
Ο Κακός Λύκος
Ο Βίκος κοιτάζει ευθεία μπροστά του, με μάτια που ούτε καν βλεφαρίζουν. Αυτός κοιτάζει την κοπέλα που μόλις βγήκε από την περιστρεφόμενη πόρτα του ξενοδοχείου και ο θυρωρός υποκλίνεται μπροστά της. Αυτή του χαμογελάει και η καρδιά του Βίκου αρχίζει να χτυπάει δυνατά, έτσι όπως δεν είχε χτυπήσει ποτέ πριν.
Μπροστά του έχει την πριγκίπισσα στην κορυφή του φλεγόμενου πύργου. Την δεσποσύνη που περιμένει τον δράκο να τη σώσει. Την γυναίκα των ονείρων του με σάρκα και οστά. Αυτή έχει μακριά, σγουρά, μαύρα μαλλιά, μεγάλα, αθώα, πράσινα μάτια, ροζ μάγουλα και χείλη. Ένας μακρύς, λευκός λαιμός είναι η αρχή ενός σμιλεμένου σώματος με λευκό, καθαρό δέρμα που καταλήγει σε δύο μακριά, αδύνατα πόδια.
«Ποια είσαι, πριγκίπισσα; Πρέπει να μάθω ποια είσαι!»
Χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο, αυτός αρπάζει μια από τις πολλές φωτογραφικές μηχανές μιας χρήσης που έχει στο αυτοκίνητο για κάθε ενδεχόμενο και τραβάει μερικές φωτογραφίες όσο πιο διακριτικά μπορεί. Εκείνη τη στιγμή, μία ασημί Suzuki Hayabusa σταματάει μπροστά της και ο οδηγός βγάζει το κράνος του.
«Ω, όχι! Όχι! Όχι! Μη μου το κάνεις αυτό! Ποιος στο διάολο είναι αυτός τώρα;»
Η κοπέλα μιλάει για λίγο με τον οδηγό, τον οποίο φαίνεται να γνωρίζει καλά, και μετά ανεβαίνει στη μηχανή. Αυτός φοράει ξανά το κράνος του, εκείνη τυλίγει τα χέρια της γύρω από τη μέση του και γίνονται καπνός. Ευτυχώς, ο Βίκος κατάφερε να τραβήξει αρκετές φωτογραφίες. Πρέπει πάση θυσία να ανακαλύψει ποιος είναι ο άγνωστος ξανθός άντρας και το πιο σημαντικό, τι σχέση έχει μαζί της.
Αυτός βάζει μπρος το αμάξι του και οδηγεί σφαίρα μέχρι το αρχηγείο. Μισή ώρα αργότερα, φτάνει εκεί, παρκάρει το αυτοκίνητο και τρέχει μέσα. Η ώρα είναι περασμένες εφτά και ο Άρης, ο οποίος είναι από ώρα εκεί, πετάγεται από το σκαμπό που κάθεται και τρέχει προς το μέρος του.
«Πού στο πούτσο ήσουν; Μου είπες να έρθω νωρίς και περιμένω πάνω από μια ώρα. Έστησα δύο γκόμενες για χάρη σου»
«Αυτή τη στιγμή, Λύκε, χέστηκα για τη σεξουαλική σου ζωή. Έχω να σκεφτώ την δική μου. Πού είναι ο Νέγρος;»
«Στο υπόγειο, ελέγχει την καλεσμένη μας»
Ο Βίκος κοπανάει το μέτωπό του.
«Γαμώτο! Η Μαύρη Ανεμώνη. Ξέχασα τελείως την ύπαρξη της!»
Ο Άρης κοιτάζει τον φίλο του έκπληκτος.
«Ποιος είσαι και τι έκανες στον Δράκο που όλοι ξέρουμε;»
«Κόψε τις μαλακίες! Εγώ είμαι. Απλώς παρασύρθηκα με ... κάτι»
«Με κάτι ή με κάποια;»
«Σκάσε!»
Ο Βίκος απευθύνεται στον μπάρμαν.
«Sammy, στείλε μέσα ένα μπουκάλι και φώναξε τον Αρουραίο»
«Εντάξει, αφεντικό, αλλά ο Αρουραίος δεν είναι εδώ»
«Βρες τον και πες του να είναι εδώ σε δεκαπέντε λεπτά. Δεν με νοιάζει που είναι και τι κάνει. Αν αργήσει έστω και ένα λεπτό, θα του βάλω ποντικοφάρμακο στο φαγητό»
«Αμέσως, Δράκε!»
Τότε, αυτός κοιτάζει τον Άρη.
«Εσύ έλα μαζί μου»
Οι δύο άντρες πηγαίνουν στο γραφείο και δεκατέσσερα λεπτά αργότερα ένας κοντός, νεαρός άνδρας με τατουάζ και μπλε μαλλιά, εισβάλλει μέσα με κομμένη την ανάσα. Οι λέξεις τους βγαίνουν με δυσκολία.
«Ήρθα, Δράκε»
Ο Βίκος κοιτάζει το ρολόι του και χαμογελάει.
«Δεκατέσσερα λεπτά. Μπράβο τ' αγόρι μου! Άντε, κάτσε να πιεις λίγο νερό. Σε θέλω συγκεντρωμένο γιατί έχω μία πολύ σοβαρή αποστολή για σένα»
Ο Αρουραίος κάθεται στην καρέκλα και παίρνει το ποτήρι που του προσφέρει ο Άρης.
«Δεν έχει δηλητήριο μέσα, ε;»
«Μόνο ο Θεός ξέρει, φίλε»
«Πιες το γαμημένο το νερό, ρε!»
«Ότι πεις, Δράκε»
Αυτός πίνει μονορούφι το νερό και κοιτάζει τ' αφεντικό του.
«Είμαι έτοιμος και όλος αφτιά, αφεντικό. Τι χρειάζεσαι;»
Ο Βίκος πετάει την φωτογραφική μηχανή μιας χρήσεως και ο Αρουραίος την πιάνει στον αέρα.
«Εμφάνισε αυτό το φιλμ. Στις φωτογραφίες υπάρχει μια κοπέλα με μαύρα, σγουρά μαλλιά και ένας ξανθός άνδρας σε μια μηχανή. Αυτή μένει στο Χίλτον. Ίσως μένει κι αυτός εκεί. Θέλω να μάθεις τα πάντα γι' αυτούς και κυρίως, ποια είναι η σχέση τους. Η ώρα είναι οχτώ παρά είκοσι. Εσύ έχεις διορία μέχρι τα μεσάνυχτα. Εξαφανίσου!»
«Μείνε ήσυχος, αφεντικό. Θα σου φέρω τις πληροφορίες που θες»
«Καν' το και θα κερδίσεις ένα μεγάλο κομμάτι τυρί»
Ο Αρουραίος τρέχει έξω από το δωμάτιο και ο Άρης, με την περιέργεια ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, πηδάει και κάθεται πάνω στο γραφείο.
«Και τώρα, Δράκε, φτύσε τη φωτιά σου. Θέλω να μάθω τα πάντα γι' αυτή τη μυστηριώδη γυναίκα που σε έκανε να ξεχάσεις τα πάντα»
Ο Βίκος ακουμπάει στην πλάτη της καρέκλας του και μπλέκει τα δάχτυλά του κάτω απ' το σαγόνι του, καθώς το πρόσωπό του παίρνει μια έκφραση που ο Άρης δεν έχει δει ποτέ ξανά.
«Τόσο πολύ, ε;»
«Δεν μπορείς να φανταστείς, Άρη. Είναι η πιο όμορφη γυναίκα που έχω δει ποτέ. Δεν είναι τόσο εντυπωσιακή όσο οι γυναίκες εδώ. Η ομορφιά της είναι διαφορετική. Λες και έχει βγει κατευθείαν από παραμύθι. Είναι η πριγκίπισσα του παραμυθιού μου»
«Αν αυτή μένει στο Χίλτον, είναι, αν όχι γαλαζοαίματη, σίγουρα πλούσια»
«Δεν με νοιάζει και το ξέρεις»
«Δεν εννοούσα αυτό»
«Δυστυχώς ξέρω τι εννοείς»
«Και τι θα κάνεις;»
«Θα αποσυρθώ. Θα τα παρατήσω όλα και θ' ασχοληθώ με τα εστιατόρια»
Ο Άρης γελάει, γέρνοντας πίσω το κεφάλι του.
«Έλα τώρα, Δράκε! Εσύ επιχειρηματίας της εστίασης; Αστειεύεσαι, έτσι;»
«Όχι, αλλά δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να μιλήσουμε γι' αυτό. Εσύ κι εγώ έχουμε μια δουλειά να κάνουμε τώρα»
«Επιτέλους λίγη δράση!»
«Ναι, λίγη δράση. Η τελευταία σου φορά»
«Τι λες;»
«Είπες νωρίτερα ότι τα έχω ξεχάσει όλα, αλλά έκανες λάθος. Θυμάμαι ότι θέλεις να μου μιλήσεις για το μέλλον σου»
«Αυτό μπορεί να περιμένει»
«Όχι, Άρη. Δεν μπορεί να περιμένει. Μόλις τελειώσουμε με τη Μαύρη Ανεμώνη, θα φύγεις από 'δω. Θα ανοίξεις τα φτερά σου και θα πετάξεις μακριά από τη βρωμιά. Μακριά από μένα»
«Δεν έχω φτερά, Δράκε. Δεν είμαι πουλί. Είμαι λύκος. Ένας πληγωμένος λύκος που δεν θέλει να σε χάσει. Σε παρακαλώ, Βίκο. Σε ικετεύω! Μη με διώξεις!»
Ο Βίκος σηκώνεται όρθιος και βάζει το χέρι του στον ώμο του προστατευόμενου του.
«Μη φοβάσαι, Λύκε. Κάτι μου λέει ότι αυτό θα είναι προσωρινό»
«Τι εννοείς;»
«Οι δρόμοι μας θα ξανασυναντηθούν, κάπου, κάπως, κάποτε»
«Το πιστεύεις πραγματικά αυτό;»
«Έτσι θα γίνει, αγορίνα μου. Εμπιστέψου με!»
«Δεν μ' αρέσει, αλλά ... Έχω επιλογή;»
«Όχι, αδερφέ μου. Δεν έχεις. Αλλά τώρα, εγώ θέλω από σένα να ελευθερώσεις τον Κακό Λύκο. Τον χρειάζομαι να κατασπαράξει ένα καταραμένο κογιότ»
Οι δύο άντρες κατεβαίνουν στο σκοτεινό υπόγειο, που το χρησιμοποιούν και σαν κελάρι, εκεί όπου κρατάνε την Μαύρη Ανεμώνη, δεμένη και φιμωμένη. Ο Βίκος πατάει τον διακόπτη και γεμίζει το σκοτεινό δωμάτιο με φως. Αυτό αναγκάζει την Μαύρη Ανεμώνη να κλείσει τα βλέφαρά της ενώ μια πονεμένη γκρίνια ξεφεύγει από το φιμωμένο με ταινία στόμα της.
Αυτή δεν έχει καμία σχέση με την ελκυστική και επικίνδυνη γυναίκα που εμφανίστηκε στο ραντεβού το προηγούμενο βράδυ. Τα περιποιημένα μαλλιά της είναι μπλεγμένα και βρώμικα. Το αψεγάδιαστο μακιγιάζ της έχει καταστραφεί και λερώνει το πρόσωπό της. Τα ακριβά και κομψά ρούχα της είναι βρώμικα και σκισμένα. Υπάρχουν κόκκινα σημάδια στους αστραγάλους και τους καρπούς της από τις χειροπέδες, αν και ο Νέγρος έχει βάλει κομμάτια υφάσματος ανάμεσα στο δέρμα και το σίδερο. Το ακριβό και λεπτό άρωμα που αναδυόταν απ' το σώμα της έχει αντικατασταθεί από την έντονη μυρωδιά των ούρων και τη βαριά μυρωδιά του φόβου.
Ο Άρης ακουμπάει στον τοίχο με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος καθώς ο Βίκος πλησιάζει τη γυναίκα και, όχι πολύ ευγενικά, τραβάει την ταινία απ' το στόμα της. Με τα μάτια της ακόμα κλειστά, η Μαύρη Ανεμώνη γλείφει τα ξερά, σκισμένα χείλη της και ψιθυρίζει.
«Νερό ...»
«Όχι ακόμα»
Αυτή ανοίγει τα μάτια της και κοιτάζει άγρια τον Βίκο, δείχνοντας τα δόντια της.
«Δώσε μου λίγο νερό, ρε μπάσταρδε, αλλιώς ...»
«Αλλιώς τι; Τι θα μου κάνεις, μωρή σκύλα; Τι μπορείς να μου κάνεις;»
Το πρόσωπό της αλλάζει και γίνεται ικευτικό. Η φωνή της χαμηλώνει.
«Σε παρακαλώ, Βίκο. Σε ικετεύω! Δώσε μου λίγο νερό. Μόνο λίγες σταγόνες»
«Πολύ καλά»
Αυτός αρπάζει ένα πλαστικό μπουκάλι από τον πάγκο στην γωνία του δωματίου και ξεβιδώνει το καπάκι. Πλησιάζει ξανά την γυναίκα, αλλά δεν της δίνει να πιει. Αυτός κρατάει το στόμιο του μπουκαλιού ακριβώς πάνω από το στόμα της και ρίχνει μονάχα μερικές σταγόνες μέσα, τις οποίες αυτή πιάνει με τη γλώσσα της.
«Ευχαριστώ»
«Άσε τα ευχαριστώ και μίλα. Πες τα μου όλα. Πού είναι το εργαστήριο σου; Ποιοι είναι οι συνεργάτες σου; Οι ντίλερ σου; Μίλα αν θες να βγεις ζωντανή από αυτό το δωμάτιο»
Το νερό, αν και λίγο, φαίνεται ότι έδωσε πίσω στην Μαύρη Ανεμώνη λίγη από την αλαζονεία της.
«Άντε γαμήσου, ρε πούστη! Δεν θα μάθεις τίποτα από μένα! Δεν σε φοβάμαι!»
«Δεν με φοβάσαι, ε;»
«Όχι! Δεν είσαι τίποτα μπροστά μου!»
Ο Βίκος γνέφει στον Άρη και αυτός ξεκολλάει από τον τοίχο και περπατάει αργά προς την δεμένη γυναίκα. Αυτή σηκώνει το βλέμμα της και αρχίζει να γελάει.
«Σοβαρά τώρα, Δράκε; Νομίζεις ότι φοβάμαι το σκυλάκι σου; Τρώω αγοράκια σαν αυτόν για πρωινό! Είμαι σίγουρη ότι μπορείς καλύτερα απ' αυτό!»
«Έχεις δίκιο. Μπορώ καλύτερα απ' αυτό, και γι' αυτό μόλις αμόλησα τον Λύκο»
«Το ποιον;»
«Τον Λύκο, σκύλα. Τον Μεγάλο Κακό Λύκο!»
Ο Άρης αρχίζει να περπατά γύρω της και εκείνη προσπαθεί να τον ακολουθήσει με τα μάτια της. Αυτός κινείται αργά. Κάνει κύκλους γύρω της και μυρίζει τον αέρα, όπως το αρπακτικό κυκλώνει το θήραμά του. Τα μάτια του, τα μπλε, μαγνητικά μάτια του είναι σαν δύο θάλασσες. Δύο άγριες, φουρτουνιασμένες θάλασσες που την αναζητούν. Αυτή προσπαθεί ν' αποφύγει το βλέμμα του.
«Κοίτα με!»
Σαν υπνωτισμένη, αυτή βυθίζει το βλέμμα της στο δικό του και, καθώς την κρατά αιχμάλωτη με τα μάτια του, αυτός αρχίζει να μιλάει με αυτή τη φωνή, τη φωνή του άλφα αρσενικού, την φωνή που κανείς δεν μπορεί να της αντισταθεί!
«Είσαι τρομοκρατημένη. Τρέμεις από φόβο, αλλά σ' αρέσει. Με φοβάσαι, αλλά με θέλεις! Θέλεις να φύγεις μακριά μου, αλλά τα πόδια σου δεν υπακούν. Φοβάσαι, αλλά είσαι πρόθυμη να μου δώσεις τα πάντα, ακόμα και τον εαυτό σου»
Η Μαύρη Ανεμώνη κουνάει το κεφάλι της.
«Εεεε ... Όχι!»
«Μη μου λες ψέματα. Το μυρίζω. Μυρίζω τον φόβο και τη διέγερσή σου. Ιδρώνεις. Ο ιδρώτας τρέχει στη σπονδυλική σου στήλη. Η καρδιά σου χτυπάει δυνατά. Οι κόρες των ματιών σου διαστέλλονται από φόβο και πόθο. Η αναπνοή σου είναι βαριά. Το μυαλό σου φωνάζει να τρέξεις, αλλά το σώμα σου λαχταρά το άγγιγμα μου»
«Όχι!»
«Πάλι ψέματα!»
Αυτή ρίχνει το κεφάλι της μπροστά και κλείνει σφιχτά τα μάτια της.
«Σταμάτα! Άσε με ήσυχη!»
Ο Άρης την αρπάζει από το πιγούνι και την αναγκάζει να τον κοιτάξει ξανά.
«Κοίτα με! Σταμάτα να αντιστέκεσαι!»
Αυτή κουνάει ξανά το κεφάλι της, προσπαθώντας να απελευθερωθεί από τη λαβή του.
«Όχι! Δεν παραδίνομαι!»
«Έχεις ήδη παραδοθεί! Μην το παλεύεις! Είσαι δικιά μου! Είσαι υπό τον έλεγχό μου! Από δω και πέρα θα κάνεις ότι σου λέω»
«Εγώ ... Εγώ ...»
«Θα κάνεις ακριβώς ότι σου λέω!»
«Θα κάνω ακριβώς ότι μου λες!»
«Μου ανήκεις»
«Σου ανήκω»
«Είμαι ο αφέντης σου»
«Είσαι ο αφέντης μου»
«Μπράβο το κορίτσι μου! Και τώρα πες μου το πραγματικό σου όνομα»
«Ροζαλία. Με λένε Ροζαλία, αλλά με φωνάζουν Ρόζα»
«Ροζαλία τι; Ποιο είναι το επώνυμο σου;»
«Ρούσο»
«Είσαι Ιταλίδα;»
«Όχι. Ρούσο ήταν το επώνυμο του άντρα μου. Τον έλεγαν Μάσιμο. Εγώ είμαι Ελληνίδα και με λένε Αντωνίου»
«Μπράβο! Και τώρα, Ροζαλία Αντωνίου, πες μου τα πάντα για την επιχείρησή σου»
Η Μαύρη Ανεμώνη, γνωστή και ως Ρόζα Ρούσο ή Ροζαλία Αντωνίου, ανοίγει το στόμα της και αποκαλύπτει όλες τις λεπτομέρειες για το πώς φτιάχνει και διανέμει τα νοθευμένα ναρκωτικά. Ο Βίκος ακούει με ένα βλέμμα αηδίας στο πρόσωπό του. Λίγα λεπτά αργότερα ...
«Αυτό ήταν! Τώρα τα ξέρεις όλα»
«Λες αλήθεια; Δεν μου έκρυψες κάτι;»
«Όχι. Στα είπα όλα, όπως μου ζήτησες, αφέντη»
Ο Άρης κοιτάζει τον Βίκο, ο οποίος του γνέφει καταφατικά. Τότε, αυτός γυρίζει πίσω στην Ρόζα.
«Ναι, κορίτσι μου. Μου τα είπες όλα. Ήσουν υπάκουη και τώρα θα πάρεις την ανταμοιβή σου. Εμένα!»
«Ωωωω! Ναι! Ναι, αφέντη!»
Αυτή τεντώνει το λαιμό της και μισανοίγει το στόμα της. Ο Άρης σκύβει μπροστά και φέρνει τα χείλη του μια ανάσα από τα δικά της, αναστατώνοντας κάπως τον Βίκο.
«Τι πας να κάνεις, Άρη;»
«Αυτή υπάκουσε, Βίκο. Της αξίζει μια ανταμοιβή, και αυτό ακριβώς θα της δώσω»
«Ελπίζω να ξέρεις τι κάνεις»
«Ξέρω»
Αυτός είναι έτοιμος να τη φιλήσει και εκείνη χαμογελάει, αλλά το χαμόγελό της σβήνει καθώς ο Άρης την σπρώχνει με δύναμη προς τα πίσω με ένα πρόσωπο παραμορφωμένο από αηδία.
«Προτιμώ να φιλήσω μια κόμπρα παρά ένα αηδιαστικό πλάσμα σαν εσένα. Άντε μου στο διάολο, παλιοπουτάνα!»
Με αυτά τα λόγια, το ξόρκι σπάει απότομα και καθώς ο Άρης απομακρύνεται από κοντά της, σκουπίζοντας το χέρι του στο παντελόνι του, εκείνη κουνάει το κεφάλι της, προσπαθώντας να καταλάβει τι ακριβώς συνέβη.
«Τι...; Τι έγινε; Τι μου κάνατε; Ορκίζομαι ότι θα το πληρώσετε ακριβά! Θα σας σκοτώσω όλους με τα ίδια μου τα χέρια!»
«Βασικά, αν, και τονίζω αυτό το αν, φύγεις ζωντανή από 'δω, δεν θα μπορείς να κάνεις τίποτα με τα χέρια ή τα πόδια σου»
«Τι εννοείς μ' αυτό;»
«Εννοώ ότι σκοπεύω να σε συστήσω σ' έναν φίλο μου που έχει μια μικρή αδυναμία στον ήχο που κάνουν οι αρθρώσεις όταν εξαρθρώνονται»
«Ω, Θεέ μου!»
«Μην αναφέρεις τον Θεό. Αυτός δεν μπορεί να σε βοηθήσει. Όχι όταν συναντήσεις τον Προκρούστη»
«Όχι! Σε παρακαλώ, Δράκε! Όχι αυτόν! Έχω δει τι μπορεί να κάνει. Μη με στείλεις σ' αυτόν. Σου ορκίζομαι ότι θα τα κλείσω όλα. Θα σταματήσω να πουλάω. Θα κάνω ότι μου ζητήσεις, αρκεί να μην με στείλεις σ' αυτόν!»
«Αυτό θα γίνει ούτως ή άλλως! Σε μια ώρα από τώρα θα έχω γκρεμίσει όλα όσα έχτισες. Θα τα κάνω όλα ερείπια. Η δολοφονική καριέρα σου τελειώνει εδώ. Αυτό δεν είναι διαπραγματεύσιμο! Αυτό που μπορώ να διαπραγματευτώ είναι η τιμωρία σου»
Η Ρόζα, έχοντας αποδεχτεί την πλήρη και ολοκληρωτική ήττα της, σηκώνει το κεφάλι της και τινάζει τα μαλλιά της σαν ξεπεσμένη ντίβα.
«Πολύ καλά! Κέρδισες! Τι πρέπει να κάνω για να αποφύγω τον τροχό του Προκρούστη;»
«Τώρα μάλιστα! Αυτή είναι η σωστή τακτική»
«Παλιομπάσταρδε!»
Η Ρόζα είπε την βρισιά μέσα απ' τα δόντια της με σκοπό να μην ακουστεί, αλλά λογάριασε χωρίς τον ξενοδόχο ή τον Λύκο στην περίπτωσή μας!
«Ουάου! Έχεις πολύ άσχημο στόμα για κυρία!»
Ο Βίκος κοιτάζει τον Άρη απορημένος.
«Τι είπε;»
«Σε αποκάλεσε παλιομπάσταρδο»
«Αλήθεια; Δεν άκουσα τίποτα»
«Το άκουσα εγώ»
Η Ρόζα κοιτάζει τον Άρη με μια έκφραση φόβου, απορίας και θυμού.
«Τι είδους φρικιό είσαι;»
Ο Βίκος στενεύει τα μάτια και την αγριοκοιτάζει.
«Σκάσε, σκύλα! Μην του μιλάς! Μην τον κοιτάς καν. Διαφορετικά, θα τον αμολήσω ξανά και θα σε κάνεις να βγάλεις τα μάτια σου με τα ίδια σου τα χέρια»
«Μπορεί να το κάνει αυτό;»
Ο Άρης γρυλίζει.
«Θέλεις να δοκιμάσεις;»
Η Ρόζα, πραγματικά τρομοκρατημένη αυτή τη φορά, κλωτσάει με τα πόδια της προσπαθώντας να απομακρυνθεί όσο περισσότερο μπορεί από το αγόρι.
«Όχι! Όχι! Δράκε, σε παρακαλώ! Κράτησε τον μακριά μου!»
Ο Βίκος κάνει ένα βήμα και στέκεται μπροστά στον Άρη.
«Κάτω, Λύκε!»
Ο Άρης σηκώνει το φρύδι και βάζει τα χέρια του στην μέση του.
«Σοβαρά τώρα, Δράκε;»
Ο Βίκος προσπαθεί να μην γελάσει.
«Μχμμμ ... Συγγνώμη, αλλά πάντα ήθελα να το πω αυτό»
Ο Άρης γυρίζει τα μάτια του.
«Ό,τι να 'ναι!»
Ο Άρης πηγαίνει και κάθεται στα σκαλιά, ενώ ο Βίκος απευθύνεται στην Ρόζα.
«Λοιπόν, ας τελειώνουμε, γιατί έχω πιο σοβαρά πράγματα να κάνω. Ρόζα, δεν σου έχει απομείνει τίποτα εδώ, οπότε θέλω να φύγεις απ' τη χώρα. Μπες σ' ένα αεροπλάνο και πήγαινε όσο πιο μακριά μπορείς»
«Ναι, θα φύγω. Όπως είπες, δεν μου έχει απομείνει τίποτα εδώ. Σε υποτίμησα, Δράκε. Έκανα λάθος και τώρα πρέπει να πληρώσω»
«Πρόσεχε όμως. Αν επιστρέψεις, θα το μάθω και μετά δεν θα είμαι τόσο επιεικής μαζί σου. Θα πυροβολήσω πρώτα και θα κάνω ερωτήσεις μετά»
«Μην ανησυχείς γι' αυτό. Θέλω να φύγω όσο πιο μακριά γίνεται από σένα και το φρικιό σου. Δεν θα επιστρέψω. Άντε λύσε με τώρα!»
«Όχι τόσο γρήγορα. Εγώ είμαι αυτός που θα κανονίσει την αναχώρησή σου, οπότε θα παραμείνεις καλεσμένη μου μέχρι να είναι όλα έτοιμα»
«Αλλά ...»
«Σκάσε! Σιχάθηκα τη φωνή σου!»
Ο Βίκος αρπάζει την ταινία και κλείνει ξανά το στόμα της Ρόζας, η οποία προσπαθεί μάταια να τον σταματήσει.
«Κάτσε φρόνημα, γαμώτο! Μη με αναγκάσεις να σε χτυπήσω!»
Αυτή υπακούει και όταν τελειώνει μαζί της, αυτός φεύγει από το υπόγειο, ακολουθούμενος από τον Άρη, ο οποίος σβήνει τα φώτα πίσω του. Οι δύο άντρες επιστρέφουν στο γραφείο του Βίκου και σωριάζονται στις καρέκλες. Ο Άρης περνάει τα χέρια του μέσα από τα μακριά μαλλιά του.
«Αυτό ήταν πολύ έντονο, ε;»
«Αυτό ήταν μια τυπική μέρα στη δουλειά. Την δουλειά από την οποία θέλω να σε προστατέψω. Καταλαβαίνεις το γιατί τώρα;»
«Κάτι λίγα ναι»
«Παρόλα αυτά, πρέπει να σου πω ότι ήσουν καταπληκτικός εκεί κάτω. Πως το κάνεις;»
Ο Άρης σηκώνει τους ώμους αδιάφορα.
«Δεν έχω ιδέα. Από τότε που ήμουν μικρό παιδί, αν ήθελα κάτι, όσο κακό ή παράλογο και αν ήταν, κοιτούσα κάποιον στα μάτια, το ζητούσα και το έπαιρνα αμέσως έτσι απλά»
«Είσαι χαρισματικός, Άρη, αλλά φτάνει για σήμερα. Φύγε από 'δω και πήγαινε για ύπνο. Είναι αργά!»
«Αποκλείεται! Δεν πάω πουθενά! Θα περιμένω να μάθω για τη μυστηριώδη γυναίκα που για χάρη της είσαι διατεθειμένος να τα παρατήσεις όλα! Έτσι δεν είναι;»
«Ναι, Άρη, είμαι έτοιμος. Όποια κι αν είναι, ό,τι κι αν συμβαίνει στη ζωή της, την θέλω αυτή τη γυναίκα και θα κάνω τα πάντα για να την αποκτήσω»
Λίγο μετά αφότου ο Βίκος ενημέρωσε τον υπαρχηγό του για το τι συνέβη με την Μαύρη Ανεμώνη, ο Νέγρος φεύγει για να εκτελέσει τις εντολές του αφεντικού για την καταστροφή της επιχείρησής της και να κανονίσει επίσης τις λεπτομέρειες της αναχώρησής της.
Αργότερα, μισή ώρα πριν τα μεσάνυχτα, ο Άρης είναι αραχτός στην καρέκλα, ο Βίκος κάθεται πίσω από το γραφείο του και κοιτάζει τον Αρουραίο που επέστρεψε πριν από λίγο.
«Μίλα μου, Αρουραίε. Τι ανακάλυψες;»
«Τα πάντα, αφεντικό. Το κορίτσι λέγεται Θαλασσινή Φραγκοπούλου»
«Θαλασσινή, ε; Υπέροχο!»
«Ναι. Αυτή είναι είκοσι τριών χρονών και δεν δουλεύει πουθενά. Βασικά, δεν χρειάζεται να δουλεύει»
«Γιατί; Είναι πλούσια;»
«Στο περίπου. Βέβαια, η οικογένειά της έχει πολλά λεφτά, αλλά όχι τόσα όσα ο ξανθός τύπος με την μηχανή»
«Ποιος είναι αυτός; Το πρόσωπό του είναι αρκετά οικείο»
«Προφανώς τον έχεις δει στην τηλεόραση ή σε κάποιο περιοδικό»
«Είναι ηθοποιός;»
«Όχι. Αυτός είναι επιχειρηματίας, και πιο συγκεκριμένα, είναι ο ιδιοκτήτης της Sun Corporation. Ξέρεις, o μεγάλος γυάλινος πύργος στο κέντρο της Αθήνας. Το όνομά του είναι Τζανέτος-Κοσμάς Ηλιόπουλος, αλλά όχι τον φωνάζουν Τζάκο»
Ένα σφύριγμα θαυμασμού βγαίνει από τα χείλη του Άρη, ο οποίος ακούει με προσοχή όλη αυτήν την ώρα.
«Έχω ακούσει γι' αυτόν. Είναι δυνατός ανταγωνιστής»
Ο Αρουραίος γυρίζει προς τον Άρη.
«Δεν είναι ανταγωνιστής»
Ο Βίκος σκύβει μπροστά και ακουμπάει τους αγκώνες του στο γραφείο.
«Τι σκατά σημαίνει αυτό;»
«Ότι η σχέση του με το κορίτσι δεν είναι ερωτική»
«Και τι είδους σχέση είναι τότε;»
«Αδερφική. Αυτός είναι θετός αδελφός της. Η οικογένειά της τον υιοθέτησε όταν πέθαναν οι γονείς του»
Ο Άρης μορφάζει ακούγοντας αυτή την τελευταία πληροφορία και ο Βίκος γνέφει στον Αρουραίο να αλλάξει θέμα.
«Υπάρχει ακόμα ένας αδερφός εξ αίματος που εργάζεται για την εταιρεία σε υψηλή θέση, νομίζω διευθυντής ή κάτι τέτοιο»
«Γιατί μένουν σε ξενοδοχείο;»
«Γιατί έφυγαν από την έπαυλη της οικογένειας. Προβλήματα με τη μητέρα. Αυτοί μένουν εκεί μέχρι να βρουν το κατάλληλο σπίτι»
«Και τι γίνεται με την προσωπική της ζωή; Υπάρχει κάποιος;»
«Όχι. Πολλοί την πολιορκούν, αλλά αυτή δεν θέλει κανέναν. Από ό,τι έχω μάθει, είναι πολύ ρομαντική»
Ο Άρης γυρίζει τα μάτια του.
«Αυτή ψάχνει για τον Γοητευτικό Πρίγκιπα του παραμυθιού, ε; Πόσο κλισέ!»
«Όχι ακριβώς, Λύκε. Αυτή ψάχνει τον Γοητευτικό Ήρωα. Κάποιον που δεν θα δίσταζε να ρισκάρει τη ζωή του για να την υπερασπιστεί»
Ο Βίκος βάζει τα δάχτυλά του κάτω από το πηγούνι του και σουφρώνει τα χείλη του.
«Αυτή ψάχνει για έναν ήρωα, ε; Τότε αυτό ακριβώς πρέπει να της δώσουμε. Άκου με προσεκτικά, Αρουραίε. Από σήμερα κιόλας θα γίνεις η σκιά της. Μάθε πού πηγαίνει, πώς πηγαίνει, πότε πηγαίνει και με ποιον. Θέλω να μάθω ακριβώς ποια είναι η καθημερινότητά της»
«Εντάξει, αφεντικό, αλλά μπορώ να ρωτήσω γιατί τα κάνεις όλα αυτά; Ποια είναι τελικά αυτή η γυναίκα;»
«Αυτή η γυναίκα, Αρουραίε, είναι το πεπρωμένο μου»
Ο Άρης εξανίσταται μ' αυτήν την δήλωση.
«Έλα τώρα, Βίκο! Πώς μπορείς να το ξέρεις αυτό; Ούτε καν της έχεις μιλήσει ακόμα»
«Μου το είπε ο παππούς μου, Άρη»
«Τι;»
«Ξέχνα το!»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro