαιρεθεί κι ύστερα να είχε αποκατασταθεί πρόσφατα. Η περιέργεια μου με ώθησε να τη σηκώσω με τα δάχτυλα και των δυο χεριών μου, αν και το βάρος της μου φαινόταν ελάχιστο, έτσι ώστε να μάθω τι κρυβόταν από κάτω.
Έχοντας απομακρύνει τη σανίδα, στάθηκα για λίγο να αναρωτηθώ αν πράγματι ήθελα να κάνω αυτό που είχα κατά νου. Αμέσως, όμως, λησμόνησα κάθε ενδοιασμό κι έχωσα το δεξί μου χέρι στο κενό του πατώματος. Η αίσθηση του παλιού φωτογραφικού χαρτιού να τρίβεται στο δέρμα μου με έκανε να ανατριχιάσω. Προσπάθησα να το τραβήξω έξω κι όταν το έκανα συνειδητοποίησα πως επρόκειτο για μια δεσμίδα από παλιές φωτογραφίες. Στο πίσω μέρος τους ήταν γραμμένη μια ημερομηνία, η οποία όμως είχε ξεθωριάσει με τα χρόνια.
Έλυσα τον κόμπο του λεπτού σχοινιού που τις κρατούσε δεμένες κι άρχισα να τις περιεργάζομαι. Τα δάχτυλα μου χώριζαν αργά τη μια φωτογραφία από την άλλη ώστε να μην καταστραφούν, αλλά η κίνηση τους διακόπηκε ξαφνικά από κάτι που συντάραξε μονομιάς το μυαλό μου. Είχα μετρήσει είκοσι εφτά φωτογραφίες, τη στιγμή που τα μάτια μου έπεσαν πάνω στην εικοστή όγδοη. «Αδύνατον», ψέλλισα νιώθοντας το κάτω χείλος μου να τρέμει. Η μορφή ενός άντρα στο ίδιο ανάστημα με εμένα διαγραφόταν ξεκάθαρα πάνω στο κιτρινισμένο χαρτί. Κρατούσε στην αγκαλιά του ένα μωρό – όχι μεγαλύτερο του ενός έτους – και διατηρούσε το βλέμμα του στυλωμένο κάπου προς τα αριστερά του. Είχε μαύρα σγουρά μαλλιά που έφταναν λίγο πιο κάτω από το ύψος των ώμων του, κατάχλωμο δέρμα και λεπτοκαμωμένο σώμα. Από το πρόσωπο του φάνηκε πως ήταν ελάχιστα μεγαλύτερος από εμένα, ένα με δύο χρόνια το πολύ. Παρόλα αυτά, όμως, οι δυο μας δείχναμε ίδιοι.
Ένας μικρός κρότος ακούστηκε από το δωμάτιο του θείου και της Αϊλίν. Η ώρα είχε περάσει χωρίς να το καταλάβω. Έπρεπε να επιστρέψω κάτω. Άλλωστε, δεν είχα τίποτα άλλο να κάνω στη σοφίτα. Τοποθέτησα με προσοχή τις φωτογραφίες στο ακριβές σημείο όπου τις βρήκα και στη συνέχεια τις κάλυψα με τη σανίδα. Έπειτα, έκλεισα το παράθυρο κι έφυγα...
Πέρασε μια βδομάδα από τη μέρα που βρήκα τις παλιές φωτογραφίες στη σοφίτα. Το διάστημα αυτό, επέλεξα να μη μιλήσω σε κανέναν για εκείνες περιμένοντας μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα στο μυαλό μου· Η σκέψη της Νικόλ κυριαρχούσε έναντι όλως των υπόλοιπων. Άραγε να με σκεφτόταν ακόμα ή να με είχε μισήσει; Κι αν είχε πάψει να με αγαπάει, τότε τι;
Κράτησα για λίγο την ανάσα μου κι ένιωσα το χλιαρό νερό να πέφτει στο κεφάλι μου. Αισθανόμουν τόσο ωραία όταν στεκόμουν ακίνητος κάτω από το τρεχούμενο νερό χωρίς να αναπνέω. Τα δάχτυλα μου έσφιξαν τη λαβή από την οποία κρεμόταν η πετσέτα στα δεξιά μου και τα πόδια μου τεντώθηκαν μπροστά για να μπορέσω να την πιάσω. Λίγο πριν την τυλίξω γύρω μου, είχα για πρώτη φορά μετά την αλλαγή μου να παρατηρήσω το σώμα μου. Ένα δειλό επιφώνημα έκπληξης βγήκε από τα χείλη μου καθώς συνειδητοποίησα πως τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα απ' όσο θεωρούσα.
Είχα πάψει πια να αναπτύσσομαι· το κατάλαβα από την όψη της κοιλιάς και των ποδιών μου. Δεν είχα παχύνει ούτε είχα αδυνατίσει από τη μέρα που έγινα βρικόλακας. Το δέρμα μου ήταν λευκό, ωστόσο δεν διέφερε πολύ από τότε που ήμουν παιδί. Υπήρχαν πράγματα που φαίνονταν ίδια, κάτι όμως ήταν διαφορετικό. Μακάρι να είχα τη δυνατότητα να καταλάβω τι ακριβώς.
Μου πήρε πολύ χρόνο να βγω από το μπάνιο. Πέταξα στο πάτωμα την πετσέτα που βρισκόταν γύρω από τη μέση μου όπως κι εκείνη γύρω από το κεφάλι μου κι έμεινα έτσι για περίπου πέντε λεπτά, απολαμβάνοντας κατά κάποιο τρόπο τη γύμνια μου. Εισέπνευσα βαθιά κι έπειτα άφησα την ανάσα μου να βγει κάπως πιεσμένα. Τα πόδια μου λύγισαν και γονάτισα στο πάτωμα αρπάζοντας και σφίγγοντας τα κλινοσκεπάσματα. «Ότι κι αν κάνω δεν μπορώ να της ξεφύγω», ψιθύρισα, «Το σώμα της έλκει το δικό μου από χιλιόμετρα μακριά... Είναι άδικο». Ήταν αλήθεια. Έπρεπε να επιστρέψω σε εκείνη έστω και για λίγο. Η σάρκα μου αποζητούσε το χάδι της, τα χείλη μου τα φιλιά της, ο νους μου θόλωνε λόγω της απουσίας της. Μια σκέτη τρέλα!
Σκαρφάλωσα στο παράθυρο της το οποίο ήταν ξεκλείδωτο. Τα πάντα μέσα στο δωμάτιο ήταν εντελώς σκοτεινά, πράγμα ασυνήθιστο για εκείνη. Η φιγούρα της στο κρεβάτι, κάτω από τα βαριά σκεπάσματα χωρίς να σαλεύει, με οδήγησε στο να πλησιάσω πιο κοντά. Το δέρμα κάτω από τα κοιμισμένα μάτια της ήταν πρησμένο και τα μάγουλα της ήταν κόκκινα. Κάτω από την παλάμη της, ένα μικρό άσπρο κουτί τράβηξε αμέσως την προσοχή μου. Σήκωσα προσεκτικά τα δάχτυλα της κι ύστερα τα απομάκρυνα από εκείνο έτσι ώστε να το πάρω στο χέρι μου. «Υπνωτικά», ψέλλισα σιγανά με χείλη μου έτρεμαν.
Έσφιξα για μερικά δευτερόλεπτα το κουτί με τα υπνωτικά στο χέρι μου νιώθοντας ένα κύμα ενοχής να ξεσπά μέσα μου και μετά, με μια γρήγορη κίνηση, το πέταξα από το παράθυρο με την ελπίδα ότι θα έφτανε όσο πιο μακριά γινόταν. Κάθισα νωχελικά στο κρεβάτι κι εξέτασα το πρόσωπο της από πιο κοντά. Η έκφραση της δεν είχε αλλάξει από την τελευταία φορά την είδα· αν και τώρα έμοιαζε σχετικά γαλήνια εξαιτίας του ύπνου. Αίφνης, τα χείλη μου πήραν την πρωτοβουλία να ακουμπήσουν το μέτωπο της κι εκείνη άλλαξε πλευρό, χωρίς όμως να ξυπνήσει.
Τα πρόσωπα μας βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής το ένα από το άλλο κι η καρδιά μου είχε αρχίσει να χτυπάει απίστευτα γρήγορα. «Μάικλ», την άκουσα να ψιθυρίζει νυσταγμένα. Ευθύς αμέσως, κίνησα να φύγω καθώς δεν ήμουν σε θέση να προβλέψω ποια θα ήταν η αντίδραση της σε περίπτωση που τα βλέφαρα της άνοιγαν ξαφνικά και τα μάτια της με αντίκριζαν ξαπλωμένο πλάι της. Οι παλάμες μου σχεδόν ακουμπούσαν το περβάζι όταν την άκουσα να ψιθυρίζει: «Μείνε».
Δεν μιλούσε σε κάποιο όνειρο, αλλά αντίθετα είχε πλήρη συναίσθηση του τι είχε μόλις συμβεί. Μόλις επέστρεψα κοντά στο κρεβάτι, εκείνη γύρισε και με κοίταξε με τα πανέμορφα διαπεραστικά της μάτια τα οποία είχα πάρει το χρώμα του σμαραγδιού. «Προσπάθησα να σε βγάλω από το μυαλό μου», συνέχισε πιο δυνατά ανασηκώνοντας ταυτόχρονα το σώμα της, «Αλήθεια προσπάθησα. Ένιωσα τόσο προδομένη όταν είπες ότι έπρεπε να φύγεις, μα στη συνέχεια κατάλαβα... Μείνει μαζί μου. Σε χρειάζομαι». Δεν ήξερα αν έπρεπε να τη σφίξω στην αγκαλιά μου ή να παραμείνω ανένδοτος στην απόφαση μου. Τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα απαιτώντας μιαν απάντηση και τα δάχτυλα της ήταν σφιχτά μπλεγμένα μεταξύ τους για να συγκρατούν το ελαφρύ τρέμουλο των χεριών της. «Κι εγώ σε χρειάζομαι», παραδέχτηκα τελικά, «Χωρίς εσένα ξυπνούν οι εφιάλτες μου».
Γονάτισα μπροστά της σαν προσκυνητής κι έσκυψα το κεφάλι μου ακουμπώντας στο ξύλο του κρεβατιού. Εκείνη άρπαξε μερικά από μαλλιά μου στη χούφτα της και τα τράβηξε απαλά. «Γιατί είσαι τόσο χαζός;», ρώτησε ψιθυριστά και φίλησε το κεφάλι μου. Σήκωσα τη ματιά μου προς το μέρος της. Τα χέρια της αγκάλιαζαν τις γωνίες του προσώπου μου τόσο αμυδρά που σχεδόν δεν το ένιωθα. «Δεν με νοιάζει αν σε κυνηγάει κι όλος ο πληθυσμός της γης· ούτε και τίνος σωσίας είσαι. Απλά σε θέλω εδώ», μουρμούρισε ψηλαφίζοντας τα χείλη μου. «Αν είχα καταφέρει να μείνω μακριά σου, ίσως να ήσουν πιο ασφαλής απ' ότι είσαι τώρα». «Όχι. Δεν θα είμαι ποτέ ξανά ασφαλής. Επέλεξα να ζήσω δίπλα σου και δεν είμαι καθόλου δυσαρεστημένη από αυτό». «Γιατί το κάνεις τόσο δύσκολο;», σχολίασα κι ανασήκωσα τον κορμό μου ώστε τα απλωμένα χέρια μου να την κλείσουν στην αγκαλιά μου. «Γιατί αλλιώς όλο αυτό δεν θα είχε κανένα ενδιαφέρον», απάντησε περιπαικτικά και ξαφνικά τα χείλη της συνέθλιψαν τα δικά μου σε ένα καυτό φιλί.
«Μη φύγεις ποτέ ξανά», είπε με ένταση.
«Δεν θα φύγω»
«Δώσε όρκο»
«Το ορκίζομαι»
«Πες μου ότι με αγαπάς!»
«Σ' αγαπάω!», γρύλισα σε απάντηση κι ένιωσα τα χέρια της να χαράσσουν πορείες στην πλάτη μου. Η Νικόλ κοιτούσε μέσα στα μάτια μου με λάγνο βλέμμα καθώς με έγδυνε με τα μάτια της. Μόλις της ανταπέδωσα το βλέμμα, εκείνη δάγκωσε για λίγο το κάτω χείλος της κι ακούμπησε το μάγουλο της στο στέρνο μου. «Νιώθω την καρδιά σου να χτυπάει», ψιθύρισε χαμογελώντας. «Και λοιπόν;», ρώτησα. Εκείνη άφησε να της ξεφύγει ένας πνιχτός ήχος γέλιου κι έπειτα απάντησε: «Και λοιπόν, είναι υπέροχο!». Η φλόγα της ζωής καίει ακόμα μέσα σου, σκέφτηκε χωρίς να το πει φωναχτά.
Έπιασε το χέρι μου και το ακούμπησε πάνω στο δικό της στέρνο, κάτω από οποίο η παλλόμενη καρδιά της χτυπούσε ρυθμικά. «Γιατί;», αναρωτήθηκα φωναχτά. «Επειδή...», άρχισε να λέει και ξαφνικά συνειδητοποίησα πως δεν με ενδιέφερε τόσο η απάντηση. Κάλυψα τα χείλη της με τα δικά μου κι ένιωσα τη γλώσσα της να κινείται μέσα στο στόμα μου. Όταν πια απομακρύνθηκα, μια έντονη επιθυμία να της μιλήσω για όσα είχα ανακαλύψει πρόσφατα άρχισε να φουντώνει μέσα μου. Στην αρχή το μετάνιωσα, δεδομένου ότι δεν είχα πει λέξη σε κανέναν ως τότε. Αλλά, από την άλλη, η εμπιστοσύνη μου απέναντι στο πρόσωπο της ήταν απόλυτη.
«Ανακάλυψα κάτι», ξεκίνησα διστακτικά. Εκείνη με κοίταξε με ενδιαφέρον παρακινώντας με να συνεχίσω. «Βρήκα φωτογραφίες ενός άντρα ίδιου με εμένα στη σοφίτα, οι οποίες τραβήχτηκαν αρκετές δεκαετίες πριν». «Και πώς προέκυψε το να τις βρεις;», ρώτησε. «Μετακίνησα τυχαία μια σανίδα στο πάτωμα και τις βρήκα κρυμμένες ακριβώς από κάτω». Το πρόσωπο της Νικόλ σκοτείνιασε σαν να το είχαν καταπιεί οι σκιές της νύχτας. Οι μυς της συσπάστηκαν για μια στιγμή η οποία κράτησε για ένα περίπου δευτερόλεπτο. Η ατμόσφαιρα έμοιαζε ξαφνικά αλλιώτικη κι είχε αρχίσει να με πνίγει. «Μάικλ, πρέπει να μιλήσεις στο θείο σου», είπε με σοβαρό ύφος, πλησιάζοντας παράλληλα κοντά μου. «Το ξέρω», συμφώνησα με την αγωνία να με κατατρώει. Κι αν εκείνος γνώριζε για τον άντρα στις φωτογραφίες εξαρχής; Οι υποψίες άρχισαν να παίρνουν σχήμα τόσο σύντομα που δεν μου άφηναν καν το περιθώριο να τις απορρίψω· όπως ένα πάζλ που συμπληρώνεται κομμάτι – κομμάτι. Ήμουν ο σωσίας κάποιου που δεν γνώρισα ποτέ μου. Με άλλα λόγια, εγώ κι εκείνος μοιάζαμε σαν δυο σταγόνες νερό, αν και δεν είχαμε συναντηθεί ποτέ.
Ένα κοράκι πετάρισε δυνατά τα φτερά του πάνω σε ένα κλαδί έξω από το παράθυρο της. Παρόλο, όμως, που ο ήχος τους ήταν υπερβολικά αμυδρός για ένα ανθρώπινο αυτί, για τα δικά μου αυτιά ήταν αρκετά δυνατός για να με συνταράξει. Έφερα πάλι στο νου μου το πρόσωπο εκείνου του άντρα. Πόσα μυστικά να κρύβονταν πίσω του; «Θα μιλήσω στο θείο μου νωρίς το πρωί», αναφώνησα. «Φρόντισε να είναι και η Αϊλίν μπροστά», συμπλήρωσε η Νικόλ. Έγνεψα καταφατικά. Λες να είναι κι η Αϊλίν στο κόλπο; ,σκέφτηκα. «Τόσο πολύ σου μοιάζει;», αναρωτήθηκε η Νικόλ φωναχτά και στο μέτωπο της εμφανίστηκαν μερικές ρυτίδες. «Περισσότερο απ' όσο φαντάζεσαι». Τα μάτια της με κοίταξαν ανέκφραστα. «Κι αν ο θείος σου πράγματι ξέρει κι απλά σου το έκρυβε;».
Ήταν σαν να είχε μόλις διαβάσει το μυαλό μου. Όποιος είχε κρύψει τις φωτογραφίες κάτω από το ξύλινο πάτωμα της σοφίτας σίγουρα είχε καλό λόγο να το κάνει. Είτε ήθελε να ξεχάσει είτε να κρατήσει κάτι κρυφό. Τότε, όμως, ποιος είχε μετακινήσει τη σανίδα πριν από εμένα; Ένα κομμάτι του εαυτού μου ευχόταν να συναντούσε κάποτε εκείνο τον άντρα και να τον ρωτήσει αυτοπροσώπως ποιος ήταν και τι ρόλο είχε. Αν, όμως, αποδεικνυόταν επικίνδυνος; Το γεγονός ότι μοιάζαμε στην όψη δεν σήμαινε ότι θα ήμασταν ίδιοι σαν χαρακτήρες...
Ο θείος και η Αϊλίν στέκονταν απέναντι μου και αντάλλασσαν εξεταστικές ματιές. Τα χέρια της Αϊλίν ακουμπούσαν χαλαρά πάνω στα γόνατα της, ενώ αντίθετα ο θείος έμοιαζε πιεσμένος. «Τις προάλλες, ανέβηκα στη σοφίτα...», μουρμούρισα. «Τι έκανες εκεί πάνω;», με διέκοψε άθελα της η Αϊλίν. Αμέσως, ο θείος της έριξε μια αποδοκιμαστική ματιά κι εκείνη απολογήθηκε χαμηλώνοντας το κεφάλι της. «Μια σανίδα στο πάτωμα έμοιαζε να έχει μετακινηθεί πρόσφατα και μου κίνησε την περιέργεια. Όταν τη σήκωσα, βρήκα από κάτω μερικές φωτογραφίες τυπωμένες σε παλιό φωτογραφικό χαρτί κι ανάμεσα τους βρισκόταν μια φωτογραφία που απεικόνιζε έναν άντρα ολόιδιο με εμένα να κρατάει στα χέρια του ένα μωρό». Ο θείος γούρλωσε τα μάτια του λες κι είχε δει φάντασμα. «Πες μου την ημερομηνία που έγραφε πάνω», ψέλλισε με δυσκολία. Τόσο η Αϊλίν όσο κι εγώ τον κοιτάξαμε με απορία. «Την ημερομηνία!», επανέλαβε πιο δυνατά. «30 Ιανουαρίου. Το έτος δεν φαινόταν καθαρά», απάντησα. Εκείνος αναστέναξε και τα χείλη του σφίχτηκαν σε μια ευθεία γραμμή. Ύστερα, κάθισε οκλαδόν στο πάτωμα και μας ζήτησε να κάνουμε το ίδιο.
«Θέλω να μοιραστώ μαζί σας μερικές από τις αναμνήσεις μου», μας ανακοίνωσε. Από το ύφος του έμοιαζε να έχει παραιτηθεί από όλα όσα είχαν καταλάβει το μυαλό του προηγουμένως. «Εσύ έκρυψες εκεί τις φωτογραφίες;», ρώτησα πριν προλάβει να κάνει το οτιδήποτε. Εκείνος έγνεψε καταφατικά κι έπιασε το ένα από τα χέρια μου, το ίδιο και της Αϊλίν. «Κλείστε τα μάτια σας», είπε κι ευθύς όλα σκοτείνιασαν...
«Στίβεν, πού είσαι;», ρώτησε μια απαλή φωνή και τότε η εικόνα ξεκαθάρισε. «Το σπίτι αυτό ανήκει στην οικογένεια μας εδώ και δεκαετίες», εξήγησε ο θείος, «Αφότου ο πατέρας σου παντρεύτηκε, το κράτησα εγώ». Ένα μικρό παιδί έτρεχε από δω κι από κει στο σαλόνι κι ένα άλλο καθόταν μπροστά στη φωτιά. «Σε βρήκα!», αναφώνησε η ίδια φωνή που είχαμε ακούσει προηγουμένως· μόνο που αυτή τη φορά, μπορέσαμε να δούμε σε ποιον ανήκε. Ο άντρας που μου έμοιαζε πήρε το παιδί στην αγκαλιά του και το έσφιξε πάνω στο στήθος του χαμογελώντας. «Πάντα με βρίσκεις!», διαμαρτυρήθηκε εκείνο. Ο θείος γύρισε το κεφάλι του προς τη φωτιά στο τζάκι κι ύστερα έδειξε προς τα εκεί με το δάχτυλο του. «Ο πατέρας σου», μου ψιθύρισε κι εγώ πισωπάτησα από έκπληξη. «Τζέισον, έλα μαζί μου», άκουσα τον άντρα να λέει στο παιδί που υποτίθεται ότι ήταν ο πατέρας μου σε μικρή ηλικία κι εκείνο ακολούθησε.
Μεταφερθήκαμε έξω από το σπίτι. Τα πάντα ήταν ντυμένα στα λευκά. Το χιόνι άγγιζε σχεδόν το μισό μέτρο. Οι τρεις τους, όμως, έπαιζαν και πείραζαν ο ένας τον άλλο πετώντας χιονόμπαλες. Το γέλιο τους αντηχούσε πέρα από τα δέντρα και γέμιζε την ατμόσφαιρα. «Προσπαθούσε υπερβολικά να μας κάνει να νιώθουμε άνετα όταν βρισκόμασταν γύρω του», συνέχισε ο θείος. «Ήταν...», προσπάθησα να πω. «Βρικόλακας». «Πώς το ξέρατε;», ρώτησε η Αϊλίν. Τότε, η εικόνα μπροστά μας άλλαξε.
Ο πατέρας μου βρισκόταν καθιστός στο χιόνι χτίζοντας ένα μικρό πύργο, ενώ ο θείος κρατούσε μια χιονόμπαλα και πλησίαζε αργά από πίσω του, έτοιμος να του την πετάξει. Αίφνης, ακούστηκε ένα δυνατό γρύλισμα το οποίο συνοδευόταν από βαριά βήματα. Ο θείος κοίταξε προς τα πίσω κι άρχισε να ουρλιάζει από φόβο. Ο πατέρας μου έβαλε τα κλάματα κι έκρυψε το πρόσωπο του πίσω από τις μικροσκοπικές παλάμες του. Ο τεράστιος λύκος που τους πλησίαζε έμοιαζε έτοιμος να ορμήσει. Λύγισε τα πίσω πόδια του για να ωθήσει το σώμα του μπροστά και πετάχτηκε στον αέρα. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων, μια μαύρη σκιά έπεσε πάνω του και εκτοξεύτηκε μαζί του δεκάδες μέτρα μακριά. «Τρέξτε!», φώναξε ο άντρας στα δυο παιδιά και πράγματι εκείνα άρχισαν να τρέχουν προς το σπίτι. Ο λύκος κάρφωσε τα νύχια του στο πλευρό του κι εκείνος έβγαλε μια κραυγή τόσο δυνατή που σχεδόν αλλοίωνε τον τόνο της φωνής του. Στη συνέχεια, όμως, κατάφερε να δαγκώσει το λαιμό του ζώου με μια κίνηση τόσο επιδέξια που το σκότωσε ακαριαία.
«Την ίδια μέρα, μας είπε όλη την αλήθεια για το άτομο του», είπε ο θείος, «Έμοιαζε τόσο σίγουρος ότι μας είχε τρομάξει που όταν τον αγκαλιάσαμε τα μάτια του άρχισαν να βουρκώνουν». «Στίβεν, πού βρίσκεται τώρα αυτός ο άντρας;», ρώτησε η Αϊλίν παρατηρώντας την εναλλαγή στο ύφος του. «Θα σου δείξω...», ψιθύρισε εκείνος κι η εικόνα μπροστά μας άλλαξε για άλλη μια φορά.
«Εκείνη τη μέρα, ο ουρανός ήταν σκοτεινός. Ο Τζέισον κι εγώ παίζαμε πετώντας κουκουνάρια μέσα σε ένα παλιό καλάθι που είχαμε βρει στην αποθήκη». Έκανε μια παύση και κοίταξε προς την πόρτα. Εκείνη τη στιγμή, ο σωσίας μου βγήκε από το σπίτι κι άρχισε να κατευθύνεται αργά προς τον πατέρα και το θείο μου. Ένα αμυδρό χαμόγελο στόλιζε το πρόσωπο του· φάνταζε ευδιάθετος. Μέχρι που τα πάντα καταστράφηκαν. Η φιγούρα ενός άντρα με ξανθά μαλλιά και ανοιχτόχρωμο δέρμα άρχισε να διαγράφεται μέσα στην έντονη χιονόπτωση. Κινήθηκε αιφνιδιαστικά προς τα εκείνον και κάρφωσε ένα ξύλινο παλούκι απευθείας στην καρδιά του· δεν πρόλαβε να βγει ούτε κραυγή από το στόμα του. Ακούγοντας τον ήχο του σώματος του να πέφτει με δύναμη στο χιόνι, τα δυο παιδιά γύρισαν το βλέμμα τους προς τα πίσω κι αντίκρισαν τον έναν άντρα να κείτεται ασάλευτος στο χιόνι και τον άλλο να κρατάει ακόμα σφιχτά το ματωμένο κομμάτι ξύλου στο χέρι του. «Συγνώμη, παιδιά», είπε σαρκαστικά ο δολοφόνος κι έπειτα αποχώρησε.
«Γονάτισα και τον κράτησα στην αγκαλιά μου με όση δύναμη είχα. Από το στόμα του εξακολουθούσε να αναβλύζει αίμα και τα χείλη του είχαν αρχίσει ήδη να μελανιάζουν. Σκούπισα απαλά το αίμα με το μανίκι της μπλούζας μου. Ο πατέρας σου άρπαξε το μπράτσο του και τον ταρακούνησε κάμποσες φορές... Όλα αυτά προτού πέσει στην αντίληψη μας ότι δεν ανάσαινε πια». Κοίταξα μπροστά μου και τα πόδια μου με μετέφεραν κοντά στο σώμα εκείνου του άντρα σαν να ήμουν υπνωτισμένος. Τα κλειστά του βλέφαρα φάνταζαν να με στοιχειώνουν. Εντελώς ξαφνικά, άκουσα τον πατέρα μου να ψιθυρίζει κάτι. Είπε: «Ξύπνα, μπαμπά».
Κοίταξα το θείο μου κι η όραση μου θόλωσε για μισό δευτερόλεπτο. «Ήταν ο πατέρας σου», ψέλλισα διστακτικά. Η Αϊλίν έστρεψε αργά το κεφάλι της προς το μέρος του με τα μάτια της να έχουν ανοίξει διάπλατα. «Πράγματι ήταν», επιβεβαίωσε εκείνος. «Τι απέγινε το σώμα του;», ρώτησε η Αϊλίν. «Η μητέρα μας είπε ότι το έκαψαν... Λίγο καιρό αργότερα, πέθανε κι εκείνη»...
Η Αϊλίν άνοιξε πρώτη τα μάτια της, ύστερα εγώ και τελευταίος ο θείος. «Τώρα ξέρετε γιατί δεν ήθελα να μάθετε για εκείνον», μουρμούρισε και σηκώθηκε όρθιος περπατώντας προς το παράθυρο, «Δεν θέλω να τον αναφέρει ποτέ κανείς σας εδώ μέσα. Κατανοητό;». Έγνεψα καταφατικά. «Στίβεν...». «Όχι, Αϊλίν. Ο πατέρας μου πέθανε. Δεν θέλω να ακούσω άλλη κουβέντα για αυτό το θέμα». «Χαμήλωσε τον τόνο σου», μουρμούρισα ρίχνοντας του ένα κοφτό βλέμμα. Εκείνος σώπασε για μια στιγμή και το μόνο που ακουγόταν να βγαίνει από τα χείλη του ήταν η γοργή του ανάσα. «Άραγε σου πέρασε από το μυαλό πώς ήταν το να σε βλέπω τόσα χρόνια να μεγαλώνεις και να του μοιάζεις συνεχώς περισσότερο;», ψιθύρισε αρκετά λεπτά αργότερα. Τον κοίταξα στα μάτια και διέκρινα θυμό. «Δεν το αποφάσισα εγώ όλο αυτό!», διαμαρτυρήθηκα κι έφυγα με γρήγορες δρασκελιές κλείνοντας δυνατά την πόρτα πίσω μου...
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro