Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Τίποτα ανάμεσα μας ...

Οι μέρες περνούν με τον Αλέξανδρο και τον Οδυσσέα να ζουν την αγάπη και τη ζωή τους στο έπακρο. Αυτοί περνούν κάθε λεπτό της μέρας και της νύχτας μαζί. Όταν κάτι, σαν την δουλειά ας πούμε, τους κρατάει χώρια, αυτοί μιλάνε στο τηλέφωνο κάθε μισή ώρα. Το μεγαλύτερο μεσιτικό γραφείο της πόλης, μετά από εντολή του Αλέξανδρου έχει αρχίσει να ψάχνει το σπίτι που το ζευγάρι ανυπομονεί να στεγάσει τον έρωτα και τα όνειρα τους.

Η Θαλασσινή γνώρισε ένα παλικάρι, τον Βίκο, και η σχέση τους είναι αρκετά σοβαρή. Τόσο σοβαρή ώστε να αυτή να σκέφτεται να μετακομίσει σπίτι του. Αυτή μάλιστα τον γνώρισε στ' αδέρφια της και, απ' ότι φαίνεται, και ο Αλέξανδρος και ο Τζάκος τον συμπάθησαν πολύ.

Όσο για τον Τζάκο, αυτός απολαμβάνει την εργένικη ζωή του, ξαπλώνοντας σε διάφορα κρεβάτια, αλλά κάθε νύχτα επιστρέφει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και κοιμάται πάντα μόνος.

Όλοι είναι χαρούμενοι. Όλοι; Όχι ακριβώς. Σε κάποιον δεν αρέσει και πολύ η ιδέα της μετακόμισης.

~ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΧΙΛΤΟΝ ~ EXECUTIVE KING ΣΟΥΙΤΑ ~

~ ΕΝΑ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΣΑΒΒΑΤΟΥ ~ ΑΡΧΕΣ ΜΑΡΤΙΟΥ ~

Η Θαλασσινή είναι απ' το πρωί στα μαγαζιά με τον Βίκο. Ο Αλέξανδρος παίρνει έναν υπνάκο στον καναπέ, ο οποίος διακόπτεται απότομα, όταν ο Τζάκος μπαίνει στο δωμάτιο, χτυπώντας την πόρτα πίσω του, φανερά ενοχλημένος.

«Τι στο διάολο έκανες;»

Ο Αλέξανδρος ανοίγει τα μάτια του.

«Σε τι ακριβώς αναφέρεσαι αυτή τη φορά, τρελό αγόρι;»

«Μην κάνεις τον χαζό! Ξέρω τα πάντα!»

«Τα πάντα λέγοντας;»

«Με πήρε τηλέφωνο ο μεσίτης»

«Και;»

«Βρήκε το σπίτι των ονείρων σου»

Ο Αλέξανδρος φανερά χαρούμενος σηκώνεται από τον καναπέ.

«Αλήθεια; Επιτέλους! Είχα αρχίσει να ανησυχώ ότι δεν θα τα κατάφερνε»

«Ώστε το παραδέχεσαι, ρε αλήτη; Ετοιμάζεσαι να φύγεις και να ζήσεις μόνος σου»

«Όχι μόνος μου, με τον Οδυσσέα»

«Όχι Γιάννης, Γιαννάκης! Και εγώ;»

«Κι εσύ τι;»

«Θα φύγεις και θα μ' αφήσεις»

«Τι πράγμα;»

«Όταν μου είπες ότι ήθελες να μείνεις με τον Οδυσσέα, νόμιζα ότι θα του έλεγες να μετακομίσει αυτός μαζί μας. Επίσης, χθες η Θαλασσινή μου είπε ότι αποφάσισε να πάει να μείνει στο σπίτι αυτού του τύπο που γνώρισε και τώρα φεύγεις και εσύ. Τι σας έκανα; Γιατί με αφήνετε όλοι;»

«Τζάκο, παραλογίζεσαι! Κανείς δεν πρόκειται να σ' αφήσει»

«Ναι, καλά!»

«Τι έχεις πάθει; Νόμιζα ότι σου άρεσε ο Οδυσσέας, και τις προάλλες αντέδρασες πολύ θετικά όταν η Θαλασσινή μας σύστησε τον Βίκο. Γιατί άλλαξες στάση τώρα;»

«Ξέρεις πολύ καλά ότι αγαπάω τον Οδυσσέα και αυτός ο τύπος, ο Βίκος, φαίνεται καλό παιδί και αγαπάει την Θαλασσινή μας. Δεν είναι αυτό το πρόβλημά μου»

«Τότε ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημά σου;»

«Φοβάμαι»

«Τι φοβάσαι;»

«Ότι θα μείνω μόνος μου. Δεν μπορώ να ζήσω μόνος μου, ρε Αλέκο. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, εσύ και η Θαλασσινή ήσασταν μαζί μου και τώρα φεύγετε»

«Δεν φεύγουμε, Τζάκο. Εμείς απλώς προχωράμε την ζωή μας»

«Χωρίς εμένα. Εμένα με αφήνετε πίσω. Αλλά δεν πειράζει. Έχεις δίκιο. Δεν έχω δικαίωμα να σε κρατάω πίσω. Ούτε εσένα, ούτε την μικρή. Πρέπει να σας αφήσω να προχωρήσετε, όσο κι αν πονάει αυτό. Θέλω να είστε και οι δύο ευτυχισμένοι, και αν αυτό πρέπει να συμβεί χωρίς εμένα, τότε ας είναι»

Ο Τζάκος είναι συντετριμμένος. Γυρίζει την πλάτη στον Αλέξανδρο για να σκουπίσει τα δάκρυα από τα μάτια του και πηγαίνει προς την πόρτα. Τότε, ο Αλέξανδρος αρχίζει να γελάει.

«Παρότι ήταν μια υπέροχη ερμηνεία, κατά την ταπεινή μου γνώμη, εσύ θα έπρεπε να χώσεις έναν λυγμό κάπου στον κορυφαίο μονόλογο σου στο τέλος»

Ο Τζάκος παγώνει στη θέση του και χτυπάει το μέτωπό του με το χέρι του.

«Φτου! Ήξερα ότι ο λυγμός θα είχε αποτέλεσμα, αλλά νόμιζα ότι θα ήταν υπερβολικό»

Αυτός γυρίζει και κοιτάζει τον Αλέξανδρο, που έχει τα χέρια του σταυρωμένα μπροστά στο στήθος.

«Δεν με πίστεψες, ε;»

«Ούτε για ένα λεπτό. Αλλά είσαι πολύ καλός»

Ο Τζάκος αρχίζει να γελάει επίσης.

«Ίσως πρέπει να βελτιώσω τις υποκριτικές μου ικανότητες»

«Κοίτα, είσαι αρκετά καλός και μπορείς πραγματικά να πείσεις οποιονδήποτε που δεν σε ξέρει όπως εγώ και η Θαλασσινή»

«Έη! Η Θαλασσινή με πίστεψε. Έκανα το ίδιο μαζί της όταν μου μίλησε για την μετακόμιση στο σπίτι του Βίκου και αυτή άρχισε να με παρηγορεί»

«Βασικά, νομίζεις ότι την εξαπάτησες. Μάλλον το αντίθετο συνέβη»

«Τι; Εννοείς ότι η παρηγοριά της ήταν ψεύτικη; Με κορόιδεψε;»

«Ω, ναι! Μου είπε τι έκανες και ότι τώρα λογικά είναι η σειρά μου. Για να πω την αλήθεια, σε περίμενα νωρίτερα»

«Το καθαρματάκι!»

«Πες μου τώρα, αλήθεια σου τηλεφώνησε ο μεσίτης;»

«Ναι. Αυτός βρήκε αυτό ακριβώς που θέλαμε. Δύο μονοκατοικίες στην Εκάλη, με απόσταση δέκα λεπτών με τα πόδια. Έχουμε ραντεβού μαζί του αύριο για να τα δούμε»

«Πρέπει να το πω στον Οδυσσέα»

«Μην μπαίνεις στον κόπο. Του τηλεφώνησα ήδη και έρχεται. Αυτός πρέπει να είναι ήδη στο δρόμο»

Ο Τζάκος νόμιζε ότι αυτό που έκανε ήταν καλό, αλλά ο Αλέξανδρος δεν το βλέπει ακριβώς έτσι»

«Αυτός έρχεται τώρα;»

«Ναι. Ήταν στο σπίτι του, οπότε, αν δεν έχει πολύ κίνηση, θα είναι εδώ σε δέκα λεπτά»

«Και τώρα μου το λες αυτό, ρε ηλίθιε;»

«Έπρεπε να στο πω νωρίτερα; Γιατί;»

«Κοίτα με, ρε μαλάκα! Είμαι χάλια! Θεέ μου! Εγώ πρέπει να πλυθώ και να ξυριστώ. Δεν θέλω να με βλέπει έτσι!»

«Αλέκο, σε περίπτωση που δεν το έχεις συνειδητοποιήσει, εσύ θα ζήσεις μαζί του. Θα σε βλέπει έτσι κάθε μέρα. Θα ξυπνάτε μαζί. Τι σκοπεύεις να κάνεις τότε; Θα ξυπνάς μισή ώρα νωρίτερα για να ετοιμαστείς;»

«Αυτό δεν το σκέφτηκα. Γαμώτο! Την πάτησα!»

«Αλέκο, λες μαλακίες»

«Δεν καταλαβαίνεις, ρε Τζάκο. Ο Οδυσσέας είναι πάντα τέλειος, ακόμα και όταν ξυπνάει το πρωί»

«Κανείς δεν είναι τέλειος όταν ξυπνάει το πρωί. Ούτε καν εγώ!»

«Ναι, ταπεινό μου γαϊδούρι, κανείς εκτός από τον Οδυσσέα. Τα ανακατεμένα μαλλιά του, τα πρησμένα μάτια του, η βραχνή φωνή του ... Τα πάντα πάνω του είναι απίστευτα σέξι. Είναι σέξι ακόμα και όταν χασμουριέται και τρίβει τα μάτια του. Και όταν τεντώνει το σώμα του ... Ο τρόπος που τεντώνονται οι μύες του και εμφανίζονται τα λακκάκια στη λεκάνη του»

«Θεέ και Κύριε! Με όλα αυτά που άκουσα, εγώ έχω ανάγκη το κρύο ντους, όχι εσύ»

«Μην αστειεύεσαι, Τζάκο. Είναι σοβαρά τα πράγματα. Βοήθα με! Πες μου τι να κάνω»

«Καταρχήν, εσύ πρέπει να ηρεμήσεις»

«ΜΗ ΜΟΥ ΛΕΣ ΝΑ ΗΡΕΜΗΣΩ! ΕΙΜΑΙ ΑΠΟΛΥΤΑ ΗΡΕΜΟΣ!»

Ο Τζάκος δεν μπαίνει καν στον κόπο ν' απαντήσει σ' αυτό. Αυτός απλά γυρίζει τα μάτια του. Τότε, τρία κοφτά χτυπήματα στην πόρτα, το συνηθισμένο χτύπημα του Οδυσσέα, πανικοβάλλει ακόμη περισσότερο τον Αλέξανδρο και κάνει τον Τζάκο να εκπνεύσει ανακουφισμένος.

«Σώθηκα απ' το κουδούνι! Το χτύπημα, στην συγκεκριμένη περίπτωση»

«Σκάσε και άνοιξε την πόρτα. Εγώ πάω στο μπάνιο»

«Τέλεια! Λίγη ώρα μόνος μου με τον Οδυσσέα»

«Αυτό κάνω ότι δεν τ' άκουσα, μαλάκα!»

Ο Αλέξανδρος εξαφανίζεται στο μπάνιο και ο Τζάκος ανοίγει την πόρτα. Στην άλλη πλευρά είναι ο Οδυσσέας, φορώντας ένα μπλε στενό τζιν με δύο σκισίματα στα γόνατα, ένα απλό μαύρο μπλουζάκι και ένα δερμάτινο μπουφάν.

«Θεούλη μου! Αγαπούλη μου, είσαι χάρμα οφθαλμών!»

Ο Οδυσσέας βγάζει τη γλώσσα του στον Τζάκο.

«Λέγε ό,τι θες, Διεστραμμένε! Δεν σου δίνω σημασία! Πού είναι ο Αλέκος μου;»

«Έλα μέσα και θα σου πω»

Ο Οδυσσέας μπαίνει στο δωμάτιο, καλύπτοντας τον κώλο του με τα χέρια του.

«Γιατί καλύπτεις τον κώλο σου;»

«Γιατί ποτέ δεν ξέρεις μαζί σου, Σάτυρε!»

Ο Τζάκος γελάει.

«Και εγώ σ' αγαπάω βρε!»

«Ό,τι να 'ναι! Πες μου που είναι ο Αλέκος»

«Δώσε μου ένα φιλάκι και θα σου πω»

«Το μόνο που μπορώ να σου δώσω είναι μια μπουνιά στο ηλίθιο πρόσωπο σου»

«Σου αρέσει άγριο, ε; Δεν πειράζει! Μέσα είμαι!»

Ο Οδυσσέας γυρίζει τα μάτια του.

«Θα σταματήσεις;»

«Εντάξει. Εντάξει. Αλλά μόνο για τώρα. Ο Αλέκος είναι στο μπάνιο. Αυτός έτρεξε εκεί όταν του είπα ότι έρχεσαι»

«Γιατί; Υπήρχε κάποιο είδος έκτακτης ανάγκης;»

«Όχι! Όχι! Τίποτα τέτοιο! Το έκανε γιατί μόλις είχε ξυπνήσει και δεν ήθελε να τον δεις όπως ήταν»

«Πώς ήταν δηλαδή;»

«Χάλια από τον ύπνο»

«Δεν καταλαβαίνω»

«Μα, φυσικά. Εσύ είσαι πάντα τέλειος, ακόμα και όταν ξυπνάς το πρωί»

«Μήπως είσαι φτιαγμένος; Για τι πράγμα μιλάς;»

«Θα σου πω, αλλά υποσχέσου μου ότι δεν θα πεις στον Αλέκο ότι στο είπα. Αν το μάθει, θα με σκοτώσει»

«Αυτό είναι αρκετά δελεαστικό»

«Σκάσε κι άκου»

Ο Τζάκος αποκαλύπτει στον Οδυσσέα τις ανησυχίες που έχει ο Αλέξανδρος.

«Μου κάνεις πλάκα, ε;»

«Όχι, μιλάω πολύ σοβαρά. Αυτός είναι πανικόβλητος»

«Δεν το πιστεύω! Τι πρέπει να κάνω εγώ τώρα;»

«Πρέπει να του δώσεις να καταλάβει ότι σου αρέσει ακόμα κι όταν είναι ατημέλητος»

«Μα είναι υπέροχος ακόμα και όταν είναι ατημέλητος. Πως είναι δυνατόν να μην το βλέπει;»

«Και όμως είναι, γιατί η αγάπη σε κάνει ανασφαλή. Εσύ μου το' μαθές αυτό. Αυτός χρειάζεται να το ακούσει από σένα. Εγώ του το είπα, αλλά η δική μου γνώμη δεν μετράει»

«Μην το λες αυτό. Η γνώμη σου έχει μεγάλη σημασία για αυτόν. Σε όλα. Είτε πρόκειται για μικρά πράγματα, όπως το τι να φορέσει, είτε για θέματα ζωής και θανάτου»

«Ίσως, αλλά δεν είμαι εγώ αυτός μαζί με τον οποίο θα περάσει τη ζωή του. Αυτός είσαι εσύ. Σ' αγαπάει, Οδυσσέα. Είσαι ο άνθρωπος του. Εγώ είμαι απλά ο αδερφός του»

«Μην ανησυχείς, Τζάκο. Ξέρω πώς να το διορθώσω αυτό, αλλά πες μου κάτι. Γιατί τα κάνεις όλα αυτά;»

«Τι ερώτηση είναι αυτή; Γιατί θέλω να πετύχει η σχέση σας. Αγαπάω τον αδερφό μου και θέλω να είναι ευτυχισμένος και ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό είναι αν είσαι εσύ μαζί του»

«Γιατί μου το κάνεις αυτό, ρε γαμώτο;»

«Τι σου κάνω;»

«Με αυτά που λες με κάνεις να θέλω να σ' αγκαλιάσω»

«Επιτέλους!»

«Έλα εδώ, Διεστραμμένε!»

Ο Οδυσσέας αγκαλιάζει τον Τζάκο, αλλά δυστυχώς για αυτούς, ο Αλέξανδρος βγαίνει από το μπάνιο εκείνη ακριβώς τη στιγμή.

«Τι στο διάολο κάνετε εσείς οι δύο;»

Ο Τζάκος και ο Οδυσσέας γυρίζουν και τον βλέπουν να τους κοιτάει με μισόκλειστα μάτια και σουφρωμένα χείλη.

«Την γαμήσαμε, Αγαπούλη»

«Γιατί το λες αυτό;»

«Αυτό είναι ξεκάθαρα το θυμωμένο του πρόσωπο. Αυτός θα μας φάει ζωντανούς»

«Έλα τώρα. Αφού αυτό δεν ήταν αυτό που ...»

Ο Αλέξανδρος σηκώνει το χέρι και δείχνει τον Οδυσσέα με το δάχτυλο.

«Μην διανοηθείς καν να μου πεις ότι δεν είναι αυτό που νομίζω!»

«Μα δεν είναι αυτό που νομίζεις, μωρό μου! Εγώ και ο Διεστραμμένος ...»

«Εσύ και ο Διεστραμμένος ΤΙ;»

«Θα σταματήσετε να με αποκαλείτε Διεστραμμένο; Έχω και όνομα, ξέρετε»

«Εσύ ΣΚΑΣΕ!»

«Καλά, μωρέ! Ωχού!»

Ο Τζάκος κάθεται στην πολυθρόνα μουτρωμένος και ο Αλέξανδρος απευθύνεται ξανά στον Οδυσσέα.

«Λοιπόν, Οδυσσέα μου; Εσύ και ο Διεστραμμένος τι;»

«Απλώς αγκαλιαστήκαμε. Αυτό είναι όλο»

«Απλώς αγκαλιαστήκατε, ε; Τότε γιατί το κάνατε πίσω από την πλάτη μου;»

Ο Τζάκος σηκώνεται και πλησιάζει τον Οδυσσέα.

«Καλύτερα να του πούμε την αλήθεια, Οδυσσέα»

«Σκάσε, Τζάκο!»

«Κοίτα τον. Αυτός έχει γίνει πράσινος!»

«Λες να ζηλεύει;»

«Φυσικά και ζηλεύει»

«Όχι, αποκλείεται»

Ο Αλέξανδρος, μην αντέχοντας άλλο, βάζει τα χέρια του στην μέση του.

«Πλάκα μου κάνετε τώρα; Αυτό ήταν! Θα σας σκοτώσω και τους δύο!»

Ο Οδυσσέας σηκώνει τα χέρια μπροστά.

«Ήρεμα, Ράμπο! Υπάρχει μια πολύ καλή εξήγηση»

Ο Αλέξανδρος απλά γρυλίζει και ο Οδυσσέας απευθύνεται στον Τζάκο.

«Εντάξει, Τζάκο. Έχεις δίκιο! Αυτός ζηλεύει»

«Στο είπα»

«Καλύτερα να φύγεις τώρα»

«Είσαι σίγουρος; Τα πράγματα μπορεί να ξεφύγουν»

«Μην ανησυχείς. Θα είμαι μια χαρά»

«Δική σου είναι η κηδεία, Αγαπούλη μου! Αν χρειαστείς κάτι, απλά ούρλιαξε!»

«Δεν θα χρειαστεί. Πήγαινε!»

«Γεια σου, Αλέκο»

Αντί απάντησης, ακόμα ένα γρύλισμα βγαίνει από το στόμα του Αλέξανδρου και ο Τζάκος ...

«Εντάξει! Εγώ φεύγω τώρα»

Ο Τζάκος φεύγει από το δωμάτιο σχεδόν τρέχοντας, αφήνοντας τον Οδυσσέα μόνο με έναν πολύ, πολύ θυμωμένο Αλέξανδρο. Ο Οδυσσέας βγάζει το μπουφάν του και το πετάει στην πολυθρόνα. Μετά, βγάζει το μπλουζάκι του μέσα απ' το παντελόνι του, ανακατώνει τα μαλλιά του και με τα χέρια πιασμένα πίσω από την πλάτη του, περπατάει προς τον Αλέξανδρο, ο οποίος σηκώνει το χέρι του.

«Οδυσσέα, σταμάτα αμέσως! Μην με πλησιάσεις! Για το καλό σου!»

Ο Οδυσσέας σηκώνει τους ώμους αδιάφορα.

«Δεν με νοιάζει το καλό μου όταν πρόκειται για σένα»

«Οδυσσέα, μη με προκαλείς άλλο!»

Έχοντας φτάσει μπροστά του, ο Οδυσσέας σκύβει στο αυτί του Αλέξανδρου και ψιθυρίζει με σαγηνευτική αθωότητα στην φωνή του.

«Γιατί; Τι θα μου κάνεις; Ή μάλλον ... Τι μπορείς να μου κάνεις;»

Ο Αλέξανδρος παίρνει μια βαθιά ανάσα και η μυρωδιά του Οδυσσέα εισβάλει στα ρουθούνια του, προκαλώντας ένα ρίγος στη σπονδυλική στήλη του. Ένα επιφώνημα έκπληξης ξεφεύγει από το στόμα του Οδυσσέα καθώς ο Αλέξανδρος τον πιάνει από το λαιμό, τον περιστρέφει και τον σπρώχνει στον τοίχο. Όλο του το σώμα πιέζει το δικό του και η μύτη του αγγίζει τη δική του.

«Μπορώ να κάνω αυτό!»

Ο Οδυσσέας, χαμογελώντας πονηρά, τυλίγει τα δάχτυλά του γύρω από τον καρπό του Αλέξανδρου και περνά τη γλώσσα του πάνω στα χείλη του, κάνοντας το δέρμα του Αλέξανδρου να αναριγήσει.

«Μόνο αυτό; Έλα τώρα! Με απογοητεύεις!»

Ο Αλέξανδρος κατεβάζει το άλλο του χέρι και χουφτώνει το εξόγκωμα ανάμεσα στα πόδια του Οδυσσέα.

«Μπορώ να κάνω κι αυτό!»

Ο Οδυσσέας αναστενάζει και ο Αλέξανδρος χαμογελάει στραβά.

«Νομίζω ότι άκουσα έναν αναστεναγμό. Άρεσε σε κάποιον αυτό που μόλις έκανα;»

«Ναι! Ναι! Ναι! Μη σταματάς!»

«Συγγνώμη, μωρό μου, αλλά δεν θα στο κάνω τόσο εύκολο. Εσύ έκανες φάουλ και πρέπει να το πληρώσεις»

«Ορίστε;»

Ο Αλέξανδρος απομακρύνεται, αφήνοντας τον Οδυσσέα να χάσκει απορημένος.

«Τι στο διάολο; Γιατί σταμάτησες;»

Ο Αλέξανδρος πηγαίνει στο μπαρ, ρίχνει λίγο ουίσκι σε ένα ποτήρι και το κατεβάζει μονορούφι. Μετά, κάθεται στην καρέκλα, σταυροπόδι και με τα χέρια πίσω από το κεφάλι. Ο Οδυσσέας δεν έχει κουνηθεί από την θέση του.

«Αλέκο ...;»

«Τι;»

«Σε ρώτησα κάτι»

«Και;»

«Και θέλω μια απάντηση»

«Δεν μπορώ να το κάνω αυτή τη στιγμή. Καλύτερα να ρωτήσεις τον Τζάκο»

«Σοβαρά τώρα; Η αγκαλιά μου με τον Τζάκο; Γι' αυτό τα κάνεις όλα αυτά;»

«Έπρεπε να εκτονώσω τον θυμό μου με κάποιο τρόπο»

«Είσαι ηλίθιος! Ένας γαμημένος ηλίθιος! Ένας ζηλιάρης γαμημένος ηλίθιος!»

«Παρότι θαυμάζω το πλούσιο λεξιλόγιο σου, δεν μπορώ να κάνω κάτι. Άλλωστε, εσύ το ήξερες αυτό για μένα»

«Ναι, ήξερα ότι ζηλεύεις, αλλά ποτέ δεν πίστευα ότι θα ζήλευες τον ίδιο σου τον αδερφό, ο οποίος δεν είναι γκέι, παρεμπιπτόντως»

Ο Αλέξανδρος σηκώνεται, βαδίζει προς τον Οδυσσέα και πιέζει το δάχτυλο του στο στήθος του.

«Λάθος, μωρό μου. Όταν πρόκειται για σένα, δεν ζηλεύω μόνο τον αδερφό μου, ζηλεύω τα πάντα. Τον αέρα που αναπνέεις, τα ρούχα που αγγίζουν το δέρμα σου, τα βλέμματα που πέφτουν πάνω σου στο δρόμο. Ζηλεύω τις μυρωδιές που πιάνει τη μύτη σου, όλα αυτά που κοιτάζουν τα μάτια σου, τον ήλιο που σε ζεσταίνει. Γαμώτο! Ζηλεύω τα ίδια μου τα χέρια που σ' αγκαλιάζουν και τα χείλη μου που σε φιλάνε. Θέλω να είμαι το μόνο πράγμα που κοιτάς, το μόνο που ακούς, το μόνο που μυρίζεις, το μόνο που αγγίζεις και το μόνο που σκέφτεσαι. Θέλω να είμαι όλος ο κόσμος σου»

Ο Οδυσσέας παίρνει το δάχτυλο του Αλέξανδρου και το φέρνει στα χείλη του.

«Είσαι όλος ο κόσμος μου, Αλέκο μου. Από τότε που σε γνώρισα, κάθε ανάσα που παίρνω είναι για σένα. Κάθε χτύπος της καρδιάς μου είναι για σένα. Κάθε σκέψη, κάθε όνειρο. Για σένα. Μόνο για σένα. Για τον Αλέκο μου»

Τα δάχτυλα του Αλέξανδρου αρχίζουν να εξερευνούν το πρόσωπο του Οδυσσέα που κλείνει τα μάτια, απολαμβάνοντας το άγγιγμα. Οι ζεστές άκρες των δακτύλων του γλιστρούν στο πρόσωπο του, προκαλώντας ρίγη σε όλο του το κορμί. Αυτός μπορεί να νιώσει το αίμα του να βράζει. Αυτό κυλάει γρήγορα, καίει τις φλέβες του και λιμνάζει εκεί κάτω, στο κέντρο του ανδρισμού του, κάνοντας την στύση του να πονάει. Η φωνή του βγαίνει με δυσκολία.

«Αλέκο ...»

Ο Αλέξανδρος βγάζει την μπλούζα του Οδυσσέα και βάζει το πρόσωπό του στην καμπύλη του λαιμού του. Αυτός αρχίζει να φιλά το τρυφερό του δέρμα προχωρώντας προς τον ώμο του πάνω στο κόκκαλο της κλείδας του.

«Λατρεύω τη γεύση του δέρματός σου»

Τα γόνατα του Οδυσσέα τρέμουν και αυτός σφίγγει τα χέρια του στον τοίχο για να κρατηθεί όρθιος. Ο Αλέξανδρος ξεκουμπώνει το παντελόνι του Οδυσσέα και το αφήνει να πέσει στους αστραγάλους του πριν γονατίσει και με γρήγορες και αποφασιστικές κινήσεις βγάλει τα αθλητικά παπούτσια του Οδυσσέα. Αυτός πάει για τις κάλτσες, αλλά ο Οδυσσέας έχει άλλη γνώμη.

«Όχι! Όχι! Όχι τις κάλτσες»

Γελώντας, ο Αλέξανδρος ελευθερώνει τα πόδια του Οδυσσέα από το παντελόνι, το οποίο πετάει μακριά. Αυτός μένει στα γόνατα και αρχίζει να κάνει σιγά σιγά μασάζ στις γάμπες του Οδυσσέα. Ένα βαθύ μουγκρητό ξεφεύγει από τον λαιμό του Οδυσσέα καθώς τα χέρια του Αλέξανδρου φτάνουν στο εσωτερικό των μηρών του, και αυτό γίνεται ακόμα βαθύτερο όταν αυτός αγγίζει το μάγουλό του στον σκληρό εξόγκωμα πάνω από το μεταξωτό στενό σλιπάκι του.

«Μμμμ ... Είναι τόσο μαλακό»

Ο Οδυσσέας κοιτάζει κάτω έκπληκτος.

«Με προσβάλλεις»

Ο Αλέξανδρος κοιτάζει ψηλά χαμογελώντας.

«Μιλάω για το σλιπάκι σου»

«Α! Εντάξει τότε! Συνέχισε!»

Ο Οδυσσέας ακουμπάει το κεφάλι του πίσω στον τοίχο και κλείνει ξανά τα μάτια του. Ο Αλέξανδρος τοποθετεί τις παλάμες του στην κοιλιά του Οδυσσέα και χαϊδεύει με τους αντίχειρές του τα λακκάκια κάτω από τους κοιλιακούς του. Μετά, βάζει τα χέρια του μέσα στο εσώρουχό και το σπρώχνει προς τα κάτω, όπου ο Οδυσσέας το ξεφορτώνεται με μια μικρή κλωτσιά. Ο Αλέξανδρος κοιτάζει επίμονα την ατσάλινη στύση του Οδυσσέα να πάλλεται με κάθε ανάσα, εκλιπαρώντας για το άγγιγμά του.

«Έλα, μωρό μου, άγγιξέ με! Σε παρακαλώ! Πάρε με στο στόμα σου!»

Ο Οδυσσέας γκρινιάζει όταν ο Αλέξανδρος τυλίγει τα δάχτυλά του γύρω από τη βάση του πέους του και σχηματίζει έναν αργό κύκλο με την γλώσσα του γύρω από τη βάλανο του.

«Ω, Θεέ!»

«Γαμώτο, μωρό μου. Είσαι τόσο νόστιμος!»

«Κι άλλο, Αλέκο! Δώσε μου κι άλλο!»

Ο Οδυσσέας χτυπάει με δύναμη τον τοίχο όταν ο Αλέξανδρος τον παίρνει στο στόμα του, νιώθοντας τα μουγκρητά του να βουίζουν σαν σεισμός. Η ανάσα του Οδυσσέα κόβεται με κάθε κίνηση της γλώσσας του Αλέξανδρου που κινείται γρήγορα, πάνω-κάτω κατά μήκος του σκληρού του πέους. Ο Οδυσσέας κάνει καμάρα την πλάτη του και πιάνει τα μαλλιά του Αλέξανδρου με τα δύο του χέρια καθώς χάνει τον εαυτό του με μια κραυγή απόλυτης ευχαρίστησης.

Στη συνέχεια γέρνει πίσω στον τοίχο και γλιστράει στο πάτωμα. Ο Αλέξανδρος πέφτει στα τέσσερα, προσπαθώντας να ξαναβρεί την ανάσα του. Ο Οδυσσέας στηρίζει τα χέρια του στα λυγισμένα γόνατα του και τα περνάει μέσα απ' τα μαλλιά του.

«Αν κάθε φορά που ζηλεύεις γίνεται αυτό, εγώ πρέπει να σε κάνω να ζηλεύεις πιο συχνά»

Ο Αλέξανδρος καταρρέει στο πάτωμα, καγχάζοντας. Τότε, ο Οδυσσέας τον πλησιάζει σέρνοντας το σώμα του.

«Φίλησέ με»

«Μωρό μου, το στόμα μου είναι ...»

«Δεν με νοιάζει! Απλά φίλα με!»

Ο Αλέξανδρος τραβάει τον Οδυσσέα επάνω του, περνάει το χέρι του μέσα από τα μακριά μαλλιά του και πιέζει τα χείλη του στα δικά του. Η γλώσσα του Οδυσσέα γλιστράει στο στόμα του Αλέξανδρου, απολαμβάνοντας τη δική του γεύση. Μετά το φιλί, ο Οδυσσέας γλείφει τα χείλη του.

«Δεν έχω ξαναγευτεί τον εαυτό μου. Μμμμ ... Είμαι πράγματι νόστιμος»

Ο Αλέξανδρος ξεσπάει σε γέλια.

«Διαβολάκι! Γι' αυτό με φίλησες;»

Ο Οδυσσέας σηκώνει τους ώμους του.

«Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, μωρό μου»

«Σ' αγαπάω, ρε γαμώτο!»

«Ότι και να γίνει;»

«Ότι και να γίνει, μωρό μου»

Ο Οδυσσέας σηκώνεται και δίνει το χέρι του στον Αλέξανδρο.

«Έλα στο κρεβάτι»

Ο Αλέξανδρος πιάνει το χέρι του και τον ακολουθεί στο κρεβάτι.

«Ξάπλωσε και άσε εμένα να κάνω τα υπόλοιπα»

Ο Αλέξανδρος γλιστράει το μπλουζάκι του πάνω από το κεφάλι του και ξαπλώνει ανάσκελα. Ο Οδυσσέας ανεβαίνει στο κρεβάτι και βγάζει το μποξεράκι του Αλέξανδρου πριν καβαλήσει τα πόδια του και ακουμπήσει τα χέρια του στο σμιλεμένο στομάχι του Αλέξανδρου. Μετά, σκύβει και του ψιθυρίζει.

«Είσαι τόσο όμορφος. Δεν χορταίνω το καταπληκτικό γυμνό σου σώμα. Αλλά αυτό που πραγματικά με καυλώνει είναι να σε βλέπω όταν ξυπνάς το πρωί»

Ο Αλέξανδρος τον σπρώχνει πίσω.

«Οδυσσέα, σταμάτα!»

«Τι έπαθες;»

«Γιατί μου τα λες όλα αυτά; Σου μίλησε ο Τζάκος, έτσι δεν είναι; Θα τον σκοτώσω τον μαλάκα!»

«Δεν χρειάζομαι τον Τζάκο να μου πει τι μου αρέσει και τι όχι»

«Οδυσσέα μου, δεν χρειάζεται να μου λες ψέματα. Ξέρω ποιος είμαι και πώς μοιάζω. Ξέρω ότι μερικές φορές απλά δεν βλέπομαι»

Ο Οδυσσέας σκύβει ξανά και τον κοιτάζει σταθερά στα μάτια.

«Κοίτα με στα μάτια και πες μου αν λέω ψέματα. Για μένα, είσαι ο πιο όμορφος άντρας που περπάτησε ποτέ πάνω στη γη. Είσαι όμορφος μέσα σε ένα ακριβό κοστούμι. Είσαι όμορφος με φούτερ και τζιν. Είσαι όμορφος με μαγιό ή με φόρμα. Είσαι όμορφος ακόμα κι όταν δεν βλέπεσαι. Κάθε φορά που σε βλέπω, μου κόβεις την ανάσα, και όσο για το γυμνό σου κορμί ...»

Ο Οδυσσέας παίρνει το χέρι του Αλέξανδρου και το βάζει πάνω στο πέος του.

«Αχ, ρε Οδυσσέα!»

«Σταμάτα ν' ανησυχείς γι' αυτά τα ανόητα πράγματα. Για μένα, είσαι ο ένας. Το άλλο μου μισό. Η αδελφή ψυχή μου. Σ 'αγαπάω περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Ότι και να γίνει»

«Κι εγώ σ' αγαπάω, Οδυσσέα. ότι και να γίνει»

Ο Οδυσσέας σκύβει περισσότερο και φιλάει τρυφερά τα χείλη του Αλέξανδρου.

«Τώρα, Όμορφε, σκάσε και άσε με να κάνω τη δουλειά μου»

«Ελεύθερα!»

Ο Οδυσσέας κουνάει το σώμα του λίγο προς τα πάνω και αρχίζει να κάνει μασάζ στην περιοχή γύρω από το πέος του Αλέξανδρου, κάτι που τον ευχαριστεί πολύ.

«Μμμμ ... Αυτό είναι καλό!»

«Το επόμενο θα είναι ακόμα καλύτερο»

«Δεν έχω καμία αμφιβολία για αυτό»

Ο Οδυσσέας προχωρά λίγο ακόμα προς τα εμπρός μέχρι που το πέος του συγκρούεται με αυτό του Αλέξανδρου. Αυτός ξαπλώνει προς τα εμπρός και αρχίζει να κουνάει το σώμα του έτσι που τα εργαλεία τους τρίβονται μεταξύ τους. Τα μουγκρητά του Αλέξανδρου αντηχούν στο δωμάτιο.

«Ω, Θεέ μου! Ναι! Ναι! Ναι!»

«Πες μου τι θέλεις. Θέλεις να συνεχίσω η ...;»

«Θέλω να σε γαμήσω. Βγάλε ένα προφυλακτικό από το συρτάρι»

«Όχι! Όχι άλλα προφυλακτικά μεταξύ μας»

«Είσαι σίγουρος;»

«Ναι. Θέλω να σε νιώσω μέσα μου χωρίς τίποτα ανάμεσά μας»

«Επιτέλους!»

«Το ήθελες κι εσύ; Γιατί δεν μου το είπες;»

Ο Αλέξανδρος σηκώνει το κεφάλι του και κοιτάζει τον Οδυσσέα με μισόκλειστα μάτια.

«Μωρό μου, ας μιλήσουμε για αυτό αργότερα, εντάξει;»

«Κακή στιγμή;»

«Κάκιστη»

«Συγγνώμη!»

Ο Οδυσσέας σκύβει και παίρνει το πέος του Αλέξανδρου στο στόμα του. Με τη γλώσσα του απλώνει σάλιο μέχρι αυτό να γλιστράει και να είναι όσο υγρό χρειάζεται. Ο Αλέξανδρος σηκώνει τον κορμό του και τραβάει τον Οδυσσέα πάνω του. Αυτός σαλιώνει τα δάχτυλά του και ανοίγει το δρόμο πριν τον πιέσει επάνω του. Η άκρη του Αλέξανδρου πιέζει το επίκεντρο της ευχαρίστησής του Οδυσσέα.

«Σιγά- σιγά, μωρό μου. Θέλω να σε νιώσω μέχρι μέσα»

«Όπως αρέσει σε σένα. Παρ' το πάνω σου»

Ο Οδυσσέας χαμηλώνει αργά το σώμα του, παίρνοντας όλο το μήκος του Αλέξανδρου μέσα του πόντο- πόντο, φιλώντας τον λαιμό και παίζοντας με το έντονο μήλο του Αδάμ του. Μετά, αυτός αρχίζει να λικνίζεται στην αγκαλιά του. Ο ρυθμός του είναι σταθερός. Ούτε πολύ γρήγορος, ούτε πολύ αργός. Ακριβώς όπως πρέπει.

Αυτοί κάνουν έρωτα για πρώτη φορά, χωρίς τίποτα ανάμεσα τους. Ούτε καν ένα μικρό κομμάτι λατέξ. Αυτοί έχουν ήδη ενώσει τις ψυχές τους και τώρα ενώνουν πραγματικά και τα σώματα τους. Δύο καρδιές σε ένα σώμα. Τέσσερα χείλη σε ένα στόμα. Αυτοί συγκρούονται και γίνονται ένα. Και όταν συμβαίνει μια τέτοια ένωση ... Είναι για πάντα!

Αρκετή ώρα αργότερα, οι δύο τους είναι ακόμα αγκαλιά στο κρεβάτι. Ο Οδυσσέας είναι ξαπλωμένος στο στήθος του Αλέξανδρου, ο οποίος του χαϊδεύει τα μαλλιά.

«Αλέκο μου, γιατί έπρεπε να έρθω εδώ τόσο γρήγορα; Τι ήταν αυτό που ήθελες να μου πεις;»

«Δεν σου είπε ο Τζάκος στο τηλέφωνο;»

«Όχι. Απλώς μου είπε να έρθω εδώ όσο πιο γρήγορα μπορώ»

«Και δεν τον ρώτησες γιατί; Παράξενο μου φαίνεται»

«Δεν πρόλαβα. Ο ηλίθιος μου το έκλεισε στη μούρη»

Ο Αλέξανδρος γελάει κάνοντας τον Οδυσσέα να στραβομουτσουνιάσει.

«Μη γελάς. Δεν είναι αστείο»

«Βασικά, είναι λίγο»

«Τέλος πάντων! Πες μου τι με ήθελες»

«Αύριο, εσύ κι εγώ έχουμε ραντεβού»

«Με ποιον;»

«Με τον μεσίτη»

Ο Οδυσσέας σηκώνει το κεφάλι του και κοιτάζει τον Αλέξανδρο με ανυπόμονα μάτια.

«Για το σπίτι;»

«Όχι απλά το σπίτι. Το σπίτι μας»

«Το σπίτι μας. Βρήκες το σπίτι μας. Αχ, Αλέκο μου!»

«Είσαι ευτυχισμένος;»

«Ρωτάς; Δεν μπορείς καν να φανταστείς πόσο πολύ ευτυχισμένος είμαι! Αλλά για περίμενε μισό λεπτό! Τι θα γίνει με τον Τζάκο και την Θαλασσινή;»

«Τι εννοείς;»

«Εσείς φύγατε απ' την έπαυλη για να ζήσετε όλοι μαζί και τώρα εσύ τους αφήνεις ξεκρέμαστους»

«Καμία σχέση! Δεν συμβαίνει τίποτα τέτοιο. Μην απασχολείς το λαμπρό μυαλουδάκι σου με αυτό»

«Δεν θέλω η σχέση σου μαζί τους να χαλάσει εξαιτίας μου»

«Μην ανησυχείς, μωρό μου. Τίποτα δεν μπορεί να σπάσει τον δεσμό που έχουμε. Αγαπάμε πάρα πολύ ο ένας τον άλλον. Άλλωστε, η Θαλασσινή πρόκειται να μετακομίσει στο σπίτι του Βίκου»

«Και ο Τζάκος;»

«Ναι ... Σχετικά μ' αυτόν ...»

«Δεν μου αρέσει καθόλου ο τρόπος που το λες αυτό. Μόνο μη μου πεις ότι θα μείνει μαζί μας»

«Όχι. Όχι. Δεν πρόκειται να μείνει μαζί μας, αλλά ...»

«Αλλά τι;»

«Αυτός θα μείνει κοντά μας»

«Πόσο κοντά μας;»

«Δέκα λεπτά απόσταση με τα πόδια»

Ο Οδυσσέας αγριοκοιτάζει τον Αλέξανδρο.

«Σε παρακαλώ, μην πεις όχι»

«Εντάξει, αλλά έχω έναν όρο»

«Τι όρο;»

«Δεν θα έχει κλειδιά για το σπίτι μας. Για να μπει, θα πρέπει να χτυπάει το κουδούνι»

«Είμαστε σύμφωνοι. Νομίζω δηλαδή!»

«Έη!»

«Εντάξει! Εντάξει! Όχι κλειδιά στον Τζάκο»

«Ωραία! Όμως για στάσου πάλι! Αυτό σημαίνει ότι αυτός θα μείνει μόνος του;»

«Όχι. Ζήτησε από τον Όμηρο, τον μπάτλερ μας, να έρθει να μείνει μαζί του και αυτός συμφώνησε»

«Τον λυπάμαι αυτόν τον μπάτλερ»

«Να μην τον λυπάσαι καθόλου. Αυτός λατρεύει τον Τζάκο»

«Πες μου ένα άτομο που δεν λατρεύει τον αδερφό σου. Αυτό είναι πραγματικά πολύ ενοχλητικό!»

«Ξέρω ένα»

«Ποιον;»

«Εσένα»

«Ποιος σου είπε ότι εγώ δεν τον λατρεύω;»

«Ορίστε; Τι ... Εννοείς ότι εσύ ... Αφού τσακώνεσαι μαζί του όλη την ώρα»

«Αυτό είναι απλώς ένα παιχνίδι, μωρό μου. Ποιος είμαι εγώ για ν' αντισταθώ στη γοητεία του Μεγάλου Τζάκου Ηλιόπουλου;»

«Μχμμμ ... Πρέπει ν' ανησυχήσω;»

«Όχι, μωρό μου. Εσύ μπορείς να κοιμάσαι ήσυχος. Αγαπάω τον Τζάκο όπως τον αγαπάς κι εσύ, σαν αδερφό. Αυτός είναι ο υποστηρικτικός αδερφός που πάντα ήθελα αλλά ποτέ δεν είχα»

«Και εγώ τι είμαι;»

«Τι εννοείς;»

«Τι είμαι για σένα;»

«Δεν το ξέρεις ήδη;»

«Το ξέρω, αλλά μ' αρέσει να τ' ακούω»

«Είσαι ο άνθρωπος μου. Αυτός που μάζεψε τα κομμάτια μου. Η αγάπη της ζωής μου. Το άλλο μου μισό»

«Πες μου κι άλλα»

«Τι θα έλεγες να σου δείξω;»

«Δεν έχω κανένα πρόβλημα μ' αυτό»

«Με τρελαίνεις που είσαι πάντα διαθέσιμος»

«Και έτοιμος. Μην το ξεχνάς αυτό!»

«Πώς θα μπορούσα;»


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro