Άγραφοι Κανόνες
Στον κόσμο όπου ζούσα υπήρχαν τρεις κανόνες οι οποίοι καθοδηγούσαν καθεμιά μας πράξη:
Α) ποτέ μην πας γυρεύοντας
Β) ποτέ μην αναπτύξεις οποιουδήποτε είδους αισθήματα γι' αυτόν που θα έπρεπε να είναι θύμα σου
Γ) η ζωή σου είναι ένα παιχνίδι ανάμεσα σε ισχυρούς και ανίσχυρους
Κι εγώ αισθανόμουν τώρα τόσο ανίσχυρος και εύθραυστος. Τα προστατευτικά τείχη που είχαν υψωθεί κάποτε γύρω μου φάνταζαν να έχουν καταρρεύσει. Κι εγώ βρισκόμουν εκεί, ακριβώς στο κέντρο τους, εκτεθειμένος κι απογυμνωμένος από τις δυνάμεις μου – ο φόβος είχε φροντίσει να μου τις στερήσει.
Και τώρα τι κάνω;
Δεν περίμενα ότι η στιγμή που θα καλούμουν να χρησιμοποιήσω τις αυξημένες δυνατότητες του βρικόλακα θα έφτανε τόσο σύντομα. Αν και είχε περάσει τουλάχιστον ένας χρόνος από την αλλαγή μου, ωστόσο κανένας δεν είχε αναλάβει να μου δείξει πώς να τις εφαρμόσω και να τις ελέγξω. Υποθέτω, θα έπρεπε να το ανακαλύψω κι αυτό μόνος. Ήμουν ένα πιόνι πάνω σε μια ολόμαυρη σκακιέρα. Άνεμοι, ύδατα κι έρημοι παντού τριγύρω. Κι ο βασιλιάς στεκόταν πολύ μακριά για να με σώσει.
Το πρόσωπο της εμφανίστηκε αιφνιδιαστικά στο μυαλό μου· όμορφο, επιβλητικό και... παγωμένο. Με κατέκρινε χωρίς λόγια. Εκείνο το γυάλινο βλέμμα στα μάτια της με τρόμαζε. Το χρώμα γύρω από τις ίριδες άλλαζε συνεχώς κι έπαιρνε παράξενα χρώματα, σαν να ήταν κάτι ρευστό. Και τότε τα δάκρυα ξεχύθηκαν. Έσπευσα να τα σκουπίσω μα δεν κατάφερα απολύτως τίποτα. Την έβλεπα να θρηνεί όσα της πρόσφερα απλόχερα κι ύστερα τα άρπαξα από την αγκαλιά της.
Έκλεισα τα μάτια κι άρχισα να μετρώ δευτερόλεπτα, λεπτά, ώρες. Έμοιαζε σαν να είχα ξεχάσει τα αναπνέω· οι πνεύμονες μου σφίγγονταν συνεχώς περισσότερο και το στήθος μου διατρεχόταν από σπασμούς ικετεύοντας με για μιαν ανάσα. Όταν ανάπνευσα ξανά, ένιωσα τον οξύ πόνο στο κέντρο του στήθους μου να εξαπλώνεται, σχεδόν να μου καίει το λαιμό.
Ούτε εγώ μπορώ να αντέξω μακριά της.
Πίεσα τον εαυτό μου να σταθεί στα πόδια του κι ανέβηκα τα σκαλοπάτια ένα – ένα για να φτάσω στο δωμάτιο μου. Κάτι σαν αόρατα βαρίδια δεν άφηνε τα πόδια μου να ξεκολλήσουν από το πάτωμα. Άγγιξα το χερούλι και ένας σωρός από ηλεκτρικά κύματα εξαπλώθηκαν αισθητά σε όλα μου τα άκρα. Οι βαλίτσες στέκονταν αντίκρυ μου περιμένοντας την απόφαση μου.
Έβγαλα τα συρτάρια από τη θέση τους και άδειασα το περιεχόμενο τους πάνω στο κρεβάτι. Ένα ελαφρύ γρύλισμα έβγαινε από το λαιμό μου καθώς δίπλωνα τα ρούχα και ύστερα τα πετούσα αδιάφορα στις βαλίτσες που περίμεναν ανοιχτές στο πάτωμα. Σε μια γωνία του μυαλού μου, μια ψιλή φωνή που υπενθύμιζε συνεχώς ότι κάτι ξεχνούσα. Αλλά τι;
Αυτό ήταν! Το βιβλίο!
Έτρεξα μανιωδώς προς τη βιβλιοθήκη κι άρχισα να ψάχνω, προσπαθώντας παράλληλα να θυμηθώ πού ακριβώς το είχα τοποθετήσει την τελευταία φορά. Μάταια. Το βιβλίο είχε εξαφανιστεί από το δωμάτιο. Σαν να άνοιξε από το πουθενά η γη και να το κατάπιε βαθιά στα σπλάχνα της. Άγγιξα το μέτωπο μου με τις παλάμες μου κι ένιωσα τις φλέβες κάτω από το δέρμα μου να πάλλονται από τη σύγχυση. Δεν είχα, όμως, άλλο χρόνο για να συνεχίσω το ψάξιμο. Έπρεπε να επιστρέψω σε εκείνη!
Φόρτωσα τα πράγματα μου στο αυτοκίνητο, κλείδωσα την πόρτα κι άναψα τη μηχανή χωρίς να κοιτάξω πίσω. Ένα από τα πολλά πράγματα που αναγνώριζα στον εαυτό μου ήταν η αναποφασιστικότητα του. Παρόλα αυτά, ένιωθα έτοιμος να βάλω τα κομμάτια της καρδιάς της – της καρδιάς που εγώ είχα διαλύσει – πίσω στη θέση τους.
Δεν ένιωθα την ανάγκη να ενημερώσω κανέναν για την άφιξη μου, ούτε καν εκείνη. Μετά από ώρες οδήγησης, σταμάτησα το αυτοκίνητο μπροστά από το σπίτι της κι έσβησα τη μηχανή ελπίζοντας ότι δεν είχα προδοθεί από το θόρυβο της. Όλα τα φώτα στο σπίτι ήταν κλειστά εκτός από ένα στον επάνω όροφο, εκεί όπου βρισκόταν το δωμάτιο της. Οι κουρτίνες ήταν κλειστές μα το παράθυρο παρέμενε ορθάνοιχτο παρά το τσουχτερό αεράκι.
Κατέβηκα από το αυτοκίνητο με την ψυχή στο στόμα και χτύπησα την πόρτα. Καμία απάντηση. Άπλωσα το χέρι μου και χτύπησα ξανά. Ακόμα καμία απάντηση. Δεν μπορώ να περιμένω άλλο, σκέφτηκα και περπάτησα ως το παράθυρο της. Για μια στιγμή, στάθηκα ακίνητος για να υπολογίσω την απόσταση κι ύστερα έδωσα στα πόδια μου την απαραίτητη ώθηση για να πηδήξουν μέσα.
Το θέαμα που αντίκρισα με έκανε να αναρριγήσω. Η Νικόλ στεκόταν μπροστά από τον καθρέφτη βουρτσίζοντας τα βρεγμένα μαλλιά της με μια γαλάζια πετσέτα τυλιγμένη γύρω από το επίσης βρεγμένο σώμα της. Κάτω από τα μάτια της οι μαύροι κύκλοι ήταν τόσο έντονοι που έμοιαζαν με μελανιές. Το πρόσωπο της ήταν εντελώς ανέκφραστο, αλλά τα μάτια της ξεχείλιζαν από συναισθήματα. Πλησίασα αθόρυβα από πίσω της και στη συνέχεια πήρα τη βούρτσα από το χέρι της κι άρχισα να βουρτσίζω τα μαλλιά της για εκείνη. Πού και πού τα δάχτυλα του ελεύθερου χεριού μου περνούσαν από μέσα τους και χάιδευαν απαλά το κεφάλι της. Η ίδια δεν κινούνταν. Έμοιαζε λες κι ο χρόνος είχε παγώσει για εκείνη. Λίγα λεπτά αργότερα, όμως, τα μάτια της πλημμύρισαν με δάκρυα η θέα των οποίων με ανάγκασε να τυλίξω σφιχτά τα μπράτσα μου γύρω της και να ακουμπήσω το κεφάλι μου στην καμπύλη ανάμεσα στο λαιμό και τον ώμο της. «Ποτέ δεν μου είπες ότι δεν είχες αντανάκλαση», την άκουσα να ψελλίζει ψιθυριστά. «Τώρα, όμως, το ξέρεις», της απάντησα κι εκείνη έγνεψε καταφατικά.
«Γιατί μου το έκανες αυτό;», ρώτησε. «Γιατί είμαι ηλίθιος», αποκρίθηκα ακούγοντας για πρώτη φορά τη φωνή μου να σπάει. Αίφνης, εκείνη γύρισε το σώμα της αντικριστά από το δικό μου κι έθαψε το πρόσωπο της στο στήθος μου ξεσπώντας σε λυγμούς. Αν και δεν μπορούσα να δω την έκφραση μου στον καθρέφτη είχα μια πλήρως ξεκάθαρη εικόνα για το πώς μπορεί να έμοιαζε. Ένιωθα λες και το πρόσωπο μου είχε αρχίσει να ραγίζει. Ακούμπησα τα μαρμάρινα χείλη μου πάνω στο μέτωπο της κι εκείνη απομάκρυνε για λίγο το πρόσωπο της από το σώμα μου για να με κοιτάξει κατάματα. «Φιλάς τόσο ωραία», μουρμούρισε με ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη της. Την κοίταξα με απορία. «Ώστε τα χείλη μου δεν σου φαίνονται σαν... να, σαν πέτρινα;». Η Νικόλ γέλασε. «Βλακείες», είπε μετά με περισσότερο χρώμα απ' ότι προηγουμένως και τα χείλη της συνέθλιψαν – κατά ειρωνικό τρόπο – τα δικά μου. Η αριστερή της παλάμη ακούμπησε πάνω στο σβέρκο μου ενώ η δεξιά χάιδευε το μάγουλο μου. Αδυνατούσα να την κοιτάξω. Κάθε φορά που προσπαθούσα, η ενοχή ήταν εκεί για να με αποτρέψει. «Κοίταξε με», απαίτησε εκείνη σιγανά κι εγώ υπάκουσα. Χαμογελούσε. Στ' αλήθεια χαμογελούσε!
Η παλάμη της κινήθηκε από το λαιμό προς το στέρνο κι ύστερα προς το στήθος μου. Όταν, όμως, το χέρι της κινήθηκε στο εσωτερικό της μπλούζας μου και την ανασήκωσε τραβήχτηκα. «Μη... Σε παρακαλώ», ψιθύρισα. Η Νικόλ έστρεψε το κεφάλι μου προς το μέρος της και απομάκρυνε μερικές τούφες μαλλιών από το πρόσωπο μου. «Γιατί όχι;», ρώτησε αθώα και τα μάτια της έλαμψαν. «Είναι πολύ νωρίς», της αποκρίθηκα απρόθυμα. Ήξερα ότι έλεγα ψέματα κι ότι στην πραγματικότητα ο λόγος για τον οποίο δεν ήθελα να προχωρήσει ήταν ότι... ένιωθα επικίνδυνος για εκείνη. Κι αν ξέφευγα από τον αυτοέλεγχο στον οποίο είχα επιβληθεί; «Αν με αγαπάς όπως εγώ, τότε δεν είναι καθόλου νωρίς», διαμαρτυρήθηκε ψιθυριστά.
Ενέδωσα.
Η λεπτή βαμβακερή μπλούζα μου βρέθηκε να εκσφενδονίζεται πάνω στο γραφείο της την ώρα που τα χέρια μου αγκάλιαζαν απαλά το πρόσωπο της για να αφήσουν τα χείλη μου να αγγίξουν τα δικά της. Για ένα δευτερόλεπτο, μου πέρασε από το μυαλό το βρεγμένο της δέρμα και το πόσο κρύα ήταν η θερμοκρασία της σάρκας μου καθώς την ακουμπούσε κι έτσι έκανα μια προσπάθεια να τραβηχτώ αλλά εκείνη με έσφιξε πάνω της. «Δεν κρυώνεις;», τη ρώτησα ξέπνοα στη μέση ενός φιλιού. «Ποτέ όταν είμαι μαζί σου», απάντησε το ίδιο ξέπνοα κι ένιωσα τον εαυτό μου να χαμογελάει.
Οι παλμοί της ήταν τόσο δυνατοί που σχεδόν της έκοβαν την ανάσα, η οποία στα αυτιά μου έφτανε λαχανιασμένη. Έκλεισα τα βλέφαρα της περνώντας από πάνω τους τα δάχτυλα μου κι ύστερα ακούμπησα το σβέρκο της. Η αντίθεση της θερμοκρασίας μας την έκανε να ανατριχιάσει κι ένας πνιχτός ήχος ευχαρίστησης απέδρασε από τα χείλη της. Τη στιγμή που ο αντίχειρας μου άρχισε να χαϊδεύει την περιοχή κάτω από το αυτί της, εκείνη τράβηξε αιφνίδια την παλάμη μου κοντά στο πρόσωπο της και φίλησε απαλά το κέντρο της.
Κάπου έξω από το σπίτι, ένα αυτοκίνητο ακούστηκε να πλησιάζει κι αργότερα να μειώνει ταχύτητα καθώς σταματούσε απέξω. «Τι είναι;», ρώτησε η Νικόλ βλέποντας την ταραχή στο βλέμμα μου και τους τσιτωμένους μου μυς. «Οι γονείς σου». «Να πάρει», μουρμούρισε θυμωμένα κι εγώ δεν μπόρεσα παρά να χαμογελάσω. Άπλωσα το χέρι μου για να πιάσω τη μπλούζα μου αλλά εκείνη με πρόλαβε. «Θα σου την επιστρέψω μόνο αν υποσχεθείς ότι θα παραμείνεις στη ζωή μου για όσο καιρό διαρκεί το για πάντα», είπε. «Τι θα έλεγες να μου τη δώσεις πριν μπουν μέσα οι δικοί σου κι αρχίσουν να σου κάνουν κήρυγμα για το ημίγυμνο αγόρι στο δωμάτιο σου;», αντιπρότεινα κι ευθύς την είδα να χαμογελάει. «Ακούγεται αρκετά δίκαιο», μουρμούρισε κι ύστερα ακούμπησε τη μπλούζα στην ανοιχτή μου παλάμη.
Ντύθηκα όσο πιο γρήγορα μου επέτρεπαν τα χέρια μου και κίνησα για το παράθυρο. Όμως, ακόμα δεν μου έδινε την άδεια για να φύγω. Έτσι, την έσφιξα ανάμεσα στα μπράτσα μου και μοιράστηκα μαζί της ένα ακόμη φιλί. «Νιώθω σαν να υπάρχουν άγραφοι κανόνες που συνδέουν άρρηκτα την ύπαρξη μας», ψιθύρισα κοντά στο αυτί της. Και με αυτά τα λόγια, χάθηκα από μπροστά της.
Νιώθω σαν να υπάρχουν άγραφοι κανόνες που συνδέουν άρρηκτα την ύπαρξη μας
Τα λόγια μου είχαν βρει τη θέση τους στο κέντρο της καρδιάς της. Παρέμειναν στο νου της σαν υπόσχεση, από αυτές που δεν ξεχνιούνται ποτέ. Όσες κι αν ήταν οι αμφιβολίες της πάντα αντισταθμίζονταν από έναν αντίστοιχο αριθμό ελπίδων. Κι αυτό ήταν που τη γλύτωνε από την ψυχική κατάρρευση.
Πράγματι νιώθω σαν να συνδέομαι μαζί σου. Κι είμαι τόσο ευγνώμων γι' αυτό, σκέφτηκε κι ύστερα έκλεισε τα μάτια κι αποκοιμήθηκε ήσυχα μετά από τόσες νύχτες...
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro