
Το Παρελθόν Δεν Αλλάζει
Παρότι είναι Παρασκευή βράδυ και οι δρόμοι έχουν αρκετή κίνηση, το ζευγάρι φτάνει στην Γλυφάδα σε είκοσι λεπτά. Τα "ΔΕΛΦΙΝΙΑ" είναι το πιο μοντέρνο και ακριβό εστιατόριο στην πόλη. Το υψηλό επίπεδο πελατείας, η άψογη εξυπηρέτηση, και το μοναδικό περιβάλλον πάνω στη μαρίνα, το τοποθετούν στα πιο υψηλά βάθρα της ποιοτικής διασκέδασης. Επίσης αυτό φημίζεται, εκτός από τα εκλεκτά εδέσματα και τα πανάκριβα κρασιά, για την διακριτικότητα και την εχεμύθεια προς τους πελάτες του.
Ο Αλέξανδρος, αφού πρώτα παραδίδει τα κλειδιά του αυτοκινήτου στον παρκαδόρο, παίρνει το χέρι του Οδυσσέα και μαζί περπατούν μέχρι την είσοδο. Η ουρά έξω από την πόρτα με την επιγραφή με τα δύο δελφίνια αριστερά και δεξιά του ονόματος είναι τεράστια και αυτό κάνει τον Οδυσσέα να συνοφρυωθεί.
«Κοίτα αυτή την ουρά! Θα χρειαστεί τουλάχιστον μία ώρα για να μπούμε μέσα. Αλέξανδρε, καλύτερα να πάμε κάπου αλλού γιατί, μεταξύ μας, λιμοκτονώ»
«Μην ανησυχείς, μωρό μου. Εσύ θα τρως τις σπεσιαλιτέ του διάσημου σεφ σε λιγότερο από πέντε λεπτά»
«Και πώς θα γίνει αυτό;»
«Έτσι»
Ο Αλέξανδρος κάνει νόημα στον πορτιέρη και αυτός σηκώνει αμέσως το σχοινί που μπλοκάρει την είσοδο και τους αφήνει να περάσουν. Η hostess, μία ψιλή πανέμορφη κοπέλα που θα μπορούσε άνετα να είναι μοντέλο, τους οδηγεί στο τραπέζι τους, στην καλύτερη θέση του εστιατορίου, και πριν αυτοί καν βγάλουν τα παλτά τους, ο ίδιος ο σεφ, κάτοχος τριών αστεριών Michelin, είναι εκεί για να πάρει την παραγγελία τους.
Ο Αλέξανδρος παραγγέλνει την φημισμένη αστακομακαρονάδα των Δελφινιών, μαζί με διάφορα άλλα ορεκτικά, κάποια από αυτά ιδιαίτερα αφροδισιακά. Όσο για το κρασί, αυτός, μετά από την πρόταση του sommelier, παραγγέλνει ένα ροζέ Chardonnay του 1970 με ανοιχτό ροδί χρώμα και γλυκό άρωμα κόκκινων φρούτων όπως οι φράουλες.
Όταν το προσωπικό τους αφήνει μόνους, ο Οδυσσέας σκύβει μπροστά.
«Εντάξει, Μυστηριώδη άντρα. Μίλα μου. Τι στο καλό συμβαίνει εδώ;»
«Δεν έχω ιδέα για ποιο πράγμα μιλάς»
«Για όλο αυτό που γίνετε. Από πότε παίρνει την παραγγελία ο ίδιος ο σεφ;»
«Από την στιγμή που την κράτηση την έκανε ο Τζάκος»
«Καλά όλα αυτά. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι το γιατί. Γιατί τα κάνει όλα αυτά ο Τζάκος;»
«Για σένα. Μου είπε ότι είναι κάτι σαν ένα δώρο καλωσορίσματος στην οικογένεια»
«Δώρο, ε; Ξέρεις τι είπε ο Βιργίλιος στην Αινειάδα σχετικά με αυτό;»
«Τι;»
«Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας»
«Ο Τζάκος δεν είναι έτσι»
«Και πώς είναι; Πες μου για αυτόν»
«Αυτός είναι σαν τον ήλιο. Είναι το κέντρο του σύμπαντος και οι υπόλοιποι είμαστε απλά οι δορυφόροι του που γυρίζουμε συνεχώς γύρω από την τροχιά του προσπαθώντας να κλέψουμε λίγη από τη λάμψη του. Τον ξέρω από πάντα. Οι πατεράδες μας ήταν οι καλύτεροι φίλοι. Τα σπίτια μας ήταν το ένα δίπλα στο άλλο. Μεγαλώσαμε μαζί και όταν έχασε τους γονείς του, οι δικοί μου τον υιοθέτησαν και μείναμε όλοι μαζί»
«Πώς τους έχασε;»
«Ο πατέρας του, ο Στέφανος, σκοτώθηκε σε τροχαίο και η μητέρα του, η Δαλιδά, πέθανε ένα μήνα αργότερα από τη θλίψη της»
«Αυτό είναι απαίσιο»
«Ναι, αλλά ο Τζάκος δεν έσπασε ποτέ. Όπως λέει ο πατέρας μου, αυτός είναι φτιαγμένος από ατσάλι. Τίποτα δεν μπορεί να τον σπάσει»
«Εσύ από τι είσαι φτιαγμένος;»
«Από γυαλί»
«Συμφωνώ, αλλά μιλάμε για αυτό το άθραυστο, αλεξίσφαιρο γυαλί που ούτε διαμάντι δεν μπορεί να το χαράξει»
«Αλήθεια το πιστεύεις αυτό;»
«Με όλη μου την καρδιά»
«Σ' ευχαριστώ»
Ο σερβιτόρος διακόπτει την κουβέντα τους φέρνοντας τα φαγητά. Ο Οδυσσέας κοιτάζει τα πιάτα που απλώνονται μπροστά του χωρίς να μιλάει, κάτι που αναστατώνει τον Αλέξανδρο.
«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;»
«Πλάκα μου κάνεις; Αυτό είναι ο απόλυτος παράδεισος!»
«Τι περιμένεις τότε; Τρώγε. Αλλά, σε παρακαλώ, μην αρχίσεις να βογκάς όπως έκανες με το ντόνατς, γιατί δεν θα μπορέσω να συγκρατηθώ και υπάρχουν άνθρωποι εδώ»
Ο Οδυσσέας κοκκινίζει αμέσως και ο Αλέξανδρος ξεσπάει σε γέλια.
«Σταμάτα να γελάς! Δεν είναι αστείο!»
«Είσαι τόσο χαριτωμένος!»
Ο Οδυσσέας βγάζει την γλώσσα του στον Αλέξανδρο και αμέσως μετά, αυτός πέφτει με τα μούτρα στο φαγητό. Το ίδιο κάνει και ο Αλέξανδρος. Αυτοί τρώνε χωρίς να μιλάνε. Όχι με το στόμα τους τουλάχιστον. Αυτοί μιλάνε με τα μάτια. Παρακολουθούν ο ένας τον άλλον και παρατηρούν κάθε λεπτομέρεια, κάθε κίνηση των χεριών τους, κάθε έκφραση του προσώπου τους και κάθε μορφασμό.
Μετά το φαγητό, ο ζαχαροπλάστης ήρθε για να τους προτείνει κάποιο γλυκό, αλλά αυτοί δεν τον άφησαν. Το μόνο που του είπαν είναι ότι θα πάρουν οτιδήποτε με σοκολάτα. Όταν τελείωσαν το δείπνο τους και ήταν έτοιμοι να φύγουν, τους περίμενε μια έκπληξη. Ο Αλέξανδρος ζήτησε τον λογαριασμό, αλλά ο σερβιτόρος είπε ότι είχε ήδη πληρωθεί από τον κ. Ηλιόπουλο.
«Έπρεπε να το ξέρω. Γι' αυτό δεν τηλεφώνησε μπροστά μου για την κράτηση»
«Αυτό ήταν πολύ ευγενικό από μέρους του. Εσύ πρέπει να τον ευχαριστήσεις»
«Φυσικά και θα το κάνω»
«Πρέπει να σ' αγαπάει πραγματικά»
«Ναι, μ' αγαπάει και τον αγαπάω κι εγώ. Μπορεί να μην έχουμε το ίδιο αίμα, αλλά είναι αδερφός μου»
«Μερικές φορές κάποιος που δεν έχει το ίδιο αίμα είναι πιο πολύ οικογένεια από κάποιον ομοαίματο»
«Μιλάς εκ πείρας;»
«Δυστυχώς ναι»
«Θέλεις να μου πεις;»
«Η πραγματική ερώτηση είναι αν εσύ θέλεις να ακούσεις»
«Το ξέρεις ότι το θέλω. Θέλω να μάθω τα πάντα για σένα»
«Εντάξει, θα σου πω, αλλά όχι εδώ»
Αυτοί σηκώνονται, φορούν τα παλτό τους και βγαίνουν απ' το εστιατόριο. Αυτοί μπαίνουν στο αυτοκίνητο που τους περιμένει ήδη έξω από την είσοδο. Ο Αλέξανδρος βάζει μπροστά.
«Πού πάμε λοιπόν; Θα πρότεινα να πάμε σπίτι μου, αλλά αυτή τη στιγμή δεν έχω σπίτι»
«Τι εννοείς;»
«Εγώ, ο Τζάκος και η Θαλασσινή φύγαμε από την έπαυλη πριν μερικές μέρες και μένουμε προσωρινά σε ξενοδοχείο μέχρι να βρούμε καινούργιο σπίτι»
«Γιατί φύγατε από την έπαυλη;»
«Θυμάσαι το τηλεφώνημα όταν ήμασταν στο μπιστρό;»
«Ναι. Αυτό που σε ανάγκασε να φύγεις»
«Ήταν η Θαλασσινή. Αυτή με έψαχνε για να με ενημερώσει ότι η μητέρα μου ήταν έξαλλη επειδή είχα αργήσει στο δείπνο. Όταν λοιπόν έφτασα στο σπίτι έγινε χαμός. Αυτή μου μίλησε πολύ άσχημα και τότε ο Τζάκος αποφάσισε την μετακόμιση. Και έτσι απλά το επόμενο πρωί φύγαμε»
Ο Οδυσσέας χαμηλώνει το κεφάλι.
«Συγγνώμη»
«Γιατί ζητάς συγγνώμη;»
«Επειδή άργησες στο δείπνο εξαιτίας μου. Αν δεν με είχες συναντήσει, δεν θα είχες τσακωθεί με τη μητέρα σου και δεν θα είχες χάσει το σπίτι σου»
Ο Αλέξανδρος βάζει τα δάχτυλά του κάτω από το πηγούνι του Οδυσσέα και σηκώνει το κεφάλι του.
«Αυτό να μην το ξαναπείς ποτέ. Η συνάντησή μας είναι ένα από τα καλύτερα πράγματα που μου έχουν συμβεί στη ζωή μου. Δεν θα το άλλαζα για τίποτα στον κόσμο»
«Ναι, αλλά το σπίτι σου ...»
«Αυτό ήταν μονάχα τοίχοι και πράγματα χωρίς νόημα που δεν χρειαζόμασταν καν, αλλά η μάνα μου πίστευε ότι ταίριαζαν με τη διακόσμηση. Δεν το ένιωσα ποτέ σαν δικό μου. Σπίτι είναι εκεί που βρίσκεται η καρδιά σου και είναι φτιαγμένο από αγάπη και όνειρα»
«Και εσένα πού βρίσκεται η καρδιά σου;»
«Εκεί που είσαι εσύ»
Ο Οδυσσέας παίρνει το χέρι του Αλέξανδρου και μπλέκει τα δάχτυλά του με τα δικά του.
«Πάμε σπίτι τότε»
Χωρίς ν' αφήσει το χέρι του Οδυσσέα, ο Αλέξανδρος ξεκινά να οδηγεί. Μισή ώρα αργότερα, αυτοί φτάνουν στο σπίτι και ο Οδυσσέας ξεκλειδώνει την πόρτα. Αυτός κάνει στην άκρη και κάνει νόημα στον Αλέξανδρο να μπει.
«Παρακαλώ περάστε, κύριε μου και βολευτείτε σαν το σπίτι σας»
Ο Αλέξανδρος μπαίνει μέσα, βγάζει το παλτό του, βγάζει τα παπούτσια του και βολεύεται στον καναπέ, βάζοντας τα πόδια του στο τραπεζάκι. Ο Οδυσσέας τον κοιτάζει με τα χέρια στους γοφούς του.
«Σοβαρά τώρα;»
Ο Αλέξανδρος σηκώνει το φρύδι με απορία.
«Τι; Εσύ μου είπες να βολευτώ. Μήπως έκανα κάτι λάθος;»
«Όχι, αλλά πώς το κάνεις;»
«Πώς κάνω τι;»
«Πώς καταφέρνεις και προσαρμόζεσαι τόσο εύκολα;»
«Μου συμβαίνει μόνο όταν νιώθω καλά»
«Και τι; Νιώθεις καλά εδώ;»
«Όχι ακριβώς. Νιώθω καλά μαζί σου όπου κι αν είμαστε»
Χωρίς άλλη λέξη, ο Οδυσσέας τρέχει στο μπάνιο.
«Που πας τώρα;»
«Στο μπάνιο. Χρειάζομαι ένα κρύο ντους!»
Ο Αλέξανδρος γελάει καθώς σηκώνεται από τον καναπέ, πηγαίνει στο τηλέφωνο, σηκώνει το ακουστικό και τηλεφωνεί στον Τζάκο στο ξενοδοχείο, ο οποίος απαντάει αμέσως.
«Εμπρός;»
«Εγώ είμαι»
«Γεια σου, εραστή! Σκόραρες ή ακόμα;»
«Τζάκο, σοβαρέψου! Μη με κάνεις να μετανιώσω που σε πήρα»
«Είσαι πολύ ευέξαπτος, αδερφούλη. Χρειάζεσαι επειγόντως χαλάρωση. Εσύ πρέπει να πηδηχτείς!»
«Τζάκο, σταμάτα!»
«Καλά! Καλά! Πες μου τι μπορώ να κάνω για σένα»
«Τίποτα. Εγώ απλά τηλεφώνησα ...»
«Για να μου πεις ότι μ' αγαπάς;»
«Σκάσε! Τηλεφώνησα για να σου πω να μην με περιμένετε απόψε»
«Βρώμικο σκυλί! Στο πρώτο ραντεβού; Συγχαρητήρια, αδερφέ! Έγινες εγώ!»
«Δεν είναι αυτό που νομίζεις. Εμείς απλά θα μιλήσουμε»
«Ναι. Ναι. Σωστά. Κουβεντούλα μετά το σεξ. Μήπως χρειάζεσαι κάτι; Προφυλακτικά; Λιπαντικό; Ένα kinky sex toy; Αν ναι, εγώ μπορώ να σου φέρω»
«Για όνομα του Θεού πια!»
Ο Τζάκος γελάει.
«Σταμάτα να γελάς, σεξομανή ηλίθιε και άκουσέ με!»
«Είμαι όλος αυτιά»
«Πού είναι η Θαλασσινή;»
«Εδώ. Εγώ προσπαθώ να της μάθω σκάκι, αλλά είναι ανεπίδεκτη μαθήσεως»
«Είναι κάπως αργά. Δεν θα βγεις;»
«Και ποιος θα μείνει με την αδερφή μας;»
«Αχ, ρε Τζάκο! Κάτι τέτοια κάνεις και ...»
«Και τι;»
«Τίποτα, αδερφέ μου. Τίποτα»
«Πού είναι ο Οδυσσέας μας;»
«Στο μπάνιο»
«Α, κατάλαβα! Αυτός πλένεται πριν το σεξ. Λογικό!»
«Γαμώτο! Δεν παλεύεσαι με τίποτα!»
«Εντάξει! Εντάξει! Πλάκα κάνω!»
«Τέλος πάντων! Εγώ πρέπει να κλείσω»
«Δώσ' του ένα φιλί από μένα και ... Καλό βόλι!»
«Μαλάκα!»
Ο Αλέξανδρος κλείνει το τηλέφωνο χαμογελώντας, αλλά το χαμόγελο σβήνει καθώς η φωνή του Οδυσσέα τον κάνει να γυρίσει το κεφάλι του.
«Συμβαίνει κάτι;»
Τα μάτια του Αλέξανδρου ανοίγουν διάπλατα και το σαγόνι του πέφτει στο πάτωμα! Ο λόγος δεν είναι άλλος από τον Οδυσσέα φυσικά. Τον ημίγυμνο Οδυσσέα, για την ακρίβεια, που φοράει μονάχα το κάτω μέρος της πιτζάμας του.
«Όχι ... Ναι ... Όχι ... Δηλαδή ...»
«Τι συμβαίνει, Αλέξανδρε;»
«Εγώ ... Γαμώτο! Χρειάζομαι και εγώ ένα κρύο μπάνιο. Μπορώ;»
«Εννοείτε! Πήγαινε και θα σου φέρω πετσέτα και καθαρά ρούχα»
Ο Αλέξανδρος εξαφανίζεται στο μπάνιο μέσα σε δύο δευτερόλεπτα, αφήνοντας τον Οδυσσέα να πηγαίνει στην ντουλάπα διερωτώμενος τι στο καλό φταίει και ο Αλέξανδρος συμπεριφέρεται τόσο περίεργα. Αυτός βγάζει μια αφράτη πετσέτα, το παντελόνι μιας αθλητικής φόρμας, και ένα καινούργιο μποξεράκι. Κρατώντας τα στα χέρια, αυτός πηγαίνει στο μπάνιο και χτυπάει την πόρτα.
«Μπορώ να μπω;»
«Ναι»
Ο Οδυσσέας ανοίγει την πόρτα και μπαίνει στο μπάνιο. Η γυμνή σιλουέτα του Αλέξανδρου μέσα στο ντους, παραμορφωμένη από το θολό γυαλί της ντουζιέρας, κάνει τον Οδυσσέα να δαγκώσει το κάτω χείλος του.
«Σου έφερα μια πετσέτα και κάτι άνετο να φορέσεις. Θα τα αφήσω πάνω στο πλυντήριο»
«Ευχαριστώ»
«Είσαι καλύτερα τώρα;»
«Ναι, ναι. Μην ανησυχείς για μένα. Είμαι μια χαρά»
«Γιατί έτρεξες πριν;»
«Για τον ίδιο λόγο που έτρεξες και 'συ»
Ο Οδυσσέας χαμογελάει.
«Λοιπόν, μέχρι να τελειώσεις, θα μας βάλω κάτι να πιούμε»
«Υπέροχα. Δεν αργώ. Σε δύο λεπτά θα είμαι έξω»
«Με την ησυχία σου. Εμείς έχουμε όλη τη νύχτα μπροστά μας. Αν δηλαδή θέλεις να μείνεις εδώ»
«Ναι, Οδυσσέα. Θέλω να μείνω εδώ»
Λίγα λεπτά αργότερα, ο Αλέξανδρος και ο Οδυσσέας κάθονται στον καναπέ, δίπλα δίπλα, με τα πόδια τους στο τραπεζάκι και πίνουν ουίσκι. Ο Οδυσσέας μιλάει και ο Αλέξανδρος τον ακούει χωρίς να τον διακόπτει. Ο Οδυσσέας ανοίγει την καρδιά του σε κάποιον για πρώτη φορά μετά τη Ζαφειρία και αποκαλύπτει το παρελθόν του.
« ... Και μετά από αυτό, βρέθηκα στους δρόμους. Ήμουν μόλις δεκαέξι χρονών. Για αρκετές εβδομάδες κοιμόμουν στο πάρκο και έτρωγα αποφάγια από μια καντίνα. Μετά γνώρισα τον Αριστείδη, γνωστός και σαν Εξωγήινος. Αυτός με πήρε υπό την προστασία του. Μου έδωσε φαγητό και ρούχα. Μου είπε ότι ήταν έμπορος φαρμάκων και βοηθούσε άστεγους και χρήστες ναρκωτικών. Μου πρότεινε δουλειά και φυσικά δέχτηκα. Τον έβλεπα σαν πατέρα. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που ήταν καλός μαζί μου. Δούλεψα πολύ καιρό για αυτόν. Έκανα τις παραδόσεις. Ήμουν ανίδεος, οπότε δεν μου φαινόταν παράξενο που όλοι μου έδιναν χρήματα για δωρεάν φάρμακα»
«Δεν ρώτησες ποτέ αυτόν τον Εξωγήινο γιατί σου έδιναν λεφτά;»
«Φυσικά, αλλά μου είπε ότι δεν με αφορά. Όλα ήταν καλά μέχρι την ημέρα που με συνέλαβαν. Κάποιος κάρφωσε τον Εξωγήινο στους μπάτσους. Κατηγορηθήκαμε για εμπόριο ναρκωτικών. Δικαστήκαμε και αυτός καταδικάστηκε σε είκοσι χρόνια, είχε βλέπεις και άλλες καταδίκες, ενώ εγώ, σαν ανήλικος, πήγα στο αναμορφωτήριο για ένα χρόνο και μετά στη φυλακή για έναν ακόμη. Ήταν τα χειρότερα χρόνια της ζωής μου»
«Και η ουλή;»
«Αυτό είναι ένα δώρο από τον Εξωγήινο. Για κάποιο λόγο αυτός νόμιζε ότι ήμουν το καρφί και μου έδωσε κάτι για να τον θυμάμαι. Ευτυχώς ο γιατρός της φυλακής ήταν καλός και μπόρεσε να σώσει το δάχτυλό μου»
«Τι έγινε μετά;»
«Μετά την αποφυλάκισή μου, προσπάθησα να βρω δουλειά, αλλά κανείς δεν ήθελε έναν πρώην κατάδικο. Πέρασα πραγματικά δύσκολα. Ήμουν άστεγος και νηστικός. Υπήρξαν μέρες που χρειάστηκε να ζητιανέψω για να μπορέσω να πάρω κάτι να φάω. Όλα αυτά μέχρι που η τύχη μου χαμογέλασε για πρώτη φορά στη ζωή μου και η Ζαφειρία έπεσε κυριολεκτικά πάνω μου έξω από τον σταθμό του ηλεκτρικού της Ομόνοιας. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις»
«Τώρα κατάλαβα γιατί μισείς το πορτοκάλι»
«Μπορείς πραγματικά να με κατηγορήσεις;»
«Όχι, μωρό μου. Αυτό είναι πραγματικά ένα αηδιαστικό χρώμα»
«Ειδικά στις στολές κρατουμένων»
«Από εδώ και μπρος το μισώ κι εγώ. Δεν έχω πορτοκαλί ρούχα να πετάξω στα σκουπίδια, αλλά δεν θα φάω ξανά πορτοκάλι και δεν θα πιώ ούτε και πορτοκαλάδα. Όχι άλλα πορτοκάλια στη ζωή μας!»
Ο Οδυσσέας γελάει και ο Αλέξανδρος χαίρεται ακόμα περισσότερο γιατί κατάφερε να τον κάνει να γελάσει.
«Είσαι τρελός, αλλά σ' ευχαριστώ!»
Ο Αλέξανδρος βάζει το χέρι του γύρω από τους ώμους του Οδυσσέα και τον τραβάει κοντά του.
«Μακάρι να μπορούσα να σε κάνω να ξεχάσεις όλα αυτά τα φρικτά πράγματα που έχεις περάσει»
«Εσύ μπορείς. Βασικά, είσαι ο μόνος που μπορεί»
«Πες μου πώς και θα το κάνω. Θα έκανα τα πάντα για σένα»
«Άσε με να κοιμηθώ στην αγκαλιά σου απόψε. Γίνε η ασπίδα μου και κράτησε μακριά τους εφιάλτες»
Ο Αλέξανδρος σηκώνεται από τον καναπέ και απλώνει το χέρι του προς τον Οδυσσέα.
«Έλα μαζί μου»
Ο Οδυσσέας παίρνει το χέρι του και τον ακολουθεί στο κρεβάτι. Αυτοί ξαπλώνουν και γυρίζουν στο πλάι. Ο Αλέξανδρος έχει τα χέρια του τυλιγμένα γύρω από το σώμα του Οδυσσέα και αυτός, κρατώντας τα χέρια του Αλέξανδρου, φωλιάζει μέσα τους. Ο Αλέξανδρος φέρνει τα χείλη του στο αφτί του Οδυσσέα.
«Κλείσε τα μάτια σου και κοιμήσου. Δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι πια. Είμαι εδώ τώρα και δεν θ' αφήσω κανέναν να σε πληγώσει ποτέ ξανά»
Ο Οδυσσέας κλείνει τα μάτια του και αποκοιμιέται με ένα χαμόγελο στα χείλη.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro