Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Σε μία πατρίδα άξενη/ part 2

Όλα τα θυμόταν ή τελοσπάντων, σχεδόν όλα. Τα όμορφα παιδικά της χρόνια, τότε που τα ασήμαντα θεωρούνταν σημαντικά, τότε που είχαν λίγα, μα παρόλα αυτά θεωρούνταν πλούσιοι. Το σχολείο, ήταν το πρώτο μέρος, το οποίο έπειτα από την οικογένεια, διαμόρφωσε τον χαρακτήρα της. Εκείνο και η δασκάλα της, η κυρία Βασιλική, που κόντρα σε κάθε κανόνα τιμωρίας, έδειχνε να ενδιαφέρεται αληθινά για τις φωνές των παιδιών και όσα είχαν να της αφηγηθούν, από την οικογενειακή τους κατάσταση, μέχρι ιδέες για την διεξαγωγή του μαθήματος. Ουδέποτε εφάρμοσε τις τυπικές απειλές, ουδέποτε ξεκίνησε την φράση της με την αναμενόμενη «Όποιος δεν είναι καλός μαθητής θα τιμωρηθεί, όποιος δεν προσέχει θα...». Αντιθέτως υποστήριζε πως τα παιδιά θέλουν αγάπη και όχι ξύλο και φυσικά όλοι της οι μαθητές έτρεξαν να της ανταποδώσουν την προσπάθεια. Μαζί θα έφτιαχναν μία μαθητική κοινότητα, οι οποία θα ψήφιζε τον πρόεδρο της τάξης, θα μιλούσε για τα μαθητικά δικαιώματα και θα έκανε μικρές παιδικές προτάσεις, τις οποίες τα υπόλοιπα παιδιά θα στήριζαν αν επιθυμούσαν, υψώνοντας το χέρι τους. Επίσης θα υπήρχε και ταμείο για το οποίο υπεύθυνες θα ήταν η Αφροδίτη με την Ανδριανή. Με τα χρήματα που θα συγκεντρώνονταν, τα παιδιά θα μπορούσαν να αιτηθούν για κάποια εκδρομή ή για στήριξη εκείνων που είχαν ανάγκη. Την απονομή δικαιοσύνης λοιπόν, τα δύο κορίτσια, την έζησαν από μικρά. Αυτήν και την παροχή βοήθειας σε όποιον την είχε ανάγκη.

Τότε, η Αφροδίτη βρισκόταν στην Τετάρτη δημοτικού περίπου και ο ξάδερφός της ο Στέφανος στην έκτη. Εκείνος, είχε τρεις κολλητούς, τον Ιωσήφ, τον Σάββα και τον Κυριάκο, ο οποίος ήταν ερωτευμένος με την Αφροδίτη από την πρώτη στιγμή που την είχε ανταμώσει. Ήταν ένα όμορφο αγόρι με γλυκά χαρακτηριστικά. Παρόλα αυτά, η Αφροδίτη είχε αλλού το μυαλό της. Στο ατελείωτο παιχνίδι με την Ανδριανή, στον κρυφό τους κώδικα που δεν ήταν άλλος από τις επιστολές που αντάλλαζαν και φυσικά στο ταμείο της τάξης. Κάθε φορά που επέστρεφε στο σπίτι, παρακαλούσε τον πατέρα της να της δώσει έστω και μία δραχμή. Ο Παύλος ήταν περήφανος για εκείνη. Θαύμαζε πως παρά το νεαρό της ηλικίας της, αναγνώριζε και αγωνιζόταν για την δικαιοσύνη. Ο Σοφοκλής πλέον ΄΄έχανε΄΄ τον γιο του κάθε απόγευμα. Σιγά σιγά ετοιμαζόταν να μπει στην εφηβεία, ενώ οι μανάδες συχνά τον πείραζαν πως πλέον βάδιζε καμαρωτός σαν το κοκόρι.

Τα απογεύματα, οι δύο φίλες τα περνούσαν μαζί. Βοηθούσαν η μία την άλλη στο διάβασμα ενώ αρέσκονταν να κάθονται σιμά στο παραθύρι, γράφοντας με τις ώρες.

«Ήθελα να ήξερα τι είδους εξομολογήσεις πια κάνετε!» χαμογελούσε η Μαργαρίτα.

«Είναι το μυστικό μας μαμά» την μάλωνε η Αφροδίτη και με χαρά τα δύο κορίτσια επέστρεφαν στη δουλειά που τόσο αγαπούσαν.

«Έχεις δει πώς σε κοιτάζει ο Κυριάκος;» έσπασε τη σιωπή της συγκέντρωσης η Ανδριανή.

«Ναι. Μονάχα που δεν καταλαβαίνω γιατί στα απογευματινά μας παιχνίδια, επιλέγει πάντοτε την αντίπαλη ομάδα»

«Ε, για να σε πειράξει και να τον προσέξεις» χαμογέλασε η Ανδριανή.

«Δεν μου αρέσει ο Κυριάκος. Ίσως να προτιμούσα τον Σάββα αν με ρωτάς» ομολόγησε η Αφροδίτη.

«Σου αρέσει;»

«Είναι ένα αγόρι με καλή ψυχή. Μπορεί να μην μιλά πολύ, όπως ο Στέφανος που ξεσηκώνει τον τόπο, ωστόσο αντιλαμβάνομαι πως είναι αγαθός. Στον Κυριάκο δεν έχω εμπιστοσύνη, δεν γνωρίζω τον λόγο. Κάποτε νιώθω το ένστικτό μου να με οδηγεί. Η μαμά μου λέει να το ακούω»

«Ο Σάββας είναι Εβραίος» σκέφτηκε η Ανδριανή «Άραγε θα μπορούσες να τον παντρευτείς, άμα μεγαλώσεις;»

Η Αφροδίτη γέλασε ηχηρά.

«Άσε τώρα τους γάμους. Είμαστε μικρές. Όταν έρθει η ώρα να βρω αγόρι, να είσαι σίγουρη πως θα περάσει από τα μάτια του μπαμπά μπροστά»

«Σου έχει αδυναμία. Έχει σταματήσει τρεις φορές, προκειμένου να μας ρωτήσει αν έχουμε φάει κάτι. Έπειτα, τον έχω παρατηρήσει πως στέκεται στα κρυφά σε εκείνη την γωνία και σου χαμογελά, νομίζοντας πως δεν τον βλέπεις»

Η Αφροδίτη χαμογέλασε και εκείνη. Φυσικά και τον έβλεπε. Ήταν η κρυφή της δύναμη. Ήταν το στήριγμα εκείνο που σε κάθε αβέβαιο βήμα της, θα βρισκόταν πάντοτε στο πλάι της για να την σηκώσει ολοένα και ψηλότερα. Χαμογέλασε ευχαριστημένη και στράφηκε στην επιστολή που τόση ώρα ετοίμαζε. Τα παιδικά γράμματα ξέφευγαν πλαγιαστά επάνω στο χαρτί.


Βερολίνο 1931

Αγαπητέ Γιάεν

«Κάθομαι εδώ και αρκετή ώρα στο παράθυρο, περιμένοντάς σε να φανείς. Η ημέρα μου σήμερα ήταν κουραστική. Είχα μαθήματα όλο το πρωί και οι δάσκαλοί μας με έβαλαν τιμωρία, καθώς βαριόμουν να παρακολουθήσω. Έχω την εντύπωση πως εσείς περνάτε καλύτερα. Παρόλα αυτά, θα αναφερθώ για ακόμη μία φορά στην μαγείρισσά μας, την κυρία Ελένη. Είναι Ελληνίδα, η οποία μετακόμισε στην Γερμανία σε σχετικά μεγάλη ηλικία. Αυτό δεν στο είχα αναφέρει ως τώρα. Καμιά φορά παρακινεί εμένα και τον κολλητό μου, τον Κάσπαρ, να μαθαίνουμε ελληνικά. Μου φαίνονται δύσκολα. Δεν μπορώ να γράψω καλά ακόμη, ωστόσο έχω μάθει να κάνω προτάσεις και να απαντώ στα βασικά. Όταν τελειώνουμε τα μαθήματα, η κυρία Ελένη μας φωνάζει κάτω στην κουζίνα, εμένα και τον Κάσπαρ, παλεύοντας να μας διδάξει. Θα σου μάθαινα και εσένα, ωστόσο προτιμώ να παίζουμε. Σε περιμένω με αγωνία στο παράθυρο, ώστε να έρθω στον κήπο.»

Φίλιμπερτ

Το γράμμα ήταν σύντομο αυτή τη φορά. O Φίλιμπερτ περίμενε το σύνθημα του φίλου του, του Γιάεν, ενός αγοριού από το απέναντι εβραϊκό ορφανοτροφείο. Τα δωμάτιά τους είχε τύχει να βρίσκονται το ένα απέναντι από το άλλο. Με τον Φίλιμπερτ είχαν γνωριστεί με αυτόν τον τρόπο, σε μία γερμανική κοινωνία που βρισκόταν στο μεταίχμιο να την καταπιεί το σκοτάδι, λίγα χρόνια πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Ο Φίλιμπερτ και ο Κάσπαρ, ήταν δυο ορφανά αγόρια, τα οποία βρέθηκαν ταυτόχρονα παρατημένα στο κατώφλι, ήδη από την βρεφική ηλικία. Αυτό είχε εγείρει απορίες, μιας που δεν έμοιαζαν για αδέλφια. Ο καιρός ήταν μουντός και καθώς τα καλάθια είχαν τοποθετηθεί το ένα δίπλα στο άλλο, τα αγοράκια βρέθηκαν να βαστιούνται μηχανικά από το χέρι, αναζητώντας παρηγοριά. Καθώς τα χρόνια περνούσαν φυσικά, αυτή η σύνδεση διόλου δεν άλλαξε, μιας και σαν παιδιά, βρίσκονταν στο ίδιο δωμάτιο, παρηγορώντας συχνά ο ένας τον άλλο, τις κρύες νύχτες με τις καταρρακτώδεις βροχές. Ο Φίλιμπερτ πάντοτε επιθυμούσε να ανήκει κάπου. Σε μία ομάδα, σε μία οικογένεια. Η ορφάνια του τον ενοχλούσε, σε αντίθεση με τον Κάσπαρ, ο οποίος έδειχνε απλώς να απολαμβάνει τη ζωή του, όσο αυτό το επέτρεπαν οι συνθήκες. Η κυρία Ελένη που ήταν υπεύθυνη για τα γεύματά τους, αποτελούσε για τα αγόρια εκτός από είδωλο και την τέλεια λύση για να συνεννοούνται δίχως να τους καταλαβαίνει κανείς.

Η ζωή ωστόσο στο ίδρυμα ήταν δύσκολη και ο Φίλιμπερτ συχνά κολλούσε το πρόσωπό του στο παράθυρο, παρατηρώντας τα παιδιά της ηλικίας του. Ήταν σχετικά καλοντυμένα και περιποιημένα, όταν εκείνου η μόνη περιουσία, ήταν ελάχιστα ξεφτισμένα πουλόβερ και μερικά μπαλωμένα παντελόνια. Η πειθαρχία που απαιτούνταν ήταν σκληρή, ωστόσο εκείνος είχε βρει τον τρόπο να το σκάει από το δωμάτιό του στον πρώτο όροφο, προκειμένου να του ανοίγει ο Γιάεν την πόρτα μία συγκεκριμένη ώρα, η οποία αποτελούσε το διάλειμμά τους του παιχνιδιού. Ένα απόγευμα ωστόσο, είχε φανεί απελπιστικά άτυχος και ο διευθυντής ξεκίνησε να τον αναζητά. Όταν χτύπησε την πόρτα του εβραϊκού ορφανοτροφείου απέναντι ακριβώς, σε ένα περιποιημένο, κλασσικό κτήριο, άπαντες τον κάλυψαν, στέλνοντάς τον μία ώρα αργότερα πίσω και αφήνοντάς τον να σκαρφαλώσει εκ νέου  στο δωμάτιό του. Από εκείνο το συμβάν και μετά, είχε ξεσπάσει μία άτυπη κόντρα ανάμεσα στα δύο ιδρύματα, με τραγική μελλοντική κατάληξη.

Παρόλα αυτά, ο Φίλιμπερτ του σήμερα καρτερούσε τον φίλο του από απέναντι με μεγάλη ανυπονησία. Είχε κατέβει από το παράθυρο, αφήνοντας το τσαλακωμένο του γράμμα ανάμεσα από τα κάγκελα της αυλής του εβραϊκού ορφανοτροφείου.

«Ακόμη εδώ είσαι;» πρόφερε ο Κάσπαρ νυσταγμένα.

«Περιμένω να με ειδοποιήσει ο Γιάεν για να παίξουμε ποδόσφαιρο. Εσύ όλη μέρα κοιμάσαι»

«Πρόσεχε να μην σε δει ο Γκορτς, το καρφί»

«Να τον προσέχεις εσύ αντί να κοιμάσαι!» έκανε μία παύση ο Φίλιμπερτ «Αλήθεια, γιατί δεν έρχεσαι και εσύ; Τόσο καιρό σε παρακαλώ και για κάποιον λόγο αρνείσαι πεισματικά λες και θα σου κάνουν κακό. Φοβάσαι γιατί είναι Εβραίοι, ή την τιμωρία του διευθυντή που μου μαύρισε το χέρι;»

«Τίποτε από όλα αυτά. Απλώς προτιμώ να μείνω εδώ» ο Κάσπαρ απέφυγε να τον κοιτάξει, όταν πρόσεξαν πως στο απέναντι παράθυρο, είχε επιτέλους εμφανιστεί ο Γιάεν. Ο Φίλιμπερτ στάθηκε για λίγο μπροστά από το τζάμι κάνοντάς του νοήματα. Ο Γιάεν εξαφανίστηκε και ο μικρός άνοιξε το παράθυρο, επιτρέποντας σε ένα κύμα ψυχρού αέρα να τον χτυπήσει. Κατόπιν αφέθηκε στο κενό, για να βρεθεί σε ένα πεζούλι και από εκεί στον δρόμο. Ο φίλος του, του άνοιξε την πόρτα και γελώντας ξεχύθηκαν στην περιποιημένη αυλή του ορφανοτροφείου έχοντας ένα πάνινο τόπι για παιχνίδι.

«Αλήθεια, θα ήθελες να μάθεις για τους δικούς σου;» ρώτησε ο Γιάεν καθώς βρίσκονταν γαντζωμένοι στο κλαδί ενός δέντρου.

«Όχι πια. Η αλήθεια είναι πως θα ευχόμουν απλώς να μην με είχαν αφήσει. Για να βρίσκομαι σε ορφανοτροφείο είτε οι δικοί μου είναι νεκροί, είτε δεν με ήθελαν»

«Εμένα δεν μπορούσαν να με θρέψουν. Οικονομικά δεν είναι πολύ καλά και έχω άλλα τέσσερα αδέρφια. Ωστόσο συχνά με επισκέπτονται. Είναι και αυτό μία παρηγοριά» ο Γιάεν του χαμογέλασε καθησυχαστικά.

«Μερικές φορές αισθάνομαι ανασφάλεια. Αισθάνομαι πως δεν ανήκω πουθενά, πως ίσως η κοινωνία δεν θελήσει ποτέ να με αποδεχτεί γιατί είμαι ορφανός και όλοι θα με κοροϊδεύουν. Τελοσπάντων. Χαίρομαι που ανακάλυψες το γράμμα»

«Έχω μάθει πού το αφήνεις. Μην ανησυχείς, εγώ θα σε αποδεχόμουν καθώς στην ουσία μεγαλώνω και εγώ σε ένα ίδρυμα. Επίσης είσαι φίλος μου και τους φίλους, τους αποδεχόμαστε δίχως να τους κρίνουμε»

Αυτή η φράση που ειπώθηκε εκείνη τη στιγμή, του έμεινε για πάντα χαραγμένη στο μυαλό. Η αξία του να αποδέχεσαι άκριτα τον φίλο σου και ας είναι διαφορετικός από εσένα. Εξάλλου,δεν μας φέρνει πάντοτε η απόλυτη ομοιότητα κοντά, μήτε η διαφορετικότητα αποτελεί παραφωνία. Ο Γιάεν ήταν σοφός. Ένας ενήλικας κλεισμένος στο σώμα ενός παιδιού. Συχνά του έδειχνε τα λουλούδια της αυλής και του υπενθύμιζε πόσο βαρετή θα ήταν η ζωή, αν τα πάντα είχαν το ίδιο χρώμα, αν υπήρχαν μόνο τριαντάφυλλα ή μονάχα συγκεκριμένα δέντρα. Από μία Γερμανία που σύντομα θα διεκδικούσε την λογική του, η παιδική φωνή του Γιάεν, θα ήταν ίσως το μοναδικό, φωτεινό μονοπάτι στο σκότος που σιγόβραζε σαν λάβα, περικυκλώνοντας μεθοδικά τη χώρα του

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro