
Ποτέ δεν είναι πολύ σύντομα
Ο Τζάκος και η Θαλασσινή τρέχουν στον επάνω όροφο για να μιλήσουν στον Αλέξανδρο. Έξω από την πόρτα του, προσπαθούν να βρουν πώς να τον πλησιάσουν.
«Ξέρεις, Ομορφιά μου, ίσως θα ήταν καλύτερα να του μιλήσω μόνος μου»
«Έχεις δίκιο. Εμένα μπορεί να με ντραπεί. Δεν πειράζει. Είναι ευκαιρία να πάω να μαζέψω τα πράγματά μου γι' αύριο»
«Εντάξει, αλλά μην πάρεις πολλά. Μόνο τα απαραίτητα. Αν χρειαστούμε κάτι, θα το αγοράσουμε»
«Τζάκο, αυτό που κάνεις για τον Αλέκο είναι υπέροχο. Σ' ευχαριστώ που νοιάζεσαι τόσο πολύ για κείνον, αλλά και για μένα»
«Είμαι σίγουρος ότι και εσύ και ο Αλέκος θα κάνατε το ίδιο για μένα»
«Ναι, να είσαι!»
Με ένα φιλί στο μάγουλο του αδερφού της, η Θαλασσινή τρέχει στο δωμάτιό της για να μαζέψει τα πράγματά της, ενώ ο Τζάκος μπαίνει στο δωμάτιο χωρίς να χτυπήσει και βρίσκει τον Αλέξανδρο να κάθεται στο περβάζι και να κοιτάζει το ολόγιομο φεγγάρι.
«Δεν χτυπάς ποτέ εσύ;»
«Αν χτυπούσα, θα με άφηνες να μπω;»
«Όχι»
«Γι' αυτό μπήκα έτσι»
Ο Αλέξανδρος πηδάει από το περβάζι και, χωρίς να κοιτάξει τον Τζάκο, ξαπλώνει στο κρεβάτι του.
«Τι θέλεις, Τζάκο;»
«Θέλω να σου πω τι αποφάσισα»
«Όχι τώρα. Είμαι κουρασμένος και θέλω να κοιμηθώ»
«Με συγχωρείς, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει. Εσύ πρέπει να ετοιμαστείς μέχρι το πρωί»
«Να ετοιμαστώ για ποιο πράγμα; Για έναν ακόμη γύρο με την αγαπημένη μου μητέρα; Ευχαριστώ, δε θα πάρω!»
«Και αν σου έλεγα ότι πρόκειται για την μετακόμιση μας; Εσύ θα απαντούσες το ίδιο;»
Ο Αλέξανδρος σηκώνεται γρήγορα από το κρεβάτι του και κοιτάζει τον Τζάκο με διάπλατα μάτια.
«Τι ποια μας;»
«Είσαι κουφός; Την μετακόμιση μας. Αύριο το πρωί, εσύ, εγώ και η Θαλασσινή φεύγουμε από την έπαυλη. Θα μείνουμε προσωρινά σε ένα ξενοδοχείο μέχρι να βρούμε το τέλειο σπίτι και για τους τρεις μας»
~ ΕΝΤΩΜΕΤΑΞΥ ~ ΣΤΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ~
Ο Οδυσσέας είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Τα μάτια του είναι βαριά και το κορμί του εξαντλημένο, αλλά δεν μπορεί να κοιμηθεί. Τα γεγονότα του απογεύματος δεν αφήνουν το μυαλό του να ησυχάσει και για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, στα χείλη του φαίνεται ένα λαμπερό χαμόγελο.
Αυτός κοιτάζει το κομοδίνο του, όπου η κάρτα του Αλέξανδρου περιμένει υπομονετικά δίπλα στο τηλέφωνο. Το ρολόι στον τοίχο δείχνει ότι είναι μισή ώρα πριν τα μεσάνυχτα.
«Ω, τι διάολο! Δεν είναι και πολύ αργά»
Αυτός αρπάζει την κάρτα μαζί με το ακουστικό και καλεί τον προσωπικό αριθμό του Αλέξανδρου, ο οποίος απαντάει μετά από τέσσερα κουδουνίσματα.
«Εμπρός;»
Ο Οδυσσέας παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Εγώ είμαι. Μήπως ενοχλώ;»
«Το εντελώς αντίθετο. Σε περίμενα, αν και δεν είχα πολλές ελπίδες γιατί νόμιζα ότι θα κοιμάσαι ήδη»
«Δεν μπορώ να κοιμηθώ»
«Ούτε και εγώ»
«Μπορεί να φταίει η ζάχαρη στα ντόνατς που φάγαμε»
«Αποκλείεται. Για μένα τουλάχιστον άλλο φταίει για την αυπνία μου»
«Ο σκέτος εσπρέσο;»
«Όχι, ούτε αυτό»
«Τότε τι;»
«Εσύ»
Ο Οδυσσέας, χωρίς να πιστεύει τα αφτιά του, σηκώνεται από το κρεβάτι και αρχίζει να βηματίζει πέρα δώθε, κρατώντας το ακουστικό στο αφτί του και προσπαθώντας να σκεφτεί τι να απαντήσει στον Αλέξανδρο. Αυτός σταματάει απότομα και μετά αρχίζει πάλι να βηματίζει, ενώ το μυαλό του τρέχει μαραθώνιο. Αυτός αναρωτιέται τι του συμβαίνει.
Με όλους τους άλλους άντρες αυτός ήξερε πάντα τι να πει και πώς να το πει. Τώρα όμως με τον Αλέξανδρο είναι διαφορετικά. Τώρα το μυαλό του αποφάσισε να σταματήσει ακριβώς τη στιγμή που το χρειάζεται περισσότερο. Αυτός αναγκάζει τον εαυτό του να καθίσει στην άκρη του κρεβατιού και τότε του έρχεται στο μυαλό μια φράση του Αμερικανού συγγραφέα Μαρκ Τουέιν " Όταν έχεις αμφιβολίες, πες την αλήθεια ". Έτσι λοιπόν ...
«Αν είναι έτσι, και οι δύο υποφέρουμε από το ίδιο πράγμα»
«Κάτι πρέπει να κάνουμε τότε»
«Σαν τι;»
«Να βγούμε ένα ραντεβού»
«Εσύ και εγώ; Κανονικό ραντεβού;»
«Έχεις κάποιο πρόβλημα; Μήπως δεν θέλεις;»
«Τρελός είμαι; Και βέβαια θέλω»
«Ωραία τότε. Πες μου που και πότε»
«Παρασκευή βράδυ, στις εννιά, έξω από το μπιστρό»
«Θα είμαι εκεί ό,τι και να γίνει, αλλά μέχρι τότε θέλω μία χάρη από σένα»
«Ότι θες»
«Μη σταματήσεις να με σκέφτεσαι. Εγώ δεν θα το κάνω»
«Μείνε ήσυχος γι' αυτό»
«Καλή σου νύχτα, Οδυσσέα»
«Όνειρα γλυκά, Αλέξανδρε»
Με ένα πλατύ χαμόγελο να φωτίζει το όμορφο πρόσωπό του, ο Οδυσσέας κατεβάζει το ακουστικό και ξαπλώνει πίσω στο κρεβάτι. Σβήνει το φως και γυρίζει στο πλάι μονολογώντας.
«Άντε να δούμε, κύριε Αλέξανδρε Φραγκόπουλε, αν μπορείτε να κάνετε τον εφιάλτη να φύγει»
Εκείνο το βράδυ, ο εφιάλτης δεν ήρθε. Στα όνειρα του Οδυσσέα υπήρχε χώρος μόνο για ένα άτομο. Τον Αλέξανδρο.
~ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ~ΛΙΓΗ ΩΡΑ ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ~
Ο Τζάκος είναι ακόμα εκεί και αυτοί οι δύο συζητάνε τις λεπτομέρειες της αυριανής μετακόμισης όταν το προσωπικό τηλέφωνο του Αλέξανδρου αρχίζει να χτυπάει. Ο Τζάκος κοιτάζει με απορία τον αδερφό του σηκώνοντας το φρύδι του με την ουλή, το μόνο ψεγάδι στο κατά τα άλλα τέλειο πρόσωπο του.
«Χμμμ ... Τι έχουμε εδώ; Μεταμεσονύχτιο πονηρό τηλεφώνημα;»
«Πρώτον δεν είναι ακόμα μεσάνυχτα και δεύτερον αυτό αποκλείεται να είναι πονηρό»
«Πως το ξέρεις; Μπορεί να είναι αυτός που γνώρισες»
«Αποκλείεται»
«Γιατί αποκλείεται;»
«Γιατί δεν του έκανα τόσο καλή εντύπωση. Δεν είμαι σαν εσένα»
«Πάλι τα ίδια, ρε Αλέκο; Πόσες φορές θα πούμε τα ίδια και τα ίδια; Δεν έχεις να ζηλέψεις τίποτα από μένα. Κατάλαβε το και σήκωσε το γαμημένο το τηλέφωνο»
«Και αν όντως είναι αυτός τι να του πω; Εγώ δεν ξέρω απ' αυτά. Θα τα κάνω θάλασσα»
Ο Τζάκος γυρίζει τα μάτια του απηυδισμένος.
«Και τόση ώρα που ήσασταν στο μπιστρό τι σκατά του έλεγες;»
«Εκεί είμασταν face to face και ήταν εύκολο. Τώρα με το τηλέφωνο ... Δεν τα πάω καλά με τα τηλέφωνα και το ξέρεις»
«Έλεος, ρε μαλάκα! Τέλος πάντων! Σήκωσε το και θα σου λέω εγώ τι να πεις»
Ο Αλέξανδρος σηκώνει το ακουστικό και το βάζει στο αφτί του έτσι ώστε ο Τζάκος, που έχει κάτσει δίπλα του, να μπορεί να ακούει. Όση ώρα διαρκεί το τηλεφώνημα, ο Τζάκος ψιθυρίζει στον Αλέξανδρο όταν αυτός κολλάει και δεν ξέρει τι να πει.
Όταν το τηλεφώνημα τελειώνει και ο Αλέξανδρος κατεβάζει το ακουστικό, ο Τζάκος ξαπλώνει ανάσκελα στο κρεβάτι και βάζει τα χέρια του πίσω από το κεφάλι για μαξιλάρι. Ο Αλέξανδρος ξαπλώνει μπρούμητα δίπλα του και χώνει το πρόσωπο του στο μαξιλάρι. Αυτός μιλάει, αλλά οι λέξεις του πνίγονται μέσα στα πούπουλα. Ο Τζάκος γυρίζει το κεφάλι και τον κοιτάζει.
«Τι; Τι είπες;»
Ο Αλέξανδρος σηκώνει και αυτός το κεφάλι και κοιτάζει τον αδερφό του.
«Είπα ότι δεν πιστεύω ότι κατάφερα να κλείσω ραντεβού με τον Οδυσσέα»
«Για την ακρίβεια εγώ τα κατάφερα και όχι εσύ, αλλά δεν πειράζει. Χαλάλι σου»
«Ηλίθιε»
Ο Αλέξανδρος χώνει ξανά το πρόσωπο του στο μαξιλάρι όταν ο Τζάκος αρχίζει να γελάει.
«Έλα! Έλα! Άσε τα μούτρα και μίλα μου για αυτόν τον Οδυσσέα. Θέλω να μάθω τα πάντα για τον άντρα που σου πήρε τα μυαλά»
Ο Αλέξανδρος γυρίζει ανάσκελα και αγριοκοιτάζει τον Τζάκο.
«Θα σου πω, αλλά αν τολμήσεις να με κοροϊδέψεις, θα σε κάνω να πονέσεις»
Ο Τζάκος σηκώνει το χέρι του και ακουμπάει τον αντίχειρα του στο μικρό του δάχτυλο.
«Ορκίζομαι στην προσκοπική μου τιμή»
Αυτή τη φορά είναι ο Αλέξανδρος αυτός που γυρίζει τα μάτια του απηυδισμένος.
«Δεν έγινες ποτέ πρόσκοπος, ηλίθιε! Δύο μέρες έκατσες στην κατασκήνωση πριν σε πετάξουν έξω με τις κλωτσιές γιατί ο Ακέλας σε τσάκωσε στα ντους με την κόρη του»
«Αυτό είναι εντελώς άσχετο. Ο όρκος πιάνει. Έλα, πες μου!»
«Τέλος πάντων! Το επώνυμο του είναι Αγγελόπουλος. Είναι ένα χρόνο μικρότερος από μας και δουλεύει σαν μοντέλο. Έχει ένα όμορφο πρόσωπο με ένα πλατύ χαμόγελο και δύο αξιολάτρευτα λακκάκια στα μάγουλά του. Το καλύτερο απ' όλα όμως είναι τα μάτια του. Είναι πράσινα, αλλά όχι σαν τα δικά μου. Είναι πιο ανοιχτόχρωμα, σαν το φρέσκο γρασίδι. Αυτό όμως που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση είναι η καθαρότητα και η λάμψη του βλέμματος του όταν με κοιτούσε. Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο»
Ο Τζάκος, ακούγοντας τον αδερφό του να μιλάει έτσι, κουνάει το κεφάλι του επιδοκιμαστικά.
«Απ΄ότι φαίνεται εμείς θα χρειαστούμε δύο δωμάτια στο ξενοδοχείο»
«Μην είσαι μαλάκας. Μόλις τον γνώρισα. Είναι πολύ νωρίς να μιλάμε για δωμάτια ξενοδοχείου»
«Ποτέ δεν είναι πολύ νωρίς για κάτι τόσο όμορφο. Όταν εγώ βρω τον μικρό μου άγγελο, θα την παντρευτώ αμέσως»
«Λυπάμαι που στο λέω, αλλά, αν αλλάζεις γυναίκα κάθε εβδομάδα, αυτό δεν θα συμβεί ποτέ»
«Έη! Τι νομίζεις ότι είμαι; Βδομάδα; Δεν τις κρατάω τόσο πολύ. Τρεις μέρες το πολύ»
«Είσαι ηλίθιος!»
«Ευχαριστώ!»
«Παρακαλώ!»
Ο Τζάκος σηκώνεται από το κρεβάτι.
«Τέλος πάντων! Ώρα για ύπνο τώρα, γιατί έχουμε πολλά να κάνουμε το πρωί»
Καθώς αυτός πηγαίνει προς την πόρτα, ο Αλέξανδρος έχει κάτι τελευταίο να πει ...
«Τζάκο, σ' ευχαριστώ για ό,τι κάνεις για μένα. Χωρίς εσένα, δεν θα είχα ποτέ τη δύναμη να φύγω απ' αυτό το σπίτι»
Ο Τζάκος γυρίζει και κοιτάζει τον αδερφό του χαμογελώντας.
«Δεν είσαι οικογένεια με κάποιον μόνο όταν έχεις το ίδιο αίμα στις φλέβες σου. Είσαι αδερφός μου, Αλέκο και θα έκανα τα πάντα για σένα»
«Το ίδιο ισχύει και για μένα, αδερφέ»
«Είμαι πολύ χαρούμενος για σένα»
«Εγώ να δεις!»
«Αυτός ο Οδυσσέας είναι πολύ τυχερός που σε γνώρισε»
«Δεν ξέρω. Ίσως να είμαι εγώ ο τυχερός που τον γνώρισα»
«Θα σου πω όταν τον συναντήσω»
«Θα πρέπει να περιμένεις πολύ καιρό γι' αυτό»
«Όχι τόσο πολύ όσο νομίζεις»
«Τι σημαίνει αυτό τώρα;»
Ο Τζάκος κλείνει πονηρά το μάτι στον Αλέξανδρο.
«Καληνύχτα, αδερφέ!»
Και χωρίς να περιμένει απάντηση αυτός φεύγει από το δωμάτιο.
«Καληνύχτα, τρελέ!»
Ο Αλέξανδρος βγάζει τα ρούχα του, πέφτει πάλι στο κρεβάτι του και αυτή τη φορά ο ύπνος έρχεται αμέσως.
Εκείνο το βράδυ, ο Αλέξανδρος ονειρεύτηκε τον Οδυσσέα για πρώτη φορά.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro