
Το Τεστ
~ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ ~
Το φως του πρωινού χειμωνιάτικου ήλιου διαπερνά τα στόρια και βρίσκει το ζευγάρι να κοιμάται ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ο Οδυσσέας, που συνηθίζει να ξυπνάει νωρίς, ανοίγει τα μάτια του, αλλά δυσκολεύεται να πιστέψει αυτό που βλέπει.
«Κι όμως δεν ήταν όνειρο. Είσαι ακόμη εδώ»
Με τα δάχτυλά του αγγίζει το πρόσωπο του Αλέξανδρου. Περνάει τον δείκτη του πάνω από τα μισάνοιχτα χείλη και μετά πιο κάτω, στο σαγόνι, στην καμπύλη του λαιμού του, στα κόκκαλα της κλείδας και το σμιλεμένο στήθος του.
«Αν πας πιο χαμηλά, εγώ μπορώ να σου κάνω μήνυση για σεξουαλική παρενόχληση ή απλά ν' ανέβω πάνω σου»
Ο Οδυσσέας σηκώνει το κεφάλι του και κοιτάζει τα νυσταγμένα αλλά όμορφα μάτια του Αλέξανδρου.
«Το τμήμα είναι πολύ μακριά. Εσύ πρέπει να περπατήσεις πολύ»
«Σ' αυτή την περίπτωση, υποθέτω ότι πρέπει να διαλέξω τη δεύτερη επιλογή»
Ο Αλέξανδρος κυλάει το σώμα του και ξαπλώνει πάνω στον Οδυσσέα, ο οποίος τυλίγει τα χέρια του γύρω από το λαιμό του. Ο Αλέξανδρος του φιλάει τη μύτη.
«Καλημέρα, Όμορφε»
«Αυτή είναι η πιο όμορφη καλημέρα που έχω ακούσει ποτέ»
«Στο χέρι σου είναι ν' ακούς την ίδια καλημέρα κάθε πρωί από δώ και πέρα»
«Δεν νομίζεις ότι βιαζόμαστε λίγο;»
«Άσε με να σε φιλήσω πρώτα και μετά το συζητάμε»
«Δεν σε κρατάω»
Ο Αλέξανδρος σκύβει και φιλάει δυνατά τον Οδυσσέα, ο οποίος περνάει το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του.
«Μιλάς τόσο όμορφα και φοβάμαι να σε πιστέψω»
«Γιατί;»
«Γιατί τα όμορφα χωριά όμορφα καίγονται»
«Δεν σε καταλαβαίνω»
Ο Οδυσσέας γλιστράει απ' το κρεβάτι, σηκώνεται και πλησιάζει το παράθυρο. Σάββατο πρωί και οι δρόμοι στο Γκάζι είναι γεμάτοι κόσμο. Ζευγάρια, παρέες παιδιών και οικογένειες κάνουν την πρωινή τους βόλτα ντυμένοι με χοντρά μπουφάν και καυτούς καφέδες στα χέρια.
«Έχω ακούσει πολλά ωραία λόγια όλα αυτά τα χρόνια, Αλέξανδρε, αλλά ήταν όλα ψεύτικα. Μου έδωσαν υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν ποτέ. Με έχουν πληγώσει πολλές φορές και δεν αντέχω άλλο. Μια ακόμη προδοσία από σένα ...»
Ο Αλέξανδρος σηκώνεται από το κρεβάτι και τρέχει κοντά του.
«Γύρνα και κοίτα με, Οδυσσέα»
Ο Οδυσσέας γυρίζει και ο Αλέξανδρος του παίρνει το χέρι και το βάζει αριστερά στο στήθος του.
«Νιώθεις τους χτύπους της καρδιάς μου;»
«Ναι»
«Σου ορκίζομαι σε αυτούς τους χτύπους ότι δεν θα σου πω ποτέ ψέματα, ό,τι κι αν γίνει. Μόνο αλήθεια θα βγαίνει απ' τα χείλη μου»
«Αλέξανδρε ...»
«Σώπα και άκουσέ με! Σε φίλησα και σε κράτησα στην αγκαλιά μου όλο το βράδυ. Μου άνοιξες την καρδιά σου και έκανα το ίδιο. Έχω αισθήματα για σένα από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Δεν πρόκειται να σου πω ακόμα ότι σ' αγαπάω. Είναι πολύ νωρίς. Αυτό που θα σου πω είναι ότι θέλω να σ' αγαπήσω. Σε ικετεύω να μ' αφήσεις να σ' αγαπήσω. Πες ναι και θα μείνω μαζί σου μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος. Πες όχι και θα εξαφανιστώ μια για πάντα. Η επιλογή είναι δική σου!»
«Αλέξανδρε ...»
«Απάντησέ μου! Ναι ή όχι;»
«Ναι, γαμώτο! Χίλιες φορές ναι!»
«Το ήξερα ότι θα έπαιρνες τη σωστή απόφαση!»
«Τώρα είναι η σειρά σου να σωπάσεις και να με φιλήσεις»
«Ευχαρίστως!»
Ξαφνικά ακούνε το κουδούνι της πόρτας. Ο Αλέξανδρος κοιτάζει τον Οδυσσέα με απορία.
«Περιμένεις κάποιον;»
«Γιατί; Ζηλεύεις;»
«Έχω λόγο να ζηλέψω;»
«Πολύ αστείο! Μάλλον είναι η Ζαφειρία που ήρθε να μάθει τι έγινε χθες βράδυ. Μην ανησυχείς. Θα την ξεφορτωθώ αμέσως!»
«Εντάξει. Και όσο το κάνεις αυτό, εγώ θα πάω στην τουαλέτα»
Καθώς ο Αλέξανδρος πηγαίνει στο μπάνιο, ο Οδυσσέας φτιάχνει τα ανάκατα μαλλιά του και κατευθύνεται προς την πόρτα. Για μια στιγμή αναρωτιέται πως κατάφερε η Ζαφειρία ν' ανέβει στο διαμέρισμα χωρίς να χτυπήσει το κάτω κουδούνι, αλλά μετά θυμάται ότι τα πρωινά του Σαββάτου η κάτω πόρτα μένει ανοιχτή μέχρι το βράδυ. Το κουδούνι χτυπάει ξανά, πιο επίμονα αυτή τη φορά.
«Για όνομα του Θεού! Έρχομαι! Μην είσαι ανυπόμονη, Ροζομαλλούσα!»
Ο Οδυσσέας ανοίγει την πόρτα, έτοιμος να αντιμετωπίσει τη Ζαφειρία, αλλά αντί γι' αυτήν, στο κατώφλι βρίσκεται ένας ψηλός, υπερβολικά όμορφος νεαρός άντρας, ντυμένος σπορ μεν, αλλά με την τελευταία λέξη της μόδας.
«Την τελευταία φορά που τσέκαρα, τα μαλλιά μου ήταν ξανθά, όχι ροζ! Και πριν ρωτήσεις, ναι, αυτό το φοβερό χρώμα είναι φυσικό!»
Ο Οδυσσέας φυσικά τον αναγνωρίζει αμέσως, αυτός είναι ο Τζάκος Ηλιόπουλος, αλλά και πάλι, η εκθαμβωτική αύρα αυτού του άντρα τον κάνει να χάσει τα λόγια του.
«Ποιος ...; Πως ...; Τι στο ...; Εγώ δεν ... Τι;»
«Ναι. Ναι. Καλημέρα και σε σένα. Μπορώ να μπω; Φυσικά και μπορώ!»
Ο Τζάκος περνάει το κατώφλι και, αφού τσιμπάει παιχνιδιάρικα το μάγουλο του Οδυσσέα, μπαίνει στο σαλόνι. Ο Οδυσσέας κάνει να κλείσει την πόρτα.
«Μην το κάνεις αυτό, Αγαπούλη μου. Η Θαλασσινή έχει ένα θέμα με τα ασανσέρ και έρχεται με τα πόδια»
«Που ...; Ποια ...;»
«Εγώ!»
Ο Οδυσσέας γυρίζει προς την πόρτα και βλέπει μια όμορφη και γλυκιά μελαχρινή κοπέλα που μοιάζει πάρα πολύ με τον Αλέξανδρο και κρατάει ένα μεγάλο πλαστικό ποτήρι με καφέ.
«Μπορώ να μπω;»
«Φυσικά, γλυκιά μου. Εσύ τουλάχιστον έχεις την ευγένεια να ζητήσεις την άδειά μου»
Η Θαλασσινή μπαίνει μέσα και αγριοκοιτάζει τον Τζάκο.
«Σε παρακαλώ, μην σχηματίσεις κακή άποψη για τον αδερφό μου. Αυτός είναι λίγο ...»
«Αγενής, ίσως;»
«Αυθόρμητος, θα έλεγα»
«Ναι. Μχμμμ ... Καλά»
«Εσύ πρέπει να είσαι ο Οδυσσέας. Σ' έχω δει σε αρκετά περιοδικά»
«Ναι, εγώ είμαι. Οδυσσέας Αγγελόπουλος»
«Εγώ είμαι η Θαλασσινή Φραγκοπούλου, η αδερφή του Αλέξανδρου και αυτός είναι ο Τζάκος Ηλιόπουλος, ο άλλος μου αδερφός. Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω και ζητώ συγγνώμη για την εισβολή του»
«Και' γω χαίρομαι που σε γνωρίζω, γλυκιά μου, αλλά δεν είσαι εσύ αυτή που πρέπει να ζητήσει συγγνώμη»
Ενώ ο Οδυσσέας μιλάει με την Θαλασσινή, ο Τζάκος περπατάει αργά γύρω-γύρω επιθεωρώντας το μέρος.
«Λοιπόν ... Αν και αυτό το διαμέρισμα είναι πιο μικρό από το μπάνιο μου, μου αρέσει. Είναι ζεστό και χαριτωμένο»
«Ευχαριστώ υποθέτω»
«Και εσύ, Αγαπούλη, είσαι ακριβώς αυτό που περίμενα. Μετά τη συνομιλία μας στο τηλέφωνο, εννοώ»
«Δεν μπορώ να πω το ίδιο για σένα»
«Τζάκο, κάνε μου τη χάρη και φέρσου σαν κανονικός άνθρωπος για μια φορά στη ζωή σου»
«Αν και το κανονικό είναι βαρετό, θα κάνω αυτό που μου ζητάς, Ομορφιά μου»
Ο Τζάκος βγάζει το μπουφάν του και κάθεται στον καναπέ.
«Καπουτσίνο διπλό, πολύ γλυκό, με λίγη κανέλα, παρακαλώ»
«Ορίστε;»
«Σαν κανονικός άνθρωπος, μόλις σου είπα τι θα ήθελα να μου προσφέρεις»
Ο Τζάκος χαμογελά αγγελικά και εντελώς αθώα, η Θαλασσινή γουρλώνει τα μάτια της και ο Οδυσσέας βάζει τις φωνές.
«ΑΛΕΞΑΝΔΡΕ! Έλα γρήγορα εδώ!»
Ο Αλέξανδρος μπαίνει στο σαλόνι σχεδόν τρέχοντας.
«Τι στο διάολο συμβαίνει εδώ;»
Ο Τζάκος τον χαιρετάει κουνώντας τα δάχτυλά του και η Θαλασσινή σηκώνει τους ώμους απολογητικά.
«Τι κάνετε εσείς οι δύο εδώ;»
«Όταν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό ... Ξέρεις το υπόλοιπο»
Ο Οδυσσέας ακουμπάει στον τοίχο προσπαθώντας να συγκρατηθεί.
«Τέλεια! Αυτός ξέρει και παροιμίες!»
«Λυπάμαι πολύ, Αλέκο μου. Ο Τζάκος επέμεινε και εγώ ήρθα για να τον συγκρατήσω, αλλά, όπως φαίνεται, δεν τα κατάφερα»
Ο Οδυσσέας πλησιάζει την Θαλασσινή και βάζει το χέρι του στον ώμο της.
«Δεν φταις εσύ, γλυκιά μου. Εσύ είσαι τόσο μικροσκοπική. Πώς θα μπορούσες να συγκρατήσεις έναν ανεμοστρόβιλο;»
Ο Τζάκος, εντελώς αδιάφορος για το τι συμβαίνει γύρω του, βάζει τα πόδια του στο τραπεζάκι.
«Θα πιούμε καφέ σ' αυτό το σπίτι ή όχι; Αν ήξερα ότι η εξυπηρέτηση ήταν τόσο κακή, θα είχα φέρει μαζί τον μπάτλερ μου!»
Ο Αλέξανδρος και η Θαλασσινή κουνάνε το κεφάλι τους με απογοήτευση καθώς ο Οδυσσέας πηγαίνει στην κουζίνα, μουρμουρίζοντας.
«Θέλεις καλή εξυπηρέτηση, ε; Τώρα θα σου δείξω εγώ!»
Ο Τζάκος κατεβάζει τα πόδια του και κάνει νόημα επιδοκιμασίας στον Αλέξανδρο.
«Είναι υπάκουος. Μου αρέσει! Καλή επιλογή, αδερφέ μου!»
«Αυτό ήταν! Θα σε σκοτώσω!»
«Για να είμαι ειλικρινής, αδερφέ, δεν καταλαβαίνω ποιο είναι το πρόβλημά σου»
«Ποιο είναι το πρόβλημά μου; Εσύ είσαι το πρόβλημα μου! Εσύ, που έχεις εισβάλει εδώ μέσα και συμπεριφέρεσαι σαν κακομαθημένος μαλάκας»
«Τζάκο, ο Αλέκος έχει δίκιο. Εμείς καλύτερα να φύγουμε. Τον είδες τον Οδυσσέα. Αρκετά πια»
«Δεν πάω πουθενά αν δεν με διώξει ο οικοδεσπότης»
«Πολύ καλά. Μπορείς να μείνεις, αλλά αν πεις έστω και μία λέξη και τον κάνεις να νιώσει άβολα, θα σε κάνω να μετανιώσεις τη στιγμή που γεννήθηκες»
Για άλλη μια φορά, ο Τζάκος σηκώνει το χέρι και ενώνει τον αντίχειρα του με το μικρό του δάχτυλο.
«Στην προσκοπική μου τιμή!»
«Δεν είσαι πρόσκοπος, ρε μαλάκα!»
«Λεπτομέρειες, και όσο για τα άλλα ... Ξέρω πολύ καλά τι κάνω. Εμπιστέψου με!»
Ο Οδυσσέας επιστρέφει από την κουζίνα με ένα δίσκο και βάζει ένα πιάτο με ντόνατς μπροστά στην Θαλασσινή.
«Εσύ πίνεις ήδη καφέ, οπότε σου έφερα κάτι να φας»
«Ευχαριστώ πολύ. Είσαι φανταστικός. Λατρεύω τα ντόνατς»
«Όπως ο αδερφός σου»
«Μ' αρέσουν και μένα τα ντόνατς. Δώσε μου ένα»
Ο Τζάκος απλώνει το χέρι για να πάρει ένα, αλλά ο Οδυσσέας τον αποτρέπει, κοπανώντας τον.
«Μην τολμήσεις!»
«Γιατί;»
«Γιατί έτσι. Δικό μου σπίτι, δικοί μου κανόνες!»
«Αλλά ...»
«Σιωπή!»
Ο Τζάκος σουφρώνει την μύτη του, αλλά ο Οδυσσέας δεν του δίνει σημασία. Αυτός δίνει στον Αλέξανδρο ένα φλιτζάνι με μυρωδάτο καφέ.
«Διπλός εσπρέσο σκέτος»
«Ευχαριστώ, μωρό μου»
«Τι γλυκό!»
Η Θαλασσινή κλωτσάει τον Τζάκο κάτω από το τραπέζι.
«Άουτς!»
Κλείνοντας το μάτι στην Θαλασσινή, ο Οδυσσέας δίνει στον Τζάκο ένα μεγάλο φλιτζάνι με μία καρδούλα από κανέλλα στην επιφάνεια του αφρόγαλου.
«Και για τον ιδιαίτερο καλεσμένο μου, πολύ γλυκός διπλός καπουτσίνο με λίγη κανέλα»
«Ευχαριστώ πολύ, Αγαπούλη μου. Ωραία πινελιά η καρδούλα!»
«Να'σαι καλά! Άντε, δοκίμασε να μου πεις αν τον πέτυχα»
Ο Τζάκος φυσάει για λίγο, πίνει μια μεγάλη γουλιά απ' τον καφέ του και το πρόσωπό του παραμορφώνεται από αηδία!
«Μπλιαχ! Αυτό είναι αηδιαστικό! Τι στο διάολο έβαλες μέσα;»
Ο Οδυσσέας ακουμπάει το χέρι του ανάποδα στο μέτωπο του και επιστρατεύει όλο το υποκριτικό του ταλέντο.
«Ω, όχι! Θεέ μου! Είμαι τόσο ηλίθιος! Μπέρδεψα τη ζάχαρη με το αλάτι!»
«Δώσ' μου λίγο νερό»
Ο Οδυσσέας δίνει στον Τζάκο ένα ποτήρι και εκείνος το πίνει μονορούφι, προσπαθώντας να ξεπλύνει την απαίσια γεύση του αλμυρού καφέ με τον Αλέξανδρο και την Θαλασσινή να ξεσπούν σε γέλια.
«Νομίζω ότι ο αδερφός μας βρήκε την Νέμεση του. Μπράβο, Οδυσσέα!»
«Επιτέλους κάποιος έδωσε στον Τζάκο αυτό που του άξιζε. Μπράβο, μωρό μου!»
«Ευχαριστώ πολύ!»
Ο Τζάκος καγχάζει καθώς σκουπίζει το στόμα του με μία χαρτοπετσέτα.
«Ξέρεις κάτι, Οδυσσέα;»
«Τι, Τζάκο;»
«Μέχρι στιγμής, κανείς δεν έχει τολμήσει να μου κάνει κάτι τέτοιο εκτός από τα αδέρφια μου. Για κάποιο λόγο, όλοι υποκλίνονται μπροστά μου και κάνουν ό,τι ζητάω, όσο παράλογο κι αν είναι. Αλλά εσύ όχι!»
«Τζάκο, πρόσεξε τι θα πεις!»
«Όχι, Αλέξανδρε. Άφησε τον να μιλήσει. Εμπρός, κύριε Ηλιόπουλε, πείτε μου ότι θα μετανιώσω πικρά αυτό που τόλμησα να σας κάνω»
«Κι όμως, Οδυσσέα, δεν πρόκειται να σου πω αυτό»
«Αλλά;»
«Θα σου πω ότι είμαι πολύ χαρούμενος που σε γνώρισα και ακόμα πιο χαρούμενος γιατί επιτέλους βρήκα κάποιον που με αντιμετωπίζει ως ίσο και όχι σαν κάτι ανώτερο. Δεν μου υποκλίθηκες, δεν χρησιμοποίησες κολακευτικά λόγια, δεν ανέχτηκες τις ιδιοτροπίες μου και γι' αυτό κέρδισες τον σεβασμό μου. Από δω και πέρα θέλω να ξέρεις ότι θα είμαι δίπλα σου, ότι και αν συμβεί!»
«Περίμενε λίγο! Θέλεις να μου πεις ότι φέρθηκες σαν μαλάκας πριν απλά για να με δοκιμάσεις;»
«Έτσι είναι. Ήθελα να δω με τι άνθρωπο έχει μπλέξει ο αδερφός μου. Ήθελα να βεβαιωθώ ότι είσαι άξιος της αγάπης του και όχι ένας βρωμερός προικοθήρας»
«Με βάση τα λεγόμενα σου, εγώ πέρασα το τεστ, έτσι δεν είναι;»
Ο Τζάκος σηκώνεται όρθιος και προσφέρει το χέρι του στον Οδυσσέα, ο οποίος ακολουθεί το παράδειγμά του και ανταποδίδει την χειραψία.
«Είσαι υπέροχος άνθρωπος, Οδυσσέα, και ο αδερφός μου είναι τυχερός που σε βρήκε»
«Πραγματικά δεν ξέρω τι να πω»
«Μην πεις τίποτα τότε. Απλά ετοιμάσου να γνωρίσεις τον πραγματικό Τζάκο»
«Είναι καλό αυτό τώρα;»
Ο Αλέξανδρος και η Θαλασσινή μιλούν μαζί με μία φωνή.
«Το καλύτερο»
«Αφού το λέτε εσείς»
Λίγα λεπτά μετά, το κουδούνι της πόρτας χτυπάει ξανά, κάνοντας τον Οδυσσέα να διαμαρτυρηθεί.
«Ω, έλα τώρα! Ποιος είναι πάλι; Το σπίτι μου δεν είναι υπουργείο!»
Παρά τις διαμαρτυρίες του, ο Οδυσσέας ανοίγει την πόρτα και αυτή τη φορά είναι πράγματι η Ζαφειρία.
«Καλημέρα, Καυτό Αγόρι! Ήρθα να μάθω πώς πήγανε τα πράγματα χθες βρ ...»
Τα λόγια της μένουν μετέωρα όταν το βλέμμα της πέφτει πάνω στον Τζάκο. Αυτή σπρώχνει τον Οδυσσέα και διασχίζει το δωμάτιο τρεκλίζοντας.
«Ω, Θεέ μου! Αυτός είναι! Ο Κύριος Φεβρουάριος με σάρκα και οστά!»
«Απ' όλους τους ανθρώπους εδώ μέσα, αυτός είναι ο μόνος που βλέπεις;»
«Μην ασχολείσαι, μωρό μου. Αυτή είναι η τυπική αντίδραση μιας γυναίκας στην παρουσία του Τζάκου»
«Είμαστε συνηθισμένοι σ' αυτό»
«Σοβαρά τώρα;»
«Ω, ναι!»
«Καλώς ήρθες στην οικογένεια, μωρό μου!»
«Απίστευτο!»
«Γιατί δεν κόβεται τις μαλακίες εσείς οι τρεις και να μου συστήσετε αυτή την όμορφη δεσποινίδα;»
«Όλος περιέργως, έχεις δίκιο. Λοιπόν, για όσους δεν την ξέρετε, αυτή είναι η Ζαφειρία, η ατζέντης μου. Αυτό το χαριτωμένο κορίτσι εκεί είναι η Θαλασσινή, η αδερφή του Αλέξανδρου»
«Χαίρομαι που σε γνωρίζω, Ζαφειρία»
«Και εγώ, Θαλασσινή»
«Τον Αλέξανδρο τον ξέρεις ήδη»
«Γεια σου, Τρέλα!»
«Γεια σου, Όμορφε! Έστειλα το πακέτο στο γραφείο σου»
«Ευχαριστώ»
«Και αυτός ...»
Η Ζαφειρία βάζει το χέρι της στον ώμο του Οδυσσέα.
«Επίτρεψε μου, Καυτό Αγόρι. Τζανέτος-Κοσμάς Ηλιόπουλος, γνωστός και ως Τζάκος. Πρόεδρος της Sun Corporation. Είκοσι τεσσάρων ετών. Του αρέσουν τα extreme sports και τα γρήγορα αυτοκίνητα. Η μεγάλη του αγάπη όμως είναι η μοτοσυκλέτα του. Οδηγεί μία ασημί Suzuki Hayabusa. Πίνει μόνο μπέρμπον τριάντα ετών και το αγαπημένο του φαγητό είναι τα μακαρόνια με κιμά. Του αρέσει η κλασική ροκ μουσική και οι ταινίες δράσης. Είναι κατά του γάμου εκτός αν βρει τον μελαχρινό του άγγελο. Αυτή τη στιγμή, είναι ο πιο περιζήτητος εργένης της χώρας»
Ο Τζάκος πλησιάζει τη Ζαφειρία και με τον δείκτη του κάτω από το πηγούνι της, σηκώνει το κεφάλι της και της χαρίζει ένα γοητευτικό χαμόγελο που της κόβει την ανάσα.
«Εσύ ξέρεις πολλά για μένα»
«Ναι»
«Θέλεις να μάθεις κι άλλα;»
«Πώς;»
«Βγες ραντεβού μαζί μου»
«Εγώ; Ραντεβού; Μαζί σου;»
«Ναι. Απόψε»
«Δώσε μου ένα λεπτό»
Η Ζαφειρία στρέφεται στον Οδυσσέα.
«Μόλις μου ζήτησε να βγούμε ραντεβού, σωστά;»
«Σωστά»
Μετά, αυτή γυρίζει στον Αλέξανδρο.
«Το άκουσες κι εσύ, σωστά;»
«Σωστά»
Μετά, σειρά έχει η Θαλασσινή.
«Και για να είμαι εντελώς σίγουρη, το άκουσες κι εσύ, σωστά;»
«Σωστά»
Αφού αυτή πήρε όλες τις διαβεβαιώσεις που ήθελε, στρέφεται ξανά στον Τζάκο, ο οποίος φαίνεται να το διασκεδάζει αφάνταστα.
«Δεν είναι κάποιου είδους αστείο όλο αυτό, ε;»
«Όχι, δεν είναι»
«Εντάξει, αλλά δεν μιλάμε για ένα ρομαντικό ραντεβού, έτσι; Μιλάμε για ένα ραντεβού χωρίς συναισθήματα που θα αρχίσει και θα τελειώσει με υπέροχο σεξ, σωστά;»
Ο Οδυσσέας γουρλώνει τα μάτια του.
«Για όνομα του Θεού πια! Τι είναι αυτά που λες; Έχεις εκτραχηλιστεί εντελώς!»
«Σώπα εσύ! Εγώ πρέπει να ξέρω. Λοιπόν, Τζάκο;»
«Σωστά, Ζαφειρία. Χωρίς συναισθήματα, μόνο σεξ»
«Υπέροχο σεξ»
«Θα βάλω τα δυνατά μου»
«Και μια φωτογραφία πάνω στην μηχανή σου. Χρειάζομαι αποδείξεις. Οι φίλοι μου δεν θα με πιστέψουν»
«Και μια φωτογραφία στη μηχανή μου»
«Τότε η απάντησή μου είναι ... Hell Yeah!»
Ο Τζάκος αγκαλιάζει την Ζαφειρία, η οποία λιώνει μέσα στα χέρια του.
«Μου αρέσει πολύ αυτή εδώ. Είναι σαν εμένα!»
Ο Οδυσσέας πηγαίνει και κάθετε δίπλα στον Αλέξανδρο.
«Ναι, αλλά αυτή δεν είναι τόσο διεστραμμένη όσο εσύ!»
Ο Αλέξανδρος περνάει το χέρι του πάνω από τους ώμους του Οδυσσέα.
«Κάτι μου λέει ότι αυτή η λέξη θα ακούγεται πολύ συχνά στο μέλλον μας»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro