
Πως μπόρεσες ...;
Αυτοί μίλησαν για αρκετή ώρα ακόμα. Ο ήλιος έδυσε, παραχωρώντας τον θρόνο του ουρανού σε μια λαμπερή πανσέληνο. Κανείς από τους δύο δεν ήθελε να φύγει, αλλά τα πράγματα δεν έρχονται πάντα όπως τα θέλουμε και έτσι, όταν ο Κωστάκης φωνάζει στον Αλέξανδρο ότι τον ζητάνε στο τηλέφωνο, αυτός σηκώνεται.
«Με συγχωρείς ένα λεπτό»
«Φυσικά. Κανένα πρόβλημα»
Ο Αλέξανδρος πηγαίνει στο μπαρ και σηκώνει το τηλέφωνο.
«Ναι; Ποιος είναι; ... Θαλασσινή; Πως ήξερες ότι θα είμαι εδώ; ... Καλά. Καλά. Πες μου τι θέλεις, αλλά λίγο γρήγορα, σε παρακαλώ. ... Τι; Πώς γίνεται αυτό; Τι ώρα είναι;»
Ο Αλέξανδρος κοιτάζει γύρω του και μετά το ρολόι του και τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα από την έκπληξη.
«Πότε σκοτείνιασε, ρε γαμώτο; Ούτε που το πρόσεξα. ... Δεν σε αφορά. ... Εντάξει, έρχομαι! ... Αν δεν έχει κίνηση σε μισή ώρα θα είμαι εκεί. ... Πες στον Τζάκο να το βουλώσει! ... Είπα έρχομαι, διάολε!»
Αυτός κοπανάει κάπως απότομα το ακουστικό και επιστρέφει στο τραπέζι, το οποίο όμως είναι αρκετά κοντά και έτσι ο Οδυσσέας άκουσε όλα όσα είπε ο Αλέξανδρος.
«Πρέπει να φύγεις τώρα, έτσι;»
«Ναι, δυστυχώς. Οικογενειακές υποχρεώσεις»
Μια σκιά πέφτει πάνω στο πρόσωπο του Οδυσσέα.
«Όλα τα ωραία τελειώνουν γρήγορα»
«Ποιος είπε ότι είναι το τέλος; Αυτή είναι μονάχα η αρχή με μας τους δύο»
«Αλήθεια;»
«Στο χέρι μας είναι»
Ο Αλέξανδρος κοιτάζει ξανά το ρολόι του.
«Πρέπει πραγματικά να φύγω. Έχω ολόκληρο ταξίδι μέχρι το Λαγονήσι»
«Εκεί μένεις;»
«Ναι. Η μητέρα μου ήθελε να είναι κοντά στη θάλασσα»
«Κατάλαβα»
«Πάντως αν θέλεις να σε πάω κάπου εγώ μπορώ να καθυστερήσω λίγο»
«Όχι, δεν χρειάζεται. Το σπίτι μου δεν είναι μακριά από εδώ. Μερικά στενά μονάχα. Εγώ θα περπατήσω»
«Είσαι σίγουρος;»
«Ναι. Θα μου κάνει καλό λίγο καθαρός αέρας»
«Εντάξει»
Καθώς ο Αλέξανδρος βάζει το παλτό του, ο Οδυσσέας ψάχνει τρόπο να του ζητήσει το τηλέφωνο του ή έστω να του δώσει το δικό του, αλλά αυτό δεν είναι καν απαραίτητο. Ο Αλέξανδρος αφήνει κάτι στο τραπέζι.
«Αυτή είναι η κάρτα μου με όλα τα τηλέφωνα μου. Μην διστάσεις να μου τηλεφωνήσεις ότι ώρα και να' ναι. Γεια σου, Οδυσσέα»
Χωρίς να πει τίποτα άλλο, αυτός γυρίζει και κατευθύνεται προς την πόρτα με τον Οδυσσέα να τον ακολουθεί με το βλέμμα.
«Έλα, Αλέξανδρε ... Γύρνα να με κοιτάξεις»
Ο Οδυσσέας ψιθυρίζει και ο Αλέξανδρος, σαν να τον άκουσε, πριν ανοίξει την πόρτα για να βγει, γυρίζει το κεφάλι του και του κλείνει το μάτι. Μόλις αυτός βγήκε από το μαγαζί, ο Οδυσσέας παίρνει την κάρτα και καθώς διαβάζει τα στοιχεία, τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα.
"ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΕΝΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΤΗΝ SUN CORPORATION"
«Πλάκα μου κάνεις!»
~ ΣΑΡΑΝΤΑ ΛΕΠΤΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ ΣΤΗΝ ΕΠΑΥΛΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΥ ~
~ ΛΑΓΟΝΗΣΙ ~
Ο Αλέξανδρος μπαίνει στο σπίτι και ο Όμηρος, ο μπάτλερ, παίρνει το παλτό του.
«Αργήσατε, κύριε Αλέκο. Η μητέρα σας είναι πολύ θυμωμένη»
«Πόσο πολύ δηλαδή;»
«Αυτή δεν γελάει με τα αστεία του κυρίου Τζάκου»
Ο Αλέξανδρος μορφάζει δυσαρεστημένος.
«Α! Τι ωραία! Πέρασα ένα υπέροχο απόγευμα και θα με κάνει να το μετανιώσω»
«Καλύτερα να μπείτε μέσα»
«Έχεις δίκιο. Μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει»
Έξω από την πόρτα της τραπεζαρίας, προσπαθώντας να μαζέψει λίγο κουράγιο πριν αντιμετωπίσει τη μητέρα του, ο Αλέξανδρος φέρνει στην σκέψη του τον Οδυσσέα. Το πώς τον κοίταξε πρώτη φορά με αυτά τα υπέροχα λαμπερά πράσινα μάτια του και του έδωσε την παραγγελία του. Του ήταν αδύνατο να μη χαμογελάσει, αλλά αυτό το χαμόγελο έμελλε να σβήσει μόλις πάτησε το πόδι του στην τραπεζαρία. Η μητέρα του, η Κλημεντίνη Φραγκοπούλου, σηκώνεται από τη θέση της μόλις τον βλέπει και του απευθύνεται με τον γνωστό της αυταρχικό τρόπο.
«Αλέξανδρε Φραγκόπουλε, εσύ έχεις πολλές εξηγήσεις να δώσεις. Πώς τόλμησες να χάσεις το δείπνο όταν ξέρεις πολύ καλά ότι είναι το μόνο πράγμα που κάνουμε μαζί ως οικογένεια;»
Ο Αλέξανδρος κοιτάζει τον αδερφό του και, σιωπηλά, του ζητά βοήθεια, κάτι που ο Τζάκος είναι πάντα πρόθυμος να του δώσει.
«Κλημεντίνη, σε παρακαλώ. Όλοι γνωρίζουμε τον Αλέκο. Είμαι σίγουρος ότι είχε καλό λόγο που άργησε»
Όμως ο Τζάκος δεν είναι ο μόνος πρόθυμος να βοηθήσει τον Αλέξανδρο. Η μικρή τους αδερφή, η Θαλασσινή παίρνει τον λόγο.
«Μητέρα, σε παρακαλώ και εγώ. Ο Αλέκος δεν αργεί ποτέ χωρίς σοβαρό λόγο. Καλύτερα να το ξεχάσουμε»
«Τι παριστάνετε εσείς οι δύο τώρα; Τους δικηγόρους του; Σταματήστε αμέσως! Ο αδερφός σας έχει στόμα και μπορεί να μιλήσει. Λοιπόν, Αλέξανδρε;»
Ο Αλέξανδρος, αντιμέτωπος με το επικριτικό βλέμμα της μητέρας του, σκύβει το κεφάλι.
«Γνώρισα έναν άνθρωπο»
Μόλις αυτά τα λόγια βγαίνουν από το στόμα του Αλέξανδρου, η Θαλασσινή τρέχει προς το μέρος του.
«Ω, Θεέ μου! Αλήθεια, Αλέκο μου; Μπράβο! Είμαι τόσο χαρούμενη για σένα!»
Ο Τζάκος χτυπά τη γροθιά του στο τραπέζι.
«Ναι, ρε γαμώτο! Επιτέλους!»
Δυστυχώς όμως η χαρά τους δεν διαρκεί πολύ εξαιτίας της Κλημεντίνης που χτυπάει το χέρι της στο τραπέζι.
«ΗΣΥΧΙΑ!»
Τα τρία αδέρφια παγώνουν και κοιτάζουν τη μητέρα τους.
«Σοβαρά τώρα; Κάνετε σαν τρελοί επειδή ο Αλέξανδρος γνώρισε κάποια τυχάρπαστη γυναίκα που το σίγουρο είναι ότι του έδειξε ενδιαφέρον ώστε να μπορέσει να πλησιάσει τον Τζάκο;»
Ο Τζάκος και η Θαλασσινή κοιτάζουν την Κλημεντίνη με ανοιχτό το στόμα, ανίκανοι να πιστέψουν τι είπε αυτή μόλις τώρα. Την κοιτάζει όμως και ο Αλέξανδρος, αλλά αυτός είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης.
«Μητέρα, σε παρακαλώ, μην το λες αυτό»
«Μη με παρακαλάς καθόλου!»
Ο Τζάκος συνέρχεται κάπως και επεμβαίνει ξανά.
«Κλημεντίνη, λογικεύσου. Ο Αλέκος είναι ...»
«Αχ, γλυκέ μου Τζάκο. Μην μπαίνεις στο κόπο. Όλοι ξέρουμε τι είναι ο Αλέξανδρος»
«Και τι ακριβώς είμαι, μητέρα;»
«Μια αποτυχία. Η ντροπή της οικογένειάς μας. Δόξα τω Θεό που εμείς έχουμε τον Τζάκο. Αυτός είναι ο μόνος που αξίζει σε αυτό το σπίτι»
Η Θαλασσινή αναστενάζει κουνώντας το κεφάλι της ενώ ο Τζάκος αρχίζει να φωνάζει.
«Αυτή είναι η μεγαλύτερη μαλακία που έχω ακούσει ποτέ! Ο Αλέκος είναι πολύ καλύτερος από μένα. Αν δεν τον είχα δίπλα μου όταν χάθηκε ο πατέρας μου θα είχα χαθεί και εγώ. Δεν θα ήμουν τίποτα σήμερα. Αυτός στάθηκε βράχος δίπλα μου σε όλη μου τη ζωή. Για να μην αναφέρω τι θα ήταν η εταιρεία χωρίς αυτόν»
Ο Αλέξανδρος, συντετριμμένος, βάζει το χέρι του στον ώμο του αδελφού του.
«Τζάκο, σταμάτα. Δεν χρειάζεται να λες ψέματα. Έχω αποδεχτεί το γεγονός εδώ και πολύ καιρό. Από τότε που ήμασταν παιδιά, εσύ ήσουν ο ήλιος και εγώ ήμουν απλά ένας πλανήτης που γυρίζω στην τροχιά σου, προσπαθώντας να αποκτήσω λίγη από τη λάμψη σου»
«Όχι, ρε Αλέκο ...»
«Δεν πειράζει, αδερφέ. Ειλικρινά δεν έχω πρόβλημα με αυτό. Τώρα όμως, με συγχωρείται, αλλά δεν νιώθω πολύ καλά. Πρέπει να ξαπλώσω. Καληνύχτα και ... συγγνώμη που σας χάλασα το δείπνο»
Ο Αλέξανδρος φεύγει απ' το δωμάτιο με αργά βήματα και σκυφτούς ώμους που μοιάζουν να σηκώνουν όλα τα βάρη του κόσμου. Μόλις η πόρτα κλείνει πίσω του, ο Τζάκος και η Θαλασσινή εκρήγνυνται με αποδέκτη της οργής τους φυσικά τη μητέρα τους που αποκάλεσε τόσο ωμά τον αδερφό τους άχρηστο και αποτυχημένο.
«Είσαι ευτυχισμένη τώρα, μητέρα; Τον διέλυσες!»
«Πώς μπόρεσες, Κλημεντίνη; Πως μπόρεσες να γίνεις τόσο σκύλα;»
«Τζάκο, σε παρακαλώ, άσε με να σου εξηγήσω»
«Όχι! Εσύ είπες αρκετά. Τώρα θα μιλήσω εγώ. Πρέπει να ντρέπεσαι για τον εαυτό σου. Έχεις έναν υπέροχο γιο και τον αντιμετωπίζεις σαν σκατά. Αλλά, μην ανησυχείς. Εγώ θα τον σώσω απ' τα χέρια σου και μάλιστα πολύ σύντομα»
«Τι εννοείς;»
«Θα τον πάρω και θα φύγουμε απ' αυτό το κωλόσπιτο. Αύριο κιόλας»
«Όχι! Τζάκο, δεν μπορείς να το κάνεις αυτό! Εγώ λατρεύω τον γιο μου. Του μίλησα έτσι για να τον κάνω πιο δυνατό. Αυτός είναι πολύ ευαίσθητος γι' αυτόν τον κόσμο»
«Ίσως, αλλά το κάνεις με εντελώς λάθος τρόπο. Λυπάμαι, Κλημεντίνη, αλλά δεν μπορώ να σε αφήσω να τον καταστρέψεις. Είναι πολύ πολύτιμος για μένα»
«Και πού θα μείνετε; Εσύ πούλησες το σπίτι της οικογένειάς σου»
«Προσωρινά σε κάποιο ξενοδοχείο, μέχρι να βρούμε σπίτι»
Η Θαλασσινή πλησιάζει τον αδερφό της.
«Τζάκο, θα με πάρεις μαζί σου, έτσι; Δεν μπορώ να μείνω εδώ χωρίς εσένα και τον Αλέκο»
Ο Τζάκος την αγκαλιάζει.
«Φυσικά, Ομορφιά μου. Δεν θα σε άφηνα ποτέ μόνη σ' αυτό το σπίτι»
Η Θαλασσινή σφίγγεται επάνω του ευχαριστημένη, ενώ η Κλημεντίνη προσπαθεί μάταια να μαζέψει τα ασυμμάζευτα.
«Τζάκο, σε παρακαλώ. Άσε με να πάω να του μιλήσω. Θα ζητήσω συγγνώμη για όλα όσα είπα»
«Μη με παρακαλάς καθόλου!»
Ο Τζάκος και η Θαλασσινή φεύγουν απ' το δωμάτιο και αφήνουν την Κλημεντίνη να συνειδητοποιεί πόσο πολύ πονάνε τα δικά της λόγια.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro