Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Οικογενειακό Δείπνο Με Τον Διάολο

Όλα κύλησαν ομαλά για τους ήρωες της ιστορίας μας τους επόμενους μήνες. Η άνοιξη βρήκε τον Οδυσσέα και τον Αλέξανδρο να ετοιμάζουν το καινούργιο τους σπίτι στην Εκάλη. Ο Τζάκος δεν ασχολήθηκε και πολύ με το δικό του. Αυτός έδωσε το ελεύθερο στον Όμηρο να το επιπλώσει και να το εξοπλίσει όπως νομίζει εκείνος. Η Θαλασσινή μετακόμισε στο σπίτι του Βίκου στο Ψυχικό.

Και όσο για το καλοκαίρι, αυτοί πήγαν όλοι μαζί διακοπές στα νησιά. Αυτοί διάλεξαν τις πανέμορφες Κυκλάδες. Πήγαν σχεδόν παντού, Αμοργό, Άνδρο, Κουφονήσι, Μήλο, Μύκονο, Νάξο, Πάρο, Σαντορίνη, Τήνο και Φολέγανδρο. Ο Τζάκος τους ακολούθησε παντού, εκτός από την Σαντορίνη. Όταν τον ρώτησαν γιατί, αυτός τους είπε ότι έχει υποσχεθεί στον εαυτό του να πατήσει το πόδι του σ' αυτό το νησί μονάχα μαζί με τον άγγελο του.

~ ΜΕΣΑ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 1991 ~

Να' μαστέ λοιπόν, στις αρχές του φθινοπώρου, πίσω στην καθημερινότητα. Η Θαλασσινή απολαμβάνει την συγκατοίκηση με τον Βίκο, ο οποίος έχει μπει για τα καλά στην οικογένεια. Εκτός από τ' αδέρφια της, αυτός γνώρισε και τους γονείς της, ο οποίοι ενθουσιάστηκαν μαζί του. Ο Γιώργος επειδή είδε ότι αυτός αγαπάει πραγματικά την κόρη του και η Κλημεντίνη γιατί ο Βίκος είναι αρκετά πλούσιος και δεν θα λείψει τίποτα στην κόρη της. Βλέπετε, αυτός έχει δύο αλυσίδες εστιατορίων με γαλλική και ιταλική κουζίνα, όπως επίσης και τρεις από τις μεγαλύτερες καφετέριες της πόλης.

Ο Τζάκος συνεχίζει να απολαμβάνει την εργένικη ζωή του, αλλά χωρίς να φέρνει σπίτι του καμία από τις γυναίκες που κοιμούνται μαζί του. Ο Όμηρος, ο οποίος κάνει ό,τι μπορεί για να εκπληρώσει τις επιθυμίες του αφεντικού του, φροντίζει για τα πάντα ώστε να δίνει στον Τζάκο την δυνατότητα να ψάχνει για τον μελαχρινό του άγγελο χωρίς να ανησυχεί για τίποτα άλλο.

Όσο για τον Αλέξανδρο και τον Οδυσσέα, είναι τόσο ευτυχισμένοι όσο ποτέ. Ο Αλέξανδρος εργάζεται κανονικά στην Sun Corporation ενώ ο Οδυσσέας, μετά την κυκλοφορία της διαφήμισης του αρώματος, έγινε ευρύτερα γνωστός και μπορεί πλέον να διαλέγει τις δουλειές που κάνει. Η ζωή τους είναι έτσι όπως ονειρεύονταν και οι δύο. Το μόνο μελανό σημείο είναι η περίεργη εξαφάνιση της Ζαφειρίας, κάτι που ανησυχεί και στεναχωρεί πολύ τον Οδυσσέα.

«Αλέκο μου, ανησυχώ πολύ. Αυτή εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Έχω ρωτήσει τους πάντες και κανείς δεν ξέρει τίποτα. Φοβάμαι ότι της έχει συμβεί κάτι κακό»

«Αποκλείεται! Αν της συνέβαινε κάτι κακό, θα το είχαμε μάθει. Τα άσχημα νέα μαθαίνονται γρήγορα»

«Αν είναι έτσι, τότε που στο διάολο είναι αυτή;»

«Το πιθανότερο είναι ότι γνώρισε κάποιον και έφυγε μαζί του»

«Χωρίς να μου το πει; Χωρίς ένα αντίο;»

«Δεν μπορείς να ξέρεις τι ακριβώς συνέβη. Ίσως αυτή δεν είχε χρόνο ή απλά δεν μπορούσε να σε αποχαιρετήσει»

«Μου λείπει, ρε γαμώτο!»

«Το ξέρω, μωρό μου»

«Πιστεύεις ότι θα μάθουμε κάποια μέρα;»

«Είμαι σίγουρος. Κάποια μέρα αυτή θα επικοινωνήσει μαζί σου και θα σου εξηγήσει γιατί έφυγε έτσι»

«Λες να ξέρει κάτι ο Τζάκος;»

«Δεν νομίζω. Αν ήξερε, θα μας το έλεγε. Του λείπει και εκεινού πολύ. Σε όλους μας λείπει»

«Ουφ! Δεν το αντέχω άλλο αυτό! Που είσαι, ρε Ζαφειρία;»

Ξέχασα να σας πω ότι, εκτός από τον Βίκο, Ο Γιώργος και η Κλημεντίνη γνωρίσαν και τον Οδυσσέα. Η Κλημεντίνη ήταν κάπως μαζεμένη, αλλά φάνηκε ευχαριστημένη όταν συνειδητοποίησε ποιος ακριβώς είναι και πόσο διάσημος. Όσο για τον Γιώργο, όπως ήταν αναμενόμενο, αυτός αγκάλιασε τον Οδυσσέα και τον δέχτηκε σαν γιο του. Του άρεσε που ο Οδυσσέας είναι μοντέλο, αλλά, μεταξύ μας, και σκουπιδιάρης να ήταν, για τον Γιώργο δεν θα είχε καμία διαφορά, απ' την στιγμή που αυτός θα αγαπούσε και θα έκανε τον γιο του ευτυχισμένο.

Όπως είπα και πριν, η Κλημεντίνη είναι ευχαριστημένη που τα παιδιά της βρήκαν τόσο άξιους, πλούσιους και διάσημους συντρόφους, αλλά αυτή ανησυχεί για τον Τζάκο. Ας δούμε γιατί.

~ ΕΠΑΥΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΥ ~ ΛΑΓΟΝΗΣΙ ~

Ο κήπος της έπαυλης έχει χαθεί στην αγκαλιά του φθινοπώρου και όσο δέντρα δεν έχουν χάσει ακόμα τα φύλλα τους, είναι κίτρινα και έτοιμα να πεθάνουν για ακόμα μία φορά. Τουλάχιστον μέχρι την επόμενη άνοιξη που θα αναστηθούν και θ' ανθίσουν ξανά.

Η Κλημεντίνη παίρνει το τσάι της στην σκεπαστή βεράντα που βλέπει στον κήπο και δίπλα της ο Γιώργος διαβάζει το "Βαδίζει μες στην ομορφιά" του Λόρδου Βύρωνα, του αγαπημένου του ποιητή, πίνοντας ένα ποτήρι ουίσκι. Κάποια στιγμή, αυτή βάζει το φλιτζάνι της στο τραπέζι.

«Γιώργο, ανησυχώ για κάτι»

Ο Γιώργος κλείνει το βιβλίο και κοιτάζει την γυναίκα του με απορία.

«Για ποιο πράγμα;»

«Για τον Τζάκο»

«Δεν καταλαβαίνω. Τι συμβαίνει με τον Τζάκο;»

«Είναι μόνος»

«Έλα τώρα, Κλημεντίνη. Μόνος ο Τζάκος; Αυτός κοιμάται κάθε βράδυ με διαφορετική γυναίκα. Θα έδινα το δεξί μου χέρι για να είμαι στη θέση του»

Ο Γιώργος γελάει και η Κλημεντίνη συνοφρυώνεται.

«Πολύ αστείο, κύριε Φραγκόπουλε, αλλά δεν εννοώ αυτό»

«Τι εννοείς τότε;»

«Ο Αλέξανδρος, καλώς ή κακώς, έχει τον Οδυσσέα. Η Θαλασσινή μας βρήκε αυτό το εξαιρετικό παιδί, τον Βίκο. Αυτοί έχουν βρει και οι δύο τους συντρόφους τους, αλλά ο Τζάκος όχι. Αυτός χρειάζεται κάτι μόνιμο στη ζωή του»

«Άκου, Κλημεντίνη. Εγώ συμφωνώ μαζί σου, αλλά καλύτερα να μείνεις έξω από αυτό. Ο Τζάκος δεν χρειάζεται τη βοήθειά μας. Όταν έρθει η κατάλληλη γυναίκα στη ζωή του, αυτός θα ξέρει τι να κάνει»

«Ναι, αλλά δεν θα ήταν καλύτερο να τον διευκολύναμε κάπως;»

«Πώς δηλαδή; Τι έχεις στο μυαλό σου, Κλημεντίνη;»

«Να του προξενεύαμε μία κοπέλα»

«Αν και θα γελάει ο κόσμος με κάτι τέτοιο, ποια σκέφτεσαι;»

«Την Λίζα Βούρβαχη, την κόρη του φίλου σου του Μιχάλη. Αυτή αγαπάει τον Τζάκο μας από τότε που ήταν μικρό κορίτσι και τον θέλει ακόμα πολύ. Για την ακρίβεια, αυτή μου τηλεφώνησε χθες και μου ζήτησε να μεσολαβήσω»

«Η κόρη του Μιχάλη; Είσαι τρελή;»

«Γιατί όχι; Δεν θυμάσαι που οι γονείς της μας ζήτησαν να κανονίσουμε το συνοικέσιο όταν ο Τζάκος έκλεισε τα δεκαοχτώ;»

«Ναι, αλλά είπαμε όχι τότε γιατί το κορίτσι είναι τρελό! Ξέχασες τι έκανε σ' αυτό το κουτάβι όταν ήταν εννέα χρονών; Ή τότε που έριξε οινόπνευμα στην πληγή της Θαλασσινής μας στο γόνατο; Για να μην αναφέρω το απαράδεκτο περιστατικό με τον ζητιάνο. Το κορίτσι είναι μπελάς. Για να μην πω τίποτα χειρότερο»

«Έλα τώρα, μωρέ Γιώργο. Αυτή ήταν μικρό παιδί. Τώρα έχει αλλάξει»

«Κλημεντίνη, μην το κάνεις. Έχω ένα κακό προαίσθημα. Αυτό το κορίτσι θα μας κάνει μεγάλη ζημιά»

«Εσύ και τα άσχημα προαισθήματα σου»

«Κλημεντίνη, το συμφωνήσαμε. Εσύ δεν θα ανακατευτείς ξανά με τα παιδιά μας»

«Κάθε κανόνας έχει την εξαίρεση του, Γιώργο. Ό,τι και να πεις δεν θα μου αλλάξεις γνώμη. Η Λίζα είναι τέλεια για τον Τζάκο μας. Αυτή είναι νέα, όμορφη και πλούσια. Τι παραπάνω μπορεί να ζητήσει;»

«Και τι θα κάνεις όταν ο Τζάκος αρνηθεί; Γιατί αυτός θα πει όχι, Κλημεντίνη. Στο υπογράφω»

«Αυτός θα δεχτεί. Πίστεψέ με!»

«Κλημεντίνη, στο απαγορεύω!»

«Καλά! Καλά! Ότι πεις!»

Έτσι λοιπόν, παρά τις αντιρρήσεις του Γιώργου, η Κλημεντίνη κανονίζει πίσω από την πλάτη του ένα οικογενειακό δείπνο χωρίς να ενημερώσει τον Τζάκο ή κάποιον άλλον για τις προθέσεις της. Αυτή νομίζει ότι ευεργετεί τον θετό της γιο, αλλά δεν υποψιάζεται ότι με αυτό που κάνει ανοίγει το Κουτί της Πανδώρας και εξαπολύει το απόλυτο κακό πάνω στον ανυποψίαστο Τζάκο!

Τώρα, ας ρίξουμε μια ματιά στο τι θα συμβεί σ' αυτό το δείπνο ...

Είμαστε στην έπαυλη, σχεδόν μία βδομάδα μετά την κουβέντα της Κλημεντίνης με τον Γιώργο. Είναι βράδυ Σαββάτου και η θερμοκρασία είναι αρκετά χαμηλή για μέσα Σεπτέμβρη. Ποιος ξέρει; Ίσως φταίει ότι, παρόλο όλα αυτά που ακούγονται για την κόλαση, εκεί κάτω επικρατούν πολικές θερμοκρασίες και όχι καυτά καζάνια πάνω σε φωτιές και αφόρητη ζέστη.

Ο Αλέξανδρος με τον Οδυσσέα και η Θαλασσινή με τον Βίκο είναι ήδη εκεί. Ο Τζάκος τηλεφώνησε και είπε ότι θ' αργήσει λίγο. Το τραπέζι έχει ήδη στρωθεί στην μεγάλη τραπεζαρία, αλλά αντί για επτά σερβίτσια, όσα δηλαδή είναι τα μέλη της οικογένειας, επάνω του υπάρχουν δέκα, κάτι που φυσικά δεν περνάει απαρατήρητο από τον Αλέξανδρο.

«Γιατί υπάρχουν δέκα σερβίτσια, στο τραπέζι, Μητέρα; Εμείς είμαστε μόνο επτά»

«Σήμερα θα είμαστε δέκα, παιδί μου. Έχω καλέσει τον φίλο του πατέρα σου, τον Μιχάλη Βούρβαχη με τη γυναίκα του, την Αμαλία, και την κόρη τους. Θυμάσαι τη Λίζα, έτσι δεν είναι;»

Όταν ακούνε το όνομα της Λίζας, ο Αλέξανδρος και η Θαλασσινή ανατριχιάζουν από το φόβο τους.

«Αυτό το κορίτσι είναι τρελό. Με τρόμαζε όταν είμασταν μικρά»

«Γιατί το έκανες αυτό, Μητέρα; Ο Τζάκος το ξέρει;»

«Όχι. Ήθελα να του κάνω έκπληξη!»

«Ωραία έκπληξη. Θα τρελαθεί απ' τη χαρά του. Μπράβο, Μητέρα! Μόλις μας χάλασες το δείπνο»

«Μην είσαι υπερβολική, Θαλασσινή»

«Και λίγα λέει, Μητέρα. Το ξέρεις ότι ο Τζάκος μισεί τη Λίζα. Όμως για περίμενε! Εσύ για να τους καλέσεις έτσι χωρίς να ενημερώσεις κανέναν, κάτι ετοιμάζεις. Τι συμβαίνει, Μητέρα; Τι έβαλες στο μυαλό σου;»

Ο Γιώργος σηκώνει τα χέρια του ψηλά.

«Ορίστε! Άρχισαν τα όργανα!»

Η Κλημεντίνη παίρνει το γνωστό της ύφος, αυτό που δεν σηκώνει αντιρρήσεις.

«Αλέξανδρε, μείνε έξω απ' αυτό! Ξέρω πολύ καλά τι κάνω!»

Το κουδούνι διακόπτει την διαμάχη τους. Η Κλημεντίνη πηγαίνει προς την πόρτα.

«Ήρθαν οι καλεσμένοι μας. Κάντε μου τη χάρη και φερθείτε πολιτισμένα. Η Λίζα θα γίνει αδερφή σας»

Όταν αυτή βγαίνει απ' το δωμάτιο, οι άλλοι απευθύνονται στον Γιώργο μπας και μπορέσουν να καταλάβουν πως ακριβώς έφτασαν τα πράγματα σε τέτοιο σημείο.

«Τι είπε μόλις τώρα; Η Λίζα θα γίνει αδερφή μας; Από που κι ως που;»

«Μπαμπά, τι στο διάολο συμβαίνει εδώ;»

«Λυπάμαι, παιδιά. Προσπάθησα να το αποτρέψω. Νόμιζα ότι η μητέρα σας είχε αλλάξει γνώμη, αλλά τα κανόνισε όλα πίσω από την πλάτη μου. Αν το ήξερα ...»

«Πρέπει να προειδοποιήσουμε τον Τζάκο»

«Δυστυχώς, είναι αργά. Αυτός βρίσκεται ήδη στον δρόμο»

«Μπορεί να μην έφυγε ακόμα»

Και καθώς ο Αλέξανδρος σηκώνει το ακουστικό και τηλεφωνεί στο ξενοδοχείο, ο Οδυσσέας και ο Βίκος ρωτούν να μάθουν γιατί ακριβώς αντιδρούν έτσι τα δύο αδέρφια.

«Με συγχωρείται, αλλά ποια είναι αυτή η Λίζα;»

«Αυτή είναι ένα τέρας, Οδυσσέα. Ένα κτητικό τέρας που έχει βάλει στο μάτι τον Τζάκο μας»

«Βρε κοριτσάκι μου, δεν νομίζεις ότι υπερβάλεις λίγο;»

«Περίμενε να τη γνωρίσεις πρώτα, Βίκο μου, και μετά μιλάμε»

Ο Αλέξανδρος κοπανάει κάτω το ακουστικό αρκετά τσαντισμένος.

«Αυτός δεν είναι εκεί. Γαμώτο!»

«Τι κάνουμε τώρα;»

Ο Γιώργος πηγαίνει στην πόρτα, κοιτάζει έξω, και όταν βλέπει ότι η Κλημεντίνη δεν φαίνεται πουθενά, ρίχνει την ιδέα του.

«Ακούστε με καλά. Όταν φτάσει ο Τζάκος, θα περιμένετε λίγα λεπτά και μετά ένας από σας θα πει ότι αρρώστησε και πρέπει να πάει στο νοσοκομείο και φυσικά οι άλλοι δεν θα τον αφήσουν να πάει μόνος του»

«Είμαι εντυπωσιασμένος, κύριε Φραγκόπουλε! Έχετε ένα αρκετά βρώμικο μυαλό»

«Με τη γυναίκα που παντρεύτηκα δεν είχα άλλη επιλογή, Οδυσσέα μου»

«Ωραία ιδέα, Μπαμπά, αλλά ποιος θα αρρωστήσει;»

«Εγώ. Ο Τζάκος δεν θα μ' άφηνε ποτέ να πάω μόνος μου στο νοσοκομείο»

«Παρόλο που δεν μου πολυαρέσει αυτό, ο Οδυσσέας έχει δίκιο»

«Εντάξει, Οδυσσέα. Μόλις δεις ότι αγριεύουν τα πράγματα, ξεκίνα»

«Μάλιστα, καπετάνιο!»

Όμως το σχέδιο του Γιώργο δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί. Η μοίρα είχε ήδη αποφασίσει και ο Γολγοθάς του Τζάκου μόλις ξεκινούσε. Εκείνη τη στιγμή, ανοίγει η πόρτα της τραπεζαρίας και μπαίνει μέσα η Κλημεντίνη μαζί με ένα μεσήλικο ζευγάρι και μια εικοσάχρονη κοπέλα.

Ο Οδυσσέας παρατηρεί τους αφιχθέντες. Δεν υπάρχει τίποτα ιδιαίτερο στο ζευγάρι. Ο Μιχάλης και η Αμαλία Βούρβαχη είναι δύο απλοί άνθρωποι γύρω στα σαράντα, αλλά η κοπέλα ... Η Λίζα έχει κάτι απαίσιο πάνω της. Κάτι διαβολικό που ο Οδυσσέας έχει δει μονάχα σε ένα μέρος. Στη φυλακή!

Εντωμεταξύ, η Κλημεντίνη αρχίζει τις συστάσεις.

«Αγαπητοί μου φίλοι, θυμάστε τα παιδιά μου, έτσι δεν είναι; Οι άλλοι δύο νέοι είναι ο Οδυσσέας, φίλος του Αλέξανδρου, πιθανόν να τον αναγνωρίζεται, αυτός είναι διάσημο μοντέλο, και ο Βικέντιος, ο σύντροφος της Θαλασσινής, ιδιοκτήτης αλυσίδας εστιατορίων. Παιδιά, από' δω ο κύριος και η κυρία Βούρβαχη και η αξιολάτρευτη και όμορφη κόρη τους Λίζα»

Ο Οδυσσέας ψιθυρίζει στο αυτί του Αλέξανδρου.

«Σιγά το αξιολάτρευτο και όμορφο. Αυτή είναι ο διάβολος!»

Την ίδια στιγμή, ο Βίκος ψιθυρίζει κάτι στην Θαλασσινή.

«Είναι τρελή η μητέρα σου; Αυτό το κορίτσι για τον Τζάκο; Έλεος!»

Ενώ οι γονείς της χαιρετούν τους άλλους, τα μάτια της Λίζας περιφέρονται προς όλες τις κατευθύνσεις, αναζητώντας κάτι ή, για να είμαστε ακριβής, αυτή ψάχνει κάποιον.

«Πού είναι ο Τζάκος; Εγώ γι' αυτόν ήρθα»

Η Κλημεντίνη ενώνει τα χέρια της.

«Αχ, τι γλυκό! Αυτός θα είναι εδώ σύντομα, Λίζα μου»

«Ξέρει ότι θα είμαι εδώ;»

«Ναι, φυσικά και ανυπομονεί να σε δει!»

«Ωραία!»

«Όμως, μέχρι να έρθει ο Τζάκος, γιατί δεν πας να μιλήσεις με τους άλλους. Ο Οδυσσέας και ο Βίκος θέλουν πολύ να σε γνωρίσουν»

«Με τον Βίκο ευχαρίστως να μιλήσω, αλλά με τον άλλον ... Ευχαριστώ, αλλά δεν θα πάρω!»

Ο Μιχάλης κοιτάζει την κόρη του έξω φρενών.

«Τι είναι αυτά που λες, Λίζα;»

«Σε παρακαλώ, Μπαμπά! Αν εσύ δεν μπορείς να δεις, εγώ μπορώ. Φίλος και βλακείες. Γκόμενοι είναι αυτοί οι δύο και, όπως ξέρεις πολύ καλά, εγώ μισώ τις αδερφές»

Ο Οδυσσέας μένει αποσβολωμένος όπως οι υπόλοιποι, ενώ ο Αλέξανδρος είναι έτοιμος να εκραγεί, αλλά εκείνη τη στιγμή, ο Τζάκος μπαίνει στην τραπεζαρία και χτυπάει την πόρτα πίσω του. Απ' ότι φαίνεται, αυτός άκουσε αρκετά ώστε να γίνει έξαλλος.

«Και εγώ μισώ τους ανθρώπους που μισούν τους αδερφές!»

Ο Γιώργος κουνάει το κεφάλι του.

«Τέλεια! Τώρα έχουμε απαρτία»

Η Θαλασσινή παίρνει το χέρι του Βίκου.

«Αυτό που λατρεύω σ' αυτόν τον άντρα είναι ότι εμφανίζεται πάντα την κατάλληλη στιγμή»

«Δεν ξέρω τι λες εσύ, αλλά εγώ βλέπω να έρχεται ένα λουτρό αίματος»

Η θερμοκρασία ανεβαίνει επικίνδυνα στο δωμάτιο. Ο Τζάκος και ο Αλέξανδρος βράζουν από οργή. Ο Οδυσσέας, παραδόξως, δεν ξέρει τι να πει. Ο Γιώργος, η Θαλασσινή και ο Βίκος κοιτάζονται αμήχανα μεταξύ τους. Ο Μιχάλης και η Αμαλία κοιτάζουν ντροπιασμένοι το πάτωμα και η Κλημεντίνη προσπαθεί να βρει μια καλή δικαιολογία για αυτό που συμβαίνει. Όσο για την Λίζα, αυτή βρίσκεται σε έναν δικό της κόσμο, όπου προσπαθεί μάταια να γίνει ελκυστική και περπατάει κουνώντας τους γοφούς της προς τον Τζάκο.

«Ξέρεις κάτι, Τζάκο; Πάντα μου άρεσαν οι άντρες που ξέρουν να κάνουν μια θεαματική είσοδο και εσύ είσαι ένας από αυτούς»

Ο Τζάκος όμως, κοιτώντας την απαξιωτικά, τη σπρώχνει, όχι πολύ ευγενικά, και πλησιάζει τη Κλημεντίνη.

«Τι στο διάολο συμβαίνει εδώ, Κλημεντίνη;»

«Τζάκο, γιε μου, τίποτα δεν συμβαίνει εδώ. Αυτό είναι απλά ένα οικογενειακό δείπνο»

«Τότε γιατί είναι αυτοί οι τρεις εδώ;»

« Εγώ τους κάλεσα»

Η Λίζα μπαίνει στην μέση.

«Εγώ το ζήτησα γιατί ήθελα να σε δω, Τζάκο μου»

Ο Τζάκος πιέζει τους κροτάφους του.

«Σας παρακαλώ! Κάποιος να της βουλώσει το στόμα, γιατί θα εκραγώ!»

«Λίζα, σταμάτα να μιλάς και απομακρύνσου από κοντά του»

«Μα, Μπαμπά ...»

Ο Μιχάλης πλησιάζει την κόρη του, την αρπάζει από το μπράτσο και την απομακρύνει από τον Τζάκο.

«Έλα εδώ σου είπα, ανόητο κορίτσι»

«Μιχάλη, πώς μπορείς να φέρεσαι έτσι στο παιδί μας;»

«Αμαλία, σκάσε!»

Η Κλημεντίνη προσπαθεί να κατευνάσει τα πνεύματα, αλλά, δυστυχώς, με τον λάθος τρόπο.

«Γιατί δεν καθόμαστε στο τραπέζι; Το δείπνο είναι έτοιμο»

Ο Τζάκος δεν πιστεύει στ' αφτιά του.

«Τι λες, ρε Κλημεντίνη πια; Θέλεις να κάτσεις στο ίδιο τραπέζι με κάποια που πρόσβαλε χυδαία τον ίδιο σου τον γιο;»

«Έλα τώρα, Τζάκο. Η Λίζα μας είναι ακόμα νέα. Δεν ξέρει τη ζωή. Λογικό είναι να σκέφτεται έτσι»

Ο Τζάκος περνάει τα χέρια του μέσα απ' τα μαλλιά του, κοιτάζοντας ψηλά.

«Δεν μπορώ να πιστέψω αυτά που ακούω αυτή τη στιγμή!»

Ο Αλέξανδρος, κόκκινος από οργή, αρπάζει το μπουφάν του.

«Μην κάνεις καν τον κόπο, Τζάκο. Ο Οδυσσέας και εγώ δεν θα μείνουμε σ' αυτό το πανηγύρι»

«Και ποιος σου είπε ότι θα μείνω εγώ;»

Ο Αλέξανδρος παίρνει το χέρι του Οδυσσέα, και μαζί με τον Τζάκο, κατευθύνονται προς την πόρτα, όμως ο Γιώργος μπαίνει μπροστά τους.

«Αλέξανδρε, σε παρακαλώ, μην φύγεις. Όχι έτσι. Κάντο για μένα. Και εσύ, Τζάκο»

Ο Οδυσσέας αφήνει το χέρι του Αλέξανδρου. Αυτός ξέρει ότι το καλύτερο θα ήταν να φύγουν και να μην ξαναγυρίσουν ποτέ εκεί μέσα, έτσι είχαν συμφωνήσει άλλωστε, αλλά δεν θα μπορούσε να το κάνει αυτό στον Γιώργο, παρόλο που η ιδέα της αρρώστιας ήταν δική του.

«Έχει δίκιο ο πατέρας σου, Αλέκο μου. Πραγματικά δεν χρειάζεται να χαλάσουμε το δείπνο»

Ο Αλέξανδρος αγγίζει το μάγουλο του Οδυσσέα.

«Μωρό μου, είσαι σίγουρος;»

«Ναι. Απόλυτα σίγουρος»

Ο Τζάκος βάζει το χέρι του στον ώμο του Οδυσσέα.

«Οδυσσέα μου, χρειάζομαι μόνο μια λέξη από σένα. Πες το και ας πάνε όλοι στο διάολο»

«Είναι εντάξει, Τζάκο. Αλήθεια»

Η Λίζα, βλέποντας αυτή την τρυφερή σκηνή ανάμεσα στον Αλέξανδρο και τον Οδυσσέα, καθώς και τη στοργή του Τζάκου για εκείνον, κάνει μορφασμούς, αναγκάζοντας τον Τζάκο να δείξει δόντια του. Όμως ακόμα μία φορά, με την επέμβαση του Γιώργου, τα πνεύματα ηρεμούν, προσωρινά τουλάχιστον, αυτοί κάθονται στο τραπέζι και οι υπηρέτριες σερβίρουν το φαγητό. Αυτοί τρώνε σιωπηλά μέχρι που η Λίζα πετάει τη βόμβα.

«Λοιπόν, Κλημεντίνη; Τι θα έλεγες να μιλήσουμε τώρα για τον αρραβώνα;»

Σταματούν όλοι να τρώνε και κοιτάζουν τη Λίζα. Όλοι εκτός από τον Τζάκο, ο οποίος συνεχίζει να τρώει απτόητος, αλλά όχι για πολύ. Ο Γιώργος ξεκινάει μια συζήτηση και χωρίς να το θέλει, δίνει στην Κλημεντίνη το πάτημα για να στήσει την παγίδα της.

«Κλημεντίνη, τι πραγματικά συμβαίνει εδώ; Για ποιον αρραβώνα μιλάει το κορίτσι;»

Όμως η απάντηση δεν έρχεται από τη Κλημεντίνη, αλλά από την ίδια την Λίζα.

«Το δικό μου με τον Τζάκο, φυσικά. Γιατί νομίζετε μαζευτήκαμε όλοι εδώ σήμερα;»

Ο Τζάκος, ο οποίος έτρωγε σιωπηλός κατά τη διάρκεια της συνομιλίας, σταματάει απότομα με το πιρούνι του γεμάτο φαγητό μόλις λίγα εκατοστά από τα χείλη του.

«Τι; Αρραβώνα με ποιον; Τι σκατά λέει αυτή, Κλημεντίνη;»

«Τζάκο μου, θα σου το έλεγα ...»

«Τι ακριβώς θα μου έλεγες, Κλημεντίνη; Ότι κανόνισες κάτι τέτοιο πίσω από την πλάτη μου; Και μάλιστα με κάποια σαν αυτήν;»

Ο Τζάκος κοιτάζει τη Λίζα με αηδία για μια στιγμή και μετά γυρίζει ξανά στην Κλημεντίνη.

«Ποιος σου είπε ότι θέλω να αρραβωνιαστώ; Και το πιο σημαντικό, ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να παίρνεις τόσο σημαντικές αποφάσεις για τη γαμημένη τη ζωή μου;»

«Τζάκο, σε παρακαλώ! Άσε με να σου εξηγήσω»

«Σ' ακούω»

«Όχι εδώ. Έλα μαζί μου»

Η Κλημεντίνη σηκώνεται και ο Τζάκος την ακολουθεί στο διπλανό δωμάτιο, χωρίς να ξέρει ότι μπλέκεται σε έναν ιστό αράχνης που για να ξεμπλεχτεί θα πρέπει να πληρώσει πολύ ακριβά στο μέλλον. Όταν η πόρτα κλείνει πίσω τους, η Κλημεντίνη παίρνει ένα περίλυπο ύφος.

«Τζάκο, πρέπει να δεχτείς αυτόν τον αρραβώνα»

«Δεν υπάρχει περίπτωση»

«Το κορίτσι είναι πολύ άρρωστο»

«Άρρωστη; Δεν φαίνεται καθόλου άρρωστη»

«Είναι. Στ' ορκίζομαι. Νομίζεις ότι θα δεχόμουν να σε κοροϊδέψω έτσι, αν δεν ήταν αλήθεια; Η Λίζα δεν το ξέρει, αλλά δεν θα ζήσει για πολύ ακόμα»

«Εντάξει. Λυπάμαι γι' αυτήν, αλλά τι σχέση έχει αυτό με εμένα;»

«Είναι ερωτευμένη μαζί σου, Τζάκο και ο πατέρας της με παρακάλεσε να κάνουμε αυτόν τον αρραβώνα για να την ευχαριστήσουμε. Εσύ απλά θα πεις το ναι. Δεν θα έχεις καμία υποχρέωση. Θα μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις και όταν αυτή πεθάνει, θα είσαι εντελώς ελεύθερος»

«Ακούς τι λες; Πώς μπορείς να μου ζητάς κάτι τέτοιο;»

«Μπορώ γιατί ξέρω πόσο ευαίσθητος είσαι. Δεν θ' αφήσεις ένα νέο κορίτσι να πεθάνει δυστυχισμένο, όταν είσαι ο μόνος που μπορεί να της χαρίσει λίγη ευτυχία. Ότι και να είναι η Λίζα, δεν της αξίζει να πεθάνει χωρίς να γνωρίσει τη χαρά του έρωτα»

«Μισό λεπτό! Τι εννοείς να γνωρίσει τη χαρά του έρωτα; Δεν πιστεύω να θέλεις να κοιμηθώ μαζί της;»

«Όχι! Όχι! Τίποτα τέτοιο»

«Ωραία, αλλά τι θα γίνει αν εντωμεταξύ βρω την γυναίκα που ψάχνω;»

«Τότε μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Ο αρραβώνας θα διαλυθεί αμέσως. Εξάλλου, το κορίτσι δεν θα ζήσει περισσότερο από έξι με οχτώ μήνες»

«Αχ, ρε Κλημεντίνη!»

Ο Τζάκος περνάει τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του και η Κλημεντίνη απλώς χαμογελάει. Αυτή έπαιξε και κέρδισε. Πάτησε στις ευαισθησίες του Τζάκου και κατάφερε να τον παγιδέψει. Γιατί ναι, όλο αυτό ήταν μία καλοστημένη παγίδα δική της και της Αμαλίας, της μητέρας της Λίζας. Η ασθένεια του κοριτσιού είναι ψέμα. Ένα ψέμα που αργότερα θα αποδειχθεί πολύ οδυνηρό για τον Τζάκο, και όχι μόνο γι' αυτόν!

«Λοιπόν, γιε μου;»

«Εντάξει, Κλημεντίνη, θα το κάνω, αλλά μη μου ζητήσεις τίποτα άλλο. Δεν θα συμπεριφερθώ ποτέ σαν κανονικός αρραβωνιαστικός και αν βρω τη γυναίκα που ψάχνω, ο αρραβώνας θα διαλυθεί αμέσως»

«Ναι»

«Υποσχέσου το»

«Το υπόσχομαι»

«Ας το κάνουμε τότε»

«Μπράβο, γιε μου! Το ήξερα ότι θα έκανες το σωστό»

Οι δυο τους επιστρέφουν στο τραπέζι και η Κλημεντίνη ανακοινώνει τον αρραβώνα του Τζάκου και της Λίζας. Βασικά, αυτό είναι κάτι περισσότερο σαν λογοδόσιμο αφού δεν υπάρχει δαχτυλίδι, αλλά δεν έχει σημασία.

Κανείς δεν μπορεί να πιστέψει στα αυτιά του, αλλά δεν λένε τίποτα. Τουλάχιστον όχι μέχρι να φύγουν από την έπαυλη. Τα δύο ζευγάρια, ο Αλέξανδρος με τον Οδυσσέα και η Θαλασσινή με τον Βίκο, μαζεύονται στο σπίτι του Τζάκου για να "γιορτάσουν" τον αρραβώνα του.

«Αδερφέ, έχασες τα μυαλά σου;»

«Γιατί το έκανες αυτό, Τζάκο; Γιατί δεχτήκατε αυτόν τον εξωφρενικό αρραβώνα;»

«Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, Ομορφιά μου»

«Τι σου είπε η μάνα μας όταν μείνατε μόνοι;»

Ο Τζάκος εξηγεί τι ακριβώς του είπε η Κλημεντίνη για την ασθένεια της Λίζας.

«Καταλαβαίνετε τώρα γιατί δεν μπορούσα να πω όχι;»

«Με συγχωρείται γι' αυτό που πρόκειται να πω, αλλά είμαστε σίγουροι ότι η Κλημεντίνη λέει την αλήθεια;»

«Και 'μένα με συγχωρείται, αλλά συμφωνώ με τον Οδυσσέα»

«Δεν ξέρω, ρε παιδιά. Η μητέρα μας είναι λίγο υπερβολική μερικές φορές, αλλά να κάνει κάτι τέτοιο; Εσύ τι λες, Αλέκο;»

«Αυτή θα μπορούσε»

«Αλήθεια νομίζεται ότι η Κλημεντίνη με κορόιδεψε;»

Ο Τζάκος κοιτάζει τα αδέρφια του περιμένοντας να τον καθησυχάσουν, να του πουν ότι η μητέρα τους, η γυναίκα που τον πήρε στην αγκαλιά της όταν έχασε την δική του μητέρα, αποκλείεται να έκανε ένα τόσο αποτρόπαιο πράγμα, αλλά δυστυχώς δεν μπορούν.

«Γαμώτο! Πόσο μαλάκας είμαι; Πώς έπεσα σε μια τέτοια ηλίθια παγίδα; Αύριο θα πάω στην έπαυλη και θα γίνει χαμός! Θα μ' ακούσουν μέχρι την Ανάβυσσο»

«Όχι. Μην το κάνεις αυτό!»

«Ο Αλέκος έχει δίκιο. Αν τσακωθείς με την μητέρα μας δεν πρόκειται να λύσει το πρόβλημα»

«Και τι να κάνω; Να κάτσω σαν κότα και να ανεχτώ αυτό το τσίρκο;»

«Αυτό ακριβώς να κάνεις. Θα περιμένουμε και θα δούμε»

Ο Οδυσσέας αφήνει τη θέση του και πηγαίνει μπροστά στο παράθυρο. Κοιτάζει έξω και τρίβει την ουλή στον αντίχειρά του που έχει αρχίσει να τον καίει απ' τη στιγμή που άκουσε για τον αρραβώνα του Τζάκου. Και δυστυχώς αυτό συμβαίνει μόνο όταν πρόκειται να συμβεί κάτι κακό. Αυτή η ουλή είναι κάτι σαν κρυστάλλινη σφαίρα για τον Οδυσσέα. Ο Αλέξανδρος τον πλησιάζει.

«Τι συμβαίνει, μωρό μου;»

«Η ουλή μου»

«Τι; Πονάς; Άσε με να ρίξω μία ματιά»

Ο Αλέξανδρος παίρνει το χέρι του Οδυσσέα και αρχίζει να χαϊδεύει την ουλή.

«Αλέκο, δεν μου αρέσει αυτό»

«Το χάδι μου;»

«Όχι»

«Τότε τι;»

«Η Λίζα και ο αρραβώνας»

«Ούτε εμένα μ' αρέσει. Αυτό το κορίτσι είναι μεγάλος μπελάς»

«Δεν εννοώ μόνο αυτό»

«Τότε τι εννοείς;»

«Κάτι κακό πρόκειται να συμβεί στον Τζάκο και κατ' επέκταση σε' μάς»

«Σαν τι;»

«Δεν έχω ιδέα, αλλά φοβάμαι»

«Μην φοβάσαι, μωρό μου. Ό,τι και να γίνει, θα είμαστε εκεί για να το αντιμετωπίσουμε»

«Μακάρι ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, αλλά νιώθω ότι δεν θα είμαστε αρκετά δυνατοί για να αντιμετωπίσουμε κάτι τόσο σοβαρό»

«Τίποτα δεν είναι αρκετά σοβαρό για να μας νικήσει»

«Ούτε ο θάνατος;»


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro