
Αγαπητοί μου γονείς, έχω κάτι να σας πω ...
~ ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ ~ ΓΥΡΩ ΣΤΙΣ ΔΥΟ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ~
~ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ HILTON ~ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ EXECUTIVE KING ΣΟΥΙΤΑ ~
Ο Οδυσσέας κοιτάζει γύρω του τον πολυτελή διάδρομο ενώ ο Αλέξανδρος ετοιμάζεται να ανοίξει την πόρτα της σουίτας και η Θαλασσινή βάζει το χέρι της πάνω στο δικό του.
«Αλέκο, περίμενε!»
«Γιατί;»
«Ίσως πρέπει να χτυπήσουμε πρώτα»
«Ακριβώς. Ποιος ξέρει τι μπορεί να δούμε!»
«Ηρεμήστε! Ο Τζάκος είναι ήδη στην πισίνα»
«Πώς το ξέρεις αυτό;»
«Μου άφησε μήνυμα στην ρεσεψιόν»
«Το κάνει συχνά αυτό;»
«Ποιο;»
«Να δίνει εντολές»
«Πολύ συχνά»
«Και εσείς απλά τις εκτελείτε;»
«Τις περισσότερες φορές όχι, αλλά αυτός συνεχίζει να το κάνει»
Ο Οδυσσέας γυρίζει τα μάτια του καθώς ο Αλέξανδρος ανοίγει την πόρτα και οι τρεις τους μπαίνουν μέσα. Όλος περιέργως, αυτοί βρίσκουν το σαλόνι της σουίτας ανάκατο μεν, αλλά άδειο.
«Γιου Χου! Ζαφειρία! Εμείς είμαστε! Βάλε βρακί και βγες έξω!»
«Οδυσσέα, τι λες;»
«Όπως έχω πει πολλές φορές στο παρελθόν, αξιολάτρευτος!»
Η Ζαφειρία εμφανίζεται ντυμένη αξιοπρεπώς, σχεδόν δηλαδή. Αυτή φοράει ένα από τα πουκάμισα του Τζάκου και έχει ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη. Εκτός όμως απ' όλα αυτά, αυτή έχει κάνει και μία αξιοσημείωτη αλλαγή στο χρώμα των μαλλιών της και από ροζ τα έβαψε σκούρα καστανά.
«Ω, Καυτό Αγόρι! Είσαι πολύ τυχερός που πέρασα μια φανταστική βραδιά και έχω εξαιρετική διάθεση, αλλιώς θα σου απαντούσα κατάλληλα! Καλησπέρα και στους υπόλοιπους!»
«Καλησπέρα, Τρέλα μου! Ωραία αλλαγή!»
«Σ 'αρέσει και σένα; Και στον Τζάκο άρεσε πολύ»
«Είσαι κούκλα»
«Εσένα, Θαλασσινή; Σου αρέσουν;»
«Πολύ! Είσαι πολύ πιο όμορφη»
«Ευχαριστώ, παιδιά»
Ο Οδυσσέας σταυρώνει τα χέρια του μπροστά στο στήθος του και κοιτάζει την φίλη του με καχυποψία.
«Εμένα δεν θα με ρωτήσεις;»
«Όχι»
«Γιατί; Φοβάσαι την απάντησή μου;»
«Ότι πεις!»
«Γιατί το έκανες αυτό, Ζαφειρία; Γιατί άλλαξες τα μαλλιά σου;»
«Έλα, ρε μωρό μου. Ασ' την ήσυχη»
«Σε παρακαλώ, Αλέκο. Εσύ δεν ξέρεις»
«Τι θες από μένα, ρε Οδυσσέα;»
«Θέλω να σε προστατέψω, ηλίθια»
«Από τι;»
«Από το να ραγίσει η καρδιά σου»
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς»
«Μην παίζεις την χαζή μαζί μου. Σε ξέρω. Εσύ αλλάζεις τα μαλλιά σου μόνο σε μία περίπτωση»
«Σε ποια περίπτωση, ιδιοφυΐα μου;»
«Όταν ερωτεύεσαι»
Όταν ο Αλέξανδρος και η Θαλασσινή ακούνε αυτή την τελευταία φράση αναστατώνονται.
«Ω, όχι! Όχι, Ζαφειρία!»
«Για όνομα του Θεού, Ζαφειρία!»
Ο Οδυσσέας, δικαιωμένος, νεύει καταφατικά προς τα δύο αδέρφια.
«Βλέπεις τι σου λέω;»
«Τι είναι όλα αυτά τώρα; Γιατί μου επιτίθεστε έτσι;»
«Κανείς δεν σου επιτίθεται, Ζαφειρία. Εμείς θέλουμε μονάχα να σε προστατέψουμε. Αν ο Οδυσσέας έχει δίκιο και έχεις αρχίσει να ερωτεύεσαι τον Τζάκο, πρέπει να σταματήσεις όσο είναι νωρίς, για το καλό σου»
«Ναι, Ζαφειρία. Πάρε ό,τι σου προσφέρει, για όσο καιρό διαρκεί αυτό και μετά τέλος. Μην αφήσεις τον εαυτό σου να τον ερωτευτεί. Εμείς έχουμε δει πολλές φορές το ίδιο έργο και ξέρουμε πώς τελειώνει»
«Και το γαμώτο είναι ότι δεν μπορούμε να τον κατηγορήσουμε γι' αυτό. Αυτός ήταν ειλικρινής μαζί σου από την αρχή. Χωρίς συναισθήματα, μόνο σεξ»
Η Ζαφειρία κοιτάζει και τους τρεις λιγάκι απογοητευμένη, αλλά καθόλου λυπημένη.
«Δεν έχω καμία ελπίδα, ε; Γαμώτο!»
«Ορίστε;»
«Είναι απλό, Καυτό Αγόρι. Σας ευχαριστώ και τους τρεις που προσπαθείτε να με προστατεύσετε, αλλά πραγματικά δεν χρειάζεται. Εγώ ξέρω ακριβώς πού βρίσκομαι και πού θα καταλήξω»
«Τι εννοείς;»
«Όλοι εσείς πιστεύετε ότι ο Τζάκος είναι απερίσκεπτος, επιπόλαιος, άκαρδος και αδιάφορος για το πως αισθάνονται οι άλλοι, αλλά κάνετε λάθος. Αυτός είναι αξιοπρεπής και απόλυτα ειλικρινής. Ξέρει ακριβώς τι θέλει, και το πιο σημαντικό, είναι ξεκάθαρος από την αρχή για το τι μπορεί να δώσει. Σταματήστε λοιπόν, να προσπαθείτε να με σώσετε και βάλτε τα μαγιό σας. Μας περιμένει μια θερμαινόμενη πισίνα. Άντε, κουνηθείτε ντε!»
Οι δύο άντρες και η Θαλασσινή κοιτάζουν ο ένας τον άλλον και μετά κοιτάζουν τη Ζαφειρία.
«Γιατί με κοιτάτε έτσι;»
«Πραγματικά δεν το περίμενα»
«Τι περίμενες δηλαδή; Να σέρνομαι πίσω του ζητιανεύοντας λίγη αγάπη; Έλα τώρα! Πότε το έχω κάνει αυτό; Όχι ότι ο Τζάκος δεν αξίζει τον κόπο, αλλά καταλαβαίνεις!»
«Αυτός ο άντρας δεν θα σταματήσει ποτέ να με εκπλήσσει»
«Αυτός είναι ο Τζάκος, μωρό μου»
«Θα πρέπει να το συνηθίσεις»
«Και επίσης εσύ πρέπει να βγάλεις τα ρούχα σου τώρα!»
«Γιατί βιάζεσαι τόσο πολύ;»
«Γιατί δεν θέλω να αφήσω τον καλύτερο εραστή που είχα ποτέ να περιμένει άλλο»
«Για όνομα του Θεού!»
Αυτοί ξεσπούν σε γέλια πριν χωθεί ο καθένας σε ένα δωμάτιο για να αλλάξει και να φορέσει το μαγιό του. Δέκα λεπτά αργότερα, ο Αλέξανδρος και ο Οδυσσέας, με τα μαγιό βερμούδες τους, η Θαλασσινή με το χρυσαφί ολόσωμο και η Ζαφειρία με το βιολετί μπικίνι της, μπαίνουν στο γυάλινο δωμάτιο με την θερμαινόμενη πισίνα και βρίσκουν τον Τζάκο να επιπλέει ανέμελος στο νερό χωρίς καμία έννοια στο μυαλό του. Αυτός φοράει ένα εμπριμέ μαγιό σλιπάκι που δεν αφήνει και πολλά στην φαντασία των γυναικών γύρω του, οι οποίες δεν μπορούν να πάρουν τα μάτια τους από πάνω του όταν αυτός αντιλαμβάνεται την άφιξη των δικών του και κολυμπάει γρήγορα προς το χείλος της πισίνας.
«Γιατί αργήσατε τόσο πολύ; Κοντεύω να πεθάνω από την πλήξη»
Ο Οδυσσέας πλησιάζει στην άκρη της πισίνας και μιλάει χαμηλόφωνα, ώστε οι άνθρωποι γύρω του να μην μπορούν να τον ακούσουν.
«Δεν ξέραμε να βάλουμε νέφτι στον κώλο μας για να τρέξουμε πιο γρήγορα»
Ο Τζάκος, κολυμπώντας γρήγορα προς τη σκάλα, βγαίνει από το νερό και τρέχει στον Οδυσσέα. Με το κορμί του κυριολεκτικά να στάζει, περνάει το χέρι του γύρω από το λαιμό του Οδυσσέα και σκύβει για να του ψιθυρίσει στο αυτί.
«Νέφτι στον κώλο, ε; Εγώ νόμιζα ότι θα έβαζες κάτι άλλο εκεί μέσα. Κάτι σαν το καβλί του αδερφού μου για παράδειγμα»
Ο Οδυσσέας σπρώχνει τον Τζάκο ενώ τα μάγουλά του γίνονται κόκκινα σε μια στιγμή.
«Κλείσε το βρομόστομα σου, Διεστραμμένε Σάτυρε!»
«Κι εγώ σ' αγαπάω, Αγαπούλη μου!»
Με ένα απαλό χαστουκάκι στο μάγουλο του Οδυσσέα, ο Τζάκος πλησιάζει τον Αλέξανδρο.
«Τι είπες στον Οδυσσέα και τον έκανες να κοκκινίσει;»
«Δεν θες να ξέρεις!»
Αυτός αγκαλιάζει την Θαλασσινή.
«Τι έγινε, μικρή αδερφή; Πώς κοιμήθηκες;»
«Πολύ καλά. Εσύ;»
«Όχι πολύ. Σωστά, γυναίκα;»
«Ναι!»
Μετά από την απάντηση της Ζαφειρίας, ο Τζάκος την πλησιάζει και μπλέκει το δάχτυλο του με την μία ράντα του σουτιέν της.
«Ωραίο μαγιό, γυναίκα. Μου αρέσει το βιολετί»
«Γι' αυτό το διάλεξα»
«Από πότε σου αρέσει το βιολετί;»
«Από πάντα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά κάτι μου λέει ότι αυτό το χρώμα θα παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στο μέλλον μου»
«Εκτός από καλός εραστής, είσαι και μέντιουμ, ε;»
«Ποιος σου είπε ότι είμαι καλός εραστής, Αγαπούλη μου;»
«Ένα μικρό πουλάκι»
«Όχι το δικό μου πάντως. Το δικό μου είναι τεράστιο»
«Όλοι μπορούμε να το δούμε αυτό. Ωραίο μαγιό, Διεστραμμένε»
«Ευχαριστώ, Αγαπούλη μου. Το έβαλα μόνο για σένα»
«Με υποχρέωσες, Σάτυρε»
Ο Αλέξανδρος μπαίνει στην μέση.
«Εντάξει, φτάνει τώρα! Σταματήστε και οι δύο»
«Με προκαλεί, Αλέκο μου»
«Και μένα με ερεθίζει, Αλέκο του»
«Σιωπή! Εσύ, μωρό μου, πάρε τα κορίτσια και πέσε στην πισίνα. Εγώ πρέπει να μιλήσω με τον Τζάκο»
«Και σε εμποδίζω εγώ;»
«Εσύ κι αυτός είστε κακός συνδυασμός»
«Τέλος πάντων! Ελάτε, κορίτσια μου, πάμε να βραχούμε»
«Τα βλέπεις, Αλέκο; Πώς μπορώ να αγνοήσω κάτι τέτοιο;»
«Τζάκο, σταμάτα!»
Καθώς ο Οδυσσέας και τα κορίτσια πηδάνε στο νερό, ο Αλέξανδρος και ο Τζάκος πηγαίνουν στο μπαρ της πισίνας, παραγγέλνουν δύο καφέδες και κάθονται στα σκαμπό.
«Λοιπόν, αδερφέ; Είμαι όλος αυτιά»
«Σήμερα, στις έξι, εσύ και εγώ, θα πάμε στην έπαυλη για να μιλήσουμε στους γονείς μας για τον σεξουαλικό μου προσανατολισμό. Έχω ενημερώσει ήδη τον πατέρα και μας περιμένουν»
Ο Τζάκος πνίγεται με τον καφέ του και αρχίζει να βήχει.
«Ιησούς Χριστός, αδερφέ! Θα με πνίξεις! Τι βόμβα ήταν αυτή που πέταξες;»
Ο Αλέξανδρος χτυπάει τον αδερφό του στην πλάτη.
«Μην ανησυχείς. Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει»
«Πολύ αστείο, μαλάκα!»
«Πες μου τώρα, ρε. Είσαι μέσα;»
«Φυσικά, είμαι μέσα, αλλά προς τι η βιασύνη; Όταν μου το είπες χθες, νόμιζα ότι θα το έκανες κάποια στιγμή στο μέλλον, όχι σήμερα. Όλο αυτόν τον καιρό εσύ το απέφευγες σαν την πανούκλα. Φοβόσουν αυτή ακριβώς την κουβέντα! Τι συνέβη και σ' έκανε να αποφασίσεις να το κάνεις τώρα;»
Ο Αλέξανδρος γυρίζει το κεφάλι του και κοιτάζει τον Οδυσσέα που κολυμπάει και παίζει με τα κορίτσια. Ο Τζάκος ακολουθεί το βλέμμα του αδελφού του και χαμογελάει.
«Τόσο πολύ, ε;»
«Δεν μπορείς να φανταστείς! Εμείς δεν είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε ...»
«Δεν χρειάζεται. Εγώ το βλέπω στο πρόσωπό σου»
«Είναι ακριβώς αυτό που έψαχνα, Τζάκο»
«Ναι, είναι όντως αξιολάτρευτος»
«Ξέρεις κάτι; Εγώ σκέφτομαι να του ζητήσω να μείνουμε μαζί»
«Ουάου! Αυτό είναι μεγάλο βήμα, αδερφέ»
«Πιστεύεις ότι είναι πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο;»
«Όχι. Όχι. Δεν είναι νωρίς. Το ίδιο θα κάνω και εγώ όταν βρω τον άγγελό μου, αλλά είσαι σίγουρος;»
«Ποτέ δεν ήμουν πιο σίγουρος. Αυτός είναι, Τζάκο. Ο άντρας με τον οποίο θέλω να περάσω τη ζωή μου»
«Αν είναι έτσι, προχώρα και μην φοβάσαι τίποτα. Θα είμαι δίπλα σου ότι κι αν συμβεί. Μόνο που ...»
«Μόνο που τι;»
«Θέλω να μ' αφήνεις να παίζω μαζί του»
«Νομίζεις ότι μπορείς να τον διαχειριστείς;»
«Ναι, νομίζω ότι μπορώ»
«Επιτρέψτε μου ν' αμφιβάλλω, αλλά έχεις την έγκριση μου»
«Τέλεια! Σήμερα στις έξι λοιπόν»
«Σήμερα στις έξι»
«Θα τους πεις και για τον Οδυσσέα;»
«Όχι ακόμα»
«Συμφωνώ μαζί σου. Ας δούμε πώς θα αντιδράσουν στα νέα και μετά βλέπουμε»
«Γιατί το λες αυτό; Φοβάσαι για κάτι;»
«Θα σου μιλήσω ανοιχτά. Δεν φοβάμαι τον Γιώργο. Αυτός θα καταλάβει. Πάντα καταλαβαίνει. Η Κλημεντίνη από την άλλη, πολύ φοβάμαι ότι θα εκραγεί»
«Ξέρεις κάτι; Δεν δίνω δεκάρα για την αντίδρασή της. Θα κάνω αυτό που θέλω. Αν συμφωνεί μαζί μου, καλώς. Αν όχι, ποιος νοιάζεται; Δεν την χρειάζομαι. Έχω εσένα, την Θαλασσινή, τον Οδυσσέα και τον πατέρα μου. Αυτοί μου φτάνουν και μου περισσεύουν!»
«Αυτό είναι, αδερφέ μου! Και εγώ μαζί σου!»
Εκείνη τη στιγμή, η Ζαφειρία βγαίνει από την πισίνα και τυλίγεται με μια πετσέτα. Αυτή κοιτάζει προς την κατεύθυνση τους και χαιρετάει τον Τζάκο, ο οποίος της χαμογελάει πριν στρέψει ξανά το βλέμμα του στον Αλέξανδρο.
«Τι θα κάνεις μαζί της;»
Ο Τζάκος σηκώνει τους ώμους αδιάφορα.
«Έχω κάνει ήδη αρκετά μαζί της»
«Δεν πέρασες καλά;»
«Όχι, δεν είναι αυτό. Ήταν πολύ όμορφα. Αυτή ήταν πολύ πρόθυμη και κυρίως πολύ ανοιχτή σε νέες εμπειρίες. Απ' όσες έχω πάει μέχρι τώρα, αυτή μπαίνει με άνεση στην πρώτη πεντάδα»
«Αλλά αυτό είναι όλο, έτσι δεν είναι; Μια νύχτα και τίποτα άλλο;»
«Μια νύχτα και τίποτα άλλο. Αυτή μου αρέσει πολύ, αλλά δεν είναι αυτό που ψάχνω»
«Ξέρεις πραγματικά τι είναι αυτό που ψάχνεις;»
«Ναι. Ψάχνω έναν άγγελο. Έναν μελαχρινό άγγελο με όμορφα, έξυπνα μάτια και αγαλματένιο σώμα που θα κάνει την καρδιά μου να χτυπήσει με την πρώτη ματιά. Μία γυναίκα που θα ερωτευτεί τον αληθινό Τζάκο και όχι τον Ηλιόπουλο, τον ιδιοκτήτη πολυεθνικής εταιρείας ή τον περιζήτητο εργένη με την καλή φήμη στο κρεβάτι ή τον Κύριο Φεβρουάριο»
«Ζητάς πολλά, αδερφέ»
«Το ξέρω και γι' αυτό είμαι διατεθειμένος να περιμένω. Μιλάμε για τη γυναίκα που θα γίνει η μητέρα των παιδιών μου. Δεν μπορώ να κάνω τη λάθος επιλογή»
«Όχι, δεν μπορείς, αλλά στο έχω ξαναπεί. Αυτή έρχεται!»
«Μακάρι, αδερφέ, γιατί ειλικρινά βαρέθηκα να ξυπνάω μόνος»
«Κάνε λίγο υπομονή ακόμα»
Αυτοί φεύγουν απ' το μπαρ και ενώνονται με τους άλλους. Ο Αλέξανδρος κάθεται δίπλα στον Οδυσσέα και ο Τζάκος ξαπλώνει ανάμεσα στα κορίτσια, με το κεφάλι του στα πόδια της Θαλασσινής, η οποία του χαϊδεύει τα μαλλιά, και τα πόδια του στην ποδιά της Ζαφειρίας, η οποία αρχίζει να του κάνει μασάζ στις γάμπες. Αυτός την ανταμείβει με ένα υπέρλαμπρο χαμόγελο που φωτίζει τα πάντα γύρω της. Εντωμεταξύ, ο Οδυσσέας αρχίζει μια μικρή ανάκριση στον Αλέξανδρο.
«Λοιπόν, όμορφε και μυστικοπαθή άντρα, έχεις την καλοσύνη να πεις και σε μας τι λέγατε τόση ώρα με τον Διεστραμμένο;»
«Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, μωρό μου»
«Απλώς ο αδερφός μου αποφάσισε να κάνουμε ΤΗΝ κουβέντα με τους γονείς μας σήμερα το απόγευμα»
Τα μάτια της Θαλασσινής και του Οδυσσέα ανοίγουν διάπλατα.
«Τι θα κάνετε; Αλέκο, λέει αλήθεια ο Τζάκος; Εσύ θα πας στην έπαυλη να μιλήσεις στη μητέρα μας; Είσαι σίγουρος;»
«Κάποια στιγμή θα γινότανε, Ομορφιά μου»
«Ναι, αλλά γιατί τώρα; Γιατί τόσο σύντομα; Εμείς φύγαμε απ' το σπίτι μόλις πριν από μια εβδομάδα»
Ο Τζάκος σπεύδει να βοηθήσει τον Αλέξανδρο.
«Υπάρχει λόγος και μάλιστα σοβαρός»
«Τι λόγος μπορεί να υπάρχει;»
«Θα μάθεις όταν έρθει η ώρα»
«Όχι! Θέλω να μάθω τώρα. Θέλω να μάθω γιατί ο αδερφός μου θα βάλει το κεφάλι του στη γκιλοτίνα»
«Θεούλη μου! Ποιος σ' έμαθε να είσαι τόσο πεισματάρα;»
«Εσύ, Τζάκο! Ο άρχοντας του πείσματος! Έμαθα από τον καλύτερο. Ξέρασε τα όλα τώρα!»
«Γιατί δεν σ' άφησα στην έπαυλη, μου λες;»
«Γιατί δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς εμένα. Τώρα κόψε τις βλακείες και μίλα μου!»
Ο Τζάκος κοιτάζει τον Αλέξανδρο και εκείνος νεύει καταφατικά.
«Πες της»
Η Θαλασσινή σκύβει μπροστά και ο Τζάκος της ψιθυρίζει στο αφτί ότι ο Αλέξανδρος θέλει να ζητήσει από τον Οδυσσέα να μείνουν μαζί. Όπως είναι φυσικό, ο Οδυσσέας έχει αναστατωθεί με όλη αυτή την μυστικοπάθεια.
«Τι ακριβώς συμβαίνει εδώ, Αλέκο μου; Κάτι μου λέει ότι έχει σχέση με μένα και δεν μ' αρέσει καθόλου»
Ο Αλέξανδρος χαμογελά απαλά και βάζει το χέρι του πάνω στο χέρι του Οδυσσέα, ο οποίος μπλέκει τα δάχτυλά τους.
«Έχεις δίκιο, Οδυσσέα μου, όπως πάντα. Αυτό έχει σχέση με σένα, αλλά, σε παρακαλώ, μην ρωτάς τίποτα αυτή τη στιγμή. Κάνε λίγο υπομονή και θα σου τα πω όλα την κατάλληλη στιγμή και στο σωστό μέρος»
«Με σκοτώνεις τώρα, το ξέρεις;»
«Το ξέρω, μωρό μου, αλλά πρέπει να μ' εμπιστευτείς. Θα το κάνεις αυτό για μένα;»
«Εντάξει, αλλά μην αργήσεις πολύ»
«Το υπόσχομαι»
Στο μεταξύ, ο Τζάκος έχει τελειώσει την εξήγησή του στην Θαλασσινή, η οποία δεν μπορεί να κρύψει τη χαρά της.
«Δεν μπορώ να το πιστέψω! Ναι! Ναι! Ναι!»
«Κλείσε το στόμα σου, Ομορφιά μου! Δεν στο είπα για να το κάνεις βούκινο»
«Ναι, Θαλασσινή. Κλείσε το στόμα σου γιατί αλλιώς θα σε κλειδώσω στο μπάνιο»
«Συγγνώμη! Θα σιωπήσω τώρα!»
«Μπράβο το κορίτσι μου!»
Λίγη ώρα μετά, ο Τζάκος σηκώνεται και κάθεται κανονικά στην ξαπλώστρα ανάμεσα στα κορίτσια.
«Τι ώρα έχει πάει, κορίτσια μου;»
Η Ζαφειρία κοιτάζει το ρολόι της.
«Πέντε παρά δέκα. Απ' ότι φαίνεται ήρθε η ώρα να πάω σπίτι»
«Κι εμείς, Τζάκο, πρέπει να ετοιμαστούμε. Έχουμε δρόμο μέχρι το Λαγονήσι»
«Ναι, και στην Κλημεντίνη δεν αρέσει να περιμένει. Συγγνώμη, γυναίκα, αλλά δεν προλαβαίνω να σε πάω σπίτι»
«Δεν πειράζει, Τζάκο. Θα πάρω ταξί»
«Θα έρθω και εγώ μαζί σου»
«Βασικά, μωρό μου, θα ήθελα εσύ να μείνεις εδώ με την Θαλασσινή»
«Α! Οκέι. Κανένα πρόβλημα»
Μισή ώρα μετά, γύρω στις πέντε και είκοσι, ο Αλέξανδρος και ο Τζάκος έχουν αφήσει τον Οδυσσέα και την Θαλασσινή στη σουίτα και βγαίνουν από το ξενοδοχείο μαζί με τη Ζαφειρία. Ο Αλέξανδρος, διακριτικός όπως πάντα, στέκεται παράμερα για να αφήσει τον αδερφό του να αποχαιρετήσει σωστά τη Ζαφειρία.
Με το χέρι του γύρω από την μέση της, αυτός την οδηγεί στο ταξί που περιμένει στον ειδικό χώρο πάρκινγκ. Της ανοίγει την πίσω πόρτα και εκείνη κρεμιέται επάνω της για να κοιτάξει λίγο ακόμα τα λαμπερά χρυσοκάστανα μάτια του.
«Αυτό ήταν λοιπόν, ε;»
«Ναι, μωρό μου»
«Γιατί όλα τα ωραία τελειώνουν τόσο γρήγορα;»
«Για να μην γίνουν άσχημα»
«Έχεις δίκιο»
«Ελπίζω να πέρασες καλά χθες βράδυ»
«Ήταν η καλύτερη νύχτα της ζωής μου»
«Είναι λίγο υπερβολικό αυτό, αλλά σ' ευχαριστώ»
«Εγώ σ' ευχαριστώ, Τζάκο, που μ' άφησες να αγγίξω τον ήλιο έστω και για τόσο λίγο, όμως καλύτερα να φύγεις τώρα γιατί αλλιώς θ' αργήσεις»
«Έχω λίγη ώρα ακόμα»
«Καλύτερα όχι. Μη μου το κάνεις πιο δύσκολο. Ήδη αναρωτιέμαι πως θα μπορέσω ν' αφήσω άλλον άντρα να μ' αγγίξει»
«Είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρεις. Όλες οι άλλες τα κατάφεραν. Καμία απ' αυτές δεν έγινε μοναχή»
«Πώς μπόρεσαν; Πώς μπορείς να φας ρυζόγαλο όταν έχεις δοκιμάσει την crème brûlée;»
Ο Τζάκος ξεσπάει σε γέλια.
«Εγώ είμαι η crème brûlée; Γαμώτο, γυναίκα! Αυτό είναι το πιο ωραίο κομπλιμέντο που έχω ακούσει ποτέ! Πραγματικά σ' ευχαριστώ! Μου έφτιαξες τη μέρα»
«Είναι απλά η αλήθεια, αλλά μην πεις τίποτα στον Οδυσσέα. Το κάθαρμα θα με κοροϊδεύει για τα επόμενα δέκα χρόνια»
«Στο υπόσχομαι! Θα είναι το μικρό μας μυστικό»
«Τώρα πρέπει πραγματικά να φύγεις. Ο ταξιτζής έχει αρχίσει να βγάζει καπνούς»
«Λίγο ακόμα»
Ο Τζάκος σκύβει λίγο και δίνει στη Ζαφειρία ένα απαλό φιλί στο στόμα.
«Θα τα ξαναπούμε»
«Το ελπίζω»
Η Ζαφειρία μπαίνει στο ταξί και ο Τζάκος πηγαίνει στον Αλέξανδρο.
«Τι λέγατε τόση ώρα;»
«Για ρυζόγαλα και crème brûlée»
«Ορίστε;»
«Τίποτα, ξέχνα το! Εμείς πρέπει να φύγουμε»
«Κάτσε να ειδοποιήσω να φέρουν το αμάξι μου»
«Είναι Κυριακή και θα έχει κίνηση. Ούτε σε δύο ώρες δεν θα φτάσουμε στο Λαγονήσι. Καλύτερα να πάμε με την μηχανή. Σε είκοσι λεπτά θα είμαστε εκεί»
«Ο Θεός να με βοηθήσει!»
«Βλαμμένε!»
Αυτοί καβαλάνε την μηχανή και, όπως είπε ο Τζάκος, είκοσι λεπτά αργότερα περνάνε την πύλη της έπαυλης. Ο Τζάκος σταματάει τη μηχανή έξω από την πόρτα και ο Αλέξανδρος πηδάει κάτω, άσπρος σαν το χιόνι. Αυτός βγάζει το κράνος του και αρχίζει να φωνάζει.
«Τρελέ μαλάκα! Πως οδηγείς έτσι; Παραλίγο να πάθω έμφραγμα τρεις φορές»
Ο Τζάκος βγάζει το κράνος του και περνάει το χέρι του μέσα απ' τα μαλλιά του.
«Μην γίνεσαι μελοδραματικός. Εγώ απλά γκάζωσα λίγο στην παραλιακή»
«Άντε γαμήσου, ρε ηλίθιε! Θα γυρίσεις μόνος σου. Εγώ θα πάρω ταξί»
«Γιατί;»
«Γιατί θέλω να ζήσω, ρε πανίβλακα!»
Η Κλημεντίνη, προφανώς έχοντας ακούσει τις φωνές, ανοίγει την πόρτα και τρέχει να αγκαλιάσει τους γιους της.
«Παιδιά μου! Αγόρια μου γλυκά! Πόσο μου λείψατε! Δεν σας έχω δει μια ολόκληρη εβδομάδα!»
«Καλησπέρα, Κλημεντίνη»
«Γεια σου, Μητέρα»
«Πού είναι η Θαλασσινή μου; Γιατί δεν την φέρατε μαζί;»
«Όπως είπα και στον μπαμπά στο τηλέφωνο, πρέπει να μιλήσουμε και η Θαλασσινή καλύτερα να μείνει έξω απ' αυτό»
«Ναι, μου το είπε, αλλά δεν πρέπει να την αφήνετε μόνη»
«Δεν είναι μόνη»
«Ποιος είναι μαζί της;»
«Ένας φίλος. Ένας πολύ αξιόπιστος φίλος. Μην ανησυχείς. Θα την φροντίσει»
«Εσείς ξέρετε καλύτερα, αλλά να την φέρετε την επόμενη φορά. Μου λείπει πολύ το κοριτσάκι μου»
Ο Αλέξανδρος γυρίζει τα μάτια του.
«Αν υπάρξει επόμενη φορά»
Η Κλημεντίνη κοιτάζει τον γιο της μπερδεμένη και ο Τζάκος τον κλωτσάει στον αστράγαλο.
«Όλο αστεία λέει ο αστείος αδερφός μου! Χα- Χα! Ξεκαρδιστήκαμε!»
Η Κλημεντίνη γελάει, αλλά συνεχίζει να κοιτάει απορημένη. Ο Τζάκος σπρώχνει τον Αλέξανδρο.
«Καλύτερα να μπούμε μέσα πριν ανοίξεις ξανά το στόμα σου. Εξάλλου, εγώ θέλω να δω τον Γιώργο»
Η Κλημεντίνη πηγαίνει προς το σπίτι.
«Ναι, ναι, φυσικά. Αυτός σας περιμένει»
Τα δύο αγόρια ακολουθούν τη μητέρα τους, με τον Τζάκο να ψιθυρίζει στον Αλέξανδρο.
«Τι σκατά κάνεις; Άλλαξε την συμπεριφορά σου»
«Αυτή είναι η μόνη συμπεριφορά που έχω γι' αυτήν. Την είδες; Σαν να μην συμβαίνει τίποτα»
«Ναι, το ξέρω, αλλά γάμα την Κλημεντίνη. Κάντο για τον Γιώργο. Αυτός δεν φταίει σε τίποτα»
«Εντάξει, αλλά μόνο γι' αυτόν»
Αυτοί μπαίνουν στο καθιστικό και βλέπουν τον Γιώργο να κάθεται στην αγαπημένη του καρέκλα και να πίνει ουίσκι μπροστά στο αναμμένο τζάκι. Αυτό είναι κάτι που τ' αγόρια έβλεπαν πολύ συχνά στην παιδική τους ηλικία, αλλά τότε ο Γιώργος δεν ήταν μόνος. Αυτός έπινε με τον φίλο του, τον Στέφανο, τον πατέρα του Τζάκου. Τώρα όμως η άλλη πολυθρόνα είναι άδεια και ανάμεσα τους, πάνω στο χειροποίητο ξύλινο τραπεζάκι, η ασπρόμαυρη σκακιέρα με διάσπαρτα τα πιόνια της, περιμένει μάταια τους παίχτες να τελειώσουν την παρτίδα που έμεινε στη μέση. Παρόλο που σχεδόν όλοι οι φίλοι του Γιώργου προσφέρθηκαν να παίξουν μαζί του, αυτός αρνιόταν κάθε φορά, λέγοντας ότι δεν θα πρόδιδε τον φίλο του με τέτοιο τρόπο.
Μόλις τ' αγόρια μπαίνουν στο δωμάτιο, ο Γιώργος σηκώνεται όρθιος και τους αγκαλιάζει χαμογελώντας.
«Παιδιά μου! Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω!»
«Και εμείς το ίδιο, πατέρα!»
«Ελάτε, καθίστε. Κλημεντίνη, πες στον Όμηρο να φέρει ένα ποτό για τα αγόρια»
«Για μένα μόνο καφέ. Οδηγώ»
«Εγώ θα ήθελα ένα ποτό»
«Αλέξανδρε, γιατί δεν πίνεις κι εσύ έναν καφέ όπως ο Τζάκος;»
«Κλημεντίνη, μην αρχίζεις! Το παιδί ζήτησε ποτό»
«Μα, Γιώργο μου ...»
«Τα είπαμε αυτά, Κλημεντίνη. Ότι έχει σχέση με τον Αλέξανδρο ...»
«Δεν πειράζει, Μπαμπά. Κι ο καφές μια χαρά είναι»
«Αλέξανδρε, σε παρακαλώ, μην ανακατεύεσαι. Ξέρω τι κάνω»
Ο Τζάκος και ο Αλέξανδρος κοιτάζονται καθώς η Κλημεντίνη πηγαίνει να εκτελέσει την εντολή του συζύγου της.
«Ποια είναι αυτή και τι έκανες με την αυταρχική μητέρα μου;»
«Της έκανε λοβοτομή. Δεν εξηγείτε αλλιώς τέτοια αλλαγή»
Ο Γιώργος πίνει μια γουλιά από το ουίσκι του χαμογελώντας.
«Όταν φύγατε, η μητέρα σας και εγώ κάναμε μια μεγάλη συζήτηση και καταλήξαμε σε έναν συμβιβασμό. Εκείνη μπορεί να κάνει ότι θέλει σε όλα εκτός από τα παιδιά μας. Ότι αφορά εσάς θα το αποφασίζω μόνο εγώ»
«Αυτό είναι υπέροχο, Μπαμπά»
«Και πολύ χρήσιμο γι' αυτό που ήρθαμε να σας πούμε απόψε»
Ο Γιώργος κοιτάζει με απορία τον Τζάκο, αλλά η άφιξη της Κλημεντίνης μαζί με τον Όμηρο, τον αποτρέπει από το να ρωτήσει τι ακριβώς εννοούσε. Η Κλημεντίνη κάθεται στον καναπέ, απέναντι από τ' αγόρια, και ο Όμηρος τους σερβίρει αυτά που ζήτησαν.
«Ένας καπουτσίνο πολύ γλυκός με λίγη κανέλα για τον Τζάκο μου και ένα ουίσκι σκέτο για τον Αλέκο μου»
«Σ' ευχαριστώ, Όμηρε! Μας λείπεις τόσο πολύ»
«Και' μένα μου λείπετε, παιδιά μου. Να το πείτε και στο κοριτσάκι μου και να της δώσετε ένα μεγάλο φιλί από μένα»
Τα αγόρια νεύουν καταφατικά στον Όμηρο και η Κλημεντίνη, αφού τον ευχαριστεί πρώτα, του ζητάει να αποχωρήσει. Όταν ο μπάτλερ βγαίνει από το δωμάτιο και τους αφήνει μόνους, ο Γιώργος κάθεται δίπλα στην γυναίκα του και κοιτάζει τον Αλέξανδρο.
«Λοιπόν, γιε μου; Είπες ότι ήθελες να μιλήσουμε για κάτι. Εμπρός ... Είμαστε όλο αυτιά»
Ο Αλέξανδρος πίνει μια μεγάλη γουλιά από το ποτό του.
«Λοιπόν ... Εγώ ... Εννοώ ... Θέλω να ...»
Καθώς ο Αλέξανδρος κομπιάζει, ο Τζάκος γυρίζει τα μάτια του και ρίχνει το κεφάλι του πίσω. Ο Γιώργος βλέπει την δυσκολία του γιου του να μιλήσει και σπεύδει να τον ενθαρρύνει.
«Μίλα, παιδί μου. Ξέρεις πολύ καλά ότι μπορείς να μας πεις οτιδήποτε. Είμαστε οι γονείς σου και θα σε βοηθήσουμε με ότι κι αν σου συμβαίνει. Έτσι δεν είναι, Κλημεντίνη;»
Ο Γιώργος κοιτάζει την γυναίκα του με ύφος που δεν σηκώνει αντιρρήσεις και έτσι ...
«Ναι, Αλέξανδρε μου, έτσι είναι. Πες μας τι σου συμβαίνει»
Ο Αλέξανδρος σκουπίζει τα ιδρωμένα χέρια του στο τζιν του.
«Εντάξει. Μια ψυχή που είναι να βγει ... Αυτό που θέλω να σας πω είναι ότι εγώ ... Εγώ είμαι ...»
Η περιέργεια μαζί με την ανησυχία κατακλύζουν τον Γιώργο, ο οποίος γέρνει μπροστά και βάζει το χέρι του στο γόνατο του Αλέξανδρου.
«Τι είσαι, Αλέξανδρε;»
«Είμαι ...»
Ο Τζάκος, βλέποντας ότι ο Αλέξανδρος δυσκολεύεται δραματικά να ξεστομίσει τις λέξεις, αναλαμβάνει να τον βγάλει από την δύσκολη θέση για ακόμα μια φορά.
«Αυτός είναι γκέι. Ομοφυλόφιλος. Δεν του αρέσουν οι γυναίκες. Προτιμάει τους άντρες. Αυτό είναι!»
Ο Αλέξανδρος γουρλώνει τα μάτια.
«Ρε, Τζάκο!»
«Τι; Αν περίμενα να το πεις εσύ, θα μέναμε εδώ μια βδομάδα και αύριο έχω ραντεβού για μασάζ»
Κανείς τους δεν μιλάει. Ο Αλέξανδρος σκύβει μπροστά και κρύβει το πρόσωπο του στα χέρια του. Ο Τζάκος πίνει τον καφέ του σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Η Κλημεντίνη σκεπάζει το στόμα της με το χέρι της και ο Γιώργος κοιτάζει το ποτήρι του σαν να κρύβονται εκεί μέσα όλα τα μυστικά του κόσμου.
Λίγα λεπτά μετά, ο Αλέξανδρος δεν αντέχει άλλο αυτή την αμήχανη σιωπή, σηκώνει το κεφάλι του και κοιτάζει τους γονείς του.
«Αυτή η σιωπή με σκοτώνει. Πείτε κάτι, σας παρακαλώ!»
Ο Τζάκος βάζει το άδειο φλιτζάνι στο τραπεζάκι.
«Δώσ' τους λίγο χρόνο να ξεπεράσουν το σοκ»
«Εσύ σκάσε καλύτερα. Αυτό που συμβαίνει εδώ είναι δικό σου λάθος»
«Εσύ επέμεινες να με πάρεις μαζί σου»
«Και το μετάνιωσα οικτρά! Γαμώτο!»
Ο Γιώργος κατεβάζει το υπόλοιπο ουίσκι του με μια γουλιά, βάζει το ποτήρι στο τραπεζάκι και σηκώνεται όρθιος.
«Σιωπή!»
Τα αγόρια κλείνουν το στόμα τους και κοιτάζουν τον πατέρα τους, ο οποίος πηγαίνει κοντά στο παράθυρο και κοιτάζει έξω.
«Λοιπόν, Αλέξανδρε ...»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro