Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Τα Aετόπουλα/ part 1

Οι εποχές άλλαζαν και το φθινόπωρο είχε κάνει για τα καλά την εμφάνισή του. Τα πουλιά εξακολουθούσαν να σιγοτραγουδούν έναν σκοπό παράξενο και μελαγχολικό, ο καιρός ολοένα και ψύχραινε. Μακριά από τους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, οι φτωχογειτονιές ήταν εκείνες που είχαν σηκώσει το μεγαλύτερο βάρος. Οι πρόσφυγες που κατοικούσαν στα τενεκεδόσπιτα, τέσσερα και πέντε άτομα μέσα σε ένα δωμάτιο, έμοιαζαν αβοήθητοι, αθέατοι από το κράτος. Αρκετές φορές δεν υπήρχαν σωληνώσεις και οι αποχετεύσεις έρρεαν πίσω από τα λασπωμένα σοκάκια. Συγγενείς στην επαρχία δεν υπήρχαν, προκειμένου να προστρέξουν σε βοήθεια τους δύσκολους καιρούς.

Στις 16 Οκτωβρίου, έγινε η πρώτη αποστολή τροφίμων με το τούρκικο ατμόπλοιο Κουρτουλούς. Όσο και αν αποτέλεσε μία ελάχιστη ανακούφιση, οι Αθηναίοι δεν σώθηκαν με αυτές τις αποστολές. Τα περιστατικά της πείνας πλήθαιναν. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ξάπλωναν το βράδυ νηστικοί τελείως. Δεν υπήρχε σχεδόν τίποτε για να αγοράσεις, ενώ ορισμένες φορές στους δρόμους, πουλούσαν παστέλι καμωμένο από σουσάμι. Στα ζαχαροπλαστεία, χρησιμοποιούσαν το χαρουπόμελο, ενώ στα εστιατόρια δεν υπήρχε ψωμί και κανείς δεν σου έδινε, όσο και αν παρακαλούσες. Το εστιατόριο Αβέρωφ, επιταγμένο από τους Γερμανούς, είχε γίνει Σολντατενχάιμ. Οι Γερμανοί αξιωματικοί έτρωγαν βασιλικά, απομακρύνοντας τα πεινασμένα παιδιά που ζητιάνευαν.

Ο Σάββας είχε ξυπνήσει με δυσκολία εκείνο το πρωινό. Η μητέρα του είχε επιστρέψει από τον Υμηττό, έχοντας μαζέψει αγριόχορτα, τα οποία θα τα έβραζαν και θα τα έτρωγαν αλάδωτα. Τελευταία ωστόσο, είχε γίνει μυστικοπαθής. Σιγοψιθύριζε με τον πατέρα του λόγια διάφορα. Από όσο μπορούσε να καταλάβει, λίαν συντόμως θα κατόρθωναν να πάρουν στα χέρια τους τις νέες τους ταυτότητες. Η μητέρα του θα ξεκινούσε δουλειά σε ένα πλούσιο σπίτι στο Παγκράτι, το οποίο ωστόσο διόλου καλή φήμη δεν είχε. Στην γειτονιά, τους αποκαλούσαν Ναζί. Μάλιστα, η γερμανική γλώσσα ακουγόταν συχνά στα σπλάχνα του συγκεκριμένου σπιτιού.

«Τι σε έχει πιάσει και θα πας εκεί; Δεν έχεις ακούσει για όλα όσα λέγονται; Είναι επικίνδυνοι» γκρίνιαζε ο γιος της, μα η μητέρα του, ήταν αποφασισμένη.

«Μίλησα με τον πατέρα σου. Οι συγκεκριμένοι άνθρωποι, είναι ευκατάστατοι και έχουν άκριες. Θα μας βοηθήσουν. Τι σημασία έχει αν η γυναίκα, είναι Γερμανίδα; Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ήρθαν. Δεν φταίνε εκείνοι για όσα κακά μας βρήκαν»

«Ναι, αλλά τους φυλάνε οι προδότες οι Ταγματασφαλίτες! Ένας να σε αναγνωρίσει και να μην του αρέσεις, θα σε βρουν σε κάποιο χαντάκι! Εγώ σε προειδοποίησα» συνέχισε εκείνος την γκρίνια.

Από τότε που έλαβε χώρα το περιστατικό με την Αφροδίτη, δεν άντεχε στη γνώση πως οι δικοί του άνθρωποι θα κινδύνευαν. Ήδη δεν είχε συγχωρέσει ποτέ τον εαυτό του για το φρικαλέο περιστατικό. Στη σκέψη της Αφροδίτης, η καρδιά του δούλευε ακανόνιστα. Αγαπούσε και τον Λευτέρη. Οι τρεις τους θα μπορούσαν να έχουν ένα κάποιο μέλλον, παρά το γεγονός πως και η δική του καταγωγή δημιουργούσε κλειστές κοινωνίες που δύσκολα θα αποδέχονταν τη διαφορετικότητα.

Ο Φίλιμπερτ από τη στιγμή που διάβασε το άτυπο ημερολόγιο, αδυνατούσε να κοιμηθεί τα βράδια. Έπειτα από εκείνη τη σύντομη συνάντησή τους κάτω από τη μουριά της γειτονιάς, η Αφροδίτη τον απέφευγε, σαν να φοβόταν. Και ο ίδιος ωστόσο είχε κρατήσει μία τυπική στάση απέναντί της. Καθώς βρισκόταν στην υπηρεσία μαζί με τον Κάσπαρ, το μυαλό του διαρκώς έπλαθε τις εικόνες εκείνης της νύχτας.

«Επομένως, ο Λευτέρης, πρόκυψε από βιασμό» μουρμούρισε ο ξανθός αξιωματικός «Τότε η Αφροδίτη θα ήταν ανήλικη. Είναι πολύ λογικό να φοβάται τους άνδρες και να μην εμπιστεύεται κανέναν»

«Πρέπει να μάθω ποιος το έκανε» ψέλλισε ο Φιλ από δίπλα.

«Γιατί ενδιαφέρεσαι τόσο; Για την ακρίβεια, καλά θα κάνεις να σταματήσεις καθώς κινδυνεύεις»

«Προσέχω. Λοιπόν, το ημερολόγιο, αναφερόταν σε ένα Μοναστήρι, νομίζω ήταν του Άϊ-Γιάννη»

«Το όνομα του Αγίου περιττεύει αν γνωρίζουμε πού βρίσκεται. Εκεί έλαβε χώρα ο βιασμός, ωστόσο ο υπεύθυνος θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε, ακόμη και αυτός ο Κυριάκος»

Ο Φίλιμπερτ δεν του είπε λέξη παραπάνω. Σηκώθηκε από την καρέκλα του, κατέβηκε τα σκαλοπάτια σχεδόν τρέχοντας και ξεκίνησε να βαδίζει προς την Καισαριανή. Ο Κάσπαρ ωστόσο, τινάχτηκε ξοπίσω του, σταματώντας τον.

«Έχεις τρελαθεί; Δεν θα κυκλοφορήσεις μόνος σου»

«Εμπιστεύεσαι κάποιον άλλο;» τον μάλωσε ο Φιλ.

«Θα έρθω εγώ μαζί σου και ίσως χρειαστούμε και μερικούς καλοθελητές, ντόπιους. Είναι επικίνδυνο να δουν μονάχα εσένα. Μπορεί να σε εκτελέσουν ανά πάσα στιγμή»

«Καλώς, αλλά θα περιμένετε έξω. Νομίζω πως γνωρίζω τι πρέπει να κάνω»

Η διαδρομή, τους οδήγησε έξω από το σχολείο όπου φοιτούσε η Αφροδίτη προτού να αποσυρθεί μία μέρα. Στη θέα ενός ένοπλου, Γερμανού αξιωματικού, τα παιδιά πάγωσαν. Την εποχή εκείνη, τα σχολεία υπολειτουργούσαν και οι καθηγητές έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους. Θυμόταν, πως εντός του ημερολογίου, η κοπέλα ανέφερε ένα όνομα. Εκείνο του κυρίου Τσιριγώτη, του καθηγητή-πρότυπου που λάτρευε και που της είχε σταθεί πιο πολύ από όλους στην πραγματοποίηση των ονείρων της. Περήφανος και αυστηρός, ο Φίλιμπερτ διέσχισε το προαύλιο ζητώντας τον διευθυντή που εμφανίστηκε αγχωμένος.

«Θα μπορούσα να δω τον κύριο Τσιριγώτη;» ρώτησε σε άπταιστα ελληνικά. Εκείνος σκυθρώπιασε. Ήταν βέβαιος πως κάποιος τον είχε προδώσει και ο Γερμανός τον ήθελε για εκτέλεση. Ποιος στο ανάθεμα ήταν ο προδότης; Με κατεβασμένο κεφάλι αποχώρησε και ένα λεπτό αργότερα, εμφανίστηκε ο καθηγητής ατάραχος. Τα παιδιά γύρω του, είχαν δημιουργήσει έναν κλοιό ασφαλείας.

«Μην ανησυχείτε, να του μιλήσω θέλω μόνο» τα καθησύχασε ο νεαρός αξιωματικός και οι δυο τους εισήλθαν σε ένα γραφείο σκονισμένο.

«Μιλάτε πολύ καλά τη γλώσσα μας» έκανε την αρχή ο άνδρας.

«Σας ευχαριστώ. Είχα καλή δασκάλα στη Γερμανία» ο Φίλιμπερτ του χαμογέλασε «Για να σας καθησυχάσω, δεν βρίσκομαι εδώ για να σας συλλάβω, μα για να σας μιλήσω για την Αφροδίτη»

Ο κύριος Τσιριγώτης σχεδόν τινάχτηκε όρθιος.

«Την Αφροδίτη;»

«Μάλιστα. Μην ανησυχείτε. Είναι για καλό σκοπό»

«Θεέ μου! Αυτό το γλυκό και λαμπερό κορίτσι. Ήταν η χαρά της ζωής, είχε καρδιά μεγάλη και απύθμενο ταλέντο. Μία μέρα εξαφανίστηκε. Σταμάτησε να έρχεται στο σχολείο Είναι καλά; Μην την πειράξετε»

«Είναι μία χαρά. Μην ανησυχείτε καθόλου.Γιατί εξαφανίστηκε;»

Ο καθηγητής δίστασε. Δεν ήξερε αν έπρεπε να τον εμπιστευθεί. Αν τον είχαν οδηγήσει ανώτεροι ως εκεί.

«Φοβήθηκα πως κάτι πολύ κακό της συνέβη. Κυκλοφόρησαν φήμες, τις οποίες αδυνατώ να τις πιστέψω. Εσείς όμως, πώς την γνωρίζετε;»

«Μένω μαζί της» του χαμογέλασε ο Φίλιμπερτ απελευθερώνοντας ένα ελαφρύ γέλιο. Τη στιγμή εκείνη, η πόρτα άνοιξε και ο Κάσπαρ εισήλθε με φόρα.

«Συγγνώμη που άργησα, μα δεν του έχω εμπιστοσύνη» κοίταξε τον Φιλ πλαγίως.

«Δεν εξηγήθηκα σωστά. Ως αξιωματικοί, μένουμε καθώς γνωρίζετε σε ελληνικά σπίτια. Εγώ και ο Κάσπαρ, έτυχε να φιλοξενούμαστε αναγκαστικά από την οικογένεια της Αφροδίτης. Αναφέρατε ένα περιστατικό που την οδήγησε μακριά από το σχολείο. Είμαι γνώστης του περιστατικού και το μόνο που θέλω, είναι να τη βοηθήσω, τιμωρώντας τον υπεύθυνο. Η ίδια φυσικά δεν έχει ιδέα για όλα αυτά, μήτε έχει επαφές μαζί μας. Ωστόσο, εκτιμώ την οικογένεια. Η Αφροδίτη, έχει χάσει την όρεξη για ζωή. Φταίμε και εμείς φυσικά, η παρουσία μας. Ανέφερε το μοναστήρι του Άϊ-Γιάννη. Γνωρίζετε κάτι σχετικό; Υπάρχουν μαθητές που το επισκέφθηκαν τώρα τελευταία ή στο παρελθόν;»

Ο κύριος Τσιριγώτης είχε ανατριχιάσει. Υπήρχαν φυσικά και για κάποιον λόγο, τα παιδιά είχαν επιστρέψει αλλαγμένα από την τελευταία επίσκεψη.

«Δώστε μου μισό λεπτό σας παρακαλώ»

Όταν βγήκε από το γραφείο, το κεφάλι του βούιζε. Δύο Γερμανοί αξιωματικοί που έμεναν στο σπίτι του αείμνηστου κυρίου Παύλου, του πρόσφυγα από τα Βουρλά, είχαν μάθει για τις φήμες. Ήθελαν να βοηθήσουν την Αφροδίτη. Υπό άλλες συνθήκες, δεν θα τους εμπιστευόταν ούτε στο ελάχιστο, μα οι πληροφορίες που είχαν στα χέρια τους, όχι απλώς ήταν αρκετές, μα συνέπιπταν και με ορισμένες δικές του υποψίες, τις οποίες δεν τις είχε εκφράσει ποτέ του ανοιχτά, κυρίως γιατί ήταν Κομμουνιστής και όλοι θα τον κατηγορούσαν για βλασφημία. Μερικά μέτρα παρακάτω, τον καρτερούσαν οι νεαροί του μαθητές. Τους είχε βάλει έκθεση για την Αθήνα και προσπαθούσαν να τον βγάλουν ασπροπρόσωπο.

«Είστε καλά κύριε;»

Ο Τάκης, ένα ντροπαλό αγόρι, αδυνατισμένο, πεινασμένο, έτρεξε και τον αγκάλιασε.

«Όλα καλά. Μην ανησυχείς»

«Ο Γερμανός τι ήθελε; Μπήκε και ακόμη ένας μέσα»

«Νομίζω πως σε χρειάζομαι»

«Ασφαλώς κύριε! Ό,τι θέλετε» το αγόρι ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμο να βοηθήσει.

Σαν βρέθηκαν ξανά μέσα στο γραφείο, κοίταξε πλαγίως τους δύο αξιωματικούς.

«Καλησπέρα. Ονομάζομαι Φίλιμπερτ και αυτός είναι ο καλύτερος φίλος μου, ο Κάσπαρ. Μην φοβάσαι. Θέλουμε να σε ρωτήσουμε απλώς κάτι»

Ο Τάκης κάθισε με τρόπο σε μία καρέκλα και ο Φιλ του πρόσφερε μία σοκολάτα.

«Δεν τη δέχομαι» του απάντησε το αγόρι.

«Σε καταλαβαίνουμε. Είμαστε οι κατακτητές, όμως σε παρακαλώ να την δεχτείς» προσπάθησε να τον πείσει ο Φιλ.

«Σε πόσα κομμάτια να την κόψω, κύριε; Ξέρετε πόσοι από τους συμμαθητές μου κοιμούνται νηστικοί; Χθες, χάσαμε ένα αγόρι πιο μικρό από εμένα. Δεν θα μπορούσα να τη δεχτώ λοιπόν. Η καρδιά μου θα ράγιζε»

«Αν υποσχεθούμε να επιστρέψουμε αύριο με περισσότερες, τουλάχιστον θα μας απαντήσεις σε μερικές ερωτήσεις;» ο Κάσπαρ προσπάθησε να τον καλοπιάσει.

«Εντάξει»

«Πώς σε λένε;»

«Τάκη»

«Επισκεφθήκατε το μοναστήρι τώρα τελευταία;» τον ρώτησε ο Φίλιμπερτ και από τη γλώσσα του σώματός του, αντιλήφθηκε πως ένιωσε άβολα.

«Ναι, αλλά θα προτιμούσα να μην ξαναπάω»

Ο Φίλιμπερτ τους κοίταξε όλους και τους έκανε νόημα να αποχωρήσουν. Έμειναν οι δυο τους και ο Τάκης κουλουριάστηκε περισσότερο στη θέση του.

«Αποφάσισα να τους ζητήσω να φύγουν, καθώς αισθάνομαι πως νιώθεις άβολα. Θα ήθελες μήπως να είναι παρόν ο κύριος Τσιριγώτης;»

Ο μικρός ένευσε θετικά.

«Μιλάτε πολύ καλά Ελληνικά»

Ο Φίλιμπερτ του χαμογέλασε και έσκυψε ελαφρώς προς το μέρος του, τη στιγμή που εισερχόταν ο καθηγητής του.

«Θα σου πω και τη δική μου ιστορία. Μεγάλωσα σε ένα ορφανοτροφείο στο Βερολίνο. Εκεί εργαζόταν μία κυρία, την έλεγαν Ελένη. Έμαθε σε εμένα και τον ξανθό νεαρό που είδες, ελληνικά. Θέλαμε να μιλάμε μεταξύ μας και κανείς να μην μας καταλαβαίνει, σαν κρυφό κώδικα επικοινωνίας»

Ο Τάκης χαμογέλασε.

«Δεν γνωρίσατε ποτέ τη μαμά ή τον μπαμπά σας;»

«Ποτέ» του απάντησε ο Φίλιμπερτ.

«Δεν σας λείπουν;»

«Πολύ. Μα γνώρισα εδώ μία οικογένεια, υπέροχη και θέλω να βοηθήσω την κόρη που είναι δυστυχισμένη. Έχω την εντύπωση πως το μοναστήρι σχετίζεται με τη δυστυχία της»

Ο Τάκης τον κοίταξε μέσα στα μάτια σκοτεινιάζοντας.

«Σχετίζεται κύριε»

«Θα ήθελες να μου μιλήσεις γι' αυτό; Αν κάτι κακό συμβαίνει, μπορεί να κινδυνέψουν και οι συμμαθητές σου»

Το αγόρι άλλαξε θέση. Τα χέρια του πλέκονταν μεταξύ τους νευρικά. Μία γρατσουνιά στόλιζε ένα σημείο κοντά στον καρπό του, την οποία τώρα τη χάιδευε νευρικά.

«Εκείνος...εκείνος ο παπάς που...»

Το χέρι του νεαρού έπιασε το δικό του στοργικά.

«Μη φοβάσαι τίποτε. Δεν είμαι κακός. Θέλω απλώς να σε βοηθήσω. Δεν θα σε κρίνω»

«Με ρώτησε αν έχω κοπέλα...αν...αγγίζω τον εαυτό μου και αν...βγάζω σποράκια. Αηδίασα. Ήθελα να φύγω καθώς το χέρι του...με άρπαξε. Αυτό το σημάδι...»

«Μην πεις τίποτε άλλο. Ως εδώ. Θα ζητήσω από τον κύριο Τσιριγώτη να σταματήσει η οποιαδήποτε επίσκεψη εκεί» κοίταξε τον καθηγητή που είχε αναψοκοκκινίσει εξαιτίας της οργής.

«Κύριε, φοβάμαι για τα κορίτσια... Η κοπέλα που είπατε, είχε πάει και εκείνη εκεί;»

«Ναι. Πολύ φοβάμαι πως πήγε για καλό σκοπό, αλλά...»

«Αλλά εκείνος της έκανε κακό»

Ο Τάκης σηκώθηκε όρθιος και τον κοίταξε αλλιώτικα.

«Είστε Γερμανός. Μπορείτε να τον σταματήσετε. Εσάς σας φοβούνται όλοι. Αν είστε καλός, τότε απλά δώστε του ένα μάθημα και αφήστε τον κύριο Τσιριγώτη»

Ο Φίλιμπερτ χαμογέλασε.

«Δεν είμαι εδώ για τον καθηγητή σου. Τον επισκέφτηκα με σκοπό να μάθω για το μοναστήρι. Εσύ με κάλυψες. Άφησέ το επάνω μου. Θυμάσαι καθόλου το όνομα του παπά;» Ο μικρός ένευσε αρνητικά «Δεν πειράζει, θα το μάθω»

Σηκώθηκε να φύγει, όταν ο Τάκης τον σκούντησε με τρόπο.

«Θα φέρετε τις σοκολάτες;»

«Στο υπόσχομαι»

Σαν απομακρύνθηκαν, ο Φίλιμπερτ βημάτισε προς την μεριά του φούρνου. Ήθελε απεγνωσμένα να δει αν η Αφροδίτη του είχε αφήσει κάποιο γράμμα. Πράγματι, ανάμεσα στα ξερά φύλλα μίας γλάστρας, ένας λερωμένος φάκελος έστεκε. Ο νεαρός τον κράτησε στα χέρια του και κατευθυνόμενος προς την εκκλησία της γειτονιάς του, κάθισε στα σκαλιά της, προκειμένου να το διαβάσει. Δεν είχε ιδέα πως η Ανδριανή τον είχε δει και είχε σαστίσει. Η φίλης της αλληλογραφούσε με έναν Γερμανό αξιωματικό. Έπρεπε να της το πει. Μετά από όσα είχε τραβήξει, δεν θα την άφηνε εκ νέου εκτεθειμένη στον κίνδυνο. Όχι. Θα προστάτευε ό,τι είχε απομείνει πια να χτυπά, από την καρδιά της φίλης της.

Αγαπημένε μου Φίλιππε,

Δύσκολες οι ερωτήσεις που μου έθεσες. Παρόλα αυτά, αν τίποτε κακό δεν μου είχε συμβεί, πάλι η ίδια θα ήθελα να ήμουν. Η Αφροδίτη του παρελθόντος, εκείνη που γελούσε, εκείνη που είχε το κουράγιο και το θράσος κάποτε να ονειρεύεται. Πλέον δεν κάνω όνειρα. Στο σπίτι επικρατεί μία καταχνιά. Ο βουβός πόνος της επιβίωσης μας έχει παρασύρει όλους. Βλέπω τον πατέρα μου αδυνατισμένο και τις στιγμές που δεν με κοιτάζει, αφήνομαι να κλάψω. Ακόμη και τα δάκρυα ωστόσο έχουν στερέψει. Στη ζωή μου, έχυσα πολλά. Διαβάζοντας το γράμμα σου, αντιλαμβάνομαι την μοναξιά που σε τυλίγει. Η ίδια τυλίγει και εμένα και ας με αγαπούν. Ξέρεις....δεν χρειάζεται να αισθάνεσαι μόνος. Βρίσκομαι δίπλα σου εγώ. Δεν θα ήθελα ωστόσο να σε φανταστώ, μα να σε γνωρίσω από κοντά κάποια στιγμή. Νομίζω πως μετά από τόσους μήνες αλληλογραφίας, θα ήθελα να δω το πρόσωπο εκείνου, με τον οποίο έχω μοιραστεί ορισμένες σκέψεις μου, αισθάνομαι έτοιμη, αν φυσικά το επιθυμείς και εσύ...

Αφροδίτη

Ο Φίλιμπερτ πάγωσε διαβάζοντας την τελευταία της πρόταση, όταν μπροστά του αντίκρυσε την Ανδριανή.

«Θα σας παρακαλούσα να σταματήσετε» του το ζήτησε ευγενικά και εκείνος την κοίταξε μπερδεμένος.

«Ποιο πράγμα;» την ρώτησε.

«Γνωρίζετε. Εσείς είστε ο Φίλιππος, έτσι δεν είναι; Σας παρακαλώ, αφήστε ήσυχη την φίλη μου, αν έστω εκτιμάτε εκείνη και την οικογένειά της. Μην της απαντήσετε ποτέ ξανά. Θα στεναχωρηθεί, μα θα το ξεπεράσει. Αν μάθει πως τόσο καιρό επικοινωνούσε με Γερμανό αξιωματικό, θα ταραχτεί και πιστέψτε με, η ψυχολογία της δεν θα το αντέξει. Σας παρακαλώ»

Ο Φίλιμπερτ την κοίταξε σιωπηλός αρχικά.

«Δεν θα της το πείτε;»

«Όχι. Δεν το κάνω για εσάς, μα για εκείνη, για το καλός της»

΄΄Το καλό της...΄΄σκέφτηκε. Μα και ο ίδιος το επιθυμούσε.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro