
Έτσι άρχισαν όλα ...
~ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1991 ~
~ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΚΑΠΟΥ ΣΤΟ ΓΚΑΖΙ~
«Όχι! Όχι! Σε παρακαλώ! Δεν θέλω να πεθάνω!»
Το αδύνατο, όμορφο αγόρι κοιτάζει τον άγριο άντρα με τα μούσια που γελάει.
«Δεν θα πεθάνεις, ομορφόπαιδο. Εσύ απλά θα πονέσεις λίγο»
«Γιατί; Τι έκανα;»
«Πρόδωσες τον Εξωγήινο και γι' αυτό θα τιμωρηθείς. Κάτσε ήσυχα τώρα. Εγώ πρέπει να κόψω βαθιά»
«ΟΧΙ!!!!!»
Ο Οδυσσέας ξυπνάει ουρλιάζοντας, λουσμένος στον ιδρώτα. Η αναπνοή του είναι βαριά και δάκρυα κυλάνε στο πρόσωπό του. Νιώθει το χέρι του να καίει, εκεί που μία κάθετη ουλή χωρίζει στα δύο τον αντίχειρα του δεξιού του χεριού τα τελευταία πέντε χρόνια.
«Όχι πάλι γαμώτο!»
Σηκώνεται από το κρεβάτι και πηγαίνει κατευθείαν στον νιπτήρα, ανοίγει την βρύση στο κρύο και κρατάει το χέρι του κάτω από το τρεχούμενο νερό. Καθώς αυτό διώχνει το κάψιμο, αυτός ακουμπάει το μέτωπό του στον καθρέφτη μπροστά του για να δροσίσει λίγο και το πρόσωπο του.
«Θεέ μου, σε παρακαλώ ... Δεν το αντέχω άλλο αυτό. Βοήθησε με να ξεχάσω!»
Ξέροντας πολύ καλά ότι δεν θα μπορέσει να κοιμηθεί ξανά, πηγαίνει στην κουζίνα, ανοίγει το ψυγείο, βγάζει μια μπύρα, σέρνει τα πόδια του μέχρι το σαλόνι και σωριάζεται στον καναπέ. Το ρολόι στον απέναντι τοίχο δείχνει πέντε και τέταρτο.
«Υπέροχα! Με τρεις ώρες ύπνο αύριο θα μοιάζω με γαμημένο ζόμπι»
~ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ~ ΣΕ ΜΙΑ ΕΠΑΥΛΗ ΚΑΠΟΥ ΣΤΟ ΛΑΓΟΝΗΣΙ ~
Ο Αλέξανδρος κοιμάται. Όχι για πολύ όμως. Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας του ανοίγει και το όμορφο ξανθό κεφάλι του Τζάκου εμφανίζεται.
«Έη, ψιτ, αδερφούλη ... Κοιμάσαι;»
Ο Αλέξανδρος ανοίγει το ένα μάτι και κοιτάζει το ηλεκτρονικό ρολόι στο κομοδίνο του.
«Τι άλλο θα μπορούσα να κάνω στις 5 το πρωί, ρε;»
«Πολλά πράγματα. Θέλεις να σου πω μερικά;»
Ο Αλέξανδρος γυρίζει μπρούμητα και καλύπτει το κεφάλι του με το μαξιλάρι.
«Όχι, ρε, δεν θέλω! Ξεκουμπίσου από δω! Είμαι κουρασμένος»
Όμως ο Τζάκος δεν υπακούει ποτέ. Έτσι, αντί να φύγει, αυτός μπαίνει στο δωμάτιο, πηγαίνει στο κρεβάτι και ξαπλώνει δίπλα στον αδερφό του, ο οποίος μιλάει χωρίς να τραβήξει το μαξιλάρι.
«Γιατί δεν κάνεις ποτέ αυτό που σου λέω;»
«Θα χάσω τη γοητεία μου αν το κάνω. Έλα, σήκω. Θέλω να σου μιλήσω»
«Γιατί δεν μπορείς να περιμένεις μέχρι το πρωί σαν κανονικός άνθρωπος;»
«Θα μπορούσα, αλλά δεν θέλω. Το να είσαι κανονικός άνθρωπος είναι τόσο βαρετό»
Ξέροντας πολύ καλά ότι ο Τζάκος θα επιμείνει μέχρι να πάρει αυτό που θέλει, ο Αλέξανδρος γυρίζει ανάσκελα.
«Μερικές φορές πραγματικά αναρωτιέμαι γιατί σε υιοθετήσαμε και δεν σε στείλαμε σε κάποιο ορφανοτροφείο»
«Είναι απλό, αδερφέ! Γιατί είμαι φοβερός!»
Ο Αλέξανδρος κοιτάζει το ταβάνι απηυδισμένος.
«Τέλος πάντων! Πες μου για ποιο πράγματα θέλεις να μιλήσουμε»
«Για την σεξουαλική σου ζωή»
«Τι λες, ρε μαλάκα; Ποια σεξουαλική μου ζωή; Εγώ δεν έχω ...»
«Αυτό είναι το θέμα, ρε! Εσύ δεν έχεις σεξουαλική ζωή!»
«Τζαννέτο Ηλιόπουλε, βγες αυτή τη στιγμή απ' το δωμάτιό μου!»
«Αλέξανδρε Φραγκόπουλε, εγώ δεν πάω πουθενά μέχρι να μου υποσχεθείς ότι θα βγούμε για ποτό το Σάββατο»
«Εντάξει, το υπόσχομαι»
«Και θα πάμε σε ένα gay bar»
«Τι; Τρελάθηκες; Όχι! Όχι! Με τίποτα! Ξέχασε το!»
Ο Τζάκος σηκώνεται από το κρεβάτι και κατευθύνεται προς την πόρτα.
«Συγγνώμη, αδερφέ, αλλά μόλις μου το υποσχέθηκες»
«Με παγίδεψες, ρε μαλάκα!»
Ο Τζάκος κοιτάζει τον αδερφό του με ένα χαμόγελο.
«Ήταν ο μόνος τρόπος. Καληνύχτα, αδερφέ μου. Όνειρα γλυκά!»
Το μαξιλάρι χτυπάει πάνω στην πόρτα καθώς αυτή κλείνει πίσω από τον Τζάκο, ενώ ο Αλέξανδρος σκεπάζει το πρόσωπό του με τα χέρια του, γρυλίζοντας.
~ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ~ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ BISTRO DE SOL ΣΤΟ ΓΚΑΖΙ ~
Ο Οδυσσέας έχει μόλις τελειώσει μια φωτογράφηση για ένα περιοδικό και είναι εξαντλημένος, τόσο από τη δουλειά όσο και από την έλλειψη ύπνου. Ντυμένος βαριά για να προστατευτεί από το κρύο, σέρνει τα βήματα του μέχρι το αγαπημένο του μπιστρό.
Το μόνο που θέλει τώρα είναι ένα ζεστό ρόφημα και ένα ντόνατς σοκολάτας. Αυτός χρειάζεται ενέργεια και μόνο η σοκολάτα μπορεί να του τη δώσει. Θα ήθελε να καθίσει σε ένα τραπέζι, αλλά δεν μπορεί. Είναι πολύ κουρασμένος για να το κάνει. Αυτός ήδη ονειρεύεται τη μπανιέρα του γεμάτη καυτό νερό και το ζεστό του κρεβάτι. Το άδειο ζεστό του κρεβάτι. Αυτός μπαίνει στο μαγαζί και στέκεται στην ουρά.
Μπροστά του είναι ένα κορίτσι, μια όμορφη ξανθιά κοπέλα που όταν τον βλέπει τινάζει νωχελικά τα μαλλιά της στο πλάι και αποκαλύπτει τον λαιμό και το μεγαλύτερο μέρος του στήθους της. Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει αρκετά συχνά. Οι γυναίκες πάντα ενδιαφερόντουσαν για αυτόν. Τον φλερτάρουν συνέχεια, αρκετά σκληρά καμιά φορά, αλλά αυτός ποτέ δεν ανταποκρίνεται. Από πολύ μικρός ήξερε ότι ήταν ομοφυλόφιλος. Δεν είχε ποτέ αμφιβολία γι' αυτό και το αποδέχτηκε αμέσως. Ωστόσο, το κράτησε μυστικό για πολλά χρόνια και όπως αποδείχθηκε ήταν το καλύτερο που μπορούσε να κάνει. Όταν η οικογένειά του έμαθε ότι στο αξιότιμο σπίτι τους μεγάλωνε ένα βδέλυγμα, όπως τον αποκάλεσαν, τον έδιωξαν. Ήταν μόλις δεκαέξι χρονών.
Αυτός πέρασε κυριολεκτικά μέσα από την κόλαση, αλλά στο τέλος, κατάφερε το αδύνατο. Τώρα, στα είκοσι τρία του, είναι ένα επιτυχημένο και περιζήτητο μοντέλο. Κερδίζει πολλά χρήματα και μπορεί να κάνει σχεδόν ό,τι θέλει. Λέω σχεδόν γιατί τα χρήματα δεν μπορούν να αγοράσουν αυτό που πραγματικά χρειάζεται. Το μόνο πράγμα που τα χρήματα δεν μπορούν ποτέ να αγοράσουν. Αγάπη και ευτυχία.
Είχε μερικές περιστασιακές σχέσεις στο παρελθόν, αλλά όλες ήταν μονάχα για το σεξ. Δεν υπήρχε κανένα συναίσθημα. Ποτέ ... Με όλες αυτές τις σκέψεις να απασχολούν το μυαλό του, αυτός δεν κατάλαβε ότι είχε έρθει η σειρά του μέχρι που νοιώθει ένα απαλό σκούντημα στον ώμο του.
«Συγγνώμη, αλλά είναι η σειρά σου να παραγγείλεις»
Η βαριά, αλλά μελωδική φωνή κάνει τον Οδυσσέα να γυρίσει προς τα πίσω και τότε τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Μπροστά του στέκεται ένας άντρας. Όχι κάποιος συνηθισμένος, αλλά ... Θεέ μου! Αυτός ο άντρας είναι σαν να ξεπήδησε από τα βαθύτερα όνειρά του.
Ο Οδυσσέας δεν μπορεί να το πιστέψει. Ο άντρας των ονείρων του υπάρχει στ' αλήθεια. Είναι ντυμένος βαριά και τα μάγουλα του είναι κόκκινα από το πολύ κρύο έξω. Τα σκούρα πράσινα μάτια του κοιτούν τον Οδυσσέα κατευθείαν στα μάτια, μιας και έχουν περίπου το ίδιο ύψος, και έχει ένα λαμπερό χαμόγελο στα καλοσχηματισμένα χείλη του. Η καρδιά του Οδυσσέα αρχίζει να χτυπάει γρήγορα και αυτός μπορεί να νιώσει όλο του το αίμα να μαζεύεται στα μάγουλά του. Χωρίς να καταλάβει ότι δεν μιλάει στον barista, αυτός δίνει την παραγγελία του.
«Θα ήθελα μια γλυκιά σοκολάτα με γάλα και ένα ντόνατς σοκολάτας, παρακαλώ»
Ο άγνωστος, που φαίνεται να το διασκεδάζει αρκετά, μπαίνει στο παιχνίδι.
«Αμέσως, κύριε»
Τότε, μέσα σε μία παραζάλη, ο Οδυσσέας βλέπει τον άγνωστο να απευθύνεται στον σωστό παραλήπτη αυτή τη φορά και μάλιστα με το όνομα του.
«Κωστάκη, πιάσε μια γλυκιά σοκολάτα με γάλα για τον κύριο, έναν διπλό εσπρέσο σκέτο για μένα και δύο ντόνατς σοκολάτας»
Αυτός ξέρει προσωπικά τον barista, άρα είναι θαμώνας όπως και ο Οδυσσέας. Πως λοιπόν αυτοί δεν έχουν συναντηθεί μέχρι τώρα; Ποιος ξέρει; Ίσως δεν ήταν η σωστή ώρα. Τέλος πάντων! Καθώς ο Κωστάκης ετοιμάζει την παραγγελία, ο άγνωστος πληρώνει τον λογαριασμό και παίρνει τα ρέστα. Μετά γυρίζει στον Οδυσσέα, ο οποίος τον κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια.
«Νομίζω ότι πρέπει να προχωρήσουμε»
«Να προχωρήσουμε και να πάμε πού;»
«Να κάτσουμε σε ένα τραπέζι φυσικά»
«Μαζί; Εσύ και εγώ;»
Ο άγνωστος κοιτάζει δεξιά και αριστερά.
«Δεν βλέπω κανέναν άλλο, οπότε ναι. Εκτός κι αν δεν θέλεις να κάτσεις μαζί μου»
«Θέλω»
«Τότε πάμε»
Ο άγνωστος, κρατώντας τον δίσκο με την παραγγελία, στρίβει και κατευθύνεται προς ένα άδειο τραπέζι και ο Οδυσσέας τον ακολουθεί σαν υπνωτισμένος. Όταν αυτοί κάθονται ο ένας απέναντι στον άλλον ο άγνωστος συστήνεται επιτέλους.
«Είμαι ο Αλέξανδρος»
«Ο Μέγας;»
«Αν εσύ είσαι ο Ηφαιστίωνας, γιατί όχι;»
«Όχι, δυστυχώς δεν είμαι»
«Τότε ποιος είσαι;»
«Με λένε Οδυσσέα και για να σε προλάβω, δεν είμαι καθόλου πολυμήχανος»
«Επίτρεψε μου να αμφιβάλω γι' αυτό. Τέλος πάντων! Πιες τη σοκολάτα σου γιατί θα κρυώσει»
Ο Αλέξανδρος πιάνει το ζεστό φλιτζάνι για να το δώσει στον Οδυσσέα, ο οποίος απλώνει το χέρι του την ίδια στιγμή, με αποτέλεσμα να ακουμπήσουν τα δάχτυλά τους για ένα μόνο δευτερόλεπτο, που όμως είναι αρκετό για να προκαλέσει ένα μικρό ηλεκτροσόκ και στους δύο. Ο Οδυσσέας κάνει να τραβηχτεί πίσω ζητώντας συγγνώμη, αλλά ο Αλέξανδρος τον αποτρέπει βάζοντας το δικό του χέρι πάνω στο χέρι του Οδυσσέα. Αυτοί κοιτάζονται βαθιά στα μάτια.
«Δεν φαντάζεσαι πόσο χαίρομαι που σε γνώρισα, Οδυσσέα»
«Και εγώ το ίδιο, Αλέξανδρε»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro