Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Σκληρότερη Στάση/ part 3

Oι ισορροπίες ανέκαθεν ήταν παράξενες. Το καλοκαίρι είχε φτάσει, το 43 πλησίαζε, μία χρονιά που θα άλλαζε πολλά. Τα πράγματα σκούραιναν, οι εκτελέσεις πατριωτών κατά τη διάρκεια της νύχτας ως αντίποινο σε κάθε σαμποτάζ, ήταν η εύκολη λύση, με την αντίσταση να θεριεύει. Ήδη για τον τραυματισμό του Άρτουρ είχαν εκτελεστεί οκτώ παλικάρια, στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Ο Στέφανος πάλευε φιλότιμα, μαζί με τον πατέρα και τον θείο του, οι οποίοι από ιδιοκτήτες, μετατράπηκαν και πάλι σε υπαλλήλους τα χρόνια της κατοχής. Είχαν αλλάξει πολλές δουλειές, οτιδήποτε μπορούσαν να βρουν. Είχαν πάει βόλτα και στο παλιό τους μαγαζί, το οποίο βρισκόταν σε ελληνικά, αριστοκρατικά χέρια πια. Με παρακάλια, τους δέχτηκαν και τους τρεις καθώς είχαν ένα πολύ καλό όνομα στην αγορά και η δουλειά τους ήταν εκπληκτική. Με πολύ κόπο και υπερωρίες, κατόρθωσαν και πάλι να ορθοποδήσουν, να φέρνουν έναν μισθό στο σπίτι, έστω και μικρό. Ο Στέφανος έκανε τα πάντα, δουλεύοντας από την ανατολή σχεδόν, ως τη δύση. Τελευταία, η Ανδριανή του κρατούσε μυστικά. Εκείνο το απόγευμα λοιπόν, τρίβοντας τα ροζιασμένα του χέρια, αποφάσισε να την περιμένει, μιας και θα συναντιούνταν στο σπίτι. Ο Λευτέρης, ενθουσιασμένος με το δώρο των γενεθλίων του, κατευθείαν από τον παππού του, έτρεχε χαρούμενος στην αυλή. Ήταν ένα ξύλινο αυτοκινητάκι. Τα γενέθλιά του, τα γιόρτασαν στη γειτονιά και δυστυχώς, μονάχα ο Κάσπαρ κατόρθωσε να είναι παρών, έστω και από μακριά.

Η Ανδριανή πλησίαζε με τον Ίκαρο, με τον οποίο αντάλλαζαν πληροφορίες. Ο Φιλ δεν του είχε πει λέξη για τα όσα είχαν διαδραματιστεί εκείνο το βράδυ. Στη θέα των δύο, ένα αίσθημα ζήλειας τον κύκλωσε. Η κοπέλα τον πλησίασε και εκείνος σηκώθηκε απότομα.

«Ανδριανή πού έχεις μπλέξει;» τη ρώτησε ευθέως.

«Καλησπέρα και σε εσένα» πρόφερε εκείνη «Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω τι εννοείς»

«Καταλαβαίνεις. Άκου, δεν σου ζήτησα να είσαι υπέρ των κατακτητών, μα δεν χρειάζεται να διακινδυνεύεις τη ζωή σου»

«Ποια ζωή μου; Εγώ βαρέθηκα να αισθάνομαι φόβο, να μην ξέρω τι θα μου ξημερώσει, να πεινώ! Βαρέθηκα να βλέπω όλα αυτά τα ξανθά σκουλήκια να γελούν σε βάρος μας. Γίνονται πολλά εγκλήματα και για όλα φταίνε αυτοί! Η βοήθεια συμπατριωτών μου, δεν ήξερα πως ήταν έγκλημα για εσένα. Ή μήπως έχεις παρασυρθεί από τους γείτονές σου..»

«Ο Φιλ και ο Κάσπαρ είναι εντάξει παιδιά»

«Δεν με νοιάζει. Είναι ο κατακτητής και εμείς δεν έχουμε καμία δουλειά μαζί τους»

Ο Στέφανος την κοίταξε σιωπηλός για λίγο.

«Θα πάω μία βόλτα...»

«Όπου δεν έχουν επιτάξει, είσαι ελεύθερος» τον ειρωνεύτηκε και ο νεαρός διαπίστωσε για κακή του τύχη, πως είχαν επιτάξει ακόμη και την πισίνα στο Ζάππειο.

Το φρικτό δεν ήταν αυτό, αλλά οι κρεμάλες που είχαν στηθεί για παραδειγματισμό. Από αυτές κρέμονταν δύο μαυραγορίτες. Ο κόσμος είχε συγκεντρωθεί γύρω τους με ανάμεικτα συναισθήματα. Τα πρόσωπά τους έμοιαζαν πρησμένα και τα άψυχα μάτια τους ατένιζαν σοκαρισμένα το κενό. Ο Στέφανος συνέχισε τον δρόμο του μη γνωρίζοντας πλέον πού ξεκινούσε το λάθος και αν κατέληγε σε σωστό ποτέ. Σκέφτηκε τις παραλίες, μα τα γκαζοζέν που κυκλοφορούσαν τότε, ήταν λίγα και δυσεύρετα. Μπροστά στο θέαμα της επιταγμένης πισίνας, έσφιξε τις γροθιές του.

΄΄Ω, ανάθεμα πλέον!» κλώτσησε το χώμα, για να νιώσει ένα χέρι. Ο Φίλ κατηφής, κοιτούσε το μέρος σαν τον χειρότερο εφιάλτη «Μάλιστα. Ετοιμάζεσαι για βουτιά;» τον ειρωνεύτηκε τώρα ο Στέφανος.

«Καλύτερα να με κρεμούσαν. Δεν ξέρω κολύμπι καλό. Θέλω να πω, πανικοβάλλομαι και δεν το έχω ξεπεράσει»

«Πρόβλημα και αυτό. Εγώ ως ψωριάρης Έλληνας, απαγορεύεται να μπω» του έδειξε την πισίνα.

«Και οι Ιταλοί» συμπλήρωσε ο Φιλ «Έχω μία ιδέα. Θα σε βάλω με αντάλλαγμα να μου μάθεις κολύμπι. Έχει ζέστη και εμείς όλη την μέρα μπροστά μας»

«Τρελάθηκες; Πιστεύεις πως θα αντέξω ανάμεσα σε μία σφηκοφωλιά; Αν με καταλάβουν, θα με εκτελέσουν»

«Θα είσαι μαζί μου και θα σου δώσω ρούχα ειδικά. Άστο πάνω μου, αρκεί να μη βγάλεις άχνα και γενικά, μην μιλήσεις σε κανέναν»

Ως αξιωματικός, ο Φιλ είχε δύναμη αρκετή ώστε να ετοιμάσει κατάλληλα τον Στέφανο, ο οποίος αν και αδύνατος, ήταν ψηλός και περιποιημένος. Λόγω ζέστης, δεν έδωσαν και πολύ σημασία, καθώς επικρατούσε μία εύθυμη διάθεση. Ο Άρτουρ θα εμφανιζόταν αργότερα. Στην οδό Μέρλιν καρφίτσα αν έπεφτε θα ακουγόταν. Είχαν απαγορεύσει στους κατοίκους να βγαίνουν ακόμη και στα παράθυρα. Τα περισσότερα κτήρια του τετραγώνου τα είχαν επιτάξει. Μία οικογένεια πάμφτωχη ζούσε σε ένα ημιυπόγειο. Δεν ήξεραν πια τι να κάνουν και ο άνδρας ζήτησε από τη γυναίκα να εκδίδεται στους Γερμανούς για λίγα χρήματα. Ο Χέλμουτ το είχε εκμεταλλευτεί για να ξεσπά τις ορέξεις του, μαζί με ακόμη έναν, αν και την έβρισκαν κοκαλιάρα. Η δύστυχη γυναίκα περνούσε ένα μαρτύριο. Το κορμί της γέμιζε μώλωπες. Δεχόταν δαγκώματα και χτυπήματα. Ο Άρτουρ συχνά άκουγε ζωώδεις κραυγές από εκείνο το ημιυπόγειο. Ο πατέρας και το παιδί έφευγαν και μετατρεπόταν σε προσωρινό πορνείο ή τόπο βασανιστηρίου.

Ο Στέφανος έβλεπε με αηδία όλους αυτούς τους ξανθούς και καστανόξανθους αγροίκους να βουτάνε. Για να μιλήσει με τον Φιλ, είτε ψιθύριζε, είτε απλώς έκαναν συγκρατημένα νοήματα. Το νερό τον δρόσισε και ο Φιλ με τη βία προχώρησε σε ένα σημείο, ώστε να κρατιέται. Παρακολουθούσε την άνεση του Στέφανου, που τον βαστούσε ως ένα σημείο. Πάλευε να τον πείσει πως δίχως πανικό θα επέπλεε. Είχε έρθει το απόγευμα και ο Φιλ είχε βελτιωθεί στο ελάχιστο, με τους δύο να ρίχνουν νερά στο πρόσωπο του άλλου και τον Στέφανο να συναγωνίζεται τον εχθρό στο κολύμπι, επιδεικνύοντας την ταχύτητά του, για να βρεθεί ανάσκελα δίπλα στο νερό. Αρκετοί είχαν φύγει, μα εξακολουθούσε να είναι κακόκεφος.

«Είναι άσχημο πράγμα να σε συμπαθώ, αλλά να μη σε εμπιστεύομαι. Ό,τι και να γίνει θα διαλέξεις την πλευρά της χώρας σου. Επομένως, εικάζω πως είμαστε δυο καλοί γνωστοί»

Ο Φιλ τον κοίταξε. Τα κυανά του μάτια έλαμπαν στο ημίφως της μέρας.

«Είναι επίσης άσχημο για εμένα να θέλω να κάνω φίλους και να μην μπορώ. Να είμαι πάντα αναγκασμένος να πηγαίνω κόντρα στη συνείδηση. Ως ένα σημείο όμως....Η κοπέλα σου...η Ανδριανή...»

«Τι συνέβη;» τινάχτηκε ο Στέφανος.

«Είναι λίγο αντιστασιακή. Και τυχερή γιατί έπεσε επάνω μου και γιατί τα άλλα δυο γομάρια ήταν τύφλα»

«Το ξέρω...Τσακωθήκαμε γι΄αυτό. Δεν μπορώ να της αλλάξω τα μυαλά...»

«Είναι η χώρα της και αν θες να είμαι ειλικρινής, η εκστρατεία στη Ρωσία πηγαίνει μέτρια. Μπορεί όλο αυτό να μην τραβήξει άλλο. Στο τέλος όμως, δεν θα έχει κανείς μας πού να σταθεί. Μήτε οι Εβραίοι, μήτε εμείς....»

«Εδώ, είμαστε διχασμένοι. Πολιτικά. Τους βλέπεις. Πλέον αν σε αντιπαθούν, απλώς σε λένε αριστερό και αναλαμβάνουν οι δικοί σου. Ευχαριστώ που μου είπες για την Ανδριανή...»

«Τσακωθήκατε;»

«Αφού με βλέπεις από το πρωί...αφρίζω...»

Τελευταίος σχεδόν, μπήκε ο Άρτουρ που τους κοίταξε υποτιμητικά. Δεν πλησίασε καθόλου τον Στέφανο, ενώ κοιτούσε τον αδερφό του με εμφανή αγανάκτηση. Όσο όμορφη εμφάνιση είχε, τόσο ερχόταν σε αντίθεση το πόδι εκείνο, το οποίο ήταν ελαφρώς παραμορφωμένο, με αποτέλεσμα να τον πονάνε οι μπότες, που του δημιουργούσαν συχνά πληγές. Το κολύμπι του ήταν τέλειο, είχε μάθει να τα καταφέρνει δίχως να τον σταματά κάτι. Ο Φιλ αποχώρησε μαζί με τον Στέφανο, καθώς ήταν επικίνδυνο και η απαγόρευση κυκλοφορίας δεν θα αργούσε. Ο ήλιος δεν είχε δύσει ακόμη. Ο Άρτουρ αρεσκόταν να χαζεύει τη φύση, μέχρι που ήρθε ο Χέλμουτ και κάθισε δίπλα του.

«Τελευταία είσαι αφηρημένος»

«Πού ήσουν;» τον ρώτησε ψυχρά εκείνος.

«Πηδιόμουν με μία πόρνη που μου πέταξαν για λίγα χρήματα. Ήταν λίγο στεγνή από όλες τις πλευρές και δυσκολεύτηκα. Αλήθεια, εσένα δεν σε βλέπω να νυχτοπερπατάς. Είσαι της ηθικής ή τις σιχαίνεσαι; Μήπως έχεις αρραβωνιαστικιά;»

«Πολλές οι ερωτήσεις και μάντεψε, δεν σου χρωστώ απάντηση. Το ποια πηδάω είναι δικό μου θέμα, θέλω να πιστεύω» Σηκώθηκε να φύγει.

Τα μάτια του Χέλμουτ κατρακύλησαν δαιμονισμένα στο πόδι το προβληματικό. Πώς στο ανάθεμα είχε γίνει αυτός Ες-Ες; Οι ουλές από τις σφαίρες στόλιζαν το κορμί του. Τον είδε να φορά το παντελόνι, ενώ με το ζόρι φόρεσε την μπότα πάνω από τις πληγές. Έπρεπε να το αφήσει να αναπνεύσει τώρα το καλοκαίρι. Από πάνω, έμεινε με την φανέλα του. Η ώρα περνούσε και ο ήλιος βασίλευε. Έμεινε μόνος του κοντά στον βασιλικό κήπο. Κοίταξε γύρω του την παράδοξη ηρεμία.Προσπάθησε να φανταστεί ένα μέλλον. Καμία εικόνα δεν του ερχόταν στο μυαλό. Ακόμη και αν το Ράιχ κέρδιζε, ο ρατσισμός θα απλωνόταν και εκείνος θα αναγκαζόταν να σκοτώνει, μάλλον ώσπου να πεθάνει. Στα σίγουρα θα φορτωνόταν κάποια ξανθιά, από μία χώρα με γερμανικές ρίζες. Θα έκανε παιδιά και όλα θα κυλούσαν φρικαλέα. Θα απουσίαζε η κινητήριος δύναμη. Η αγάπη. Οικογένεια δεν ήθελε. Δεν είχε πρότυπα σωστά, ούτε πίστευε πως θα κατόρθωνε να πετύχει. Εξάλλου, ποιος έκανε όνειρα μέσα σε όλη αυτή την οδύνη; Αν είχε έστω ένα παράθυρο ελπίδας για να κοιτάξει, μπορεί να έπαιρνε κουράγιο.

Το παράθυρο εμφανίστηκε, ωστόσο τον έκανε να αισθανθεί χειρότερα. Η Αφροδίτη είχε κατέβει μόνη της, για να ζωγραφίσει. Μπορεί να είχε βελτιωθεί από αυτό που υπήρξε, μα ακόμη είχε φοβίες ή εφιάλτες. Το ερωτικό ζήτημα δε, ήταν κάτι άγνωστο. Με τον Φιλ είχε αισθανθεί όμορφα. Ήταν εκείνη η αφορμή που της είχε δοθεί, ώστε να κάνει ακόμη ένα βήμα. Τώρα, έχοντας αδειάσει το μυαλό της, με τον καλοκαιρινό ήλιο να εξακολουθεί να στολίζει γλυκά έναν ουρανό που στέναζε, προσπαθούσε να αποδώσει στο χαρτί την ομορφιά της αθωότητας της φύσης, ενώ ταυτόχρονα σημείωνε, όπως άλλοτε, τα συναισθήματά της. Ήταν ήσυχη η γωνιά της. Κρυμμένη από τα βλέμματα. Εκείνος την παρακολουθούσε για ώρα, παρατηρούσε το πρόσωπό της. Ήταν πράο εκείνη τη στιγμή. Έκανε κάτι που αγαπούσε. Άραγε, αν έβρισκε και αυτός κάτι ευχάριστο, θα έμοιαζε έτσι πράος;

Μία απίστευτη κόντρα, μία εσωτερική πάλη ξεκινούσε. Ήθελε να πλησιάσει, αλλά ήταν εγωιστής και έπειτα, ίσως πλήγωνε τον αδερφό του που φαινόταν να κρατά αποστάσεις. Κοιτώντας γύρω, εμφανίστηκε από την κρυψώνα του για λίγο. Όταν τον είδε, ευθύς ταράχτηκε. Η πραότητα πέταξε μακριά και έδωσε τη θέση στο φόβο. Τον είδε να κουτσαίνει έντονα. Ήταν καλοκαίρι και η ζέστη χειροτέρευε την κατάσταση των πληγών. Τα μαλλιά του ήταν ελαφρώς βρεγμένα και ατημέλητα. Ένας τοίχος υψώθηκε.

«Είστε καλύτερα από εκείνο το βράδυ;»

«Ναι» απάντησε μονολεκτικά «Λυπάμαι αν σας αναστάτωσα. Περνούσα απλώς. Κάντε πως δεν με είδατε» απομακρύνθηκε και κάθισε σε ένα σκιερό σημείο που το κάλυπτε γιασεμί.

Και τότε, συνέβη ένα θαύμα. Η μυρωδιά του έφερε χαμόγελο σαν να τον μεθούσε. Όντας μόνος, έβγαλε τα παπούτσια, ακούμπησε πίσω την πλάτη και έκλεισε τα μάτια με μόνη παρηγοριά το λευκό λουλούδι. Τότε, του γεννήθηκαν εικόνες με κήπους. Έλειπαν όμως τα γέλια. Γιατί σχεδόν ποτέ δεν τα είχε ακούσει. Η Αφροδίτη που τον παρατηρούσε, ήθελε να χαμογελάσει πονηρά. Ποτέ δεν τον είχε δει ευάλωτο, όπως τώρα και ευτυχισμένο με έναν κόσμο που είχε πλάσει. Το μολύβι κινήθηκε αστραπιαία. Το αποτέλεσμα την εξέπληξε. Έμοιαζε με κάτι υπερφυσικό. Ο Άρτουρ το κατάλαβε. Τα μάτια του στένεψαν με δυσαρέσκεια. Δεν του άρεσαν ούτε οι φωτογραφίες, ούτε η αποτύπωση του ειδώλου του γενικότερα. Η Αφροδίτη πρώτη έκανε την κίνηση. Τα μάτια της κατρακύλησαν στο πόδι. Ήταν πρησμένο, γεμάτο πληγές. Ο Άρτουρ έμοιαζε με σκυλί που το απειλούσαν. Με γρήγορες κινήσεις, κάλυψε το πόδι για να την δει, να τον σταματά.

«Αφήστε το. Θα γίνει χειρότερο. Ίσως πρέπει να δεθεί πρώτα»

«Όλα τα καλοκαίρια περνώ την ίδια κόλαση. Έχω μάθει. Αντέχω στον πόνο. Επίσης, θα ήθελα να σταματήσετε να το κοιτάζετε. Με καθιστά νευρικό και δεν θέλω ακριβώς να...»κόμπιασε «Δεν θέλω να σας...σου...μιλώ άσχημα»

«Εντάξει» απάντησε κοφτά εκείνη «Μην υποκρίνεστε πως νοιάζεστε. Μα, έχετε δίκιο παρόλο που δεν το κοιτούσα από αδιακρισία. Δεν θα έπρεπε να με αφορά, στο κάτω-κάτω, είστε ένας άνθρωπος που συγκαταλέγεται σε μία μερίδα που μου είναι απεχθής. Ας ρίξουμε επιτέλους τη μάσκα. Έχετε σκοτώσει και βασανίσει πολλούς και μάλιστα αθώους ανθρώπους. Αυτό δεν συγχωρείται»

«Όχι. Δεν συγχωρείται, αλλά μην είστε απόλυτη. Ζούμε σε καιρούς όπου όλοι παλεύουμε να ζήσουμε και ξέρετε κάτι; Είμαι φρικτά εγωιστής και δειλός. Έχω κάθε λόγο να θέλω να τερματίσω τη ζωή μου και όμως εγώ αρρωστημένα προσπαθώ να αρπαχτώ από οπουδήποτε για να συνεχίσω»

«Όπως στη ζωγραφιά» του απάντησε δείχνοντάς του την εικόνα.

Περισσότερο δεν είχε ταραχτεί στη ζωή του. Στην ουσία, ήθελε να κλάψει. Δεν είχε ιδέα πώς φαινόταν κάτω από το γιασεμί. Δεν είχε ιδέα πως θα μπορούσε ίσως να μοιάζει και ευτυχισμένος.

«Την θέλω» της είπε κοφτά και του την έδωσε.

«Καλύτερα να πηγαίνω. Νυχτώνει και μας απαγορεύετε να βαδίζουμε»

«Σκεφτείτε το καλύτερα. Μην βαδίζετε στο σκοτάδι. Είναι όμορφο και το πρωινό» κοίταξε την εικόνα «Έχετε ταλέντο»

«Ευχαριστώ» ήταν η σειρά της να γίνει κοφτή. Καθώς απομακρυνόταν έπιανε τον εαυτό της να αναρωτιέται αν θα μπορούσε αυτός ο άνδρας να βαδίσει ως το σπίτι του. Τι σημασία είχε; Καλά να πάθει.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro