Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Αδειανά Μάτια

Chapter Soundtrack: Florence + The Machine - Pure Feeling

Βρισκόμουν ξαπλωμένη ανάσκελα στο κρεβάτι μου και κοιτούσα το ταβάνι. Προσπαθούσα τόσο σκληρά να μην τον σκέφτομαι ή να μην τον ονειρεύομαι. Αλλά κανένας δεν μπορεί να ελέγξει αυτά που ονειρεύεται κι αυτό ήταν το μόνο που ένιωθα άνετα να κάνω· να ονειρεύομαι.

Ο Μάικλ μου είχε, πλέον, γίνει κάτι σαν έμμονη ιδέα. Τα μελαγχολικά μάτια του, το μεθυστικό άρωμα του, το χλωμό δέρμα του και η απαλή φωνή του επέστρεφαν συνεχώς στο νου μου και απασχολούσαν ασταμάτητα το μυαλό μου. Ο τρόπος με τον οποίο με είχε κοιτάξει με είχε κάνει αρχικά να απορώ ποια γνώμη θα μπορούσε ποτέ να έχει για εμένα· για το καινούργιο κορίτσι που από την πρώτη κιόλας μέρα είχε κολλήσει πάνω του σαν αυτοκόλλητο και δεν έλεγε να πάψει να τον χαζεύει.

Ίσως η αμηχανία μου να τον διασκέδαζε. Ίσως να το έβλεπε αυτό ως μια ευκαιρία για να παίξει μαζί μου, όπως κάνουν άλλωστε τις περισσότερες φορές τα αγόρια της ηλικίας μου. Όχι! ,σκέφτηκα αμέσως διαψεύδοντας τον ίδιο μου τον εαυτό. Ο Μάικλ δεν είναι σαν αυτούς. Ένας Θεός ξέρει τι κρύβει μέσα του, ποιες είναι οι πτυχές της προσωπικότητας του...

«Μα τι σου συμβαίνει επιτέλους;», ρώτησα τον εαυτό μου. Αλλά αυτό ήταν ένα θέμα για το οποίο προς το παρόν δεν υπήρχε απάντηση. Εκείνη τη στιγμή, θυμήθηκα για άλλη μια φορά τον τρόπο που εκείνος είχε αντιδράσει όταν διάβασε τη φράση που είχα γράψει στο βιβλίο μου. «Πονάει πολύ. Προσπαθεί όσο μπορεί να μην το δείχνει αλλά μέσα του πεθαίνει. Κάτι τον σκοτώνει αργά και καταβροχθίζει σταδιακά όλο του το είναι», ψιθύρισα.

Και ξαφνικά όλα ήταν πια ξεκάθαρα. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρω ένα τρόπο για να τον κάνω να μου μιλήσει και δεν θα ησύχαζα μέχρι να το πετύχω. Ήθελα να τον βοηθήσω όσο τίποτα άλλο. Ήταν ξεχωριστός· το κατάλαβα από την αρχή. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον αφήσω να περάσει όλη αυτή την κατάσταση μόνος...

Η επιμονή μου στο να βοηθήσω τον Μάικλ με οδήγησε να περάσω μια ολόκληρη εβδομάδα προσπαθώντας να καταλάβω τι του προκαλούσε τόση θλίψη. Είχα ρωτήσει τους πάντες αλλά κανείς δεν φαινόταν να γνωρίζει κάτι χρήσιμο. Κάποιοι, μάλιστα, μου απαντούσαν ότι ο Μάικλ αποτελούσε απλώς χαμένη υπόθεση και συνεπώς όλη μου η προσπάθεια ήταν εντελώς ανώφελη. Παρόλα αυτά, και πάλι, δεν το έβαλα κάτω· δεν θα δεχόμουν ποτέ να υποχωρήσω τόσο εύκολα. Έτσι, σύντομα κατέληξα στο συμπέρασμα ότι δεν είχα άλλη επιλογή από το να ρωτήσω τον ίδιο...

Κάθε ώρα που περνούσε, πάλευα με τον εαυτό μου να βρω την κατάλληλη στιγμή για να του μιλήσω. Όλες εκείνες τις ώρες, ο Μάικλ ήταν - ως συνήθως - σιωπηλός, ενώ εγώ είχα πλάσει δεκάδες σενάρια διαλόγων στο μυαλό μου. Πού και πού επέτρεπε στον εαυτό του να μου ρίξει μια φευγαλέα ματιά, αλλά ως εκεί. Ήταν στιγμές που έμοιαζε σαν να προσπαθούσε πραγματικά να ανοίξει συζήτηση μαζί μου· ύστερα, όμως, θυμόταν τα λόγια που του είχα πει λίγο καιρό πριν κι έχανε αμέσως το θάρρος του.

Αν και εξακολουθούσε να είναι απόμακρος, είχε ωστόσο σημειώσει αρκετές προόδους. Με συνόδευε στην τραπεζαρία και καθόταν απέναντι μου στο ίδιο τραπέζι βλέποντας με να καταναλώνω το φαγητό μου, μοιραζόταν πρόθυμα τις σημειώσεις του - ιδιαίτερα σε μαθήματα όπως η βιολογία και η άλγεβρα -, καθώς επίσης είχε μοιραστεί μαζί μου μερικά από τα ενδιαφέροντα του. Μακάρι να ήμουν κι εγώ ανάμεσα τους, σκέφτηκα μα σύντομα επιχείρησα να αναιρέσω εκείνη τη σκέψη.

Ο Τζόφρι Μπόλτον ήταν ακόμη εκνευρισμένος με τον Μάικλ και δεν του άρεσε καθόλου το γεγονός ότι είχα αρχίσει να τα πηγαίνω καλύτερα μαζί του. Σιχαινόταν όσο τίποτα να μας βλέπει μαζί στην τραπεζαρία ενώ πάντοτε έβρισκε ηλίθιες αφορμές για να μου πιάσει την κουβέντα.

Σήμερα, μου ανακοίνωσε ότι σκόπευε να με βγάλει έξω για φαγητό σε κάποιο εστιατόριο χιλιόμετρα μακριά από τη Νέα Υόρκη. Αρνήθηκα ευγενικά μα ο Τζόφρι επέμεινε.

«Θα μου στείλεις τη διεύθυνση σου κι εγώ θα περάσω να σε πάρω με το αυτοκίνητο κατά τις δέκα και μισή», δεν ήταν ερώτηση.

«Τζόφρι, κατάλαβε με. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, δεν μπορώ να βγω μαζί σου. Ίσα που σε ξέρω», διαμαρτυρήθηκα σχεδόν ανέκφραστα.

Αίφνης, εκείνος με άρπαξε από τα μπράτσα και με κόλλησε πάνω σε μια σειρά από ντουλάπια στα αριστερά μου. Η σύγκρουση με το αλουμίνιο δημιούργησε ένα δυνατό ήχο που μου τρύπησε τα τύμπανα. Βλεφάρισα για να διώξω τον πόνο που με έκανε να νιώθω λες και μέσα στο κεφάλι μου βρισκόταν ένας βόμβος. «Θα περάσουμε καλά μαζί. Ξανασκέψου το!», γρύλισε ο Τζόφρι σφίγγοντας τα χείλη του τόσο πολύ που σχεδόν άσπρισαν. «Δεν έχω να ξανασκεφτώ τίποτα!», φώναξα κι εκείνος με χαστούκισε.

Το αίμα γέμισε το στόμα μου κι άφησε τη χάλκινη γεύση του να απλωθεί στους γευστικούς μου κάλυκες. Τα δόντια μου είχαν σκίσει κατά λάθος ένα μικρό σημείο στο εσωτερικό των χειλιών μου. Κατά έναν παράξενο τρόπο, η γεύση μου θύμιζε σκουριά. Ξεροκατάπια για να την κάνω να εξασθενήσει, αλλά αυτή επέμενε να διατηρεί την παρουσία της αισθητή. Το σάλιο συσσωρευόταν σε διαρκώς μεγαλύτερες ποσότητες, πράγμα που έκανε την κατάποση πιο βασανιστική.

Ο Τζόφρι δεν έπαψε να με κρατάει μαγκωμένη κι ακίνητη. Μου έκανε εντύπωση που κανένας δεν τον είχε σταματήσει. Αναρωτήθηκα αρκετές φορές μέσα μου το πώς ήταν δυνατόν να μην τα έβαζε κανείς μαζί του. Σύντομα, η απάντηση που έψαχνα άστραψε ακριβώς μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου. Τα πρόσωπα των ελαχίστων ατόμων που βρίσκονταν στο διάδρομο είχαν χλωμιάσει. Αυτό μπορούσε να σημαίνει μόνο ένα πράγμα: ο Τζόφρι είχε βίαιη φήμη. Και ήμουν σίγουρη πως δεν την απέκτησε πρόσφατα.

Αναστέναξα, έτοιμη να παραιτηθώ και να υποκύψω στις προσταγές του. Τότε, ένιωσα τα χέρια του Τζόφρι να απομακρύνονται από πάνω μου. Πάνω στην απόγνωση μου έκλεισα τα μάτια και περίμενα.

«Φύγε από κοντά της. Τώρα!», φώναξε μια γνώριμη φωνή. «Σε προειδοποιώ, Μπόλτον!».

Στα αυτιά μου έφτασαν βήματα· γρήγορα, δυνατά κι άχαρα βήματα. Έπειτα κάποιος χτύπησε τον άλλον κι ο ήχος της σάρκας να συγκρούεται με μια άλλη αντήχησε σε ολόκληρο το διάδρομο. Ο ένας από τους δυο έβριζε γεμάτος μανία. Ο αντίπαλος του απάντησε με αντίστοιχο τρόπο. Ένα σώμα συγκρούστηκε με τα ντουλάπια στην άλλη πλευρά από εκείνη που βρισκόμουν εγώ και με έκανε να ζαρώσω από φόβο.

Κάποια στιγμή, αποφάσισα να ανοίξω τα βλέφαρα μου κι ευθύς τραντάχτηκα σύγκορμη στο θέαμα που είδα. Ο Μάικλ είχε αρπάξει τον Τζόφρι από το λαιμό και τον χτυπούσε στο πρόσωπο με τις γροθιές του. Οι φλέβες γύρω από τα μάτια του πετάγονταν έντονα κάτω από το αλαβάστρινο δέρμα του. Τα χείλη του ήταν σφιγμένα λες και προσπαθούσε να κάνει οτιδήποτε για να ελέγξει το θυμό του.

Έριξα πολλές εξεταστικές ματιές στο υπόλοιπο σώμα του και συνειδητοποίησα ότι δεν είχε ούτε μια γρατζουνιά. Έπιασα τον εαυτό μου να αναστενάζει από ανακούφιση και... κάτι άλλο. Ποτέ πριν δεν είχα προσέξει πόσο εφαρμοστή ήταν η μπλούζα του και πώς το σκούρο μπλε της χρώμα έκανε αντίθεση με την απόχρωση του δέρματος του. Ολόκληρη η σιλουέτα του κινούνταν αρμονικά μέσα στο χώρο, δίχως καν να προσπαθεί. Όταν, όμως, κατάφερα να κοιτάξω αλλού επέπληξα τον εαυτό μου για την απραξία μου.

Το πρόσωπο του Τζόφρι είχε ματώσει· τα χείλη του είχαν σκιστεί και η μύτη του έμοιαζε να έχει σπάσει. Αν και ήταν πιο μυώδης σε σχέση με τον Μάικλ, ο δεύτερος φαινόταν να έχει το πάνω χέρι. Του έριξα ένα βλέμμα σαν να τον ικέτευα να σταματήσει αλλά εκείνος, παρόλο που ήμουν σίγουρη ότι με κοίταξε φευγαλέα, με αγνόησε.

Όρμησα μπροστά και τύλιξα σφιχτά τα χέρια μου γύρω από τη μέση του Μάικλ όπου άρχισα να τον τραβάω επίμονα προς τα πίσω. Αμέσως, αισθάνθηκα το σώμα του να αντιστέκεται με απίστευτη θέληση. Αφού πέρασαν μερικά λεπτά, όμως, τελικά υπέκυψε κι έκανε κάμποσα βήματα ακολουθώντας το παράδειγμα των δικών μου.

Ο Τζόφρι απομακρύνθηκε τρέχοντας κι εγώ κοίταξα τον Μάικλ από την κορυφή ως τα νύχια, απλά και μόνο για να πέσει στην αντίληψη μου ότι εξακολουθούσε να μην έχει ούτε μια σημάδι πάνω του.

Το να τον δω να με υπερασπίζεται ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενα να βιώσω. Όλο αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα πολύ ζωντανό όνειρο. Αλλά, δυστυχώς για μένα, θυμόμουν όλα όσα είχαν προηγηθεί. Ακόμα και τι είχα φάει για πρωινό. Κι έτσι, οι ελπίδες μου για να αποφύγω μια άχαρη ένδειξη ευγνωμοσύνης ή κάποια αυθόρμητη εκδήλωση θαυμασμού απέναντι στο σωτήρα μου γκρεμίστηκαν.

«Φιλική συμβουλή: Μείνε μακριά από τον Μπόλτον γιατί την επόμενη φορά δεν θα είμαι τόσο καλός μαζί του», μουρμούρισε ο Μάικλ αποσπώντας με από τις σκέψεις μου και μετά κίνησε για το μάθημα φυσικής, προτού το χέρι μου να τον αρπάξει - εντελώς μηχανικά - από το μπράτσο. «Ευχαριστώ», ψέλλισα κι ύστερα χάθηκα μέσα στο σκοτάδι των ματιών του. Ο Μάικλ χαμήλωσε το βλέμμα του, μουρμούρισε ένα σιγανό «δεν κάνει τίποτα» κι έπειτα έφυγε για να ακολουθήσει έναν κοντόχοντρο καθηγητή προς το γραφείο του διευθυντή...

Με έλουζε κρύος ιδρώτας όση ώρα εκείνος βρισκόταν στο στενό χώρο του γραφείου μαζί με τον Τζόφρι. Ένα μικρό πλήθος είχε μαζευτεί ακριβώς έξω από την πόρτα λες και περίμεναν να ακούσουν την ετυμηγορία κάποιου δικαστηρίου. Κακούργημα ή πλημμέλημα; ,ειρωνεύτηκα από μέσα μου στριφογυρίζοντας τα μάτια μου.

Κι όμως, η πόρτα δεν έλεγε να ανοίξει. Το συμβάν μεταξύ των δύο αγοριών είχε προκαλέσει τόση αναστάτωση σε μαθητές κι εκπαιδευτικούς που όλα τα μαθήματα είχαν τεθεί σε προσωρινή παύση. Κυρίως επειδή κανένας δεν είχε ξαναδεί τόσο άγριο ξυλοδαρμό εντός του σχολείου. Εγώ, από την άλλη, υποπτευόμουν πως είχε να κάνει και με το ότι εκείνος που προκάλεσε τη μεγαλύτερη βλάβη στον άλλον ήταν ο Μάικλ. Το ίδιο εκείνο πρόσωπο που η πλειονότητα είχε κατηγοριοποιήσει με ταμπέλες που δεν του ταίριαζαν.

Εκεί που δεν το περιμέναμε, μια παρέα αγοριών πέρασε από μπροστά μου για να συνοδεύσει το Τζόφρι μακριά. Η αμυδρή ματιά που μου έριξε αμέσως μόλις με είδε ξεχείλιζε από φόβο. Ήμουν σίγουρη ότι δεν περίμενε ποτέ πως ο Μάικλ θα ριχνόταν πάνω του για να με προστατεύσει. Υποθέτω πως εκείνη ήταν μια πλευρά του που δεν έδειχνε συχνά. Η κίνηση του, όμως - δηλαδή το να με υπερασπιστεί όταν μου χίμηξε ο Τζόφρι - στάθηκε αρκετή για να μου αποδείξει ότι στην καρδιά του υπήρχε ένα ίχνος καλοσύνης, το οποίο δυστυχώς κατάφερνε να κρύψει πολύ καλά.

Ο Μάικλ απείχε πολύ τόσο από τον ήρωα του παραμυθιού όσο και από το σκληρόκαρδο αγόρι που αρχικά είχα την εντύπωση ότι ήταν. Δεν ήξερα αν μέσα μου τον θαύμαζα ή αν απλώς διατηρούσα μια φιλική στάση απέναντι του. Ήταν όμορφος - θεσπέσιος για την ακρίβεια - και τα μάτια του το έκαναν αδύνατον να τον αγνοήσω, έστω και για ένα δευτερόλεπτο. Η ξαφνική εμφάνιση του, λες κι ήταν ο από μηχανής θεός μου - με είχε κάνει να απαλλαγώ από την απειλή που ένιωθα να απορρέει από τον Τζόφρι και να αφοσιωθώ στην προσπάθεια να ξεκαθαρίσω τι ένιωθα για εκείνον.

Το όλο εγχείρημα παραήταν δύσκολο. Κάθε φορά που τολμούσα να φανταστώ μερικές πολύ συγκεκριμένες καταστάσεις, ένιωθα τα πόδια μου μουδιασμένα και ασταθή σαν καλαμάκια.

Θέλοντας να αγνοήσω τη φωνή του υποσυνειδήτου μου που άκουγα να μου σκαλίζει τις σκέψεις, αποφάσισα να μπω στο επόμενο μάθημα χωρίς να περάσω από το ντουλάπι μου. Κρατούσα μόνο ένα πρόχειρο τετράδιο κι ένα στυλό. Εξάλλου, ήμουν σίγουρη πώς η καθηγήτρια Μπερκς δεν με είχε σε μεγάλη εκτίμηση κι επομένως δεν θα έδινε σημασία στην ύπαρξη μου για όλη την επόμενη ώρα.

«Είσαι καλά;», άκουσα τη φωνή του Μάικλ να με ρωτάει όταν κάθισα στο θρανίο μας, «Δείχνεις χλωμή».

«Είμαι εντάξει», απάντησα σχεδόν ξερά, παρόλο που δεν το είχα σκοπό.

Δεν πείστηκε. Τοποθέτησε τον αντίχειρα και το δείκτη του κάτω από το σαγόνι μου και μετά έστρεψε το κεφάλι μου προς το μέρος του. Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα να το κάνει αυτό και πρέπει να παραδεχτώ πως μου φάνηκε αρκετά ωραίο. Αν, μονάχα, δεν με κατέτρωγε η απειλή μιας ενδεχόμενης κρίσης πανικού...

«Τον φοβόσουν», συμπέρανε ο Μάικλ κοιτώντας με κατάματα. Έγνεψα χωρίς δεύτερη σκέψη.

«Ήταν νευριασμένος μαζί σου», μουρμούρισα δίχως να ξέρω γιατί.

«Για ποιο λόγο;», ρώτησε ο Μάικλ αλλά τα μάτια του μου έδειξαν πως δεν ήταν εντελώς ανήξερος. Απλώς επεδίωκε να συνεχίσω να του μιλάω. Για να είμαι ειλικρινής, κι εμένα μου άρεσε ο ήχος της δικής του φωνής.

«Για το ότι με άρπαξες από τον καρπό τη μέρα που τσακωθήκαμε. Αν και δεν ξέρω τι ακριβώς τον ενόχλησε τόσο. Μπορεί και να ήθελε να τροφοδοτήσει τον εγωισμό του», απάντησα.

Ο Μάικλ έκανε ένα μορφασμό σαν να δήλωνε αηδιασμένος και συνάμα αδιάφορος για την άποψη του Τζόφρι.

«Ήταν απαράδεκτο από μέρους μου να σου φερθώ έτσι. Συγνώμη αν σε πόνεσα, αλλά αυτό σίγουρα δεν δικαιολογεί τον πόνο που σου προκάλεσε εκείνος», απολογήθηκε στη συνέχεια διατηρώντας στο πρόσωπο του ένα βλέμμα που υποδήλωνε ότι πράγματι το είχε μετανιώσει.

Άπλωσα το χέρι μου και χάιδεψα απαλά τον ώμο του, όμως η πλάτη του παρέμεινε σφιγμένη και στο πρόσωπο του σχηματίζονταν πια ρυτίδες ενοχής.

«Μάικλ, πρέπει κι εγώ να ζητήσω συγνώμη», ψιθύρισα. Εκείνος γύρισε το κεφάλι του προς τη μεριά μου και με κοίταξε με απορία.

«Για ποιο πράγμα;», ρώτησε εμφανώς μπερδεμένος.

«Για όσα ξεστόμισα εκείνη τη μέρα. Βιάστηκα πολύ να βγάλω συμπεράσματα. Και σε αυτό έμοιασα με όλους τους άλλους».

Τότε, ο Μάικλ με εξέπληξε με ένα πλατύ χαμόγελο να παίρνει σχήμα στα χείλη του και τα χαρακτηριστικά του χαλάρωσαν. «Δεν είχες κι άδικο. Συνήθως, οι εντυπώσεις που αφήνω δεν είναι υπέρ μου», είπε χτυπώντας με φιλικά στην πλάτη. Λίγο αργότερα, είδαμε την καθηγήτρια να μας αγριοκοιτάζει κι αυτό έθεσε το τέλος της σύντομης συζήτησης μας...

Μετά το σχόλασμα, ο Μάικλ άρπαξε το σακίδιο του, το φόρτωσε στον ένα του ώμο και κάθισε στα σκαλιά μπροστά από την είσοδο του σχολείου. Άρχισα να βηματίζω πλησιάζοντας τον, όμως κάτι επέμενε να με τραβάει προς τα πίσω σαν βαριά αλυσίδα γύρω από τους αστραγάλους μου. Όταν, τελικά, κατάφερα να τον πλησιάσω ένιωθα το σώμα μου να λούζεται από δεκάδες στάλες παγωμένου ιδρώτα.

«Μπορώ να σου μιλήσω;», ρώτησα κάπως πιεσμένα. Εκείνος έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος μου κοιτώντας με εξεταστικά. «Κάθισε», είπε χτυπώντας με την παλάμη του το κενό δίπλα του.

Χαμήλωσα τα πόδια μου και πήρα θέση στα δεξιά του, τοποθετώντας παράλληλα την τσάντα μου μπροστά από τα πόδια μου. Οι περαστικοί που μας αντίκριζαν είτε ξεκινούσαν να ψιθυρίζουν μεταξύ τους είτε κολλούσαν το βλέμμα τους πάνω μας χωρίς να μπαίνουν καν στον κόπο να γίνουν έστω και λίγο διακριτικοί.

«Πες μου, πώς το κάνεις;», ρώτησα με την ένταση της φωνής μου να ξεπερνά στο ελάχιστο την ένταση ενός ψίθυρου.

«Ποιο πράγμα;», ρώτησε ο Μάικλ ανέκφραστα.

«Το να γίνεσαι αδιάφορος κι υπερπροστατευτικός την ίδια στιγμή»

Μια σύντομη λάμψη διαπέρασε τα μάτια του. Ετοιμάστηκε να απαντήσει όταν, σαν κάποιο είδος τραγικής ειρωνείας, ένα παγωμένο κύμα αέρα άρχισε να χτυπάει με μανία κατά πάνω μας και να παρασύρει διάφορα μικροαντικείμενα που βρίσκονταν τριγύρω. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, έγειρα κοντά στον Μάικλ κι έκρυψα το πρόσωπο μου στο στήθος του. Τότε, εκείνος τύλιξε τα χέρια του γύρω από την πλάτη μου και με κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του, λες και προσπαθούσε να με προστατεύσει από κάτι. Δεν μίλησε, δεν διαμαρτυρήθηκε για την κίνηση μου, απλώς με κρατούσε.

Το λεπτό που απομάκρυνα το πρόσωπο μου από το σώμα του, ένιωσα να με κατακλύζει ντροπή κι απέστρεψα αλλού το βλέμμα μου. Βιάστηκα να κρύψω το ένοχο χαμόγελό μου, που προέκυψε από το πόσο μου άρεσε η μυρωδιά του, με φόβο μήπως το παρατηρήσει. Παρόλα αυτά, ο Μάικλ δεν σάλεψε ούτε στο ελάχιστο. Η αίσθηση της σάρκας του στο σημείο όπου είχα ακουμπήσει ήταν παράξενη, σαν να είχα πλαγιάσει πάνω σε ένα κομμάτι μάρμαρο.

«Κρυώνεις;», με ρώτησε απρόσμενα σπάζοντας τη σιωπή ανάμεσα μας. Έγνεψα καταφατικά παρόλο που ο άνεμος είχε πλέον κοπάσει κι ευθύς εκείνος έβγαλε το μπουφάν του και το τύλιξε γύρω από τους ώμους μου.

«Ποια είναι η γνώμη σου για εμένα;», συνέχισε μετά.

Πραγματικά δεν ήξερα τι να πω. Με είχε πιάσει άκρως απροετοίμαστη. Το μυαλό μου έπαψε να σκέφτεται, οι λέξεις παρέμεναν καθηλωμένες στο λαρύγγι μου και τα μάτια μου τρεμόπαιξαν για μια στιγμή.

«Ε-Εγώ...», ψέλλισα μα δεν κατάφερα να συνεχίσω.

«Όλοι τους με έχουν για φρικιό»

«Όχι όλοι!», διαμαρτυρήθηκα κι άκουσα τη φωνή μου να ανακτά την ένταση της.

Ο Μάικλ γέλασε. «Καλά. Ίσως όχι κι όλοι», είπε. «Μα οι περισσότεροι... Κι όλο αυτό γιατί ποτέ τους δεν φρόντισαν να μάθουν κάτι περισσότερο για εμένα· απλώς έκριναν την εικόνα μου. Ποιος θα ενδιαφερόταν ποτέ για ένα παράξενο ορφανό που μοιάζει σαν να ξεπήδησε από ταινία τρόμου;».

Όση ώρα μιλούσε, τα λόγια του έσταζαν δηλητήριο, τόσο για τους υπόλοιπους όσο και για τον ίδιο του τον εαυτό. Τα χαρακτηριστικά του σφίχτηκαν και τα μάτια του έκλεισαν σφιχτά. Σημάδι κάποιας δυσάρεστης ενθύμησης.

«Τι έπαθε η οικογένεια σου;», ρώτησα χωρίς να περιμένω απάντηση.

Αίφνης, ο Μάικλ άνοιξε τα μάτια του διατηρώντας το πρόσωπο του ανέκφραστο και τα έστρεψε προς τη μεριά μου.

«Κάηκαν ζωντανοί όταν ήμουν έντεκα μαζί με τον αδερφό μου. Μετά από όσα συνέβησαν εκείνο το βράδυ, ο θείος μου - ο οποίος ανέλαβε την ανατροφή μου - επέμεινε να σταματήσω το σχολείο για ένα χρόνο για να αποφύγω τα ψυχοφθόρα βλέμματα του κόσμου. Στην αρχή αρνήθηκα, μα ύστερα υποχώρησα», μουρμούρισε ξερά σαν να το είχε ξεπεράσει πια εντελώς.

Ήθελα να του πω ότι λυπάμαι, να τον αγκαλιάσω και να του υποσχεθώ ότι κάποτε - κάποια μέρα - όσα υπέφερε θα τελείωναν μα δεν μπορούσα. Μου στεκόταν αδύνατον να αρθρώσω λέξη μπροστά στην τραγωδία που μου περιέγραφε. Σχημάτισα στο μυαλό μου την εικόνα ενός εντεκάχρονου παιδιού ντυμένου στα μαύρα να θρηνεί για την οικογένεια του πάνω από τρία κλειστά φέρετρα... Γρήγορα, όμως, έσπευσα να κρύψω όλα εκείνα τα συναισθήματα που καταπλάκωναν το νου μου.

«Δεν χρειάζεται να πεις κάτι», είπε σιγανά. «Αυτό συνέβη πολύ καιρό πριν. Το έχω ξεπεράσει». Μα ήταν όλα ψέματα.

«Τότε γιατί δεν χαμογελάς ποτέ;»

Ευθύς αμέσως, ο Μάικλ μου έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο σαν να με ειρωνευόταν. «Κόφτο!», φώναξα χαμογελώντας αμυδρά και τον χτύπησα στο μπράτσο. Από την έκφραση του φάνηκε σαν να μην το είχε νιώσει καν.

«Μόνο αυτό μπορείς να κάνεις;», είπε με περιπαικτική διάθεση.

«Τι λες γι' αυτό;», αναφώνησα και κατηύθυνα το χέρι μου προς το πρόσωπο του αλλά εκείνος το έπιασε στον αέρα προτού καταφέρω έστω και μια γρατζουνιά στο χλωμό δέρμα του.

«Είσαι πολύ γρήγορος!», αναφώνησα με έκπληξη.

«Ή εσύ είσαι πολύ αργή»

Οι σφιγμένοι ώμοι του χαλάρωσαν και ξαφνικά, το κρύο χέρι του βρέθηκε πάνω από το δικό μου. Η ανάσα του σχεδόν χάιδευε την ακάλυπτη επιφάνεια του λαιμού μου, τόσο κοντά βρισκόμασταν. Τα μάτια μου συνάντησαν τα δικά του κι ήταν σαν η καρδιά μου να παρέλειψε μερικούς χτύπους. Τα χείλη του ήταν μισάνοιχτα. Φαίνονταν να είχαν τόσα πολλά να πουν, κι όμως δείλιαζαν.

«Με συγχωρείς», ψιθύρισε ο Μάικλ μετακινώντας το σώμα του προς τα πίσω, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. «Πρέπει να πηγαίνω».

Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου λες και είχα μόλις ξυπνήσει από κάποιο λήθαργο. «Κι εγώ το ίδιο», βιάστηκα να απαντήσω και τράβηξα το κινητό από την τσέπη μου δήθεν για να κοιτάξω την ώρα.

«Τα λέμε!», του φώναξα καθώς απομακρυνόταν από τα σκαλοπάτια. Ο Μάικλ κοίταξε πίσω του για ένα μόλις λεπτό.

«Ναι... Τα λέμε», είπε και μετά έφυγε...

Ο Μάικλ είχε συνηθίσει να βρίσκεται στο περιθώριο, αποδεχόμενος το γεγονός ότι για τον υπόλοιπο κόσμο δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένας περίεργος έφηβος. Τα ανεξίτηλα σημάδια των τελευταίων οκτώ ετών είχαν στιγματίσει την ψυχή του τόσο βαθιά που ίσως και να μη χάνονταν ποτέ. Όμως, τώρα ένα κορίτσι σαν εμένα είχε αρχίσει από το πουθενά να εκδηλώνει ενδιαφέρον για εκείνον κι αυτό του φαινόταν απίστευτα παράξενο.

Τι να θέλει άραγε από εμένα; σκέφτηκε.

Πού και πού, κάποιο κορίτσι ένιωθε να γοητεύεται από εκείνον, αλλά όχι με τον τρόπο που θα περίμενε κανείς. Δημιουργούσε στο μυαλό της την εικόνα ενός ανθρώπου που όχι μόνο είχε πολλά να κρύψει αλλά επίσης κι ενός επικίνδυνου αντικειμένου πόθου. Κι αυτό ήταν ψέμα!

Ο Μάικλ δεν ήταν αντικείμενο πόθου κανενός. Είχε μάθει να είναι ολομόναχος κι αυτό κατά κάποιο τρόπο του άρεσε. Ειδικά όταν ήταν ελεύθερος να αφήσει τη φαντασία του να καλπάσει. Είχε καρδιά πιο δυνατή κι από λιονταριού κι έτσι αγκάλιαζε κι αποδεχόταν τη μοναξιά του χωρίς, όμως, να την αφήνει να τον διαλύσει εντελώς. Παρόλα αυτά, τα αισθήματα του για εμένα ήταν διαφορετικά. Δεν αισθανόταν τον συνηθισμένο εκνευρισμό που του προκαλούσαν τα άλλα συνηθισμένα θνητά κορίτσια κι οι γελοίες φαντασιώσεις τους. Αντίθετα, έβλεπε σε εμένα κάτι που με έκανε να διαφέρω κι αυτό ήταν κάτι που του άρεσε και τον προκαλούσε να με ανακαλύψει περεταίρω.

Αν και διέθετε εδώ και καιρό το προνόμιο να διαβάζει τις σκέψεις των ανθρώπων, ορκίστηκε στον εαυτό του να μην το χρησιμοποιήσει ποτέ πάνω μου. Κι έτσι δεν το έκανε. Τη στιγμή που κάθισα δίπλα του κι άρχισα να του μιλάω άρχισε να νιώθει απίστευτα ένοχος που δεν ήξερε πώς να αντιδράσει, όμως ταυτόχρονα τον διακατείχε ένα συναίσθημα ευφορίας και παρηγοριάς.

Με ένα ακόμη χαμόγελο να στολίζει το πρόσωπο του, άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου του και μπήκε μέσα. Αμέσως αφότου βολεύτηκε στη θέση του οδηγού, έγειρε για λίγο το κάθισμα προς τα πίσω κι έκλεισε τα μάτια του εκπνέοντας αργά. Τελικά, η καινούργια δεν είναι και τόσο κακή, σκέφτηκε και μετά γύρισε το κλειδί για να βάλει μπροστά τη μηχανή...

Τα υπολείμματα της μεσημεριανής βροχής παρέμεναν ακόμα στον ουρανό εμποδίζοντας τον ήλιο από το να ρίξει το υπέροχο, ζεστό φως του πάνω στους κατοίκους της Νέας Υόρκης.

Ο Μάικλ παρατηρούσε σχολαστικά τα σύννεφα να αλλάζουν θέσεις μεταξύ τους σαν να ανταγωνίζονταν το ένα το άλλο. Το βαριεστημένο ύφος του διαδέχονταν διάφορες εναλλαγές οι οποίες είχαν καταντήσει να τον εκνευρίζουν. Μα τι στο καλό σκεφτόταν; Όλο αυτό που είχε κατά νου ήταν εντελώς εξωφρενικό και εκτός συζήτησης για κάποιον σαν και τον ίδιο.

Είναι θνητή, σκέφτηκε. Κι εγώ είμαι... Θέλω να πω, σίγουρα δεν είμαι αυτό που ψάχνει, αυτό που ζητάει να βρει από τη ζωή της.

Με τη σκέψη αυτή, ο Μάικλ ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται από την απογοήτευση. Κάτι φτερούγιζε μέσα του· κάτι που για χρόνια δεν επέτρεπε στον εαυτό του να νιώσει.

Αίφνης, κι ενώ ήταν ακόμα χαμένος στις σκέψεις του, ο Μάικλ ένιωσε την ανάγκη να ψάξει για εμένα. Έπρεπε να με βρει. Έπρεπε να μάθει τι έκανα, πώς περνούσα τις ώρες που δεν καθόμουν δίπλα του, τι συνήθιζα να κάνω τα απογεύματα, τα πάντα...

Και τότε, έδωσε μια υπόσχεση στον εαυτό του η οποία έκανε τον πόθο του να καταλαγιάσει, έστω προσωρινά. Απόψε, είπε από μέσα του - εκεί όπου κανένας δεν μπορούσε να τον ακούσει πέρα από τον εαυτό του.

Απόψε...

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro