Έμμεσες Απειλές
Η ανάσα του ήταν λαχανιασμένη. Άκουγε τον ήχο της να κόβεται και να επανέρχεται αλλά δεν ένιωθε τίποτα άλλο παρά μόνο ένα τεράστιο κενό. Το σώμα του κινούνταν μπροστά τόσο ανάλαφρα σαν να ήταν μια αέρινη μάζα. Κάτι τον τραβούσε προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση κι εκείνος ακολουθούσε πιστά εκείνο το κάτι με όλο του το είναι.
Πού και πού έστριβε βιαστικά μέσα από περικοκλάδες που γρατζουνούσαν αρκετά βαθιά το δέρμα του μα δεν τον πείραζε. Όλα για να φτάσει σε αυτό το κάτι που του προξενούσε απίστευτη οικειότητα. Μπορούσε να τα παρατήσει και να φύγει· να γυρίσει στο σπίτι όπου ήξερε πως η Αϊλίν θα τον περίμενε στο κρεβάτι, φορώντας εκείνη την προκλητικά διάφανη μπεζ νυχτικιά της και της μαύρες παντόφλες με τη γούνα στο εσωτερικό. Μπορούσε να απαρνηθεί αυτή την ευκαιρία που βρισκόταν μπροστά του, η οποία πιθανότατα θα άνοιγε ξανά ένα σωρό παλιές πληγές. Αλλά, ήξερε πως εκείνος ήταν κοντά και τον περίμενε.
«Πού είσαι;», ψιθύρισε στο απόλυτο κενό κι ο αέρας μετέφερε τον ψίθυρο του προς εκείνον. «Όχι τόσο μακριά όσο πιστεύεις», απάντησε μια απαλή φωνή. Τώρα είμαι σίγουρος πως είναι εκείνος, σκέφτηκε ο θείος χώνοντας αμήχανα τα χέρια του στις τσέπες του. Η καρδιά του βροντοχτυπούσε τραντάζοντας το στήθος του κάθε φορά που ανέπνεε. Ένα πικρό και συνάμα καυτό υγρό ανέβαινε από το στομάχι του κι ο θείος βάλθηκε να καταπίνει με μανία ώστε να το πιέσει να κατέβει και πάλι προς τα κάτω.
Εντελώς ξαφνικά, βρέθηκε να τρέχει. Η ατμόσφαιρα γύρω του είχε αρχίσει να ξεθωριάζει κι εκείνος δεν ήθελε να αφήσει αυτό που επρόκειτο να δει να χαθεί έτσι μέσα από τα χέρια του. Για πρώτη φορά, ένιωθε να ιδρώνει. Ένιωθε την πίεση της στιγμής να πιέζει ασφυκτικά τα σωθικά του καθώς στο στομάχι του το καυτό υγρό συνέχιζε να πάλλεται και να ανεβοκατεβαίνει απειλητικά. Οι αρθρώσεις γύρω από τις σφιγμένες του γροθιές είχαν ασπρίσει και τα δάχτυλα του μούδιαζαν.
Πετάχτηκε μέσα από τα φύλλα με τόση φόρα που σχεδόν τον τρόμαξε. Ο θείος τον είδε με την άκρη του ματιού του, την ώρα που προσπαθούσε να ανασάνει κανονικά, να γυρίζει το κεφάλι του προς το μέρος του και να παραπατάει ελαφρώς προς τα πίσω. Έμοιαζε τόσο ίδιος με τις αναμνήσεις του, τόσο εξωπραγματικός, τόσο λυγερόκορμος...
«Άλλαξες», είπε ανασηκώνοντας το κεφάλι του θείου με τον αντίχειρα και το δείκτη του. Αφού τον περιεργάστηκε για αρκετά δευτερόλεπτα, επιτέλους χαμογέλασε και το χαμόγελο του πήρε μακριά το άγχος του. «Ναι, πατέρα...», ψιθύρισε εκείνος, «Άλλαξα». Ο Μάικλ Τζόζεφ δάγκωσε το εσωτερικό των χειλιών του και μόρφασε. Ο θείος δεν είχε ξαναδεί το πρόσωπο του να παίρνει τόσο παράξενες εκφράσεις. Δεν είναι αλήθεια, σκέφτηκε και ο Μάικλ Τζόζεφ μόρφασε άλλη μια φορά. «Είναι ότι πιστεύεις εσύ πως είναι», μουρμούρισε στρέφοντας τα μάτια του ευθεία μπροστά ώστε να αντικρίσουν τα δικά του. «Διάβασες τη σκέψη μου!». Ο θείος τον κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο θαυμασμό, σαν να είχε επιστρέψει στα παιδικά του χρόνια.
«Οι κυνηγοί είναι νεκροί». «Το ξέρω», έσπευσε να απαντήσει εκείνος. Τότε, όμως, ο Μάικλ Τζόζεφ σταύρωσε τα χέρια του μπροστά από το στήθος του και είπε: «Ακόμα δεν είστε εντελώς ασφαλείς». Οι φλέβες του προσώπου του ξεχείλιζαν από το αίμα και διαγράφονταν ξεκάθαρα κάτω από το χλωμό δέρμα του. Τα μάτια του, στο χρώμα του λιωμένου χρυσού, ανοιγόκλειναν προσπαθώντας ανώφελα να διώξουν ένα αίσθημα ανησυχίας στο πίσω μέρος του μυαλού του που τον κατέτρωγε. Άρπαξε απότομα το γιο του από τους ώμους κι ύστερα ψέλλισε ψιθυριστά: «Φύλαγε τα νώτα σου, Στίβεν... Μην τους αφήσεις να σε αντιληφθούν γιατί...».
Και ξαφνικά εξαφανίστηκε και το όνειρο εκείνο μετατράπηκε σε μια ατελείωτη μαυρίλα.
Ο θείος σήκωσε διστακτικά τα βλέφαρα του, αναρωτώμενος αν θα έπρεπε να σηκωθεί από το κρεβάτι ή όχι. Κατά ένα περίεργο τρόπο, δεν μπορούσε να θυμηθεί και πολλά από το χθεσινό του όνειρο παρά μόνο... Την προειδοποίηση του Μάικλ Τζόζεφ!
Παραμέρισε τα σκεπάσματα προσπαθώντας, παράλληλα, να μην ξυπνήσει την Αϊλίν και μετά περπάτησε προς τη σκάλα. Όταν έφτασε στο κεφαλόσκαλο, παρατήρησε πως η πόρτα του δωματίου μου ήταν μισάνοιχτη. Πλησίασε διστακτικά κι έριξε μια ματιά από το μικρό άνοιγμα.
Η ώρα πλησίαζε έξι τα ξημερώματα, όμως εγώ ακόμα κοιμόμουν. Ή μάλλον πίεζα τον εαυτό μου να κοιμηθεί παραπάνω για να αποφύγω όσο το δυνατόν περισσότερο τα παράξενα βλέμματα που μου έριχναν τόσο ο ίδιος όσο και η Αϊλίν. Τελευταία, με κοιτούσαν λες και ήμουν εξωγήινος ή κάτι τέτοιο.
Ομολογώ ότι η συμπεριφορά μου, όχι αποκλειστικά απέναντι τους αλλά περισσότερο γενικά, είχε αλλάξει. Κι ένας σημαντικός συντελεστής σε όλο αυτό ήταν ο Άριους και όσα είχα μάθει για εκείνον. Ήξερα πως κάτι υπήρχε εκεί έξω και δεν επρόκειτο να φύγει για αρκετό διάστημα· κάτι πέρα από εμένα και τους ομοίους μου. Το ένιωθα κάθε φορά που ανάσαινα, κάθε φορά που o παλμός μου ανέβαινε κάτω από το λεπτό στρώμα σάρκας που κάλυπτε το λαιμό μου.
Ο θείος δε μπήκε ποτέ στο δωμάτιο μου. Αντίθετα, έκλεισε την πόρτα πιάνοντας την από το χερούλι και τραβώντας την απαλά προς τη μεριά του κι ύστερα πήγε στο σαλόνι. Η τηλεόραση του φαινόταν πάντοτε σαν ένα ασήμαντο πλαστικό κουτί που έκανε πλύση εγκεφάλου στους θνητούς γεμίζοντας το μυαλό τους με χαζομάρες. Αυτή τη φορά, ωστόσο, έπιασε το τηλεχειριστήριο στο χέρι του και πάτησε το κουμπί της ενεργοποίησης.
Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν ένα παλιό θρίλερ με ασπρόμαυρη εικόνα το οποίο, απ' ότι υπέθεσε, δεν έπρεπε να ήταν και τόσο πετυχημένο ούτε καν στην εποχή του. Τότε, άρχισε να αλλάζει βιαστικά τα κανάλια μέχρις ότου να βρει κάτι που ενδεχομένως θα του προξενούσε ενδιαφέρον.
Το κεντρικό δελτίο ειδήσεων ήταν αυτό ακριβώς που έψαχνε.
Τέσσερα πτώματα είχαν βρεθεί στραγγιγμένα από αίμα κοντά στην περιοχή μας. Κανένα ίχνος κοντά τους που να υποδείκνυε το δράστη. Κι άλλοι βρικόλακες; ,έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται σιωπηλά. Πάντοτε είχα την εντύπωση πως ήμασταν πολύ λίγοι. Οι μεγαλουπόλεις συνήθως δεν ταίριαζαν με το σκεπτικό των περισσότερων. Μακάρι να μπορούσα να καταλάβω τον τρόπο που κινούνταν και μόνο από την περιγραφή του παρουσιαστή των ειδήσεων. Ωστόσο, ήταν φανερό πως δεν υπήρχε συγκεκριμένο μοτίβο. Κι αν δεν υπήρξε ποτέ; Το μυαλό μου έπαιρνε απότομες στροφές κι ύστερα σταματούσε απότομα. Πρώτα ο Άριους και τώρα εκείνοι. Τι στο...
Ο Άριους είχε μετακινηθεί αρκετές φορές από περιοχή σε περιοχή κι όμως αδυνατούσε να τους προλάβει. Κάποια στιγμή, τα μάτια του διέκριναν την κίνηση τους κάμποσα μέτρα μακριά του κι εκείνος έσπευσε κατά πάνω τους χωρίς να υπολογίσει τις συνέπειες. «Σταματήστε που να σας πάρει η οργή!», γρύλισε προτού πηδήξει με φόρα μπροστά κι αρπάξει έναν από το σβέρκο, αναγκάζοντας τους άλλους να σταματήσουν επιτόπου.
Δεν ήταν νεογέννητοι όπως περίμενε. Αν και μόνο ένας νεογέννητος βρικόλακας θα έκανε ποτέ τόσο ηλίθιες κινήσεις. «Ποιος είσαι πάλι εσύ, διάολε;», ρώτησε ένα αγόρι με πυρόξανθα μαλλιά και λαμπερά κόκκινα μάτια. Ο Άριους χαλάρωσε τη λαβή του γύρω από το βρικόλακα που κρατούσε και κάρφωσε το βλέμμα του πάνω του. «Είμαι αυτός που θα σας μαζέψει», μουρμούρισε χωρίς συναίσθημα. «Αλήθεια;», ειρωνεύτηκε το αγόρι κάνοντας δυο βήματα μπροστά ώστε να τον αντικρίζει από κοντινότερη απόσταση. Τότε, εκείνος έτεινε το ελεύθερο χέρι του προς τα μπρος και τον χαστούκισε τόσο δυνατά που σχεδόν του έσπασε το σαγόνι. «Ποιος νομίζεις ότι είσαι; Εμφανίζεσαι εδώ με κρυμμένο το πρόσωπο και προσπαθείς να επιβληθείς...».
Αίφνης, ο Άριους απομάκρυνε τη μαύρη κουκούλα που έκρυβε τα χαρακτηριστικά του και χαμογέλασε αυτάρεσκα στους αποσβολωμένους βρικόλακες που βρίσκονταν αντίκρυ του. Ακόμη κι ο νεαρός με τα πυρόξανθα μαλλιά έσκυψε το κεφάλι του ως ένδειξη σεβασμού κι ύστερα οπισθοχώρησε. Ο Άριους δεν χρειάστηκε να πει άλλη λέξη. Ήταν προφανές πως όλοι τους είχαν ακούσει για εκείνον και τον φοβούνταν όπως τα ποντίκια φοβούνται τη γάτα. Άφησε το σβέρκο εκείνου που κρατούσε και έμεινε να τους περιεργάζεται για περίπου δέκα δευτερόλεπτα – τόσο τους πήρε για να χαθούν από μπροστά του. Έπειτα από αυτό, κάλυψε για άλλη μια φορά το πρόσωπο του κι άφησε το πυκνό σκοτάδι να τον καταπιεί έως ότου αποφάσιζε πως είχε έρθει ξανά η στιγμή για να κάνει την εμφάνιση του...
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro