Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Ο μικρός του Άγγελος

~ 4 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ~ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1995 ~

Η Θαλασσινή και ο Βίκος είναι ακόμα μαζί. Αυτός την γνώρισε στους γονείς του, οι οποίοι κυριολεκτικά την λάτρεψαν. Μάλιστα, αυτός της έκανε πρόταση γάμου, αλλά εκείνη είπε "όχι ακόμα". Βέβαια, δεν είναι όλα ρόδινα μεταξύ τους. Ενώ αυτοί ταιριάζουν σε όλα και αγαπιούνται πραγματικά και πολύ, η ερωτική τους ζωή έχει πέσει σε ένα μικρό τέλμα, από το οποίο δεν μπορούν να βγουν γιατί κανένας από τους δύο δεν θέλει να μιλήσει στους άλλους. Ο Βίκος για να μην εκθέσει την Θαλασσινή και αυτή γιατί απλούστατα τους ντρέπεται.

Ο Τζάκος ζει τη ζωή του στο έπακρο. Αυτός δουλεύει σκληρά για να κάνει την επιχείρησή του ακόμα μεγαλύτερη και πιο επιτυχημένη. Και όσο για την ερωτική του ζωή, κάθε βράδυ περνά χρόνο με διαφορετική γυναίκα, αλλά συνεχίζει να μην φέρνει καμία από αυτές στο σπίτι του. Αυτός επιστρέφει πάντα μόνος. Ο αρραβώνας του ισχύει ακόμα γιατί, όπως λέει η Κλημεντίνη, η Λίζα έχει ξεπεράσει από θαύμα την ασθένειά της. Αυτός έχει προσπαθήσει αρκετές φορές να διαλύσει αυτόν τον αρραβώνα, και με το καλό και με το άγριο, αλλά η Κλημεντίνη πάντα καταφέρνει να τον πείσει. Στην αρχή με την δικαιολογία της υποτροπής της ασθένειας της Λίζας και μετά με τα καρδιακά προβλήματα που παρουσίασε ξαφνικά ο Γιώργος. Έτσι λοιπόν, ο Τζάκος αποφάσισε να αφήσει το πράγμα στην τύχη του.

Ο Οδυσσέας και ο Αλέξανδρος είναι πιο ευτυχισμένοι από ποτέ. Όλα αυτά τα χρόνια, είχαν τα σκαμπανεβάσματα τους, απλές διαφωνίες ή ακόμα και επικούς καβγάδες, αλλά η αγάπη τους είναι πιο δυνατή απ' όλα αυτά και έτσι ποτέ δεν μπόρεσαν να παραμείνουν σε "fight mode" για περισσότερο από μία μέρα κάθε φορά. Ένα χαμόγελο απ' τον έναν, ένα χάδι απ' τον άλλον και ο καβγάς έμπαινε για πάντα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ~ ΕΚΑΛΗ ~

Να' μαστέ λοιπόν, ένα χειμωνιάτικο βράδυ του Νοεμβρίου. Ο Οδυσσέας και ο Αλέξανδρος έχουν μόλις επιστρέψει από μια μονοήμερη εκδρομή στο Ναύπλιο. Ο Αλέξανδρος είναι στην μπανιέρα και ο Οδυσσέας στέκεται μπροστά στον καθρέφτη και φτιάχνει τα μαλλιά του. Κάποια στιγμή, ο Αλέξανδρος βγάζει το χέρι του απ' την κουρτίνα του μπάνιου.

«Μωρό μου, πιάσε μου την πετσέτα, σε παρακαλώ»

Ο Οδυσσέας πιάνει την πετσέτα και την δίνει στον Αλέξανδρο, ο οποίος την τυλίγει γύρω απ' την μέση του και βγαίνει απ' την μπανιέρα.

«Γιατί φτιάχνεις τα μαλλιά σου; Θα βγεις;»

«Δυστυχώς, ναι. Έχω νυχτερινό γύρισμα για εκείνη την διαφήμιση παπουτσιών που σου έλεγα, αλλά δεν θ 'αργήσω πολύ. Εσύ τι θα κάνεις;»

«Θα ήθελα πολύ να περάσω λίγο ποιοτικό χρόνο στο κρεβάτι με το υπέροχο αγόρι μου, αλλά είναι ένα πολύ καυτό μοντέλο και δυστυχώς είναι συνέχεια απασχολημένος»

«Πολύ θα ήθελα να γνωρίσω αυτόν τον τύπο»

Ο Αλέξανδρος πλησιάζει τον Οδυσσέα και φιλάει τον γυμνό του ώμο, ενώ ταυτόχρονα θωπεύει τον σφιχτό του πισινό.

«Κοίταξε στον καθρέφτη και θα τον γνωρίσεις»

«Αλέκο, σταμάτα να χουφτώνεις τον κώλο μου και πες μου τι θα κάνεις όσο θα λείπω»

«Δεν ξέρω ακόμα. Ίσως πεταχτώ μέχρι το σπίτι του Τζάκου»

Την στιγμή που το όνομα του Τζάκου βγαίνει από το στόμα του Αλέξανδρου, το τηλέφωνο αρχίζει να χτυπάει και στην οθόνη εμφανίζεται το νούμερο του σπιτιού του.

«Κατά φωνή και ο διεστραμμένος γάιδαρος!»

«Είναι καταπληκτικό αυτό που συμβαίνει. Κάθε φορά που μιλάμε για αυτόν, εμφανίζεται από το πουθενά»

Ο Οδυσσέας γελάει.

«Έλα, σήκωσέ το για να δούμε τι θέλει αυτή τη φορά»

Ο Αλέξανδρος πατάει το κουμπί της ανοιχτής ακρόασης.

«Είσαι σε ανοιχτή ακρόαση γι' αυτό πρόσεξε τι θα πεις!»

Η φωνή του Τζάκου βγαίνει από το ηχείο, τόσο χαρούμενη και ενθουσιασμένη όσο ποτέ άλλοτε.

«Παιδιά, τη βρήκα! Ο άγγελός μου ήρθε επιτέλους! Η γυναίκα που έψαχνα σε όλη μου τη ζωή!»

Ο Αλέξανδρος και ο Οδυσσέας κοιτάζονται μεταξύ τους με ανοιχτό το στόμα. Η έλλειψη ανταπόκρισης από μέρους τους ανησυχεί τον Τζάκο.

«Έη! Τι πάθατε; Μ' ακούτε;»

«Σ' ακούμε, Τζάκο»

«Απλά δεν μπορούμε να πιστέψουμε αυτό που μόλις είπες»

«Μπορείς να το επαναλάβεις, σε παρακαλώ;»

«Φυσικά και μπορώ. Την βρήκα! Βρήκα την γυναίκα της ζωής μου! Ερωτεύτηκα, παιδιά. Την ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά!»

«Πες μας τα πάντα»

«Δεν ξέρω καν από πού να ξεκινήσω»

«Ξεκίνα απ' την αρχή. Ποια είναι;»

«Η καμαριέρα μου»

«Ποια;»

«Θυμάστε που η Κλημεντίνη επέμενε να μου βρει μια προσωπική καμαριέρα και εγώ έλεγα συνέχεια όχι;»

«Ναι»

«Αυτή το έκανε έτσι κι αλλιώς»

«Γιατί δεν εκπλήσσομαι καθόλου;»

«Γιατί ξέρεις πολύ καλά τη μητέρα σου, μωρό μου»

«Τέλος πάντων! Χθες, ήμουν στην κρεβατοκάμαρά μου και μου την έφερε ο Όμηρος. Ήμουν έτοιμος να τους πετάξω και τους δύο έξω, αλλά όταν είδα τα μάτια της, αυτά τα υπέροχα βιολετί μάτια της, ήταν σαν να με χτύπησε κεραυνός! Είναι η πιο όμορφη γυναίκα που έχω δει ποτέ. Είναι έξυπνη. Είναι ευγενική. Έχει απίστευτο χιούμορ και είναι καυτή! Δεν φαντάζεστε πόσο καυτή!»

«Θεούλη μου! Αυτός σοβαρολογεί. Είναι πραγματικά ερωτευμένος!»

«Είμαι τόσο περίεργος να γνωρίσω τη γυναίκα που κατάφερε να σε κάνει να μιλάς έτσι, ρε Τζάκο»

«Της μίλησες; Ξέρει πως νοιώθεις; Ανταποκρίνεται;»

«Ευτυχώς, είναι τρελή για μένα. Σήμερα το πρωί πήγαμε στο μυστικό μέρος και κάναμε έρωτα! Το φαντάζεστε; Ήταν η πρώτη φορά που έκανα έρωτα με μια γυναίκα και ήταν καταπληκτικό! Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα ένιωθα έτσι στο κρεβάτι με κάποια. Μου το λέγατε, αλλά η πραγματικότητα είναι το κάτι άλλο. Τα χέρια μου τρέμουν κάθε φορά που την αγγίζω. Η ανάσα μου κόβεται με κάθε φιλί. Με κοιτάζει και χάνω το μυαλό μου. Μυρίζω το άρωμα του κορμιού της και τρελαίνομαι»

Ο Αλέξανδρος και ο Οδυσσέας κοιτάζονται χαμογελώντας.

«Πότε θα τη γνωρίσουμε;»

«Αύριο. θα την φέρω εκεί. Εμείς πρέπει να μιλήσουμε»

«Αυτό δεν μ' αρέσει καθόλου»

«Ούτε και μένα. Τι έγινε, Τζάκο;»

«Μόλις γύρισα απ' την έπαυλη. Η Κλημεντίνη με κάλεσε και εγώ βρήκα ευκαιρία να της πω ότι ο αρραβώνας με την σκύλα διαλύεται μια για πάντα, αλλά αυτή ...»

«Αυτή αρνήθηκε, ε;»

«Και όχι μόνο αυτό. Αυτή με χλεύασε όταν της είπα ότι είμαι ερωτευμένος»

«Γαμώτο, ρε μάνα!»

«Δεν με νοιάζει, Αλέκο. Δεν δίνω δεκάρα για την Κλημεντίνη ή για την Λίζα. Ο μόνος που με νοιάζει είναι ο Γιώργος, αλλά είμαι σίγουρος ότι αυτός θα με βοηθήσει. Αυτό που θέλω να μάθω είναι αν θα έχω και εσάς στο πλευρό μου»

«Τολμάς να το ρωτάς αυτό;»

«Ευχαριστώ, αδερφέ»

«Θα ενημερώσω την Θαλασσινή και τον Βίκο για αύριο»

«Πες τους γύρω στις εφτά. Όμως πρέπει να κλείσω τώρα και να τρέξω επάνω. Έχω αφήσει πολύ ώρα μόνο του το Αγγελούδι μου»

«Τζάκο, περίμενε!»

«Τι θέλεις, Αγαπούλη μου;»

«Θέλω να σου πω πόσο χαρούμενος είμαι για σένα»

«Ευχαριστώ, Οδυσσέα»

«Είμαι σίγουρος ότι το κορίτσι είναι υπέροχο»

«Ναι, είναι»

«Πώς τη λένε;»

«Έχει το όνομα της Παναγιάς. Μαρία ... Μαρία Αυγέρη, αλλά θέλει να την φωνάζουμε Μαίρη»

~ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ ~ ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΕΦΤΑ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ~

Η Θαλασσινή και ο Βίκος βρίσκονται στο σπίτι του Οδυσσέα και του Αλέξανδρου εδώ και κάμποση ώρα και όλοι μαζί περιμένουν με αγωνία να γνωρίσουν το κορίτσι που κατάφερε να κλέψει την καρδιά του αδερφού τους.

«Δεν μπορώ να το πιστέψω! Ο Τζάκος μας ερωτευμένος»

«Κάποτε θα συνέβαινε, κορίτσι μου»

«Είμαι τόσο περίεργος να γνωρίσω αυτό το κορίτσι. Το ξέρετε ότι έχει βιολετί μάτια;»

«Θυμάσαι που έλεγε ο Τζάκος ότι αυτό το χρώμα θα παίξει μεγάλο ρόλο στη ζωή του;»

«Ναι, τότε στην πισίνα του Χίλτον. Το μαγιό της Ζαφειρίας»

Όλοι μιλάνε εκτός από τον Οδυσσέα.

«Τι συμβαίνει, μωρό μου; Γιατί δεν μιλάς;»

«Εγώ ... Αυτή τη στιγμή πεθαίνω να φάω ένα μπισκότο. Έχουμε; Νομίζω ότι υπάρχει ένα κουτί στο ντουλάπι»

«Από πού προέκυψε αυτό; Εσύ δεν τρως ποτέ μπισκότα»

«Το ξέρω, αλλά αν δεν φάω ένα μπισκότο τώρα, θα τρελαθώ!»

Ο Οδυσσέας τρέχει στην κουζίνα.

«Τι του συμβαίνει; Αυτός συμπεριφέρεται ακόμα πιο περίεργα από το συνηθισμένο»

«Ανησυχεί»

«Για ποιο πράγμα;»

«Για την Λίζα και τη διάλυση του αρραβώνα. Αυτός έχει ένα προαίσθημα ότι κάτι κακό θα συμβεί στον Τζάκο και κατ' επέκταση σε όλους εμάς»

«Δεν μπορώ να πω ότι διαφωνώ μαζί του»

«Σταματήστε και οι δυο! Τίποτα κακό δεν πρόκειται να συμβεί! Και μην τολμήσετε να πείτε στον Τζάκο αυτές τις ανοησίες! Δεν θα σας αφήσω να του χαλάσετε την ευτυχία»

«Κανείς δεν το θέλει αυτό, Θαλασσινή μου. Και περισσότερο απ' όλους εγώ, αλλά πρέπει να είμαστε προσεκτικοί»

Το κουδούνι χτυπάει και ο Αλέξανδρος πάει να ανοίξει. Πίσω από την πόρτα είναι ο Τζάκος, ένας πολύ χαρούμενος Τζάκος, που χαμογελάει πλατιά και κρατάει στην αγκαλιά του μια όμορφη μελαχρινή κοπέλα με δύο μεγάλα, εκπληκτικά βιολετί μάτια.

«Καλησπέρα, αδερφέ!»

«Καλησπέρα! Περάστε μέσα!»

Αυτοί περνάνε το κατώφλι και ο Τζάκος αναλαμβάνει τις συστάσεις.

«Αλέκο μου, αυτή είναι η Μαίρη, το Αγγελούδι μου. Μωρό μου, αυτός είναι ο αδερφός μου ο Αλέξανδρος για τον οποίο σου έχω πει τόσα πολλά»

Ο Αλέξανδρος σηκώνει το χέρι του και χαϊδεύει το μάγουλο της Μαίρης.

«Είναι υπέροχη!»

«Το ξέρω»

Ο Αλέξανδρος απευθύνεται για πρώτη φορά στην Μαίρη.

«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαίρομαι που σε γνωρίζω, Μαίρη»

«Κι εγώ, Αλέξανδρε. Ανυπομονούσα τόσο πολύ να σε γνωρίσω»

«Λέγε με Αλέκο, ζαχαρένια. Έτσι με φωνάζει η οικογένειά μου»

«Σ' ευχαριστώ, Αλέκο. Αυτό σημαίνει τόσα πολλά για μένα»

«Ξέρεις κάτι; Γάμα τις ηλίθιες τυπικούρες. Έλα εδώ!»

Ένα γελάκι έκπληξης ξεφεύγει από το στόμα της Μαίρης καθώς ο Αλέξανδρος τη σηκώνει και αρχίζει να την στριφογυρίζει. Μετά απ' αυτό, ο Αλέξανδρος τους οδηγεί στο σαλόνι. Εκεί ο Τζάκος αγκαλιάζει τον Βίκο και φιλάει το μέτωπο της Θαλασσινής.

«Αγγελούδι μου, αυτός είναι ο Βικέντιος, Βίκος για την οικογένεια και η όμορφη από' δω είναι η Θαλασσινή. Παιδιά, αυτή είναι η Μαίρη μου»

«Χαίρομαι που σε γνωρίζω, Μαίρη»

«Κι εγώ, Βίκο και, παρεμπιπτόντως, εξαιρετική επιλογή αυτοκινήτου!»

Τα μάτια του Βίκου αστράφτουν για μερικά δευτερόλεπτα, βλέπεται αυτός λατρεύει την lamborghini του, και η αμηχανία του εξαφανίζεται αμέσως. Η Θαλασσινή αγκαλιάζει σφιχτά το κορίτσι.

«Επιτέλους, Μαιρούλα, ένα κορίτσι στη συμμορία. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο βαρετά ήταν με όλους αυτούς τους άντρες γύρω μου. Παρεμπιπτόντως, λατρεύω το φόρεμά σου. Σου πάει τρέλα! Ω! Κοίτα αυτά τα μάτια! Ο Τζάκος έχει τόσο δίκιο που σε λέει αγγελούδι. Μοιάζεις πραγματικά με άγγελο»

«Σ' ευχαριστώ, Θαλασσινή! Κι εγώ χαίρομαι που σε γνωρίζω. Δεν είχα ποτέ μία φιλενάδα»

«Τώρα έχεις μία πακέτο με μια αδερφή. Δύο σε ένα, κοριτσάκι»

Η Θαλασσινή κάθεται δίπλα στον Βίκο ενώ η Μαίρη αρχίζει να κοιτάζει γύρω της με τα μάτια της να περιφέρονται νευρικά προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο Αλέξανδρος, κάπως παραξενεμένος από αυτήν την αντίδραση απευθύνεται στον Τζάκο.

«Τι ακριβώς ψάχνει;»

«Μη ρωτάς τι. Ρώτα καλύτερα ποιον»

«Όχι! Μη μου πεις! Κι αυτή;»

«Ω, ναι! Αφίσα απέναντι από το σπίτι της»

«Απίστευτο!»

«Αυτό ξαναπές το! Τέλος πάντων. Που είναι αυτός;»

«Στην κουζίνα. Καταβροχθίζει μπισκότα πάνω από μισή ώρα»

«Αλήθεια; Μπισκότα; Πως είναι δυνατόν; Αυτός μισεί τα μπισκότα»

«Μη με ρωτάς».

Ο Τζάκος στρέφεται προς την πόρτα που οδηγεί στην κουζίνα, βάζει τα χέρια του γύρω από το στόμα του σαν χωνί και φωνάζει.

«ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ, ΑΓΑΠΟΥΛΗ ΜΟΥ; ΘΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙΣ ΤΗΝ ΤΙΜΗ ΝΑ ΦΕΡΕΙΣ ΤΟΝ ΟΜΟΡΦΟ ΚΩΛΟ ΣΟΥ ΕΔΩ;»

Η γλυκιά και σέξι φωνή του Οδυσσέα ακούγεται από την κουζίνα.

«ΣΑΛΤΑ ΚΑΙ ΓΑΜΗΣΟΥ, ΔΙΕΣΤΡΑΜΜΕΝΕ! ΘΑ ΕΡΘΩ ΟΤΑΝ ΓΟΥΣΤΑΡΩ!»

Ο Βίκος και η Θαλασσινή γελάνε ενώ ο Αλέξανδρος κουνάει το κεφάλι του με απελπισία, καλύπτοντας τα μάτια του με το χέρι του! Ο Τζάκος βγάζει το μπουφάν του και σηκώνει τα μανίκια του πουκαμίσου του.

«ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΕΙ, ΑΓΑΠΟΥΛΗ, ΟΜΩΣ ΘΥΜΗΣΟΥ ΟΤΙ ΠΗΓΕΣ ΓΥΡΕΥΟΝΤΑΣ!»

Τρέχει στην κουζίνα όπου βρίσκει τον Οδυσσέα να κάθεται σε ένα από τα ψηλά σκαμπό και να τρώει μπισκότα με βουλιμία.

«Έλα, Αγαπούλη. Έλα στον μπαμπά!»

«Μην τολμήσεις να με αγγίξεις, Σάτυρε! Όχι! Αλέκοοοοοο!»

Ο Τζάκος τον πλησιάζει και, πλαισιώνοντας το πρόσωπό του, του δίνει ένα ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο, κάτι που ο Οδυσσέας μισεί και γι' αυτό σπρώχνει τον Τζάκο μακριά και σκουπίζει το μάγουλό του.

«Γαμώτο, ρε Τζάκο! Ξέρεις ότι το μισώ αυτό!»

«Γι' αυτό το κάνω, Αγαπούλη!»

«Είσαι μαλάκας!»

«Ότι πεις, αλλά έλα έξω να γνωρίσεις τον άγγελό μου»

«Ελπίζω να αξίζει τον κόπο, για το καλό σου!»

«Αξίζει, Οδυσσέα. Θα το δεις και μόνος σου»

Αυτοί βγαίνουν από την κουζίνα και βρίσκουν την Μαίρη περιτριγυρισμένη από τους άλλους και έτοιμη να βάλει τα κλάματα απ' την συγκίνηση. Ο Τζάκος αναρωτιέται για λίγο, αλλά καταλαβαίνει αμέσως ότι αυτό οφείλεται σε κάτι όμορφο που της είπαν τ' αδέρφια του και καθησυχάζεται.

«Έλα, Αγγελούδι. Ήρθε η ώρα να γνωρίσεις έναν θρύλο!»

Ο Οδυσσέας κοιτάζει το όμορφο κορίτσι καθώς αυτή σηκώνεται και πηγαίνει προς το μέρος του.

«Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι είσαι εδώ. Μπορώ να σε αγγίξω;»

«Ευχαρίστως»

Αυτή σηκώνει το χέρι της και αγγίζει το μάγουλό του. Το δέρμα της είναι απαλό και ζεστό πάνω στα τριών ημερών γένια του. Της σκεπάζει το χέρι με το δικό του. Τα βιολετί της μάτια τον κοιτάζουν με έναν τρόπο που μόνο η αδερφή του τον κοίταζε πριν μάθει ότι ήταν γκέι. Το αδελφικό βλέμμα της Μαίρης ζεσταίνει την καρδιά του.

«Είσαι πιο όμορφος από κοντά»

«Και εσύ είσαι όμορφη»

Ο Οδυσσέας της προσφέρει το πακέτο με τα μπισκότα που έφερε από την κουζίνα.

«Πάρε ένα μπισκότο»

Απλώνει το χέρι της στο κουτί και παίρνει ένα μπισκότο.

«Ευχαριστώ. Λατρεύω τα μπισκότα»

«Κι εγώ. Από σήμερα»

«Χαίρομαι αφάνταστα που σε γνωρίζω, Οδυσσέα»

«Κι εγώ το ίδιο, Μαίρη»

Ο Τζάκος σκύβει και ψιθυρίζει στον Αλέξανδρο.

«Το βλέπεις κι εσύ, έτσι;»

«Ναι. Άλλη μία περίεργη φιλία μόλις γεννήθηκε»

«Ο Θεός να μας βοηθήσει!»

«Αυτό ξαναπές το!»

«Ο Θεός να μας βοηθήσει!»

«Πολύ αστείο, μαλάκα!»

Τότε, αυτοί καθόμαστε γύρω από το τραπεζάκι. Ο Τζάκος και η Μαίρη στον διθέσιο καναπέ, ο Βίκος και η Θαλασσινή στον άλλον καναπέ και ο Αλέξανδρος με τον Οδυσσέα στην μεγάλη πολυθρόνα. Παρόλο που και οι δύο είναι ψηλοί και αρκετά σωματώδεις, κάθονται πολύ άνετα στον στενό χώρο της πολυθρόνας με τα σώματα τους μπλεγμένα με έναν τρόπο που φωνάζει την βαθιά αγάπη που τους ενώνει. Ξαφνικά, ο Οδυσσέας απευθύνεται στην Μαίρη.

«Μαιρούλα, κάνε μου μια χάρη, σε παρακαλώ!»

«Ότι θες»

«Κοίταξε τον Τζάκο»

«Γιατί;»

«Θέλω να τσεκάρω κάτι. Απλά κάνε το»

Η Μαίρη κοιτάζει τον Τζάκο, ο οποίος της χαμογελά.

«Εντάξει. Αρκετά. Είδα αυτό που ήθελα»

«Λοιπόν, Αγαπούλη μου, τι συμπέρασμα έβγαλες;»

«Ότι είσαι ένας τυχερός μπάσταρδος»

«Γιατί;»

«Γιατί κέρδισες το μεγάλο Τζακ Ποτ της αγάπης. Το Μπισκότο είναι τρελά ερωτευμένο μαζί σου»

«Το ήξερα ήδη αυτό, αλλά όταν το ακούς από τον ειδικό παίρνει άλλη βαρύτητα!»

«Συγγνώμη, Οδυσσέα, αλλά ποιος ακριβώς είναι το 'Μπισκότο';»

«Εσύ, γλυκιά μου»

«Είμαι το 'Μπισκότο' όπως ο Τζάκος είναι ο 'Σάτυρος';»

«Ακριβώς!»

«Ω, Θεέ μου!»

Ο Τζάκος ξεσπάει σε γέλια.

«Στο είπα, Αγγελούδι. Ο Οδυσσέας είναι αδίστακτος!»

«Σταμάτα εσύ!»

Η Μαίρη συνοφρυώνεται, κάνοντας τον Οδυσσέα να απορήσει.

«Δεν σου αρέσει;»

«Έχω δικαίωμα γνώμης;»

«Φοβάμαι πως όχι, Μπισκότο!»

«Ότι πεις τότε»

Ο Βίκος απευθύνεται στον Τζάκο.

«Είναι υπάκουη. Μου αρέσει!»

Και η Θαλασσινή σιγοντάρει.

«Είναι καταπληκτική! Εξαιρετική επιλογή, Τζάκο»

«Σας ευχαριστώ και τους δύο.»

Είναι η σειρά του Αλέξανδρου να πει την γνώμη του.

«Να σου πω την αλήθεια, αδερφέ, δεν το περίμενα από σένα»

«Δεν πρέπει να κρίνεις τους πάντες με τα δικά σου πρότυπα, αδερφέ. Επειδή εσύ έκανες ένα λάθος ...»

Ο Τζάκος δείχνει τον Οδυσσέα όταν λέει την λέξη 'λάθος', και ανάβει το φυτίλι.

«Εσύ είσαι το λάθος, Διεστραμμένε!»

Ο Βίκος και ο Αλέξανδρος προσπαθούν να ηρεμήσουν τα πνεύματα.

«Σας παρακαλώ! Μην αρχίζετε πάλι!»

«Ο Βίκος έχει δίκιο. Εξάλλου, εμείς πρέπει να μιλήσουμε για το πρόβλημά μας»

Αυτοί σκύβουνε όλοι μπροστά, όπως κάνουν οι συνωμότες, μόνο που αυτοί δεν συνωμοτούν για το κακό κάποιου. Συνωμοτούν για να σώσουν τους εαυτούς τους και την αγάπη της Μαίρης και του Τζάκου, ο οποίος παίρνει πρώτος τον λόγο.

«Πριν πούμε οτιδήποτε, αφήστε με να σας πω τι έκανε η αγαπημένη μας μητέρα σήμερα το πρωί»

Αυτός αφηγείται τι ακριβώς συνέβη μεταξύ της Μαίρης και της Κλημεντίνης, όταν αυτή εκβίασε την Μαίρη με την απαίτηση να εκμαιεύσει πληροφορίες για την προσωπική ζωή του. Μόλις τελειώνει, η Θαλασσινή σηκώνεται όρθια σε έξαλλη κατάσταση.

«Αυτό είναι απαράδεκτο! Δεν είμαστε οι Κορλεόνε, που να πάρει! Η μητέρα μας έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Απάτες, εκβιασμοί. Για να μην μιλήσω για την συμφωνία με τον διάβολο!»

Ο Βίκος, λίγο πιο ήρεμος από το κορίτσι του, έχει να προτείνει κάτι.

«Γιατί δεν μιλάμε στον Γιώργο; Ίσως αυτός να μπορεί να κάνει κάτι»

Ο Τζάκος όμως διαφωνεί και έχει έναν πολύ καλό λόγο γι' αυτό.

«Όλοι ξέρουμε ότι δεν μπορούμε να μιλήσουμε λογικά με αυτή τη γυναίκα. Είναι αγύριστο κεφάλι»

Ο Οδυσσέας εκφράζει μία πολύ εύλογη απορία.

«Αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω είναι πως η Κλημεντίνη, που είναι μια πανέξυπνη γυναίκα, δεν μπορεί να δει πόσο διαβολική είναι η Λίζα»

Ο Αλέξανδρος απαντάει στον Οδυσσέα ενώ παράλληλα προτείνει κάτι.

«Αυτή έχει τυφλωθεί από την ανάγκη της να ελέγχει τις ζωές μας, αλλά αυτό δεν είναι αναγκαστικά κακό. Για την ακρίβεια, αυτό ακριβώς θα εκμεταλλευτούμε. Πάνω σε αυτό θα χτίσουμε τη στρατηγική μας. Τζάκο, πες μου σε παρακαλώ τι ακριβώς θα συμβεί το Σάββατο στη δεξίωση»

Ο Τζάκος πάει να μιλήσει, αλλά μπαίνει στη μέση ο Οδυσσέας και ξεκινάει ακόμα έναν γύρο ξεκαρδιστικού καυγά.

«Μια παράσταση τσίρκου, με πρωταγωνιστή τον κλόουν Μπόζο»

«Τσίμπα ένα αρχίδι, Αγαπούλη»

«Δικό σου; Θα το ήθελες πολύ, Διεστραμμένε!»

Ο καυγάς τελειώνει με το μεσαίο δάχτυλο του Τζάκου να σηκώνεται και να απευθύνεται στον Οδυσσέα που του βγάζει τη γλώσσα σαν μικρό παιδί. Εκτός από το πόσο αστείοι είναι οι δυο τους, το άλλο καλό πράγμα είναι ότι αυτοί επανέρχονται αμέσως στη πραγματικότητα, τόσο απλά σαν να πατάς ένα κουμπί. Αυτό έγινε και τώρα με τον Τζάκο να εξηγεί τι ακριβώς θα γίνει στην δεξίωση.

«Η Λίζα θέλει μια επίσημη τελετή αρραβώνων πριν από το γάμο μπροστά στις κάμερες. Η Κλημεντίνη έχει καλέσει αμέτρητους δημοσιογράφους»

Όπως πάντα, ένα καυστικό σχόλιο έρχεται από τον Οδυσσέα.

«Υπέροχα! Η διαβολική σκύλα θέλει δημοσιότητα. Τι γλυκό! Θέλει να γίνουμε θέαμα»

Η Θαλασσινή εκρήγνυται ξανά.

«Η σκύλα θέλει να μας ταπεινώσει».

Όμως το έχει καταλάβει λάθος. Ο Τζάκος ξέρει τι ακριβώς θέλει η Λίζα και αυτό το κάτι κάνει τα νεύρα της Μαίρης να σπάσουν.

«Όχι όλους μας. Μόνο εμένα. Αυτή θέλει να με ταπεινώσει. Θέλει να με κάνει να γονατίσω μπροστά της»

Αυτή πηδάει επάνω σε έξαλλη κατάσταση.

«Όχι! Δεν το δέχομαι αυτό! Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί! Ποτέ! Δεν θα το επιτρέψω!»

«Αγγελούδι, σε παρακαλώ ...»

«ΟΧΙ, Τζάκο! ΟΧΙ! ΟΧΙ! Και πάλι ΌΧΙ! Εσύ είσαι ένας Θεός! Ένας βασιλιάς ...»

«Και ένας βασιλιάς γονατίζει μόνο μπροστά στη βασίλισσα του. Έτσι δεν είναι, Μπισκότο;»

Απ' ότι φαίνεται, ο Οδυσσέας κατάφερε να διαβάσει την Μαίρη χωρίς πολύ προσπάθεια.

«Ναι, Οδυσσέα. Έτσι ακριβώς είναι»

Η Μαίρη κάθεται πίσω στον καναπέ και ο Τζάκος την αγκαλιάζει, ενώ η Θαλασσινή λέει αυτό που όλοι φοβούνται να ξεστομίσουνε.

«Συμφωνώ με όλα όσα λέτε, αλλά, Μαίρη, μην ξεχνάς ότι σε μια παρτίδα σκάκι η βασίλισσα προστατεύει τον βασιλιά, θυσιάζοντας ακόμα και τη ζωή της για να το κάνει»

Η Μαίρη κοιτάζει τον Τζάκο ενώ απαντάει στην Θαλασσινή.

«Είμαι πρόθυμη να το κάνω, Θαλασσινή. Είμαι έτοιμη για όλα. Θέλω μόνο να είναι ο Τζάκος μου καλά. Τίποτα άλλο»

Ο Οδυσσέας σηκώνεται και περπατάει πίσω από τον καναπέ που κάθεται το ζευγάρι. Αυτός βάζει τα χέρια του στους ώμους του Τζάκου, που έχει μία περίεργη έκφραση στο πρόσωπο του.

«Γαμημένο κάθαρμα! Φαίνεται ότι αυτή τη φορά τα κατάφερες πολύ καλά»

«Νομίζεις ότι μου αρέσει αυτό που ακούω;»

«Θα έπρεπε να σου αρέσει»

«Πες μου κάτι, Οδυσσέα. Πώς θα αισθανόσουν αν συνέβαινε κάτι στον Αλέκο στην προσπάθειά του να σε προστατέψει;»

«Θα ήμουν συντετριμμένος. Θα κατηγορούσα τον εαυτό μου και θα με έτρωγαν οι τύψεις»

«Βλέπεις;»

«Όταν το θέτεις έτσι, έχεις δίκιο, αλλά, μεταξύ μας, νομίζεις ότι μπορείς να την σταματήσεις;»

«Όχι και αυτό είναι που φοβάμαι περισσότερο. Τρέμω και μόνο στην ιδέα»

Αυτή τη φορά, αυτός που επεμβαίνει είναι ο Βίκος.

«Για όνομα του Θεού! Τι στο διάολο είναι αυτά που λέτε; Σταματήστε αμέσως! Αλέκο, πες κάτι!»

Ο Αλέξανδρος που όλη αυτή την ώρα έστυβε το μυαλό του για να κατεβάσει κάποια ιδέα ...

«Θα πω σε λίγο. Χρειάζομαι ακόμα ένα λεπτό».

Ο Οδυσσέας τον πλησιάζει και περνάει το χέρι του μέσα από τα υπέροχα μαλλιά του.

«Θέλεις κάτι να πιεις;»

«Ναι. Ευχαριστώ, μωρό μου»

«Εσύ, Διεστραμμένε;»

«Καλύτερα φέρε το μπουκάλι, Αγαπούλη»

Ο Οδυσσέας πάει για το ποτό και η Μαίρη βολεύεται καλύτερα στην αγκαλιά του Τζάκου. Αυτή κρύβει το πρόσωπο της στην καμπύλη του λαιμού του και εισπνέει το άρωμά του. Αυτός τρίβει τη μύτη του στα μαλλιά της, κάνοντας το ίδιο. Η Θαλασσινή ακουμπάει το κεφάλι της στον ώμο του Βίκου και του ψιθυρίζει.

«Κοίτα τους. Είναι ζευγάρι μόνο για λίγες μέρες και μοιάζουν σαν να είναι χρόνια μαζί»

«Έτσι γίνεται με ανθρώπους που είναι γραφτό να είναι μαζί, αγάπη μου»

«Σαν εμάς;»

«Ακριβώς! Όταν σε γνώρισα, νόμιζα ότι σε ήξερα όλη μου τη ζωή»

«Με ήξερες, μωρό μου. Απλά δεν με είχες γνωρίσει ακόμα!»

«Ναι»

Ο Οδυσσέας επιστρέφει και ρίχνει το μπέρμπον στα ποτήρια και τότε, η Μαίρη βρίσκει την ευκαιρία να τον ρωτήσω κάτι που θέλει να μάθει.

«Οδυσσέα ...;»

«Ναι, Μπισκότο ...;»

«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι, αλλά φοβάμαι μη σου προκαλέσω δυσφορία»

«Ρώτα και θα δούμε»

«Όταν εσύ και ο Αλέκος ... ξέρεις!»

«Όταν εγώ και ο Αλέκος τι, Μπισκότο;»

«Ξέρεις ... όταν είστε μόνοι σας»

«Όταν είμαστε μόνοι μας, τι;»

Ο Τζάκος, που φυσικά έχει καταλάβει τι θέλει να ρωτήσει το κορίτσι του, επεμβαίνει για να την σώσει.

«Έλα, ρε μαλάκα! Λυπήσου την. Μην την βασανίζεις άλλο. Ξέρεις πολύ καλά τι θέλει να ρωτήσει»

«Ναι, αλλά μου αρέσει να την βλέπω να κοκκινίζει! Είναι αξιολάτρευτη!»

«Κοκκινίζω; Αλήθεια;»

«Σαν παντζάρι, Μπισκοτάκι μου»

«Θεέ μου!»

«Έλα τώρα. Ρώτα με τι θέλεις να μάθεις»

«Ποιος από τους δύο ... τον άλλον;»

«Ω, Αγγελούδι! Θα μπορούσες να ρωτήσεις εμένα»

«Ξέρεις;»

«Φυσικά»

«Πώς είναι δυνατόν να ξέρεις κάτι τόσο προσωπικό, Διεστραμμένε;»

«Μου το είπε ο Αλέκος»

«ΤΙ;»

Ο Οδυσσέας είναι έξαλλος και ο Αλέξανδρος ψάχνει τρύπα να κρυφτεί.

«ΑΛΕΞΑΝΔΡΕ ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΕ! Θα μιλήσουμε για αυτό αργότερα! Ιδιαιτέρως!»

Ο Βίκος και η Θαλασσινή κοιτάζουν τον Αλέξανδρο με κατανόηση, ενώ ο Τζάκος σφυρίζει ανέμελα.

«Τζάκο, σου ορκίζομαι ότι θα σε σκοτώσω! Τι ακριβώς δεν κατάλαβες όταν σου είπα να μην πεις τίποτα σε κανέναν;»

«Νόμιζα ότι εννοούσες κάποιον εκτός οικογένειας. Όχι τον ίδιο τον Οδυσσέα. Αυτός συμμετείχε. Τα ξέρει από πρώτο χέρι. Ήταν εκεί, για όνομα του Θεού!»

«Τέλος πάντων. Δεν έχει νόημα πια. Είμαι ήδη νεκρός. ΗΛΙΘΙΕ!»

Η κουβέντα παίρνει άλλη τροπή και η Μαίρη ανυπομονεί να μάθει.

«Με συγχωρείται. αλλά τι θα γίνει; Θα μου απαντήσει κάποιος ή όχι;».

Αυτός που το κάνει είναι ο Αλέξανδρος.

«Συνήθως εγώ, ζαχαρένια, εκτός από τις φορές που το αγόρι μου έχει αρχηγικές τάσεις»

«Ω! Ευχαριστώ, Αλέκο»

Αυτή πέφτει πίσω και κλείνει τα μάτια της. Λίγο αργότερα, ένας αναστεναγμός δραπετεύει από το στόμα της.

«Τι ακριβώς κάνεις εκεί, Μπισκότο;»

«Φαντασιώνομαι με εσάς τους δύο»

Ο Τζάκος πνίγεται με το μπέρμπον του πριν ξεσπάσει στα γέλια όπως όλοι οι άλλοι.

«Το ήξερα, γαμώτο! Το ήξερα ότι ήταν σωστό που επέλεξα αυτή τη γυναίκα!»

«Βασικά, ήλπιζα ότι είναι διαφορετική, αλλά ποιον κοροϊδεύω; Εσείς οι δύο είστε η επιτομή του 'κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι'»

«Ένα ταίριασμα φτιαγμένο στον παράδεισο, Οδυσσέα μου!»

«Είσαι ένα διεστραμμένο μπισκότο!»

Γελάνε όλοι πολύ, μέχρι δακρύων, αλλά όπως σας είπα, ο Τζάκος και ο Οδυσσέας μπορούν να αλλάξουν την κουβέντα σε χρόνο ρεκόρ.

«Λοιπόν, το γέλιο είναι όμορφο, αλλά έχουμε ένα πρόβλημα να λύσουμε»

«Σωστά. Πες μας, μωρό μου, σκέφτηκες τίποτα;»

Ο Αλέξανδρος αδειάζει το ποτήρι του με μία γουλιά.

«Κάτι σκέφτηκα»

ΤΕΛΟΣ ... αλλά μόνο για λίγο!

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΣΕΙΡΑΣ «Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ»


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro