Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Όνειρα και θηρία

Εκείνο το απόγευμα, το σκοτάδι είχε αρχίσει να απλώνει τα πέπλα του στον ουρανό πολύ πιο γρήγορα σε σχέση με κάθε άλλη μέρα. Η Νικόλ κι εγώ είχαμε στρώσει διάφορες κουβέρτες κάτω από μια μεγάλη ιτιά και είχαμε ξαπλώσει στο έδαφος αγναντεύοντας για ώρα τα αστέρια που είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν την εμφάνιση τους. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν τριγύρω ήταν εκείνος του αέρα που περνούσε ανάμεσα από τα φύλλα και τα κλαδιά των δέντρων. Τα πάντα έμοιαζαν τόσο ήρεμα, τόσο γαλήνια.

Η Νικόλ ακούμπησε απαλά το κεφάλι της πάνω στο στήθος μου κι ύστερα ψιθύρισε: «Ο χτύπος της καρδιάς σου είναι το μόνο πράγμα στον κόσμο που μου υπενθυμίζει ότι είσαι αληθινός». Ευθύς, πέρασα τα δάχτυλα μου ανάμεσα στα σγουρά μαλλιά της κι άρχισα να τα χαϊδεύω με μικρές κυκλικές κινήσεις. «Κλείσε τα μάτια σου», της είπα τότε, «Και προσπάθησε να απεικονίσεις στο μυαλό σου το τοπίο γύρω σου ακολουθώντας μόνο τους ήχους που μπορείς να ακούσεις».

Όταν η Νικόλ έκλεισε τελικά τα μάτια της ακολουθώντας τη συμβουλή μου, άρχισε να νιώθει σαν να βρισκόταν σε έναν άλλο κόσμο. «Συνέχισε. Τα πας πολύ καλά», της ψιθύρισα καθοδηγώντας ταυτόχρονα τη σκέψη της. Η εικόνα που τη βοήθησα να δημιουργήσει στο μυαλό της διέφερε σε αρκετά μεγάλο βαθμό από την πραγματικότητα. Βλέποντας, όμως, το πλατύ χαμόγελο που διαγραφόταν ήδη στο πρόσωπο της αρνήθηκα στον εαυτό μου την ευκαιρία να σταματήσει. Εκείνη δεν είχε την παραμικρή υποψία των όσων έκανα κι αυτό μου έδινε το προνόμιο να συνεχίσω να κατασκευάζω στο μυαλό της μια εναλλακτική πραγματικότητα όπου το επίκεντρο όλου του κόσμου ήταν εκείνη και μόνο εκείνη.

Η Νικόλ περπατούσε αμέριμνα στα μονοπάτια που είχε χαράξει η σκέψη της θαυμάζοντας κι αγγίζοντας όλα εκείνα που της τραβούσαν την προσοχή. Γαλάζιες πεταλούδες τύλιγαν το σώμα της την ώρα που το φως του ήλιου που ανέτειλε αντανακλούσε μέσα στα ανοιχτόχρωμα μάτια της. «Ω, Μάικλ. Είχες δίκιο. Αυτό το μέρος είναι θαυμάσιο», αναφώνησε ελπίζοντας, κάπου βαθιά στο υποσυνείδητο της, ότι θα την άκουγα. Και πράγματι το έκανα. «Το ξέρω, πριγκίπισσα», ψιθύρισα σφίγγοντας το ζεστό σώμα της ακόμα πιο κοντά στο δικό μου. «Απόλαυσε όσο περισσότερο μπορείς το όνειρο σου. Ξέρω πόσα πολλά σημαίνει για εσένα το να έχεις τη δυνατότητα να ονειρεύεσαι ελεύθερα ότι κι αν συμβαίνει στην πραγματική ζωή».

Όταν το πρωί θα ξημέρωνε, το υπέροχο όνειρο που είχα δημιουργήσει στο μυαλό της θα έπαιρνε τέλος. Ήμουν ήδη σε θέση να προβλέψω τον ενθουσιασμό της τη στιγμή που θα άνοιγε τα μάτια της και θα άρχιζε να μου διηγείται όσα είχε δει και βιώσει σε εκείνη την ονειρεμένη πραγματικότητα καθώς και την ψυχική αναταραχή που θα μου προκαλούσαν τα λόγια της.

Το βράδυ της αλλαγής μου, τα πάντα στη ζωή μου ήρθαν άνω κάτω. Πού και πού έκλεινα τα μάτια μου απλά και μόνο για να βρεθώ στη μέση ενός εφιάλτη. Φωτιές έκαιγαν γύρω μου κι η μυρωδιά καμμένης σάρκας βρισκόταν παντού στον αέρα που ανέπνεα. Από κάπου στο βάθος, ένα δυνατό ουρλιαχτό έφτανε στ' αυτιά μου. Ένα ουρλιαχτό που ζητούσε απελπισμένα βοήθεια. Κανείς, όμως, δεν έμοιαζε να ανταποκρίνεται. Και τότε, από το πουθενά, εμφανιζόταν μια σκιά και με κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της μέχρι να απομακρυνθούμε από τις φλόγες. Κάμποσα δευτερόλεπτα αργότερα, τα πάντα γίνονταν πιο ξεκάθαρα κι εγώ βρισκόμουν στα χέρια ενός άντρα με χρυσά μάτια και μαρμάρινο στήθος. Άκουσα τη φωνή του μόνο μια φορά, τόσο ραγισμένη και βεβιασμένη. Ποτέ δεν έμαθα το όνομα του. Αλλά η εικόνα του τριγυρνούσε στα όνειρα μου τα τελευταία οκτώ χρόνια.

Τη στιγμή που η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπάει κι ύστερα επανήλθε μέσα σε ένα σώμα που ήταν πια τόσο παγωμένο όσο το χιόνι, όλες οι αναμνήσεις που παρέμεναν ξεχασμένες στο πίσω μέρος του μυαλού μου γύρισαν μονομιάς. Τα πάντα είχαν γίνει ανυπόφορα. Τα όνειρα έμοιαζαν πιο αληθινά από ποτέ, ακόμα κι ο ήχος μιας καρφίτσας να πέφτει ήταν πια πολύ δυνατός για τα αυτιά μου, τα μάτια μου έβλεπαν ακόμα και μέσα απ' το σκοτάδι παραγκωνίζοντας τις σκιές και ξεχωρίζοντας τα αντικείμενα μεταξύ τους.

Η Νικόλ, από την άλλη, ήταν ακόμα άνθρωπος. Ήταν θνητή και γεμάτη ζωή και φως και ζεστασιά. Παρόλα αυτά, υπήρχαν φορές που ένιωθα πως τα μάτια της μπορούσαν να δουν μέσα στην ψυχή μου και τότε έσπευδα ευθύς να καλυφθώ και να κρύψω τη μια και μοναδική πτυχή της προσωπικότητας μου που δεν ήθελα να δει ποτέ στη ζωή της. Δεν μοιάζαμε σε τίποτα, όμως εκείνη ήταν ο μόνος άνθρωπος που έμοιαζε να με καταλαβαίνει περισσότερο απ' όσο είχα ποτέ φανταστεί. Στην καρδιά μου υπήρχε ένας χώρος αποκλειστικά για εκείνη για να κουρνιάζει εκεί τις κρύες νύχτες του χειμώνα και για να έχει μια συντροφιά που θα ήταν πρόθυμη να την ακολουθήσει ως τα πέρατα του κόσμου. Θα σκότωνα για να την προστατεύσω από τους κινδύνους που έκρυβε ο κόσμος μου, από όλα αυτά τα πλάσματα που τον αποτελούσαν...

Ξύπνησε με τις αχτίνες του ανατέλλοντος ηλίου να πέφτουν κατευθείαν πάνω στα μάτια της. Σηκώθηκε αργά παραγκωνίζοντας τα σκεπάσματα της κι ύστερα στράφηκε προς το μέρος μου. Αμέσως μόλις συνειδητοποίησε πως είχα αποκοιμηθεί έγειρε δίπλα μου και μου έδωσε ένα ζεστό φιλί στα χείλη.

«Σου είμαι ευγνώμων για το όνειρο που είδα χθες το βράδυ. Με έκανες να νιώσω ελεύθερη και να ταξιδέψω σε ένα μέρος πέρα από κάθε φαντασία. Μακάρι να μπορούσα να κάνω το ίδιο και για εσένα και να πάρω μακριά τον πόνο σου», ψιθύρισε περνώντας τις άκρες των δαχτύλων της πάνω από το μάγουλο μου και στη συνέχεια έσυρε απαλά τα σκεπάσματα μέχρι τους ώμους μου. «Θα είμαι εδώ όταν ξυπνήσεις», υποσχέθηκε σιγανά κι άρπαξε από το σακίδιο της ένα βιβλίο με χοντρό εξώφυλλο, το οποίο τοποθέτησε αργότερα στα γόνατα της κι άρχισε να το διαβάζει σιωπηλά.

«Τα πιο ξεχωριστά άτομα είναι αυτά που ένιωσαν το μαστίγιο της ζωής να τους χτυπάει επανειλημμένα την πλάτη», έγραφε η πρώτη σελίδα. Ευθύς, η Νικόλ μου έριξε ένα σύντομο βλέμμα γεμάτο κατανόηση κι έσμιξε τα φρύδια της σε ένα μορφασμό. Πόσο δίκιο έχει, σκέφτηκε ισιώνοντας τη γυρτή πλάτη της. Όμως εγώ θα κλείσω τις πληγές του... Είμαι σίγουρη ότι μπορώ να το κάνω.

Και πράγματι μπορούσε...

Οι ώρες πέρασαν πιο γρήγορα απ' ότι περιμέναμε. Σύντομα ήρθε το μεσημέρι και μετά από εκείνο ακολούθησε ένα κρύο απόγευμα. Περπατούσα στο πλάι της σε έναν περίπατο χωρίς προορισμό. Σε λίγο θα ετοιμαζόμασταν να φύγουμε και αυτό, απ' ότι έβλεπα στα μάτια της, ήταν κάτι που τη στεναχωρούσε. Συνέχιζα με κέφι τον άσκοπο βηματισμό μου σκάζοντας πού και πού ένα χαμόγελο το οποίο εκείνη έσπευδε να μου ανταποδώσει. Οι στιγμές εκείνες, όμως, δεν επρόκειτο να κρατήσουν για πολύ...

Ένας εκκωφαντικός θόρυβος ακούστηκε κάπου ανάμεσα στα δέντρα κι αμέσως μετά βήματα· βαριά, δυνατά βήματα. Προσπάθησα να ξεπεράσω τα όρια που άγγιζε η ακοή μου, μα δεν τα κατάφερα. Αίφνης, όλες μου οι αισθήσεις χτύπησαν συναγερμό ταυτόχρονα. Κάποιος ήταν πολύ κοντά και μας πλησίαζε με μεγάλη ταχύτητα· μια ταχύτητα που ήταν κάθε άλλο παρά φυσική. Αμέσως, έσπρωξα άγαρμπα τη Νικόλ προς τα πίσω κι όρμησα μπροστά εμποδίζοντας εκείνο το πλάσμα - ότι κι αν ήταν - από το να έρθει πιο κοντά της. Λυκάνθρωπος, σκέφτηκα βλέποντας τη μαύρη μουσούδα του να ξεπροβάλλει κι ευθύς η έκφραση μου άλλαξε.

Έστησα το σώμα μου σε αμυντική στάση και περίμενα αμίλητος το θηρίο να κάνει την κίνηση του. Εκείνο γρύλισε λυσσασμένα και έπειτα από ελάχιστα δευτερόλεπτα όρμησε κατά πάνω μου με τα γιγάντια κοφτερά δόντια του να προβάλλονται υπερήφανα. Ένας απόκοσμος βρυχηθμός βγήκε από το στόμα μου κι εγώ πισωπάτησα.

Από τότε που έγινα βρικόλακας, πάντα ήλπιζα πως αυτή η μέρα θα αργούσε πολύ να έρθει· η μέρα που θα ανακάλυπτα την πιο άγρια πλευρά του εαυτού μου. Και πάλι, όμως, η μοίρα αποδείχτηκε πως είχε άλλα σχέδια για εμένα...

Το θηρίο κατάφερε να σκίσει ένα κομμάτι της σάρκας μου καθώς τα νύχια του περνούσαν αστραπιαία από πάνω της. Κραύγασα δυνατά από τον πόνο κι ύστερα το βλέμμα μου έπεσε πάνω στη Νικόλ η οποία κάλυψε τα αυτιά της με δάκρυα στο πρόσωπο κι απομάκρυνε τα μάτια της από εμένα. Ο λυκάνθρωπος έκανε έναν απότομο ελιγμό κι ύστερα βρέθηκε να στέκεται ακριβώς μπροστά της.

Οι σκέψεις της ήταν μπερδεμένες. Δεν ήξερε τι να πιστέψει απ' όσα έβλεπε. Της φώναξα να τρέξει, μα δεν μπορούσε. Ο λυκάνθρωπος την κρατούσε ακίνητη με το ένα του πόδι να κρατάει γερά το δικό της. Μόλις συνειδητοποίησα την κίνηση του, έσπευσα ευθύς να αρπάξω το λαιμό του και να καρφώσω τα δόντια μου στο σώμα του.

Το θηρίο αιμορραγούσε. Γύρω του είχαν σχηματιστεί λιμνούλες κατακόκκινου, ζεστού αίματος. Όταν εκείνος ήταν πλέον πολύ αδύναμος για να διατηρήσει τη μορφή του λύκου και επανήλθε στην ανθρώπινη μορφή του, το ένστικτο της επιβίωσης μέσα μου αντικαταστάθηκε σχεδόν αμέσως από εκείνο της πείνας. Μπόρεσα να νιώσω τις κόρες των ματιών μου να διαστέλλονται, τις φλέβες κάτω από το δέρμα μου να φουσκώνουν, το στόμα μου να ανοίγει παραπάνω από το κανονικό...

Όρμησα! Ενέδωσα στο γλυκό πειρασμό που βασάνιζε ανελέητα την ψυχή μου. Η Νικόλ, έχοντας απελευθερωθεί από το πόδι του λύκου, κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο με γρήγορες δρασκελιές. Ολόκληρο το σώμα μου είχε αρχίσει να ζεσταίνεται λόγω της γλυκιάς ηδονής που μου πρόσφερε το αίμα που κατέβαινε στο λαιμό μου. Ήμουν, μάλιστα, τόσο απορροφημένος στο να ρουφήξω μέχρι και την τελευταία σταγόνα που άργησα να καταλάβω ότι εκείνη είχε φύγει από κοντά μου.

Αμέσως, άρχισα να την ψάχνω μανιωδώς. Δεν μπορούσα να νιώσω πουθενά την παρουσία της κι αυτό με τρέλαινε. Πέρασε περίπου μισή ώρα ώσπου, τελικά, τη βρήκα να κοιμάται στη θέση του συνοδηγού σκεπασμένη με το μπουφάν μου. Πλησίασα αργά στο πλάι της και βύθισα τα δάχτυλα μου στα πυκνά μαλλιά της. Εκείνη άνοιξε για λίγο τα μάτια της και μετά τα ξαναέκλεισε νυσταγμένα. Ένα πλατύ χαμόγελο εμφανίστηκε τότε στο ανέκφραστο μέχρι εκείνη τη στιγμή πρόσωπο μου. Ήταν καλά· ήταν ζωντανή! Αυτό σήμαινε το παν για εμένα. Αμέσως αφότου πήρα τη θέση μου μπροστά από το τιμόνι, της έριξα μια σύντομη τελευταία ματιά και στη συνέχεια γύρισα το κλειδί της μηχανής και ξεκίνησα.

Θα την κρατούσα δίπλα μου για όλη την υπόλοιπη νύχτα, το είχα πάρει απόφαση. Ήθελα να είμαι εκεί όταν θα ξυπνούσε, απλά και μόνο για να επανορθώσω για όλα αυτά που την ανάγκασα να δει απόψε. Μακάρι να μπορούσα να σβήσω κάθε ανάμνηση που να σχετίζονταν με το λυκάνθρωπο από το μυαλό της, μα είχα δώσει όρκο να μην προσπαθήσω ποτέ να επηρεάσω το νου της. Έτσι, την ξάπλωσα προς τα πίσω ακουμπώντας την πλάτη της στο κρεβάτι και το κεφάλι της πάνω σε ένα από τα μαξιλάρια. Έπειτα από λίγο, της έδωσα ένα φιλί στο μέτωπο και κατευθύνθηκα προς τη βιβλιοθήκη για να περάσω τις δυο - τρεις επόμενες ώρες μου κλειδωμένος εκεί να ακούω έστω και σιγανά την αγαπημένη μου μουσική. Αυτή ήταν ανέκαθεν μια συνήθεια που είχε εδώ και χρόνια τη δυνατότητα να με ηρεμεί και τώρα ήταν η στιγμή που την είχα ανάγκη περισσότερο από ποτέ άλλοτε...

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro