
Αμφιβολίες
~ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ ~ ΠΡΩΙ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ~
~ ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ ΤΗΣ SUN CORPORATION ~ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ~
Ο Αλέξανδρος κάθεται στο γραφείο του και πίνει το δεύτερο φλιτζάνι καφέ. Αυτός είναι χαμένος μέσα σε μια καταιγίδα ενθουσιασμού γιατί σήμερα είναι η μεγάλη μέρα. Το πρώτο του ραντεβού με τον Οδυσσέα. Εκτός από ενθουσιασμό όμως, αυτός είναι γεμάτος από αμφιβολίες και όταν συμβαίνει αυτό, ο μόνος που μπορεί να τον ανακουφίσει είναι ο Τζάκος, ο οποίος όμως είναι εξαφανισμένος από χθες το απόγευμα. Αυτός βγήκε με μια καινούργια γκόμενα και, παρόλο που είπε ότι θα γυρνούσε νωρίς, αυτός δεν επέστρεψε ποτέ.
Αφού αδειάζει πρώτα το φλιτζάνι του, ο Αλέξανδρος σηκώνει το τηλέφωνο και καλεί, για τέταρτη φορά, την Κλαίρη, τη γραμματέα του Τζάκου.
«Sun Corporation. Γραφείο προέδρου. Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»
«Κλαίρη, εγώ είμαι πάλι»
«Δεν ήρθε ακόμα, κύριε Φραγκόπουλε»
«Πού στο διάολο είναι;»
«Δεν γνωρίζω, κύριε»
«Γαμώτο! Άκου, Κλαίρη, όταν εμφανιστεί, κάλεσε με αμέσως. Και όταν λέω αμέσως, εννοώ το επόμενο δευτερόλεπτο που αυτός θα πατήσει το πόδι του στο γραφείο»
«Μείνετε ήσυχος, κύριε. Θα το κάνω»
«Εύκολο να το λες. Τέλος πάντων! Σ' ευχαριστώ, Κλαίρη»
Ο Αλέξανδρος κλείνει το τηλέφωνο κοπανώντας το ακουστικό.
«Πού είσαι, ρε Τζάκο; Σε χρειάζομαι, διάολε!»
Λίγη ώρα αργότερα, ο Αλέξανδρος τρέχει στο γραφείο του Τζάκου, μετά το τηλεφώνημα της Κλαίρης που τον ενημέρωσε για την άφιξή του. Μόλις ανοίγει την πόρτα βρίσκει την Κλαίρη, αλλά όχι τον Τζάκο. Αυτή κρατάει ένα δίσκο με καφέ, κρουασάν σοκολάτας, νερό και παυσίπονα.
«Πού είναι;»
«Στο μπάνιο»
Ο Αλέξανδρος εισβάλει στο μπάνιο και βρίσκει τον Τζάκο στο ντους με τα χέρια στον τοίχο, το κεφάλι σκυμμένο μπροστά και το καυτό νερό να πέφτει με δύναμη στην πλάτη του.
«Σοβαρά, ρε Τζάκο; Πού στο διάολο ήσουν όλη νύχτα;»
Ο Τζάκος, χωρίς να ανοίξει τα μάτια του, κλείνει τ' αφτιά του με τα χέρια του.
«Ιησούς Χριστός! Μην φωνάζεις έτσι! Πονάνε τ' αφτιά μου και νιώθω δεκάδες σφυριά να βαράνε μέσα στο κεφάλι μου!»
Ο Αλέξανδρος βγαίνει από το μπάνιο, γυρίζοντας τα μάτια του αγανακτισμένος. Αυτός πηγαίνει στο παράθυρο και κοιτάζει έξω. Λίγα λεπτά αργότερα, ο Τζάκος, φρεσκοπλυμένος και μοσχομυριστός, κάθεται στο γραφείο του και ετοιμάζεσαι να πιει από τον καφέ που του σερβίρει η Κλαίρη.
«Εντάξει, αδερφούλη. Θα πιώ μια γουλιά καφέ και μετά θα είμαι όλος δικός σου»
Ο Αλέξανδρος, χωρίς να γυρίσει, απαντάει με σαρκαστική φωνή.
«Πάρε το χρόνο σου, Εξοχότατε. Δεν είναι ότι έχω κάπου να πάω»
«Έχεις γίνει πολύ σαρκαστικός τώρα τελευταία, το ξέρεις, έτσι;»
«Τζάκο, μη με προκαλείς σήμερα!»
Η Κλαίρη γεμίζει μέχρι τη μέση ένα ποτήρι με νερό και ρίχνει μέσα δύο αναβράζοντα δισκία παρακεταμόλης, μουρμουρίζοντας μέσα απ' τα δόντια της, κάτι που εκνευρίζει τον Τζάκο.
«Εντάξει τώρα, εσύ γιατί μουρμουρίζεις; Τι έπαθες;»
«Εγώ; Τίποτα, κύριε. Εγώ είμαι απλώς η γραμματέας που είναι πάντα εδώ και περιμένει το αφεντικό της»
«Για αυτό πληρώνεσαι, Κλαίρη»
«Ναι, αλλά ...»
«Δεν έχει αλλά. Σταμάτα να μιλάς και φύγε!»
«Πρέπει να καθαρίσω το μπάνιο»
«Δεν είναι δική σου δουλειά. Φώναξε μια καθαρίστρια. Εσύ απλά φρόντισε μόνο τα ρούχα μου»
«Αμέσως, κύριε»
Όταν η Κλαίρη φεύγει από το γραφείο, ο Αλέξανδρος πλησιάζει τον Τζάκο και τον χτυπάει φιλικά στην πλάτη.
«Αυτό ήταν πολύ ευγενικό από μέρους σου»
«Για ποιο πράγμα μιλάς;»
«Για το κόκαλο που πέταξες στο σκυλάκι σου»
«Ποιο κόκαλο, ρε; Ποιο σκυλάκι;»
«Εσύ απλά φρόντισε μόνο τα ρούχα μου ... Με άλλα λόγια, εσύ δεν μπορείς να με αγγίξεις, αλλά μπορείς να αγγίζεις το σώβρακο μου. Μπράβο σου, Τζάκο. Πραγματικά είσαι το κάτι άλλο!»
«Ουάου! Εσύ χρειάζεσαι επειγόντος ξεκούραση. Πάλι καλά που σήμερα είναι Παρασκευή και θα ...»
Ο Τζάκος σταματάει απότομα καθώς συνειδητοποιεί από πού προέρχονται όλα αυτά τα νεύρα και ο εκνευρισμός του Αλέξανδρου.
«Μα, φυσικά! Τι βλάκας που είμαι; Σήμερα είναι Παρασκευή. Η μεγάλη μέρα!»
«Σοβαρά τώρα, τολμάς και με κοροϊδεύεις;»
Το πρόσωπο του Τζάκου σοβαρεύει αμέσως. Αυτός σηκώνεται όρθιος και βάζει το χέρι του στον ώμο του Αλέξανδρου.
«Το ξέρεις πολύ καλά ότι δεν θα το έκανα ποτέ αυτό. Αυτό το ραντεβού είναι το ίδιο σημαντικό για μένα όσο είναι και για σένα»
«Το λες αλήθεια αυτό;»
«Σου έχω πει ποτέ ψέματα;»
«Όχι. Τουλάχιστον έτσι νομίζω»
«Ποτέ, Αλέκο και ούτε θα το κάνω»
«Τι ίδιο ισχύει και για μένα»
«Ωραία λοιπόν. Αφού το ξεκαθαρίσαμε αυτό, ας αφήσουμε τις κοριτσίστικες κουβέντες και ας μιλήσουμε σαν άντρες. Περίπου δηλαδή»
«Πολύ αστείο, μαλάκα!»
«Ήταν. Παραδέξου το!»
«Εντάξει. Ήταν λίγο»
«Τέλεια. Και τώρα μίλα μου. Τι σε προβληματίζει;»
«Η απειρία μου. Δεν έχω βγει ποτέ ξανά ραντεβού και δεν ξέρω τι να κάνω»
«Και τι; Θέλεις συμβουλές από μένα;»
«Από ποιον άλλον; Εσύ είσαι ο ειδικός»
«Δυστυχώς, αδερφέ μου, όλα τα ραντεβού μου μέχρι σήμερα ξεκίνησαν και τελείωσαν πάνω σε ένα κρεβάτι. Εγώ δεν έχω ιδέα τι συμβαίνει πριν από αυτό»
«Αυτό που μου αρέσει σε σένα είναι το πόσο πολύ εκτιμάς τις γυναίκες»
«Ποιος σου είπε ότι δεν τις εκτιμώ; Το κάνω και με το παραπάνω, αλλά περισσότερο απ' όλα, εγώ εκτιμώ αυτό το εκπληκτικό πράγμα που αυτές έχουν ανάμεσα στα πόδια τους»
«Γιατί ασχολούμαι ακόμα μαζί σου;»
«Γιατί είμαι αξιολάτρευτος»
«Και ηλίθιος»
«Ναι, αλλά μ' αγαπάς»
«Ναι, επειδή είμαι μαζοχιστής. Τέλος πάντων! Θα μου πεις ή όχι;»
«Σου είπα ότι δεν ξέρω»
«Πες μου τι θα έκανες αν ήσουν στη θέση μου»
«Θα τον πήγαινα κατευθείαν στο κρεβάτι. Χωρίς κουβεντούλα»
Ο Αλέξανδρος γυρίζει τα μάτια του και ο Τζάκος χαμογελάει.
«Όμως εγώ δεν είμαι εσύ»
«Προφανώς»
«Πες μου κάτι. Τι ακριβώς σημαίνει ο Οδυσσέας για σένα;»
«Τι εννοείς;»
«Αυτός είναι ένα τυχαίο πήδημα ή κάτι πιο σημαντικό;»
«Σίγουρα κάτι πιο σημαντικό»
«Νομίζεις ότι είναι ο ένας;»
«Θέλω να είναι»
Ο Τζάκος πλησιάζει το παράθυρο και το βλέμμα του χάνεται στον ορίζοντα του Αττικού ουρανού.
«Πραγματικά σε ζηλεύω, ξέρεις»
«Εσύ; Ζηλεύεις εμένα; Γιατί;»
«Επειδή βρήκες το άλλο σου μισό, ενώ εγώ ...»
«Ενώ εσύ τι;»
«Φοβάμαι ότι δεν θα τη βρω ποτέ»
«Να μην φοβάσαι. Έχω ένα προαίσθημα ότι αυτή έρχεται!»
«Το εύχομαι, αδερφέ, γιατί εγώ πραγματικά κουράστηκα να κοιμάμαι μόνος»
«Θα γίνει, όμως μέχρι τότε, μπορείς τουλάχιστον να μου προτείνεις πού να τον πάω για φαγητό;»
«Αυτό μπορώ να το κάνω. Εγώ ξέρω το τέλειο μέρος!»
~ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΩΡΑ ~ ΣΤΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ~
Ο Οδυσσέας τρέχει και δεν φτάνει. Από τη στιγμή που ξύπνησε το πρωί τρέχει συνεχώς να καθαρίσει και να συμμαζέψει το σπίτι του. Η Ζαφειρία, που κοιμήθηκε εκεί χθες βράδυ, προσπαθεί να τον ηρεμήσει, αλλά δεν τα καταφέρνει.
«Έλεος, ρε Οδυσσέα! Πόσες φορές θα σφουγγαρίσεις το ρημάδι το πάτωμα;»
«Πλάκα μου κάνεις; Κοίτα πόσο βρώμικο είναι!»
«Είναι τόσο καθαρό που θα μπορούσα να φάω επάνω του»
«Εσύ είσαι τυφλή. Δεν εξηγείτε αλλιώς»
«Η όραση μου είναι άψογη. Τα νεύρα σου, από τη άλλη, δεν είναι και στην καλύτερη κατάσταση. Έλα εδώ»
Ο Οδυσσέας παρατάει την σφουγγαρίστρα και κάθεται δίπλα στην Ζαφειρία, η οποία τον αγκαλιάζει τρυφερά.
«Μωρό μου, πρέπει να ηρεμήσεις»
«Νομίζεις ότι υπερβάλλω;»
«Όχι, καρδιά μου. Εσύ είσαι απλά ερωτευμένος για πρώτη φορά»
«Τι λες; Σιγά μην είμαι ερωτευμένος»
«Είσαι, ψυχούλα μου»
«Όχι, δεν είμαι»
Η Ζαφειρία κοιτάζει τον Οδυσσέα σηκώνοντας το τέλεια σχηματισμένο φρύδι της.
«Εντάξει, είμαι»
«Μπράβο τ' αγόρι μου! Η αποδοχή είναι το πρώτο βήμα»
Ο Οδυσσέας σφίγγεται επάνω της.
«Τι θα κάνω, Ζαφειρία;»
«Σχετικά με τι;»
«Με τον Αλέξανδρο. Αν αυτός είναι σαν όλους τους άλλους και θέλει απλώς ένα πήδημα;»
«Αχ, μωρό μου! Δεν είναι αυτό το θέμα. Το μεγάλο ερώτημα είναι τι θα κάνεις αν αυτός είναι διαφορετικός απ' όλους τους άλλους και θέλει κάτι πιο σοβαρό. Είσαι διατεθειμένος να δεσμευτείς και να περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου μαζί του; Είσαι έτοιμος για κάτι τέτοιο;»
«Νομίζω πως είμαι»
«Ω, γλυκέ μου .... Είμαι τόσο χαρούμενη για σένα»
«Και εγώ ακόμα περισσότερο»
«Εντάξει τότε. Αφού το λύσαμε κι αυτό, σήκω πάνω και βγάλε τα ρούχα σου. Εμείς πρέπει να βρούμε την τέλεια πόζα γι' απόψε»
«Θέλεις κάτι απλό ή...;
«Ή!»
«Βάλε μουσική»
«Γι' αυτό μου αρέσεις, γαμώτο! Εσύ είσαι πάντα έτοιμος για όλα!»
«Αυτή είναι η γοητεία μου»
«Ας αρχίσει να βρέχει άντρες λοιπόν!»
«Αλληλούια!»
~ ΑΡΓΑ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ~ ΠΕΝΤΕ ΛΕΠΤΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΟΚΤΩ ~
~ ΑΚΟΜΑ ΣΤΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ~
Ο Οδυσσέας, που κυριολεκτικά έπρεπε να πετάξει τη Ζαφειρία έξω με τις κλωτσιές, είναι πανέτοιμος. Αυτός διάλεξε ένα μαύρο στενό υφασμάτινο παντελόνι και ένα σκούρο ροζ πουκάμισο που του πηγαίνει αφάνταστα. Αυτός συνδύασε το σύνολο με ένα ζευγάρι μαύρα δερμάτινα δετά παπούτσια. Επίσης, αυτός έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο άρωμα του και γι' αυτό επέλεξε το DR Harris Eau de Cologne με άρωμα Σανταλόξυλο, την αγαπημένη μυρωδιά του Αλέξανδρου.
Το ρολόι στον τοίχο χτυπάει οχτώ και την ίδια στιγμή χτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας. Αυτός τρέχει στο θυροτηλέφωνο και, αφού ενημερώνει τον επισκέπτη του για τον όροφο που βρίσκεται το διαμέρισμα του, πατάει το κουμπί. Τέσσερα λεπτά μετά, τόσο κάνει να ανέβει το ασανσέρ στον τέταρτο όροφο, το κουδούνι της πόρτας χτυπάει και ο Οδυσσέας τρέχει ν' ανοίξει με την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή και το στομάχι του γεμάτο πεταλούδες. Στο κατώφλι στέκεται ο Αλέξανδρος, ντυμένος στα μαύρα, με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη και ένα κουτί στο χέρι.
«Καλησπέρα»
Ο Οδυσσέας παίρνει μία βαθιά ανάσα και αναστενάζει όταν συνειδητοποιεί ότι ο Αλέξανδρος αποφάσισε να φορέσει απόψε την αγαπημένη του κολόνια, την Fahrenheit του Dior. Η αρρενωπή μυρωδιά με δροσερές νότες μανταρινιού Σικελίας και δέρματος σε μια απαράμιλλη βιολετί συμφωνία αναστατώνει τις αισθήσεις του Οδυσσέα που μετά βίας καταφέρνει να αρθρώσει μία λέξη.
«Γεια!»
Για άλλη μια φορά αυτοί χάνονται ο ένας στα μάτια του άλλου, όπως όταν πρωτογνωρίστηκαν. Και όπως τότε, ο Αλέξανδρος κάνει την πρώτη κίνηση, γιατί ο Οδυσσέας, κάτι η κολόνια, κάτι τα σκούρα πράσινα μάτια του Αλέξανδρου, φαίνεται να έχει βγει εντελώς από τα νερά του.
«Θα με καλέσεις μέσα ή θα με αφήσεις να περιμένω στο κατώφλι;»
Ο Οδυσσέας ξυπνάει από την έκστασή του και παραμερίζει.
«Φυσικά! Είμαι τόσο ηλίθιος, έτσι δεν είναι; Πέρασε μέσα!»
«Δεν είσαι ηλίθιος. Είσαι αξιαγάπητος!»
Ο Αλέξανδρος μπαίνει μέσα και σαρώνει το μικρό διαμέρισμα με τα μάτια του. Φυσικά, αυτός δεν έχει να δει και πολλά. Το διαμέρισμα είναι ένα μικρό στούντιο πενήντα τετραγωνικών με την κουζίνα, την κρεβατοκάμαρα και το καθιστικό όλα σε ένα δωμάτιο. Μόνο το μπάνιο βρίσκεται σε ξεχωριστό δωμάτιο.
Αυτό μπορεί να είναι μικρό, αλλά ο Οδυσσέας το έχει διακοσμήσει με τέτοιο τρόπο ώστε να εκπέμπει ζεστασιά και άνεση παρά τα λίγα τετραγωνικά του. Οι τοίχοι είναι βαμμένοι με παλ χρώματα, λιλά, σομόν και μπεζ, ενώ τα έπιπλα είναι πιο παρδαλά. Υπάρχει ένας μωβ καναπές και δύο κίτρινες πολυθρόνες. Το μόνο σκούρο χρώμα υπάρχει στο χαλί, το οποίο είναι μαύρο. Εκτός από μερικά βιβλία και ένα μπλε βάζο με φρέσκα λουλούδια στο τραπεζάκι του καφέ, δεν υπάρχει κάποιο άλλο διακοσμητικό στον χώρο. Μόνο οι τοίχοι είναι στολισμένοι με αφίσες διάσημων ταινιών και βιβλίων, όπως 'Η Λάμψη' του Στάνλεϊ Κιούμπρικ με τον Τζακ Νίκολσον, 'Η Σιωπή των Αμνών' του Τζόναθαν Ντέμι με τον Άντονι Χόπκινς, 'Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι' του Όσκαρ Ουάιλντ, 'Η Ιστορία Δύο Πόλεων' του Κάρολου Ντίκενς και "Η Θεία Κωμωδία' του Δάντη Αλιγκέρι.
«Αυτό είναι το σπίτι μου. Ξέρω ότι δεν είναι αυτό που έχεις συνηθίσει ...»
«Όχι, δεν είναι. Δόξα τω θεό!»
«Γιατί το λες αυτό;»
«Όπως σου είπα, μεγάλωσα σε μια έπαυλη. Ένα τεράστιο, πολυτελές, κρύο αρχοντικό. Το μισώ αυτό το σπίτι. Το δικό σου μπορεί να είναι μικρό, αλλά είναι χαριτωμένο. Ζεστό και αξιαγάπητο όπως εσύ»
«Χαίρομαι που σ' αρέσει»
Ο Αλέξανδρος δίνει το κουτί που κρατάει στον Οδυσσέα.
«Αυτό είναι για σένα»
«Ευχαριστώ, αλλά δεν έπρεπε. Τι είναι;»
«Άνοιξε το»
Ο Οδυσσέας ανοίγει το κουτί και ξεσπάει σε γέλια! Ο Αλέξανδρος τον κοιτάζει με μπερδεμένο βλέμμα.
«Τι είναι τόσο αστείο;»
«Αν κοιτάξεις στον πάγκο της κουζίνας θα καταλάβεις»
Ο Αλέξανδρος γυρίζει προς τα εκεί που του δείχνει ο Οδυσσέας και βλέπει ένα ίδιο κουτί.
«Πήρες και εσύ ντόνατς;»
«Εννοείται. Αυτά ήταν ο λόγος που πήγα στο μπιστρό την μέρα που σε γνώρισα»
«Γι' αυτό τα έφερα και εγώ, αλλά τι θα τα κάνουμε τόσα ντόνατς;»
«Θα τα φάμε φυσικά. Τι άλλο;»
«Θα πάθουμε ζάχαρο με τόση σοκολάτα»
«Η σοκολάτα δεν έβλαψε ποτέ κανέναν»
Αυτοί παίρνουν δύο ντόνατς και κάθονται στον καναπέ. Ο Οδυσσέας δεν μπορεί να αντισταθεί και αρχίζει να τρώει βογκώντας με ευχαρίστηση.
«Θεέ μου! Αυτό είναι τόσο καλό!»
Ο Αλέξανδρος κοιτάζει τον Οδυσσέα να γλύφει την σοκολάτα από τα χείλη του και ένας κόμπος του κάθεται στο λαιμό. Αυτός χρειάζεται έναν καλό αντιπερισπασμό και γι' αυτό ξεκινάει μια συζήτηση.
«Τι ώρα θα τελειώσουμε από την φωτογράφιση;»
«Γιατί; Έχεις να πας κάπου μετά;»
«Βασικά, ναι»
Τα όμορφα μάτια του Οδυσσέα σκοτεινιάζουν και αυτός αφήνει το μισοφαγωμένο ντόνατς στο τραπεζάκι. Η όρεξή του χάνεται, αλλά μόνο μέχρι ο Αλέξανδρος να εξηγήσει τι ακριβώς εννοεί.
«Έχω κάνει κράτηση για δύο στις έντεκα στα Δελφίνια στην Γλυφάδα»
«Για δύο; Εννοείς για μένα και για σένα;»
«Πρέπει να απαντήσω σε αυτή την ηλίθια ερώτηση;»
Ο Οδυσσέας, χαμογελώντας, παίρνει ξανά το ντόνατς και συνεχίζει να τρώει.
«Όχι. Ξέχνα το! Όμως πώς κατάφερες να βρεις τραπέζι εκεί; Προσπαθώ εδώ και μήνες, αλλά η λίστα αναμονής είναι μεγάλη»
«Πρέπει να ευχαριστήσεις τον αδερφό μου για αυτό»
«Τον Τζάκο; Αυτός το κανόνισε; Πώς;»
«Με ένα απλό τηλεφώνημα. Όταν τον γνωρίσεις, θα καταλάβεις. Κανείς δεν λέει όχι στον Τζανέτο Ηλιόπουλο»
Στο άκουσμα του πλήρους ονόματος του Τζάκου, ο Οδυσσέας πνίγεται με το ντόνατς του. Ο Αλέξανδρος τον χτυπάει στην πλάτη κάπως τρομαγμένος.
«Για όνομα του Θεού, Οδυσσέα! Τι έπαθες; Πιες λίγο νερό»
«Περίμενε! Περίμενε! Ο αδερφός σου είναι ο Τζανέτος Ηλιόπουλος της Sun Corporation, της εταιρίας που δουλεύεις;»
«Ναι, είναι ο ιδιοκτήτης της εταιρείας. Γιατί;»
«Ρωτάς;»
«Ναι, ρωτάω γιατί δεν καταλαβαίνω γιατί φρικάρεις έτσι»
«Άκου, Αλέξανδρε ... Καλύτερα να ακυρώσουμε το ραντεβού μας»
«Τι; Γιατί;»
«Πραγματικά δεν καταλαβαίνεις;»
«Όχι, Οδυσσέα, δεν καταλαβαίνω και έχω αρχίσει να εκνευρίζομαι. Εξήγησε μου»
Ο Οδυσσέας σηκώνεται απ' τον καναπέ και αρχίζει να βηματίζει πάνω κάτω.
«Τι ξέρει ο Τζάκος για μένα;»
«Τα πάντα»
«Και τι; Με δέχεται έτσι απλά;»
«Πλάκα μου κάνεις; Αυτός πεθαίνει να σε γνωρίσει. Έδωσα μάχη για να τον πείσω να μην έρθει μαζί μου απόψε»
«Και τι γίνεται με την υπόλοιπη οικογένειά σου;»
«Τι σχέση έχει η οικογένειά μου με εμάς;»
«Τι θα συμβεί όταν μάθουν ότι είσαι με κάποιον σαν εμένα;»
«Τι εννοείς με κάποιον σαν εσένα; Τι είσαι εσύ;»
«Είμαι ασήμαντος, Αλέξανδρε. Δεν έχω τίποτα. Ούτε όνομα, ούτε περιουσιακά στοιχεία, ούτε οικογένεια και βγάζω λεφτά πουλώντας το πρόσωπο και το σώμα μου. Είμαι ένα τίποτα! Αυτό εννοώ»
Ο Αλέξανδρος σηκώνεται όρθιος και βαδίζει προς τον Οδυσσέα, ο οποίος έχει το κεφάλι του χαμηλωμένο.
«Κοίταξε με!»
Ο Οδυσσέας του γυρίζει την πλάτη.
«Αλέξανδρε, σε παρακαλώ! Σε ικετεύω! Αυτό δεν πρόκειται ποτέ να λειτουργήσει. Καλύτερα να το τελειώσουμε τώρα. Θα πονέσει πολύ περισσότερο αργότερα. Φύγε, σε παρακαλώ»
Ο Αλέξανδρος βάζει το χέρι του στον ώμο του Οδυσσέα.
«Δεν πάω πουθενά αν δεν με κοιτάξεις πρώτα»
Αναστενάζοντας, ο Οδυσσέας γυρίζει και τον κοιτάζει. Για άλλη μια φορά βυθίζεται στο βαθύ πράσινο χρώμα των ματιών του Αλέξανδρου, ο οποίος τυλίγει το δάχτυλο του με μία τούφα που πετάγεται από την φράντζα του Οδυσσέα.
«Δεν θα μου το κάνεις εύκολο, έτσι;»
«Αλέξανδρε ...»
Ο Αλέξανδρος κοιτάζει τον Οδυσσέα κατευθείαν στα μάτια και πλαισιώνει το μάγουλό του με το χέρι του.
«Ήθελα να το κάνω αργότερα, κάπου πιο ρομαντικά, αλλά δεν μου αφήνεις άλλη επιλογή»
«Τι κάνεις, Αλέξανδρε;»
Ο Αλέξανδρος αγγίζει τον αντίχειρά του στα χείλη του Οδυσσέα.
«Σουτ! Μην μιλάς και άσε με να σου αποδείξω ότι αυτά που λες είναι μαλακίες!»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro