Σκληρότερη Στάση/part 2
Ο Κάσπαρ τους περίμενε έξω από το σπίτι, με εμφανή την αμηχανία του. Τα χέρια του μπλέκονταν και ξεμπλέκονταν διαρκώς, ενώ συχνά χτένιζε τα ολόξανθα μαλλιά του προς τα πίσω. Οι Ταγματασφαλίτες που φυλούσαν την Πύλη, το θεώρησαν σύνηθες φαινόμενο να επισκέπτονται Γερμανοί και γκεσταπίτες το σπίτι το συγκεκριμένο. Ο Άρτουρ που ήταν σε κακό χάλι ακόμη, χτύπησε το κουδούνι. Τα πλευρά του τον πονούσαν και ο ιδρώτας έτρεχε διαρκώς από το πρόσωπό του. Όταν τους άνοιξε η μητέρα του Σάββα, τα μάτια της ευθύς έπεσαν επάνω στον μαυροφορεμένο αξιωματικό που βαστούσε όσα πιο πολλά μέλη του σώματός του μπορούσε.
«Κύριε, είστε εντάξει;» τον ρώτησε ελαφρώς δουλοπρεπώς εκείνη.
«Καλά. Πονάω, αλλά θα συνέλθω. Δεν θα καθίσω. Ήρθα απλώς να παραδώσω τα αγόρια, όπως συνεννοήθηκα με την οικογένεια. Εσείς είστε η μητέρα του μικρού και απρόσεκτου ραβίνου. Σωστά;»
Την είδε να παγώνει.
«Ε-εγώ»
«Μην ανησυχείτε. Έχω δώσει υπόσχεση. Απλώς να είστε προσεκτικοί. Οι ταγματασφαλίτες δεν είναι τα μάτια και τα αφτιά τα δικά σας»
Όταν από το σαλόνι εμφανίστηκαν η Χάνα και ο Γιόζεφ, ο Κάσπαρ τους κοίταξε έντονα. Πίσω τους, οι πρώτες του ξαδέρφες ακολούθησαν, πάντοτε περιποιημένες και προσεγμένες, σαν να μην τους είχε αγγίξει η εμπειρία της πείνας. Ήταν ανοιχτόχρωμες σαν εκείνον. Ο Γιόζεφ πρόσεξε την κατάσταση του Άρτουρ.
«Θα ήθελες μήπως να...»
Ύψωσε το χέρι του.
«Εγώ θα φύγω. Όσο και αν το επιθυμούσα δεν μπορώ να πείσω κανέναν πως ήταν ατύχημα. Αυτό θα φέρει μαζί και αντίποινα. Τελοσπάντων, θα μιλήσουμε ξανά»
«Μείνε» του ζήτησε η Χάνα που πλησίασε τον Κάσπαρ με μάτια βουρκωμένα και βλέμμα βυθισμένο στη ντροπή. Κοίταξε μελαγχολικά τη στολή του και έπειτα άνοιξε διάπλατα τα χέρια της, αγκαλιάζοντάς τον και αφήνοντας τον εαυτό της να ξεσπάσει. Ο νεαρός την αγκάλιασε και εκείνος σφιχτά. Όταν για λίγο απομακρύνθηκαν, στράφηκε στον Φίλιμπερτ.
«Θεέ μου! Ήσουν ένα τόσο δα πλάσμα, όταν σε έβγαλα από τις φλόγες. Είχες μαγουλάκια λερωμένα από την κάπνα, μα ήσουν ένα από τα πιο όμορφα μωρά που είχα δει. Λυπάμαι που δεν μπόρεσα να σας κρατήσω. Τα πράγματα ήταν δύσκολα και για εμάς. Βλέπετε οι αντισημιτικές ενέργειες, δεν περίμεναν σε όλες τις περιπτώσεις την άνοδο του Χίτλερ. Ο άνδρας μου, όντας γιατρός, όπως και ο νεαρός από εδώ, είχε κάποιους εχθρούς στη γειτονιά, του ίδιου επαγγέλματος επειδή θεωρούσαν πως τους κλέβουμε τους πελάτες. Οι πληροφορίες δεν ήταν σωστές και την πλήρωσαν οι γονείς σου. Καταλάβαμε πως θα επέστρεφαν για εμάς. Όταν σας αφήσαμε στην Ελένη, θεωρήσαμε πως θα είχατε μία καλή τύχη και πως ο Κάσπαρ θα ενσωματωνόταν στην κοινωνία. Στην αρχή της ζητήσαμε να μην πει τίποτε, μα εξαιτίας της εβραϊκής ιδιαιτερότητας που θα φαινόταν στο σώμα σου, αποφασίσαμε πως αν γνώριζες, θα προστάτευες τον εαυτό σου μελλοντικά»
Ο Κάσπαρ χαμογέλασε στις ξαδέρφες του που τον πλησίασαν για μία αγκαλιά.
«Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο χαίρομαι που σας γνωρίζω και πόσο άσχημα αισθάνομαι για όλα αυτά τα χρόνια. Απέναντι είχαμε ένα εβραϊκό ορφανοτροφείο. Μισούσα να το βλέπω γιατί μου θύμιζε τον κόσμο που είχα αναγκαστεί να απαρνηθώ. Ο Φιλ όμως...»πήγε να πει, αλλά μαζεύτηκε στην παρουσία του Άρτουρ που μειδίασε πονηρά.
«Αν πιστεύεις στο ελάχιστο, πως δεν έχω καταλάβει την ψυχή του μικρού μου αδερφού, κάνεις λάθος. Ο Φίλιμπερτ λοιπόν, είμαι βέβαιος πως θα το έσκαγε για να συναντήσει τα ορφανά εβραιόπουλα. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι το πώς έγινε αξιωματικός» πήγε να τον πειράξει για να τον δει να κοκκινίζει.
«Ευχαριστώ που με βοηθήσατε και να είστε βέβαιοι αρχικά, πως πρόσεχα τον ανιψιό σας. Εδώ, αν κάτι χρειαστείτε, μη διστάσετε. Με λένε Φίλιμπερτ λοιπόν, αλλά μπορείτε να με αποκαλείτε Φιλ»
Η Χάνα του χάιδεψε τα μαλλιά, πάντοτε με έκδηλη τη συγκίνηση στο πρόσωπό της.
«Πόσο πιο απλά θα ήταν τα πράγματα τελικά, αν δεν υπήρχε ο ρατσισμός, στα όρια της μαζικής δολοφονίας; Είστε αυτό ακριβώς που μισεί ο ηγέτης του Ράιχ και όμως μεγαλώσατε σαν αδέρφια»
«Το εβραϊκό ζήτημα δεν είναι κάτι νέο. Ανέκαθεν οι λαοί δεν ήταν φιλικά προσκείμενοι στους Εβραίους που μοιάζουν διαφορετικοί κάποτε από τις ευρωπαϊκές κοινωνίες.Το θέμα είναι πως εγώ προσωπικά, γλίτωσα από μία ανελέητη σφαγή που πραγματοποιείται στα ανατολικά. Ανήκα σε εκείνες τις μονάδες των Einsatzgruppen που ακολουθούν τον στρατό και κατόπιν, χωρίζουν τους άμαχους, Εβραίους και μη σε ομάδες των πεντακοσίων ανθρώπων, τους διατάζουν να σκάψουν οι ίδιοι τον λάκκο τους, να γδυθούν και να σταθούν όρθιοι επάνω στα φρεσκοσκαμμένα χαντάκια. Τους πυροβολούσαμε στο κεφάλι ή στον λαιμό. Επειδή αυτό όμως είχε ψυχολογική επίδραση στους στρατιώτες, ο Χίμμλερ δημιούργησε τις κινητές μονάδες θαλάμων αερίων. Διοχετεύει αέριο στον θάλαμο των φορτηγών και τα θύματα δηλητηριάζονται με μονοδείξιο του άνθρακα. Όλα αυτά όμως είναι σε γνώση των μυστικών υπηρεσιών της Αγγλίας. Δεν τους νοιάζουν οι Εβραίοι. Όπως δεν νοιάζουν και τους Αμερικάνους που μας θεωρούν υπόλογους, αλλά ως εκεί. Είστε μόνοι σας, μα αρκούν οι σύμμαχοι γύρω σας. Τις κυβερνήσεις κανείς δεν τις έχει ανάγκη»
Η Δάφνη με την Αννελί άκουγαν τον Άρτουρ συγκλονισμένες.
«Εσύ;» ρώτησε η Αννελί οργισμένη «Σκότωσες πολλούς;»
Ο Άρτουρ στένεψε τα μάτια.
«Ναι. Άνδρες. Έχω ζήσει και μεγαλώσει σε έναν κόσμο βίαιο. Τα παιδιά καλώς ή κακώς προσαρμόζονται σε συνθήκες, ακόμη και αρρωστημένες. Δεν διδάχτηκα να κάνω το καλό, μα το κυριότερο, δεν μου το έκανε κανείς και ποτέ. Έμαθα πως για να επιβιώσω, πρέπει να σκληραγωγηθώ.Δεν θεωρούσα πως οι ζωές των άλλων κοστολογούνταν τόσο, ώστε να χάσω τη δική μου. Αν έπρεπε να πυροβολήσω για να μην με σκοτώσουν, θα το έκανα. Όταν κλήθηκα ωστόσο να δολοφονήσω ένα αγόρι, μου ήταν αδύνατο. Θεωρήθηκε λοιπόν καλύτερο να με στείλουν εδώ, στα γραφεία»
«Λυπούμαστε γι' αυτό» πρόφερε η Δάφνη.
«Να λυπάστε πιο πολύ για εσάς» τους απάντησε και κίνησε να φύγει καθώς δεν αισθανόταν καλά. Λίγο πριν χαθεί πίσω από την πόρτα, στράφηκε στον αδερφό του «Ξέρω ποιος είσαι. Φοβάμαι όμως για εσένα. Μη βάλεις την ασφάλειά σου πάνω από κανέναν. Στα λέω με τη βεβαιότητα πως θα με παρακούσεις. Έχεις μάθει να μοιράζεσαι, έχεις νιώσει την αγάπη και δύσκολα θα την ανταλλάξεις για μία άψυχη εντολή» βγαίνοντας βρήκε τον Σάββα. Τα κρυστάλλινα μάτια του συνάντησαν τα καστανά του νεαρού «Ο ενοχλητικός ραβίνος» τον κορόιδεψε και ο Σάββας αγνοώντας τον έκανε σήμα στην μητέρα του πως ήταν η ώρα να φύγουν.
«Σαμπεθάι, σου έχω πει χιλιάδες φορές να μην έρχεσαι εδώ!» τον μάλωσε, ωστόσο πρόσεξε το βλέμμα της Δάφνης «Κατάλαβα» μονολόγησε.
«Σάββα» τη διόρθωσε.
«Πάλι καλά που δεν αρνήθηκες να μάθεις και να μιλάς γίντις. Θα σου χρησιμεύσουν αν χρειαστεί στην Ευρώπη και τα κορίτσια μπορούν να σε βοηθήσουν στα γερμανικά ή και τα...αγόρια» κοίταξε τους δύο νεαρούς.
«Καθίστε να φάμε. Όλοι είστε ευπρόσδεκτοι. Φίλιμπερτ, αν θέλεις πάρε λίγο φαγητό στο τέλος και για τον αδερφό σου. Είναι χάλια» ακούστηκε η φωνή του Γιόζεφ.
Το φαγητό δεν θα μπορούσε να το φανταστεί σχεδόν καμία ελληνική οικογένεια. Τα πρόσωπα όλων ήταν βυθισμένα σε μία ενδόμυχη στεναχώρια. Ήταν τότε που ο Κάσπαρ έκανε ορισμένες σκέψεις τις οποίες είχε σαφώς πραγματοποιήσει και στο παρελθόν. Άνθρωποι σαν τους θείους του, ήταν παγιδευμένοι. Σε μία χώρα υπό κατοχή και παίζοντας έναν άχαρο ρόλο προκειμένου να βοηθήσουν τον εαυτό τους και τους γύρω τους. Εκείνος είχε ένα εισιτήριο στην ελευθερία. Ήταν Γερμανός στρατιώτης. Δεν ανήκε στους κατατρεγμένους. Οι Εβραίοι ήταν μόνοι και όσοι ακόμη είχαν προσπαθήσει να βρουν κρησφύγετο, έπαιρναν στο λαιμό τους και τους σωτήρες τους. Οι περισσότεροι δεν διακινδύνευαν να τους κρύψουν. Τρία γεγονότα υποχρέωσαν τους συμμάχους να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα της συστηματικής δολοφονίας τους. Μολονότι τον Αύγουστο της χρονιάς εκείνης του 42 έλαβαν το περίφημο τηλεγράφημα Riegner, προσπάθησαν με κάθε τρόπο να καθυστερήσουν τη δημοσιοποίησή τους. Όταν λίγο αργότερα ο πρώτος αυτόπτης μάρτυρας, επέστρεψε από το γκέτο της Βαρσοβίας, ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών Έντεν, του απαγόρευσε να ενημερώσει τον Τσώρτσιλ με μία φθηνή δικαιολογία.
Ως προς το τηλεγράφημα Riegner,, τον Ιούλιο της χρονιάς που διανύουμε στην ιστορία, ο Gerhart Riegner εκπρόσωπος του Παγκόσμιου Εβραϊκού Συμβουλίου στη Γενεύη, δέχτηκε ένα τηλεφώνημα που τον αναστάτωσε. Ένας φίλος του δημοσιογράφος, του είπε πως πληροφορήθηκε από ένα Γερμανό βιομήχανο, ότι ο Χίτλερ σχεδίαζε την εξόντωση όλων των Εβραίων. Με τη σειρά του αποφάσισε να διαβιβάσει την πληροφορία με ένα τηλεγράφημα στην Ουάσιγκτον και στον Πρόεδρο του Παγκόσμιου Εβραϊκού Συμβουλίου.Τελικά πέρασαν τρεις μήνες προτού το δημοσιοποιήσουν οι Σύμμαχοι και πολλοί περισσότεροι για να αναλάβουν δράση. Το τρίτο γεγονός ήταν το πρωτόκολλο του Άουσβιτς, δυο μαρτυρίες Σλοβάκων που είχαν αποδράσει και πρόσθεσαν ανατριχιαστικές λεπτομέρειες στα ήδη γνωστά πλέον εγκλήματα που όλοι γνώριζαν.
Οι παρευρισκόμενοι στο τραπέζι ήξεραν τι μοίρα τους καρτερούσε αν κάποιος τους πρόδιδε. Τόσο εκείνους, όσο και όλες τις δύστυχες οικογένειες που φρόντιζαν να βοηθήσουν. Για λίγο το κλίμα έγινε ευχάριστο. Ο Φίλιμπερτ που ένιωσε ευθύς αποδεκτός, ανοίχτηκε να τους μιλήσει για τον Γιάεν. Τον Εβραίο φίλο με τη σοφή καρδιά. Ήταν ιδιαίτερος. Έτσι πίστευε. Έβλεπε πάντοτε τον κόσμο σαν μία πολύχρωμη μάζα γλυκιάς διαφορετικότητας. Μαζί περνούσαν αρκετά απογεύματα, αντάλλαζαν γράμματα. Όλα αυτά μέχρι τη Νύχτα των Κρυστάλλων. Όταν οι Ναζί ανοιχτά κυνήγησαν κάθε τι εβραϊκό στο Βερολίνο.
«Φοβάμαι πως κάηκε ζωντανός και ο κόσμος ξαφνικά, έχασε μία μικρή πηγή φωτός. Μία καρδιά καλοσύνης λιγότερη» τους ανακοίνωσε.
«Είσαι και εσύ φωτεινός»πετάχτηκε η Χάβα «Πρώτη φορά δέχομαι με χαρά στο σπίτι, έναν άνθρωπο που φορά αυτή τη στολή»
«Δεν έχω τρομακτική όψη» χαμογέλασε διάπλατα, κάνοντάς το να δείχνει υπερβολικό από μόνο του.
«Ούτε ο αδερφός σου έχει, αλλά είναι τρομακτικός» παραδέχτηκε η Αννελί «Έχει τους τέλειους ψυχρούς τρόπους των Ες-Ες»
«Τον θυμάμαι» πετάχτηκε η Χάνα «Ήταν πολύ μικρός όταν οι γονείς του, τον έδωσαν σε μία μεγαλύτερη γυναίκα. Εικάζω πως ήταν η γιαγιά του. Ήταν πολύ μικρός. Κούτσαινε έντονα. Νόμιζα πως είχε χτυπήσει, μα...άκουσα τη μητέρα σου που εξηγούσε στη γυναίκα εκείνη πως δεν αντέχει άλλο να τον κουβαλά και να κοιτάζουν όλοι. Θα της έβγαζαν όνομα, είχε πει. Πως ήταν ελαττωματική. Το αγοράκι κόλλησε επάνω της με ικεσία. Ο πατέρας το έσπρωξε, σχεδόν το τίναξε προς τη γιαγιά του. Εκείνη τον πήρε και δεν τον είδαμε ξανά. Αν ήμουν Γερμανίδα, θα της ζητούσα να τον κρατήσω. Δεν έχει κακή καρδιά. Στην αρχή δεν κατάλαβα ποιος ήταν, μετά μου ανέφερε εσάς. Φαντάζει τρομακτικός, μα όποιος είναι τέρας στην καρδιά δεν έχει ενσυναίσθηση και δεν αισθάνεται ευγνωμοσύνη για κανέναν. Ίσως και να σώζεται»
Ο Σάββας παρακολουθούσε τη συζήτηση, μα τα μάτια του ήταν στραμμένα στη Δάφνη και εκείνα τα γλυκά λακκάκια σαν χαμογελούσε. Και τότε η εικόνα έσβησε και εμφανίστηκαν στο μυαλό του τέρατα. Τέρατα με ανθρώπινη όψη. Γιατί κανένα τέρας δεν είναι πιο ισχυρό από μία ανθρώπινη ψυχή ποτισμένη με μίσος και ένα μυαλό στρεβλό που εργάζεται για κακό σκοπό. Σκέφτηκε να της πει να φύγουν. Εκείνος, η μητέρα του, η οικογένειά του, όλοι. Ο Κυριάκος ήξερε πως ήταν Εβραίοι. Ακόμη και αν είχαν αλλάξει την ταυτότητά τους.
Φεύγοντας, είχαν περιπολία.Ο Φιλ ως αξιωματικός σπάνια εμφανιζόταν στους δρόμους, μα απόψε μαζί με τον Κάσπαρ, κυκλοφορούσαν με τη μηχανή, όταν μπροστά τους, μεθυσμένοι ελαφρώς συμπατριώτες τους, έκαναν μία απότομη κίνηση, μπαίνοντας σε ένα στενό και χτυπώντας επίτηδες έναν νεαρό της αντίστασης που φυλούσε τσίλιες, όσο η Ανδριανή έγραφε συνθήματα στον τοίχο. Το παιδί έμεινε να σπαρταρά στο πεζοδρόμιο όσο τα γέλια των υπεύθυνων αντηχούσαν στους δρόμους.
«Αλτ!» ακούστηκε η φωνή του Φιλ.
«Αξιωματικέ»
«Είστε μεθυσμένοι και χτυπήσατε έναν αθώο. Δεν επιτρέπω οι στρατιώτες μου να κυκλοφορούν σε αυτό το χάλι! Φύγετε!»
Τρεκλίζοντας και οδηγώντας παράξενα, απομακρύνθηκαν. Ο κουβάς με την μπογιά βρισκόταν παράμερα, η Ανδριανή τον κοιτούσε με τρόμο και ακόμη δύο κοπέλες βγήκαν από το στενό. Ο Φιλ έδειξε πως δεν τη γνώριζε.
«Δεσποινίς. Αφήστε τις μπογιές βραδιάτικα. Θα πάρω τον μικρό μαζί μας, στο νοσοκομείο.Το ίδιο ισχύει και για τις πίσω που ετοιμάζονται να συνεχίσουν τον πίνακα ζωγραφικής. Πηγαίνετε» έδειξε τις κοπέλες.
«Δεν φοβόμαστε» ύψωσε η μία τη φωνή, μα το κορμί της το ισχνό έτρεμε.
«Εντάξει, ούτε εγώ φοβάμαι. Η χώρα σας είναι. Βάψτε πιο διακριτικά την άλλη φορά» μειδίασε και ευθύς έβαλαν τον δεκατριάχρονο νεαρό στη μηχανή. Η αιμορραγία του ήταν ακατάπαυστη. Του έδωσαν να πιει λίγο νερό.
«Ευ..χαριστώ»
«Κρατήσου» τον εμψύχωσε ο Κάσπαρ.
«Δεν μπορώ. Ευχαριστώ που την τελευταία στιγμή, αντίκρυσα ανθρώπους»
Το σώμα του πάγωνε σταδιακά. Το χέρι του Φιλ του έκλεισε τα μάτια.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro