Κεφάλαιο 39
Η ώρα περνούσε και ο Ιάκωβος ακόμα να φανεί, είχε αρχίσει να με παίρνει ο ύπνος όταν άκουσα το κουδούνι να κτυπάει, και με δυσκολία έφτασα ως την πόρτα για να ανοίξω.
Δεν πρόλαβα να κάνω στην άκρη για να μπει, και ήδη με είχε αρπάξει είχε κλείσει την πόρτα και με πήγαινε προς το δωμάτιο.
«Πως και τέτοια κέφια έγινε τίποτα από όταν έφυγα;» ρώτησα παιχνιδιάρικα.
«Έγινε πως σε λατρεύω και μάλιστα έχουμε έναν σύμμαχο ενάντια στον πατέρα μου.» μου είπε με μια ανάσα και άρχισε πάλι να αφήνει φιλιά στο σώμα μου.
Έμεινα να κοιτάω το ταβάνι για μερικά δευτερόλεπτα και αμέσως τον έσπρωξα ώστε να συναντηθούν οι ματιές μας.
«Τι εννοείς έχουμε σύμμαχο;» τον ρώτησα, και πραγματικά δεν μπορούσα να καταλάβω τι εννοούσε.
«Εννοώ πως τώρα θα σου κάνω έρωτα και θα αφήσουμε την κουβέντα για αύριο.» είπε και συνέχισε να μου δίνει φιλιά.
«Μα...» πήγα να πω αλλά το στόμα μου έκλεισε αμέσως από το δικό του.
«Δεν έχει μα, μίλησα.» είπε και πλέον ήξερα πως δεν μπορούσα να του αλλάξω γνώμη, όχι πως ήθελα να του αλλάξω.
Άνοιξα τα μάτια μου με το ζόρι, διάφορες ωραίες μυρωδιές τρυπούσαν την μύτη μου, και με έκαναν να σηκωθώ πεινασμένη. Σηκώθηκα αμέσως, γιατί πέρα από το ότι πεινούσα μου είχαν εξάψει την περιέργεια για το που προέρχονται αυτές οι μυρωδιές.
Φόρεσα το πουκάμισο του που βρισκόταν δίπλα από το κρεβάτι στο πάτωμα και κατευθύνθηκα με γρήγορα βήματα προς την κουζίνα. Το είδα μόνο με το παντελόνι μια πιτζάμας που του είχα από τον αδελφό μου και του την είχα δώσει πριν από κάποια βράδια που είχαμε κοιμηθεί εδώ.
Στάθηκα στην πόρτα, δεν με είχε καταλάβει, και κινούταν στον χώρο λες και ζούσε χρόνια εδώ μέσα. Μπορεί το σπίτι μου να ήταν μικρότερο από το δικό του, αλλά μου είχε πει πως του άρεσε.
Μου έδωσε την ευκαιρία να τον θαυμάσω και με έκανε να σκεφτώ πως ευτυχώς που μπήκε στην ζωή μου. Εχθές το βράδυ σε αυτό το αποτυχημένο τραπέζι των γονιών του είδα πως πραγματικά νοιαζόταν για μένα, και πως αν μπορούσε θα τον είχε σπάσει στο ξύλο τον Παύλο για ότι μου έκανε.
Δεν πέρασαν πέντε λεπτά από την στιγμή που είχα κατέβει και πλέον είχε ετοιμάσει το πρωινό μας και το είχε βάλει σε ένα δίσκο, και μόλις έκανε στροφή με είδε, και έβαλα τα γέλια με την φάτσα τρόμου που είχε έστω για μερικά δευτερόλεπτα.
«Αμάν βρε μωρό μου, δεν με λυπάσαι, παραλίγο να μου έπεφτε και ο δίσκος.» είπε παραπονιάρικα
«Ήσουν τόσο αφοσιωμένος και δεν ήθελα να σε διακόψω βρε μωρό μου.» του είπα γλυκά.
«Καλά κατάλαβα, πάλι με θαύμαζες, λογικό με τέτοιο κορμί.» είπε με υπερηφάνεια.
Τον πλησίασα προκλητικά και του έκανα νόημα να χαμηλώσει ώστε να του πω κάτι στο αυτί.
«Για να είμαστε ειλικρινής έχω δει και πολύ καλύτερα.» του είπα σοβαρά.
Και γρήγορα απομακρύνθηκα από κοντά του. Στην αρχή είναι ένα βλέμμα σαστισμένο, αλλά γρήγορα επανήλθε και άρχισε να να με κυνηγάει σε όλο το σπίτι.
«Άμα σε πιάσω, να δω ποιος θα σε γλυτώσει.» είπε αυστηρά.
«Γιατί θα τα καταφέρεις να με πιάσεις;» το προκάλεσε για ακόμα μια φορά.
Με μια απότομη κίνηση που με έπιασε εξαπίνης παραλίγο να με πιάσει αλλά κατάφερε στο δευτερόλεπτο να του ξεφύγω.
«Το συνεχίζεις βλέπω.» είπε και η φωνή του είχε μια αγριάδα αλλά όχι από αυτή που θα με έκανε να φοβάμαι, αλλά μια αγριάδα που με έκανε να θέλω να με πιάσει.
Όμως δεν του έκανα τόσο εύκολα το χατίρι, και όσο τον στρίγκλιζα, τόσο καλύτερα θα περνούσα αργότερα.
«Αφού την αλήθεια λέω, δεν μπορώ να πω ψέματα δεν με έμαθαν έτσι οι γονείς μου.» του είπα και πλέον είχα αλλάξει τον τόνο στην φωνή μου, πλέον ακουγόμουν γλυκιά.
«Είσαι όμως μια πολύ γλυκιά ψεύτρα το ξέρεις;» είπε και τελικά κατάφερε να με πιάσει.
Δεν πρόβαλα καμιά αντίσταση στο κράτημα του, και εύκολα πλέον βρισκόμουν στην αγκαλιά του και με γρήγορες διαδικασίες έφερε τα χείλια του πάνω στα δικά μου.
Δεν κατάλαβα πότε μας μετέφερε στο δωμάτιο και με ακούμπησε, το φιλί του αυτό με έκανε να χάσω την γη κάτω από τα πόδια μου, κάθε φορά είχε τα ίδια αποτελέσματα, και κάθε με έκανε να αναζητώ τα φιλιά του όλο και πιο σύντομα. Κάθε μέρα διψούσα όλο και πιο πολύ για τα φιλιά του.
Δεν έκανε καμία κίνηση για να με κάνει δικιά του πάλι, αλλά αυτή την φορά απλά με κράτησε στην αγκαλιά του και μου έδινε φιλιά σε όλο μου το πρόσωπο.
«Που πας μωρό μου;» του είπα όταν τον ένιωσα να απομακρύνεται από κοντά μου.
«Πάω να φέρω το πρωινό μας.» είπε καθώς έβγαινε από το δωμάτιο.
Δεν άργησε να έρθει και ευτυχώς ο δίσκος ήταν γεμάτος γιατί πραγματικά πεινούσα πολύ.
«Ααα και τώρα που το θυμήθηκα τι ήταν αυτά που έλεγες για κάποιον σύμμαχο;» τον ρώτησα μόλις κατάπια την πρώτη μου μπουκιά από το πρωινό μου.
«Ααα ναι, λοιπόν αφού έφυγες ο πατέρας μου με ανάγκασε να πάω την κοπέλα που θέλει να παντρευτώ σπίτι της. Και στην διαδρομή έμαθα πως μας κατάλαβε, επίσης μου αποκάλυψε πως ούτε εκείνη θέλει αυτό το γάμο και πως είναι σε σχέση.» τα είπε όλα περιληπτικά.
«Αυτό κι αν είναι εξέλιξη.» είπα έχοντας μείνει άφωνη.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro