Κεφάλαιο 2: Δεν το έκανα εγώ!
Καθώς περίμενα στον διάδρομο του νοσοκομείου, άκουσα βήματα αλλά ένιωθα ξαφνικά τόσο κουρασμένη για να στρέψω έστω το βλέμμα μου προς αυτά.
Από την στιγμή που τον αποχωρίστηκα ένιωσα ξανά όπως πριν. Σαν την πρώτη φορά που τον είχα αποχωριστεί. Τότε ευχήθηκα να ήταν η τελευταία. Το ίδιο ευχήθηκα και τώρα. Και θα το έκανα. Θα ήταν η τελευταία φορά.
Τα βήματα σταδιακά γίνονταν όλο και πιο δυνατά. Κατευθυνόταν προς εμένα.
"Πώς είναι;" άκουσα μια γνώριμη φωνή να με ρωτάει στοργικά.
"Ξύπνησε" απάντησα στην Εβελίνα γεμάτη ελπίδα.
"Τι; Πότε; Γιατί δεν μου το είπες; Πως είναι; Μπορώ να τον δω;" είπε όλο αγωνία και χαρά, τόσο γρήγορα που δεν προλάβαινα να απαντήσω.
"Πριν λίγο ξυπνησε" απάντησα ήρεμα. Ή μάλλον δεν μπορούσα να απαντήσω διαφορετικά. Δεν είχα δύναμη. "Θα στο έλεγα αλλά...δεν πρόλαβα" συμπλήρωσα.
"Τα νέα είναι υπέροχα, δεν χαίρεσαι;" ρώτησε λες και περίμενε απάντηση. Λες και η απάντηση δεν ήταν αυτονόητη. Λες και θα μπορούσε να ήταν αλλιώς.
"Εννοείται ότι χαίρομαι" απάντησα ελαφρώς ενοχλημένη και με κοίταξε σαν να μετάνιωσε αυτό που είχε πει πριν "κουρασμένη είμαι" συνέχισα και μου ακούμπησε τον ώμο χαιδεύοντας με. Παρηγορώντας με.
"Είναι μέσα οι γιατροί; γιαυτό δεν είσαι μέσα;" ρώτησε -ή μάλλον ήταν σίγουρη- και έγνεψα καταφατικά.
Καθίσαμε στις φθαρμένες γαλάζιες καρέκλες του διαδρόμου και περιμέναμε υπομονετικά τους γιατρούς να μας ενημερώσουν για την κατάσταση του. Το χρώμα αυτό υποτίθεται πως σε ηρεμεί όμως εμένα όλο και περισσότερο με φούντωνε.
"Γιατί ήρθες;" ρώτησα σπάζοντας την σιωπή που επικρατούσε. Με κοίταξε παραξενεμένη, ίσως γιατί ακούστηκε σαν να με πείραξε που ήρθε, αλλά δεν ήταν έτσι. Δεν θα μπορούσε να ήταν έτσι. "Δεν το εννοούσα έτσι όπως ακούστηκε. Απλά είμαι πιεσμένη" συνέχισα για να δικαιολογήσω τον εαυτό μου.
"Το ξέρω" είπε στρέφοντας το βλέμμα της στο πάτωμα. "Δεν είναι εύκολο να έχεις τρεις μήνες τον άντρα σου στο νοσοκομείο, σε κόμμα. Να μην ξέρεις πότε θα ξυπνήσει" έκανε παύση "αν θα ξυπνήσει" είπε σιγανά κοιτώντας το πάτωμα επίμονα λες και περίμενε να της μιλήσει.
Θυμάμαι όταν έπεσε ο Άλεξ σε κόμμα, η Εβελίνα είχε στεναχωρηθεί πολύ. Δεν ήταν πολυ κοντά όμως νοιάζονταν ο ένας για τον άλλον. Άλλωστε αν δεν νοιάζονταν δεν θα είχαν κρατήσει επαφές μετά τον χωρισμό τους. Αυτό δεν με ενόχλησε ποτέ. Ήμασταν φίλες. Καλές φίλες. Ξέρω πως η σχέση τους μετά τον χωρισμό είναι τελείως φιλική. Ίσα ίσα που μιλούσαν πλέον μεταξύ τους.
"Δεν νομίζεις πως αργούν πολύ;" ρώτησε η Εβελίνα αλλά πριν προλάβω να απαντήσω είπε "παμε να δούμε τι γίνεται;"
Κούνησα αριστερά δεξιά και ξανά αριστερά το κεφάλι μου λέγοντας της "Δεν θα μας αφήσουν" αλλά ήθελα τόσο πολύ να τον δω ξανά επιτέλους.
"Θα το κάνουμε κρυφά" είπε χαμογελώντας πονηρά και μου άρπαξε το χέρι βιαστικά οδηγώντας με στην πόρτα του δωματίου. Έσπρωξε σιγανά την πόρτα. Έτριξε ελαφρώς αλλά δεν το είχαν ακούσει.
Ο γιατρός σημείωνε στο τετράδιο του και η νοσοκόμα -αυτή που με είχε διώξει- καθόταν δίπλα του Άλεξ και του κρατούσε το χέρι. Χαμογελώντας του. Και αυτός της χαμογελούσε πίσω. Ζήλεια. Είχα γεμίσει ζήλεια.
"Βλέπεις αυτό που βλέπω;" ρώτησε η Εβελίνα γελώντας. "Μου φαίνεται πως η νοσοκόμα προσπαθεί να σου κλέψει τον άντρα" είπε ξανά γελώντας σιγανά κλείνοντας μου ελαφρά το μάτι.
Ζήλεια, ζήλεια, ζήλεια. Είχα γεμίσει ζήλεια.
Με κοίταξε η Εβελίνα λες και είχε διαβάσει τις σκέψεις μου, με έσπρωξε ελαφρά στον ώμο και είπε χαμογελώντας "πλάκα κάνω, ηρέμησε"
"Το ξέρω, δεν είμαι χαζή" απάντησα αμέσως διώχνοντας όλες τις αρνητικές σκέψεις που τριγυρνούσαν στο μυαλό μου. Το ξέρω. Δεν είμαι χαζή. Είπα ξανά στον εαυτό μου. Για να το καταλάβω. Για να το πιστέψω. Για να το κάνω.
Κοίταξα την Εβελίνα αλλά δεν το είχε καταλάβει. Κοίταζε μέσα στο δωμάτιο. Ενοχλημένη. Ήταν εμφανές. Ζηλεύει; Δεν κάνει πλάκα τελικά;
Τους κοιτούσαμε για μερικά λεπτά αλλά δεν μπορούσαμε να ακούσουμε τι έλεγαν. "Θα πάω στην τουαλέτα" είπα στην Εβελίνα και έγνεψε προσπαθώντας να ξεκολλήσει το βλέμμα της από τον Άλεξ και την νοσοκόμα αλλά ήταν αδύνατο. Είχε καρφωθεί να τους κοιτάει.
Θα είχαν περάσει πέντε λεπτά από την στιγμή που βγήκα από την τουαλέτα και καθόμουν στις γαλάζιες καρέκλες του διαδρόμου και δύο λεπτά από την στιγμή που ο γιατρός μας είπε πως όλα είναι πολύ καλά και μπορούμε επιτέλους να τον δούμε.
Η Εβελίνα μπήκε πρώτη μέσα. Εγώ έμεινα καθισμένη για λίγα λεπτά ακόμα. Πίστευα πως ήμουν έτοιμη να του ξανά μιλήσω. Αυτό ήθελα εξάλλου εδώ και μήνες. Όταν όμως ήρθε εκείνη η στιγμή ένιωσα το αίμα μου να παγώνει και τα πόδια μου να κόβονται, δεν με βαστούσαν και ας ήμουν καθισμένη. Έκανα μια ευχή πριν μπω μέσα.
Μέχρι το τέλος.
Άνοιξα την πόρτα.
Η Εβελίνα στο πάτωμα.
Κλαίει.
Δίπλα η νοσοκόμα.
Στο πάτωμα.
Αίματα.
Νεκρή.
Ένιωσα τον χρόνο να παγώνει, ένιωσα να ζαλίζομαι, ένιωσα να χάνω την ακοή μου μέχρι που την ξανά βρήκα όταν την έσπασε η τσιρίδα της Εβελίνας.
Είχα σοκαριστεί. Πως πέθανε; Ποιος την σκότωσε; Πότε; Γιατί;
Η Εβελίνα σηκώθηκε όρθια και άρχισε να με πλησιάζει κλαίγοντας. Χωρίς να το συνηδειτοποιήσω άρχισα να πηγαίνω πίσω πίσω φοβισμένη. Είχε αίματα στα χέρια.
"Εβελίνα, τι έκανες" ρώτησα ψιθυριστά προσπαθώντας να μείνω ήρεμη αλλά η φωνή μου έτρεμε.
"Δεν το έκανα εγώ, δεν το έκανα εγώ" φώναζε ξανά και ξανα και κρατούσε το κεφάλι της από την απελπισία με τα χέρια της να τρέμουν και από το κεφάλι που ένα δευτερόλεπτο πριν παρηγορούσαν, σηκώνονταν στον αέρα και απορούσαν.
"Θα μας ακούσουν σταματά" της είπα προσπαθώντας με την φωνή μου να καλύψω την δική της που πέταγε λέξεις που δεν μπορούσα να καταλάβω και προσπαθούσα να της θυμίσω ότι βρισκόμαστε στο νοσοκομείο και στο ίδιο δωμάτιο με εμάς βρίσκεται ένα πτώμα. Και ο Άλεξ που ευτυχώς κοιμόταν όμως θα μπορούσε να ξυπνήσει από στιγμή σε στιγμή.
"Δεν το έκανα εγώ" είπε ξανά αλλά αυτή την φορά ψιθυρίζοντας καθώς ερχόταν όλο και πιο κοντά μου και εγώ πήγαινα όλο και πιο πίσω.
"Το ξέρω" της είπα καθισυχάζοντας την. Ξέροντας πως δεν το εννοούσα. Ξέροντας πως αυτή το έκανε. Δεν μπήκε κανένας άλλος σε αυτό το δωμάτιο. Αν έμπαινε θα τον έβλεπα καθόμουν ακριβώς απέξω. Μέσα ήταν μόνο ο Άλεξ ο οποίος κοιμάτε, αλλά και να ήταν ξύπνιος στην κατάσταση που βρίσκεται είναι ανίκανος να βλάψει τον όποιο δήποτε. Η νοσοκόμα, η οποία είναι νεκρή και η Εβελίνα οποία έχει αίματα στα χέρια και δίπλα από το αριστερό της πόδι ένα μαχαίρι επίσης καλυμμένο με αίματα. Εγώ βρισκόμουν στην τουαλέτα και μετά στον διάδρομο. Δεν είχα μπει προηγουμένως. Και δεν θα σκότωνα κανέναν. Δεν είμαι δολοφόνος.
Δύο γιατροί μπήκαν γρήγορα μέσα. Θα άκουσαν τις φωνές. Ή θα τους κάλεσα εγώ όταν πάτησα το κουμπί της βοήθειας δίπλα από το κρεβάτι του Άλεξ. Η Εβελίνα είναι επικίνδυνη. Είναι δολοφόνος. Ζήλευε την νοσοκόμα. Δεν είναι η πρώτη φορά που κάνει κάτι τέτοιο. Αυτή το έκανε. Ήμουν πλέον βέβαιη.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro