Κεφάλαιο 3: Έτσι άρχισαν όλα
3 μήνες πριν
"Μερικές φορές εύχομαι να άκουγα την μητέρα μου" είπα αγανακτησμένη βλέποντας όλη αυτή την χαρτούρα στο γραφείο μου. Και στο πάτωμα. Και στο κρεβάτι. Μόνο το ταβάνι έχει γλιτώσει. Αα και η τουαλέτα. Περίπου.
"Έτοιμο το φαΐ" διέκοψε τις βασανίστηκες μου σκέψεις η φωνή του Άλεξ. Επιτέλους! είπα ανακουφισμένη γέρνοντας το κεφάλι μου προς τα πίσω καθώς σηκωνόμουν βιαστικά από την καρέκλα. Χρειαζόμουν ένα διάλειμμα. Ένα μεγάλο διάλειμμα. Που κατα προτίμηση θα κρατούσε για πάντα.
"Μυρίζει υπέροχα" είπα στον Άλεξ καθώς προσέγγιζα το υπέροχα στρωμένο τραπέζι που είχε στρώσει. Άσπρο στρογγυλό τραπέζι, άσπρες καρέκλες, δύο μαύρα πιάτα και μαχεροπείρουνα που καθόντουσαν το ένα απέναντι στο άλλο και στο κέντρο-
"Το φαΐ ή τα τριαντάφυλλα;" είπε γελώντας διακόπτοντας τις σκέψεις μου αναφερόμενος στα μακαρόνια με σάλτσα αλλά και στα κόκκινα τριαντάφυλλα που στόλιζαν το τραπέζι. Μου έδωσε ένα από αυτά και μετά έσπρωξε την καρέκλα μου για να καθίσω.
Πριν προλάβει να καθίσει και εκείνος άρχισα ήδη να τρώω "ευτυχώς δεν άκουσα την μητέρα μου και σε παντρεύτηκα" είπα γελώντας.
Με κοίταξε χαμογελώντας αλλά ήξερα πως είχε ενοχληθεί με αυτό. Η μητέρα μου δεν μας έδωσε ποτέ την ευχή της. Δεν ήθελε αυτό τον γάμο. Δεν ήθελε τον Άλεξ. Δεν καταλαβα ποτέ γιατί. Δεν της είχε κάνει κάτι. Σε κανέναν δεν έχει κάνει κάτι. Είναι υπέροχος. Ποιος θα μπορούσε να τον μισήσει; δεν μπορούσα όμως πια να την ρωτήσω.
"Βρήκες τον δολοφόνο;" ρώτησε ο Άλεξ αλλάζοντας το θέμα βάζοντας στο στόμα του την πρώτη μπουκιά από το φαγητό που υπήρχε στο πιάτο του.
Τον κοίταξα διστακτικά. Δεν ήθελα να με ρωτήσει. Πνίγομαι με αυτό το θέμα τελευταία. "Σκούρα τα πράγματα" είπα κοίταξα το πιάτο μου "δύσκολη υπόθεση" πρόσθεσα. "Έχω κάποιες υποψίες αλλά δεν μπορώ να ξέρω στα σίγουρα. Ποτέ δεν μπορούμε" είπα συνεχίζοντας να τρώω το φαΐ μου.
"Είμαι σίγουρος πως θα βρεις την άκρη" είπε γλυκά ακουμπώντας μου το χέρι από την άλλη άκρη του τραπεζιού. "Έχεις λύσει πολλές υποθέσεις, θα βρεις την άκρη και θα πάρεις και την προαγωγή που λέγαμε"
"Μακάρι" είπα κοιτώντας τον διστακτικά. Αυτή είναι ίσως η δυσκολότερη υπόθεση που έχω κληθεί να λύσω. Μου έχουν δώσει στοιχεία για πέντε άντρες και μια γυναίκα που είναι ύποπτοι για τον φόνο μιας γυναίκας και εγώ ως ψυχολόγος πρέπει μέσα από τα στοιχεία του καθενός να τους βοηθήσω να καταλάβουν ποιος ή ποια το έκανε. Όλο με αυτή την υπόθεση ασχολούμαι. Εδώ και 3 μήνες.
"Τι ώρα σχόλασες από τη δουλειά σήμερα;" τον ρώτησα τρώγοντας την τελευταία μου μπουκιά.
Άφησε το βλέμμα του για 2 δευτερόλεπτα στο φαΐ του και μετά με κοίταξε, κοίταξε αριστερά και μετά ξανά εμένα και απάντησε "γύρω στις 6" και συνέχισε να τρώει το φαΐ του.
"Θα σχολάσω και αύριο περίπου τέτοια ώρα...ίσως και αργότερα" έκανε παύση και συμπλήρωσε "Πολλή δουλειά" είπε πιάνοντας μου το χέρι.
Ξανά.
Τους τελευταίους 3 μήνες έχει αυξηθεί η δουλειά του. Από τότε που άρχισα να κλείνομαι με τις ώρες στο γραφείο μου για να εξιχνίασω το μυστήριο, αυτός μένει μέχρι αργά στην δουλειά για να τελειώσει τα δικά του. Η δουλειά ενός καθηγητή δεν είναι εύκολη. Πάντα ήθελε να έχει δικό του φροντιστήριο και τα κατάφερε. Είμαι χαρούμενη για αυτόν αλλά θα ήθελα να τον βλέπω περισσότερο. Πλέον είναι σαν να μην μένουμε καν στο ίδιο σπίτι. Σε λίγο ούτε που θα βλεπόμαστε.
Όταν τελείωσα το φαΐ μου πήγα να σηκωθώ για να πάρω το πιάτο μου στο νεροχύτη αλλά με σταμάτησε σπρώχνοντας με ελαφρά από τον ώμο πίσω στην καρέκλα. "Θα το αναλάβω εγώ" είπε χαμογελώντας και μου έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη. Πάντα ήταν γλυκός και βοηθητικός αλλά από τότε που αρχίσαμε και οι δύο να δουλεύουμε περισσότερο έγινε ακόμη πιο...καλός.
Άρχισε να κτυπάει το τηλέφωνο μου. Η Εβελίνα. Η κολλητή μου. "Για να με παίρνεις τέτοια ώρα θα είναι σοβαρό" της είπα όταν απάντησα το τηλέφωνο μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου ξέροντας πως τέτοια ώρα έχει μάθημα στο φροντιστήριο και ποτέ δεν το διακόπτει για τηλεφωνήματα. Ο Άλεξ γύρισε να με κοιτάξει καθώς έπαιρνε τα υπόλοιπα πιάτα στον νεροχύτη. "Ποιος είναι;" μου ψιθύρισε. "Η Εβελίνα" του απάντησα. Ο Άλεξ παραλίγο να σκοντάψει στο τραπέζι της κουζίνας. Τον κοίταξα παραξενεμένα και σχεδόν σηκώθηκα από την καρέκλα για να πάω κοντά του να τον βοηθήσω όμως μου έκανε νόημα με την παλάμη του πως είναι καλά και έτσι κάθισα ξανά στην καρέκλα μου. "Αλήθεια; πως έγινε αυτό;" απάντησα έκπληκτη στην Εβελίνα όταν είπε πως το σπίτι της είχε πλημμυρίσει. Έσπασαν οι σωλήνες του σπιτιού της και δεν μπορεί να μείνει εκεί. "Θα σε φιλοξενήσουμε εμείς, γιατί να πληρώνεις ξενοδοχεία χωρίς λόγο" ο Άλεξ σκόνταψε ξανά και με κοίταξε κουνώντας το χέρι του ρωτώντας με γιατί; "Δεν είναι κόπος, σε περιμένουμε" απάντησα πριν κλείσω το τηλέφωνο αγνοώντας την ερώτηση του Άλεξ.
"Θα έρθει η φίλη σου;" ρώτησε πλησιάζοντας με. "Έσπασαν οι σωλήνες στο σπίτι της, δεν μπορεί να μείνει εκεί" είπα καθώς σηκωνόμουν από το τραπέζι. "Δεν σε πειράζει ε;" ρώτησα ελπίζοντας πως δεν θα έχει πρόβλημα. Δεν είναι κοντά αλλά ούτε στα μαχαίρια οπότε δεν φανταστικά ότι θα τον πείραζε.
"Οχι, δεν με πειράζει. Παραξενεύτηκα απλά" είπε ακουμπώντας τον σβέρκο του.
"Προσωρινά θα είναι, σε τρείς, τέσσερις μέρες θα φτιαχτούν οι σωλήνες. Λογικά"
Πήγα να κάνω μπάνιο μέχρι να έρθει η Εβελίνα και ο Άλεξ κάθισε να διορθώσει τα γραπτά των μαθητών του.
Το κουδούνι. Ήρθε.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro