Μαύρη Ανεμώνη
~ ΤΟ ΙΔΙΟ ΒΡΑΔΥ ~ ΓΥΡΩ ΣΤΙΣ ΔΕΚΑ ~ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ~ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ ~
Ο Βίκος είναι έτοιμος για την μεγάλη συνάντηση. Αυτός είναι ντυμένος στα μαύρα και κάθεται στο μπαρ πίνοντας ένα τελευταίο ποτό πριν φύγει. Εκείνη τη στιγμή, ο Άρης, ντυμένος με τζιν παντελόνι, δερμάτινο μπουφάν και ένα μακρύ μπλε κασκόλ γύρω απ' τον λαιμό του, μπαίνει στο δωμάτιο. Μιας και δεν ξέρει τίποτα για την Μαύρη Ανεμώνη, αυτός αιφνιδιάζεται κάπως από την αναταραχή που επικρατεί εκεί. Αυτός πλησιάζει τον Βίκο και κάθεται στο σκαμπό δίπλα του.
«Τι τρέχει; Γιατί τέτοια αναστάτωση;»
«Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα; Δεν πιστεύω να ετοιμάζεσαι να κάνεις καμιά μαλακία πάλι;»
«Όχι! Όχι! Ορκίζομαι. Όχι άλλες μαλακίες»
«Αυτό θα το πιστέψω όταν το δω»
«Θα το δεις! Βασικά, γι' αυτό ακριβώς ήρθα. Θέλω να σου μιλήσω»
«Για ποιο πράγμα;»
«Για το μέλλον μου»
Ο Βίκος χαμογελάει και βάζει το χέρι του στον ώμο του αγοριού.
«Επιτέλους, αγορίνα μου. Είμαι πρόθυμος να σ' ακούσω και να σε βοηθήσω, αλλά όχι τώρα. Έχω κάτι πολύ σημαντικό να κάνω που πιθανότατα θα μου πάρει όλο το βράδυ. Πήγαινε σπίτι και θα έρθω εκεί να μιλήσουμε αύριο»
«Εντάξει, κανένα πρόβλημα, αλλά τι συμβαίνει; Υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω για να βοηθήσω;»
Ο Βίκος σκανάρει τον Άρη από πάνω προς τα κάτω.
«Γιατί με κοιτάς έτσι;»
«Σκάσε και άσε με να σκεφτώ»
Ο Άρης μένει σιωπηλός να κοιτάζει τον Βίκο να τρίβει τον σβέρκο του μέχρι ν' ανοίγει ξανά το στόμα του.
«Λοιπόν .... Ξέχνα αυτό που είπα πριν. Θα έρθεις μαζί μου»
«Πού;»
«Στην Κηφισιά, ανάμεσα στις ανεμώνες»
«Μου ζητάς ρομαντικό ραντεβού;»
«Ναι, για να σου κάνω πρόταση γάμου»
«Ω! Πόσο γλυκό εκ μέρους σου! Θα πέσεις στο ένα γόνατο και θα μου δώσεις και δαχτυλίδι;»
«Αν είναι να κάνεις πλάκα καλύτερα να τ' αφήσουμε»
«Εντάξει. Εντάξει. Συγγνώμη! Πες μου τι ακριβώς συμβαίνει»
Ο Βίκος εξηγεί στον Άρη τι ακριβώς πρόκειται να συμβεί με την Μαύρη Ανεμώνη»
«Καλά όλα αυτά. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί με παίρνεις μαζί σου απ' την στιγμή που αυτή σου είπε να πας μόνος»
«Για να της αποσπάσω την προσοχή»
«Πως;»
«Η κυρία προτιμάει αγόρια της ηλικίας σου και εσύ ασκείς μια περίεργη επιρροή στις γυναίκες»
«Τώρα κατάλαβα»
«Και τι; Θα το κάνεις;»
«Χρειάζεται να ρωτήσεις; Σου χρωστάω, Δράκε. Θα έκανα τα πάντα για σένα»
«Αν με βοηθήσεις να την καταστρέψω, θα είμαστε πάτσι»
«Μην ανησυχείς, Δράκε. Το 'χω! Ξέρω ακριβώς τι να κάνω!»
Λίγη ώρα μετά, λίγο πριν τις έντεκα, ο Βίκος και ο Άρης μπαίνουν στο ταξί που κάλεσαν και σαράντα λεπτά αργότερα, αυτοί βρίσκονται έξω από το θερμοκήπιο με τις ανεμώνες πίσω από το άλσος της Κηφισιάς. Αφού είπαν στον ταξιτζή να τους περιμένει στην άλλη μεριά του άλσους, αυτοί πηγαίνουν και κάθονται σε ένα παγκάκι και περιμένουν. Ο Άρης κοιτάζει γύρω του μπερδεμένος.
«Πώς ανακάλυψες αυτό το μέρος;»
«Η Βαλέρια μου το είπε»
«Το μικρό σου ξανθό παιχνιδάκι;»
«Ναι»
«Και πώς στο καλό το ξέρει αυτή;»
«Μεγάλη ιστορία. Αυτό ανήκει στον πατέρα της, ο οποίος την έδιωξε όταν ξαναπαντρεύτηκε. Κάτι τέτοιο. Δεν έδωσα και πολύ σημασία στην ιστορία της»
«Νόμιζα ότι σου άρεσε. Έχεις τόσες πολλές γυναίκες γύρω σου και εσύ προτιμάς μόνο αυτήν»
«Δεν με παρατάς λέω εγώ»
«Τι;»
«Αυτή είναι όμορφη, έξυπνη και σέξι, αλλά μέχρι εκεί. Ένα καλό πήδημα που και που, λίγη κουβέντα και τίποτα άλλο»
«Μ' αρέσει ο τρόπος που σκέφτεσαι»
«Γιατί κι εσύ το ίδιο δεν κάνεις; Πόσα κοριτσάκια έχεις διακορεύσει;»
«Έη! Δεν τις έβγαλα και στο κλαρί. Άκου διακορεύσει; Που την βρήκες αυτή τη λέξη;»
«Πόσα, ρε; Λέγε!»
«Εντάξει, μωρέ. Πολλά»
«Τότε σκάσε!»
Ξαφνικά, ο Άρης σηκώνεται από τη θέση του και μυρίζει τον αέρα. Ο Βίκος, που ξέρει ακριβώς τι σημαίνει αυτό, αναλαμβάνει αμέσως δράση.
«Τι συμβαίνει, Λύκε;»
«Κάποιος έρχεται»
«Άντρας ή γυναίκα;»
«Γυναίκα. Αυτή είναι!»
«Είναι μόνη;»
«Ναι»
«Ετοιμάσου τότε, Λύκε. Το θήραμά σου μόλις έφτασε!»
Λίγα δευτερόλεπτα μετά, μια εντυπωσιακή και όμορφη καστανή γυναίκα, γύρω στα σαράντα, ξεπροβάλει μέσα από τους θάμνους που περιβάλλουν το θερμοκήπιο. Τα μαλλιά της έχουν το χρώμα του σταχιού και πέφτουν βαριά στους ώμους της. Τα σκούρα μάτια της γυαλίζουν κάτω απ' τα φώτα του δρόμου. Τα ρούχα της, αν και αρκετά τολμηρά, ταιριάζουν απόλυτα με το σώμα της, αλλά και την ηλικία της. Αν κάποιος την έβλεπε και δεν ήξερε τι είναι, θα έλεγε ότι ήταν μια πλούσια κυρία που απλώς απολαμβάνει τη ζωή της, αλλά, όπως όλοι γνωρίζουμε, ότι λάμπει δεν είναι χρυσός!
Η γυναίκα σταματάει σε αρκετή απόσταση απ' αυτούς. Ο Άρης μένει πίσω και ο Βίκος περπατά προς το μέρος της, αλλά εκείνη σηκώνει το χέρι της.
«Μείνε εκεί που είσαι! Μην πλησιάζεις!»
Η φωνή της είναι επιβλητική, αλλά ο Βίκος δεν υπακούει. Πλησιάζει όλο και πιο κοντά και στέκεται μπροστά της. Επειδή είναι αρκετά ψηλότερος απ' αυτήν, αυτή αναγκάζεται να σηκώσει το κεφάλι της για να τον κοιτάξει.
«Εγώ δίνω τις εντολές, γυναίκα. Δεν τις υπακούω»
«Γι' αυτό δεν ήρθες μόνος σου;»
«Ναι»
«Πολύ καλά λοιπόν! Είχα την καλοσύνη να σου μιλήσω, αλλά εσύ δεν μου αφήνεις περιθώριο»
Αυτή γυρίζει και αρχίζει να περπατάει προς την κατεύθυνση απ' την οποία ήρθε, όμως η φωνή του Άρη την κάνει να σταματήσει.
«Δεν θα το έκανα αυτό, αν ήμουν στη θέση σου»
Ο Άρης βγαίνει από τις σκιές και η Μαύρη Ανεμώνη γυρίζει προς το μέρος του.
«Ποιος είσαι εσύ;»
Ο Άρης πηγαίνει και στέκεται δίπλα στον Βίκο.
«Δράκε, θα με συστήσεις στην κυρία;»
«Δεν βλέπω καμία κυρία εδώ»
«Αυτό δεν είναι πολύ ευγενικό»
«Είμαι ευγενικός σ' αυτούς που το αξίζουν»
Η Μαύρη Ανεμώνη κάνει μερικά βήματα προς αυτούς και τα μάτια της καρφώνονται στον Άρη.
«Ξέρεις κάτι, Δράκε; Κανείς δεν με έχει προσβάλει έτσι και αναπνέει ακόμα. Έχεις αρχίδια, τελικά!»
«Κόψε τις μαλακίες και κάτσε κάτω να μιλήσουμε»
«Υπό έναν όρο!»
Ο Βίκος μορφάζει καθώς περνάει το χέρι του μέσα στα μαλλιά του.
«Αρχίζω και εκνευρίζομαι»
Ο Άρης παίρνει μία προσποιητή τρομοκρατημένη έκφραση.
«Ωχ! Αυτό δεν είναι καλό»
«Αλήθεια, αγοράκι μου;»
«Ακούστε, κυρία. Μην πιέζετε άλλο την τύχη σας. Δεν θέλετε να θυμώσει. Πιστέψτε με!»
«Εσύ να με πιστέψεις, ομορφόπαιδο. Ξέρω πολύ καλά τι κάνω. Έχω μάθει τι είναι τ' αφεντικό σου. Ξέρω για τον Ρήγα και τον καημένο τον Λουίτζι»
«Και οι δύο πήραν αυτό που τους άξιζε»
«Ίσως, αλλά έμαθα και κάτι άλλο»
«Τι άλλο;»
«Ότι το αφεντικό σου έχει αρχές. Δεν θα έκανε ποτέ κακό σε μια γυναίκα»
«Μην είστε τόσο σίγουρη γι' αυτό, και δεν είναι τ' αφεντικό μου!»
«Τι σου είναι τότε; Ο μπαμπάκας σου; Αυτό θα ήταν κρίμα!»
Η άγρια φωνή του Βίκου τρομάζει έναν κοκκινολαίμη που πετάει μακριά.
«ΑΡΚΕΤΑ!»
Η Μαύρη Ανεμώνη αγγίζει τα χείλη της με τα δάχτυλα της.
«Ουπς! Ο Δράκος μόλις βρυχήθηκε»
Πριν προλάβει κανείς να τον σταματήσει, αν ήταν δυνατό κάτι τέτοιο, ο Βίκος την αρπάζει απ' το λαιμό και την αναγκάζει να γονατίσει μπροστά του.
«Άκουσέ με προσεκτικά, γαμημένη σκύλα. Είναι αλήθεια ότι ποτέ δεν βλάπτω γυναίκες, αλλά εσύ δεν είσαι μία απ' αυτές. Είσαι ένα φίδι. Ένα φίδι που έχει εισβάλει στην περιοχή μου και σπέρνει το θάνατο. Και ξέρεις τι κάνω εγώ στα φίδια;»
Αν και είναι γονατισμένη, με ένα δυνατό χέρι να σφίγγει τον λαιμό της, αυτή δεν χάνει ούτε λεπτό την αλαζονεία της. Σηκώνει το χέρι της και τυλίγει τα δάχτυλα της γύρω απ' τον καρπό του Βίκου και κοιτάζει ψηλά.
«Όχι, δεν ξέρω»
«Τους ξεριζώνω το κεφάλι και το συνθλίβω κάτω από το παπούτσι μου»
Ξαφνικά, ο Άρης κοιτάζει γύρω του αληθινά πανικόβλητος.
«Κάτι δεν πάει καλά εδώ»
«Τι;»
«Έχουμε παρέα!»
«Γαμώτο!»
«Βίκο, πρέπει να φύγουμε. Είναι πάρα πολλοί»
Ο Βίκος ταρακουνάει το σώμα της γυναίκας.
«Γαμημένη σκύλα! Έλα μόνος και μαλακίες! Έπρεπε να ξέρω ότι λες ψέματα»
Η Μαύρη Ανεμώνη ξεσπάει σε σατανικά γέλια.
«Ηλίθιε Δράκε! Αλήθεια νόμιζες ότι θα ερχόμουν μόνη;»
«Σκάσε!»
Ο Άρης βάζει το χέρι του στον ώμο του Βίκου.
«Αυτοί είναι κοντά, Δράκε και έχουν όπλα»
Η Μαύρη Ανεμώνη κοιτάζει το αγόρι.
«Πώς το ξέρεις;»
«Μύρισα την πυρίτιδα»
«Ουάου! Τι είσαι, μωρό μου;»
«Σκάσε, μωρή και άσε με να σκεφτώ!»
Η Μαύρη Ανεμώνη σηκώνει σαρκαστικά τα φρύδια και κλείνει το στόμα της. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, ο Βίκος στρέφεται στον Άρη.
«Λύκε, μπορείς να μας βγάλεις από εδώ;»
«Ναι, αλλά πρέπει να φύγουμε τώρα»
«Εντάξει!»
«Τι θα κάνουμε μ' αυτήν;»
«Θα την πάρουμε μαζί μας. Αν μας προφτάσουν οι μπράβοι της, θα μας χρειαστεί σαν ασπίδα. Δώσε μου το κασκόλ σου»
Η γυναίκα τινάζεται με πείσμα.
«Δεν πάω πουθενά μαζί σου!»
«Μια λέξη ακόμα και θα σου ξεριζώσω τη γλώσσα! Άρη, το κασκόλ!»
Ο Άρης ξετυλίγει το κασκόλ από το λαιμό του και το δίνει στον Βίκο, ο οποίος, με μαεστρία, δένει τα χέρια της Μαύρης Ανεμώνης πίσω από το λαιμό της και τη φιμώνει ταυτόχρονα. Βάζει το χέρι του γύρω από τη μέση της και τη σηκώνει.
«Βγάλε μας από δω, Λύκε»
«Ακολούθα με!»
Αποφεύγοντας με απόλυτη επιτυχία τους μπράβους της Μαύρης Ανεμώνης, ο Άρης οδηγεί τον Βίκο μέσα από το άλσος και αυτοί καταφέρνουν να φτάσουν εκεί που τους περιμένει το ταξί, αλλά δυστυχώς, αυτό είναι άφαντο.
«Γαμώτο! Το ταξί δεν είναι εδώ»
«Αυτός θα είδε τους μπράβους και θα το έβαλε στα πόδια»
«Στο είπα ότι δεν έπρεπε να τον πληρώσεις. Αν δεν είχε πάρει τα λεφτά του ...»
«Θα συνεχίσεις πολύ ώρα με τα αν και τα γιατί;»
«Και τι να κάνω, ρε Βίκο; Πως θα γυρίσουμε πίσω;»
«Θα περπατήσουμε»
«Έχεις τρελαθεί; Από την Κηφισιά μέχρι την Δραπετσώνα; Θα μας πάρει ώρες. Και εκτός απ' αυτό, έχουμε και την καλεσμένη μας. Δεν μπορούμε να διασχίσουμε την πόλη με μια φιμωμένη γυναίκα σαν να μην συμβαίνει τίποτα»
«Έχεις άλλη λύση, εκνευριστικέ Λύκε;»
Όμως, πριν προλάβει ο Άρης ν' ανοίξει το στόμα του, ένα πολύ οικείο αυτοκίνητο, ένα ματ μαύρο φτιαγμένο Subaru Impreza με ασημένιες ζάντες, φρενάρει μπροστά τους με ανοιχτή την πόρτα του συνοδηγού και η φωνή του Νέγρου, που είναι στο τιμόνι, ακούγεται από μέσα.
«Μπείτε μέσα! Γρήγορα!»
Ο Βίκος κοιτάζει αριστερά και δεξιά.
«Άνοιξε το πορτ μπαγκάζ!»
Ο Νέγρος ανοίγει το πορτ μπαγκάζ και ο Βίκος ρίχνει μέσα τη Μαύρη Ανεμώνη, όχι και πολύ απαλά!
«Άουτς!»
«Σκάσε!»
Ο Άρης βρίσκεται ήδη στο πίσω κάθισμα όταν ο Βίκος κλείνει το πορτ μπαγκάζ και μπαίνει στο αυτοκίνητο.
«Φύγε! Φύγε! Φύγε!»
Ο Νέγρος πατάει τέρμα το γκάζι, κάνοντας τα λάστιχα να σπινιάρουν στο δρόμο. Ο Άρης παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Γαμώτο! Λατρεύω τη μυρωδιά των καμένων ελαστικών!»
Ο Βίκος χαμογελάει.
«Νέγρο, όχι ότι παραπονιέμαι, αλλά πώς στο διάολο βρέθηκες εδώ;»
«Τι νόμιζες, αφεντικό; Θα σε άφηνα μόνο σε κάτι τέτοιο με μόνες ενισχύσεις αυτό το κουτάβι;»
Ο Άρης σκύβει ανάμεσα από τα δύο καθίσματα.
«Αυτό το κουτάβι που λες, κύριε Νέγρο, έσωσε τον κώλο του αφεντικού σου από μια ενέδρα»
Ο Νέγρος κοιτάζει τον Βίκο με απορία.
«Τι λέει αυτός;»
«Την αλήθεια. Αν δεν ήταν ο Άρης, δεν θα μπορούσα να ξεφύγω από τους μπράβους»
«Πώς το έκανε αυτό;»
Ο Βίκος σηκώνει τους ώμους αδιάφορα.
«Απλώς απέφυγε τη μυρωδιά τους»
«Μου κάνεις πλάκα τώρα, έτσι;»
«Όχι»
Ο Νέγρος κοιτάζει τον Άρη μέσα από τον κεντρικό καθρέφτη.
«Μπράβο, κουτάβι! Θύμισέ μου να υποκλιθώ μπροστά σου όταν τελειώσουν όλα αυτά»
Ο Άρης χτυπάει φιλικά τον ώμο του.
«Σίγουρα θα το κάνω, αλλά μέχρι τότε, δεν βάζεις κανένα τραγουδάκι ν' ακούσουμε;»
Ο Νέγρος ανοίγει το ντουλαπάκι ανάμεσα στα καθίσματα, πιάνει την πρώτη κασέτα και την σπρώχνει μέσα στο κασετόφωνο του αμαξιού. Όταν η φωνή του Γιάννη Αγγελάκα, απ' το ροκ συγκρότημα "Τρύπες", αρχίζει να ακούγεται απ' τα ηχεία, ο Άρης ξαπλώνει κάθετα στο πίσω κάθισμα, βάζει τα πόδια του επάνω στην εταζέρα και αρχίζει να τραγουδάει μαζί του.
«Δώσ' μου λίγη ακόμα αγάπη. Οδήγησε με στο φρικτό της τοπίο. Δώσ' μου λίγη ακόμα αγάπη. Θέλω να γίνω βασιλιάς των γελοίων ...»
Ο Νέγρος και ο Βίκος, αφού ακούνε για λίγο την εξαίσια φωνή του Άρη, αρχίζουν να συζητούν.
«Δράκε, τι σκοπεύεις να κάνεις με το φορτίο στο πορτ μπαγκάζ;»
«Δεν ξέρω ακόμα»
Ο Άρης σηκώνεται ξανά και μπαίνει στην κουβέντα.
«Όταν οι μπράβοι της ανακαλύψουν την απαγωγή της, θα επιτεθούν»
«Το κουτάβι έχει δίκιο»
Ο Άρης γρυλίζει απειλητικά.
«Σταμάτα να με λες κουτάβι!»
«Συγγνώμη, Λύκε! Δεν θα ξαναγίνει!»
«Το καλό που σου θέλω!»
Ο Νέγρος γελάει και ο Βίκος χαμογελάει με περηφάνια.
«Όπως και να 'χει, Δράκε, εμείς πρέπει να είμαστε έτοιμοι»
«Θα είμαστε. Τώρα σταματήστε την πάρλα. Θέλω να σκεφτώ!»
Η υπόλοιπη διαδρομή γίνεται στη σιωπή. Λίγο μετά τις δύο τα ξημερώματα, αυτοί φτάνουν στο αρχηγείο. Βγαίνουν απ' το αμάξι και ο Βίκος απευθύνεται στον Άρη.
«Λύκε, χωρίς αντίρρηση, καβάλα την γκομενίτσα σου και πήγαινε σπίτι. Ξεκουράσου καλά και έλα πάλι αύριο το βράδυ. Θα χρειαστώ τα όπλα σου»
«Κανένα πρόβλημα, Δράκε. Εξάλλου, είμαι σίγουρος ότι ο νέος μου κηδεμόνας θα με περιμένει ξύπνιος πίσω από την πόρτα κρατώντας έναν πλάστη»
Ο Άρης ανεβαίνει στην XV Virago 750 Yamaha του και είναι έτοιμος να φορέσει το κράνος του, αλλά ο Βίκος έχει κάτι τελευταίο να του πει.
«Άρη ...;»
«Ναι;»
«Ευχαριστώ γι' απόψε»
«Μην το πεις καν!»
«Όνειρα γλυκά, Λύκε!»
«Επίσης, Δράκε!»
Ο Άρης φοράει το κράνος του, βάζει μπρος τη μηχανή, μαρσάρει μερικές φορές και χάνεται μέσα στη νύχτα. Ο Νέγρος πλησιάζει τον Βίκο.
«Αυτός είναι το κάτι άλλο, ε;»
«Ναι, το καθίκι, είναι!»
«Τι θα κάνουμε με την καλεσμένη μας;»
«Πήγαινε την στο υπόγειο και δέσε την. Δώσε της φαγητό και νερό, αλλά όχι πολλά-πολλά. Όσο για τα υπόλοιπα, διπλασίασε τους φρουρούς έξω και να είστε όλοι σε εγρήγορση με τα όπλα σας γεμάτα και οπλισμένα. Όποιος τολμήσει να πλησιάσει, σκοτώστε τον»
«Εντάξει. Εσύ τι θα κάνεις;»
«Θα κοιμηθώ στο γραφείο μου»
«Γιατί δεν πας σπίτι σου να ξεκουραστείς;»
«Λες;»
«Λέω. Πήγαινε και αν γίνει κάτι εδώ, θα σε ειδοποιήσω αμέσως»
«Εντάξει. Πάω και αύριο θα έρθω νωρίς»
«Καλό ύπνο!»
«Επίσης»
Ο Βίκος μπαίνει στο αυτοκίνητό του και φεύγει για το σπίτι του. Όση ώρα οδηγεί, σκέφτεται τι να κάνει με τη Μαύρη Ανεμώνη. Σκέφτεται και σκέφτεται, αλλά λύση δεν μπορεί να βρει. Μόλις μπαίνει στο σπίτι του, πέφτει στο κρεβάτι του με τα ρούχα και παραδόξως αποκοιμάται αμέσως.
Την επόμενη μέρα ξυπνάει λίγο μετά το μεσημέρι. Κάνει ντους και τώρα κοιτάζεται στον καθρέφτη, τρίβοντας τον σβέρκο του και προσπαθώντας να μαζέψει τις σκέψεις του που είναι ένα μπερδεμένο κουβάρι. Αυτός θέλει απεγνωσμένα να βρει μια λύση στο πρόβλημά του με την Μαύρη Ανεμώνη, αλλά το χθεσινοβραδινό όνειρο που είδε δεν το αφήνει να σκεφτεί καθαρά.
Τα όνειρα του, από τότε που θυμάται τον εαυτό του, ήταν γεμάτα δράκους. Καλούς δράκους που πολεμούσαν το κακό μαζί με ιππότες και πρίγκιπες. Δράκους που έσωζαν όμορφες πριγκίπισσες από φλεγόμενους πύργους. Δράκους που προστάτευαν ολόκληρα βασίλεια, αλλά όχι χθες βράδυ.
Το χθεσινό όνειρο ήταν διαφορετικό. Αυτός είδε τον αγαπημένο του παππού, τον οποίο έχασε όταν ήταν δεκαεφτά, να του λέει ότι πρέπει να βρίσκεται έξω από το ξενοδοχείο Χίλτον στις έξι σήμερα το απόγευμα. Όταν ο Βίκος τον ρώτησε γιατί, αυτός του είπε ότι εκεί θα συναντήσει τη μοίρα του.
Αν ήταν κάποιος άλλος, ο Βίκος θα αγνοούσε το όνειρο. Όχι όμως ο παππούς του. Μέχρι στιγμής, ο παππούς του έχει εμφανιστεί στα όνειρά του άλλες δύο φορές, και στις δύο περιπτώσεις η συμβουλή του ήταν σωστή. Ο παππούς του τον συμβούλεψε να αγοράσει το πρώτο του μπαρ και τον προειδοποίησε λίγα χρόνια αργότερα για έναν λογιστή που τον έκλεβε ξεδιάντροπα. Έτσι λοιπόν, αυτός θα βρίσκεται έξω από αυτό το ξενοδοχείο, ο κόσμος να χαλάσει.
«Για να δούμε, ρε παππού. Θα έχεις δίκιο και αυτή τη φορά;»
Αυτός κοιτάζει το ρολόι του. Πέντε και δέκα. Ίσα- ίσα που προλαβαίνει. Φοράει λοιπόν ένα τζιν και ένα πουκάμισο, παίρνει το μπουφάν και τα κλειδιά του αυτοκινήτου του και τρέχει έξω.
Οι δρόμοι δεν είχαν πολλή κίνηση και έτσι, αυτός κατάφερε να φτάσει στο κέντρο της Αθηνάς δέκα λεπτά πριν τις έξι. Παρκάρει το αμάξι λίγα μέτρα μακριά από την πολυτελή είσοδο και κοιτάζει γύρω του.
«Σοβαρά τώρα; Πόσο ηλίθιος είμαι; Τι προσπαθώ να βρω εδώ πέρα;»
Λίγα λεπτά αργότερα, κοιτάζει το ρολόι του μια τελευταία φορά. Έξι και τρία λεπτά.
«Εντάξει, Βίκο. Έκανες το χατίρι του παππού σου. Καιρός να επιστρέψεις πίσω στην πραγματικότητα»
Αυτός σηκώνει το χέρι να πατήσει το κουμπί για να βάλει μπρος το αμάξι, αλλά αυτό μένει μετέωρο πριν ξεκινήσει τον κινητήρα. Τα μάτια του Βίκου ανοίγουν διάπλατα.
«Μα τα χίλια βασίλεια! Αυτή είναι!»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro