Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Περιμένοντας τους βάρβαρους / part 1

Ελλάδα 1941

Σε αντίθεση  με τους γονείς τους που είχαν ζήσει τον ξεριζωμό, ο Στέφανος και η Αφροδίτη δεν είχαν ιδέα από πόλεμο. Και οι δύο οικογένειες είχαν πλέον μετακομίσει προς Ζωγράφου και ευτυχώς για εκείνους τα σπίτια τους, βρίσκονταν για ακόμη μία φορά, το ένα απέναντι από το άλλο. Ο Σοφοκλής και ο Παύλος, είχαν κατορθώσει να κάνουν χρυσές δουλειές και έτσι μπόρεσαν να μετακομίσουν σε δύο μονοκατοικίες, μικρούλες, αλλά αξιοπρεπείς, τίποτε το ιδιαίτερο, ωστόσο, υπήρχε ένας μικρός κήπος στο μπροστινό τμήμα, όπου είχαν δημιουργήσει σαν μποστάνι. Ο Παύλος ειδικά, το θεωρούσε αγαπημένη, απογευματινή ασχολία, ειδικά μετά την τελευταία συμφορά που τον είχε βρει και τα δύσκολα χρόνια που είχαν ακολουθήσει. Η Δέσποινα, η αδερφή του Παύλου, σπάνια τον ρωτούσε για τα συναισθήματά του. Η καρδιά της μάτωνε, βλέποντάς τον να μαραζώνει, έχοντας χάσει ήδη αρκετά κιλά. Αν υπήρχε μία ροδαλή γρατσουνιά, σε έναν σκοτεινό καμβά, αυτή ήταν ο εγγονός του ο Λευτεράκης, που σε πείσμα των δυσμενών συνθηκών κάτω από τις οποίες ήρθε, εκείνος, θέλησε να του δώσει ένα όνομα που θα υποδήλωνε κάτι ελπιδοφόρο. Τι ποιο ελπιδοφόρο λοιπόν, από την σωματική και ψυχική ελευθερία;

Η Παναγία τους είχε λυπηθεί και ο μικρός έμοιαζε απίστευτα στην μητέρα του. Μία μητέρα, η οποία εξαιτίας της κατάθλιψης, καθώς και της φρικτής πράξης που βίαια της άρπαξε την αθωότητά της, δεν του έδινε τη δέουσα σημασία, με αποτέλεσμα να περνά τον περισσότερό του χρόνο με τον παππού του. Η Αφροδίτη τον φρόντιζε και τον τάιζε, ωστόσο μην αντέχοντας να διαχειριστεί το συμβάν, απέφευγε να περνά χρόνο με το αγοράκι, το οποίο ωστόσο απολάμβανε την αγάπη και τα χάδια όλων των υπόλοιπων. Στην νέα γειτονιά, όλοι γνώριζαν πως ήταν ο μικρός αδερφός της. Ο Παύλος δεν επιθυμούσε σε καμία περίπτωση να ξεκινήσουν τα σχόλια για τον πατέρα, ή οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να φέρει σε δύσκολη θέση την κόρη του. Οι εποχές εκείνες εξάλλου, ήταν αρκετά συντηρητικές για να δεχτούν εύκολα μία κοπέλα ανύπαντρη, με ένα παιδί αγνώστου πατρός και ας είχε προέλθει με αυτόν τον ειδεχθή τρόπο. Η αλήθεια λοιπόν, παρέμενε ερμητικά κλειστή σε ένα σεντούκι για λίγους και καλούς. Η παρέα εξάλλου του Στέφανου, ο Ιωσήφ και ο Σάββας, καθώς και η Ανδριανή από την πλευρά της Αφροδίτης, θα προτιμούσαν να πεθάνουν, παρά να προδώσουν τα οικογενειακά μυστικά. Παρόλα αυτά, εκείνο το περιστατικό, τους είχε όλους σημαδέψει. Έμοιαζε σαν λεπίδα που είχε χαράξει τον χρόνο τους στα δύο, κόβοντας την ανεμελιά τους, ξεριζώνοντας τα φτερά τους. Ο πόλεμος ωστόσο ήρθε...για να τους αρπάξει και τα υπόλοιπα.

Η Ανδριανή, επισκεπτόταν σχεδόν κάθε μέρα τη φίλη της. Ήταν νοσοκόμα και τα απογεύματα, καθόταν μαζί με την Αφροδίτη ωθώντας την ξανά, να αρχίσει να της γράφει όπως άλλοτε, τα συναισθήματά της. Δύο γραμμές στην αρχή, τρείς, μετά μία παράγραφο. Η Αφροδίτη, περπατούσε ως ένα σημείο και άφηνε το γράμμα σε έναν φούρνο στη μέση της διαδρομής. Κατόπιν, πήγαινε η Ανδριανή, το έπαιρνε και άφηνε έπειτα στη θέση του την απάντηση. Ήταν και αυτό μία αρχή.  Συνήθως, όποτε επισκεπτόταν τη φίλη της, έβλεπε τον Στέφανο να μπουσουλά ή να τρέχει δίπλα στον ανιψιό του, ή να τον γεμίζει με άπληστα φιλιά, δαγκώνοντάς του παιχνιδιάρικα το μάγουλο. Στη θέα τους, η καρδιά της έχανε έναν χτύπο και συνειδητοποίησε πως ουδέποτε είχε εξομολογηθεί στη φίλη της την αλήθεια. Πως για χρόνια ήταν ερωτευμένη μαζί του και ας της ξεκινούσαν πλέον οι γονείς της την συζήτηση για προξενιά, μιας που πλέον είχε πατήσει αισίως τα δεκαεννέα. Ντροπαλά τον χαιρέτησε, δίχως όμως να γνωρίζει πως και εκείνου το βλέμμα ήταν μελαγχολικό. Κάθε φορά που την κοιτούσε, ήθελε τόσο να της μιλήσει, να της ζητήσει να πάνε οι δυο τους μία βόλτα, μα ντρεπόταν. Ντρεπόταν πως θα τον απέρριπτε. Αποτέλεσμα αυτού, ήταν να υποφέρουν και οι δύο, ο καθένας βυθισμένος στη δική του ντροπή. Όσο για τον Σάββα; Εκείνος όσες φορές και αν είχε πλησιάσει την Αφροδίτη, έβλεπε το βλέμμα της πάντοτε πεσμένο στη γη. Τα μάτια της δεν είχαν ανέβει σχεδόν ούτε μία φορά στο ύψος των δικών του. Ντρεπόταν. Σιχαινόταν και μισούσε το ίδιο της το κορμί, το οποίο εδώ και χρόνια, θεωρούσε πως δεν της ανήκε, πως είχε βεβηλωθεί τόσο το ίδιο, όσο και τα όνειρά της. Ευτυχώς, το νέο σπίτι, αν και ταπεινό, διέθετε παράθυρο με θέα στο μικρό κηπάκι. Από εκεί παρακολουθούσε τον Στέφανο και τον μικρό να παίζουν. Δάκρυα ανέβαιναν στα μάτια της και ένα συγγνώμη σαν τελευταία σχεδόν ανάσα, έβγαινε από τα χείλη της.

Ένα πρωί, στις 28 Οκτωβρίου, η γειτονιά είχε ξυπνήσει βάρβαρα από τις σειρήνες και τους κανονιοβολισμούς. Άπαντες πετάχτηκαν από το κρεβάτι τους και μέσα σε λίγα λεπτά, η γειτονιά ολόκληρη βρισκόταν στο πόδι.

«Τι συμβαίνει βρε παιδιά;» αναρωτιόταν φωναχτά η Δέσποινα, μα κανείς δεν έμοιαζε να έχει μία απάντηση. Η Αφροδίτη, έσφιγγε επάνω της τον Λευτέρη, του οποίου τα μικρά, αμυγδαλωτά ματάκια, κοιτούσαν ολόγυρα φοβισμένα. Όλοι κοιτούσαν προς το σημείο που βρισκόταν το Τατόι, όπου πετούσαν κάτι αεροπλάνα.

«Να σας πω εγώ τι συμβαίνει!» πετάχτηκε μία γειτόνισσα, η οποία κάθε μέρα στεκόταν δήθεν στο κατώφλι του σπιτιού σκουπίζοντας, όταν στην ουσία επιθυμούσε διακαώς να κουτσομπολέψει την γειτονιά. Η ευτραφής κυρία Τούλα, το έπαιζε σπουδαγμένη και διέθετε μία απάντηση για όλα.

«Ναι, για πες μας!» την ειρωνεύτηκε ο Στέφανος.

«Θα δοκιμάζουνε μωρέ τα καινούργια αεροπλάνα που πήραμε με τον έρανο!» ξεφούρνισε και άπαντες κούνησαν το κεφάλι αποδοκιμαστικά. Η Δέσποινα την κοίταξε πλαγίως, με τον Σοφοκλή να παρακαλάει να μην ανοίξει το στόμα της.

«Ο λωλός με το όνειρό του, έβλεπε το ριζικό του» ψέλλισε σφίγγοντας τα δόντια και ο Στέφανος προσπάθησε να συγκρατήσει τα γέλια του, βλέποντας την Τούλα να εισέρχεται στο σπίτι της, γρυλίζοντας κάτι περί ασέβειας.

Το κακό ήταν πως εκείνη την εποχή, το μόνο μέσο ενημέρωσης ήταν η εφημερίδα, ενώ τηλέφωνα διέθεταν κυρίως οι γιατροί, οι φαρμακοποιοί και κανένας μπακάλης. Ωστόσο, εκείνη την ώρα τα μαγαζιά ήταν όλα κλειστά. Ξαφνικά, είδαν κάποιον να τρέχει από μακριά και λαχανιασμένος καθώς ήταν να σταματά μπροστά στο πλήθος των γειτόνων φέρνοντας τα κακά μαντάτα. Για ακόμη μία φορά τα πάντα θα άλλαζαν, ο Στέφανος θα έφευγε για το μέτωπο, το ίδιο και ο Σάββας και ο Ιωσήφ. Ήταν η σειρά της οικογένειας του Σοφοκλή να βυθιστεί στην ανησυχία, μα και στην περηφάνια. Ο Στέφανος δεν το σκέφτηκε ούτε δύο δευτερόλεπτα. Η πατρίδα του ήταν δική του και κανείς δεν είχε το δικαίωμα να την απειλήσει. Από μικρός εξάλλου, μισούσε τους τραμπούκους και αντιμαχόταν την αδικία. Δεν θα άφηνε κανέναν Ιταλό να πατήσει το βρωμοπόδαρό του στα σύνορα. Καλύτερα να πέθαινε. Εξάλλου, στον κόσμο τότε δεν έβλεπες τον φόβο, αλλά την αποφασιστικότητα. Σημαίες κρεμάστηκαν στα μπαλκόνια, πλήθος ανθρώπων πηγαινοερχόταν, χαμόγελα και αγκαλιές μονάχα. Οι φαντάροι, όπως και οι τρεις φίλοι, ο Ιωσήφ, ο Σάββας και ο Στέφανος, βάδιζα καμαρωτοί, αισιόδοξοι και άφοβοι. Οι εφημεριδοπώλες, αδύνατα πιτσιρίκια, φτωχαδάκια με χιλιομπαλωμένα ρούχα, διαλαλούσαν τα συγκλονιστικά νέα της μέρας.Οι εφημερίδες, φορτώθηκαν με στήλες για εράνους, για τη ΄΄Φανέλα του Στρατιώτη΄΄ Τα τρένα, φορτώθηκαν με άνδρες ως απάνω, που κρέμονταν από τις πόρτες και τα παράθυρα. Ήταν η μοναδική φορά που η Αφροδίτη βγήκε από το σπίτι, ξεχύθηκε στο πλήθος το αλαφιασμένο, για να κρατήσει το χέρι του Στέφανου λίγο πριν την αναχώρηση. Δίπλα του, τα μάτια του Σάββα έπεσαν στα δικά της αναζητώντας την λυτρωτικά και επιτέλους βρήκαν ανταπόκριση. Φωτογράφοι απαθανάτιζαν τις στιγμές εκείνες που έγραφαν ιστορία. Μία ιστορία που χρόνια αργότερα, θα έκανε και τον πιο αδιάφορο να λυγίσει υπό το θάρρος των απλών ανθρώπων, της καρδιάς της ελληνικής.

Ο Στέφανος μαζί με τους φίλους του, στήθηκε μπροστά από έναν ανυπόμονο φωτογράφο. Η αλήθεια ήταν πως η στολή τον στένευε ελαφρώς έτσι ψηλός και μυώδης που ήταν, ωστόσο δεν διαμαρτυρήθηκε λεπτό. Για την πατρίδα του θα πήγαινε και ξυπόλητος. Με όση φωνή άντεχε, τραγούδησε τον Εθνικό Ύμνο συγκινημένος. Ο Στέφανος σπάνια συγκινούνταν, μα αυτό το άσμα σε συνδυασμό με την ατμόσφαιρα, του προκαλούσε ρίγη. Κανένας Μουσολίνι και κανένας Χίτλερ δεν θα τον έδειχναν με το χέρι τους. Εκείνοι θα γονάτιζαν μπροστά του. Έτσι πίστευε, έτσι πίστευαν όλοι τότε. Αποχαιρέτησε τη μάνα του, τον πατέρα του, την Αφροδίτη. Το ίδιο και οι άλλοι δύο, ειδικά ο Σάββας που είχε και δύο μικρότερα αδερφάκια. Έφυγαν, κουβαλώντας μαζί τους τάματα, ευχές, υποσχέσεις. Κρυμμένα βαθιά μέσα στους σάκους τους.Οι μανάδες που έμειναν πίσω, παρακάλεσαν πνιχτά την Παναγία να τους φιλά. Μητέρα ήταν και αυτή, ήξερε από πόνο. Τον Γιο της τον είχε πονέσει και εκείνη, τον είχε κλάψει. Το φρόνιμα ήταν υψηλό και οι φίλοι έφυγαν χαμογελαστοί τραγουδώντας και ελπίζοντας, για να καταπατηθεί η ελπίδα αυτή από το σήμερα και την εισβολή εκείνων, των βάρβαρων, των Γερμανών. Εκείνων που πάγωσε πόλεις ολόκληρες, βυθίζοντάς τες σε μία παράδοξη και επίπονη αναμονή.

Είχε έρθει η ώρα, σχεδόν έναν χρόνο μετά να παραδώσουν τα όπλα. Οι διάσημοι εχθροί, οι ναζί ήταν αλλιώτικοι. Προχωρούσαν με φωνές δυνατές, γεμάτοι έπαρση, που έφτανε στα όρια ενός αρρωστημένου πάθους, τραγουδώντας καταραμένα εμβατήρια σε μία γλώσσα βάρβαρη, άγνωστη. Η γη βροντούσε ρυθμικά από τον παράξενο βηματισμό τους που θαρρείς και δεν προερχόταν από ανθρώπους. Ήταν απόλυτα συγχρονισμένος, ενώ τα μάτια μερικών περαστικών, είχαν καρφωθεί στις ολοκαίνουργες, γυαλιστερές αρβύλες. Ειδικά οχήματα-μαγειριά, ετοίμαζαν καθοδόν τα συσσίτιά τους. Στην πρωτεύουσα λίγο ήθελαν  για να φτάσουν. Αυτό όμως που πονούσε περισσότερο ήταν η περιφρόνησή τους και η απύθμενη αλαζονεία τους στο ανοιχτόχρωμο βλέμμα τους. Ο Στέφανος δεν μπόρεσε να συγχωρέσει αυτήν την ατίμωση. Είχε τραυματιστεί άσχημα στο πόδι, είχε πεινάσει, είχε υποφέρει, μονάχα για να επιστρέψει στους δικούς του βυθισμένος στην ντροπή. Τι στο καλό είχε πάθει η Ελλάδα; Γιατί να συνθηκολογούσε; Γιατί στο ανάθεμα; Έχοντας φτάσει στο Αγρίνιο, οι Μονάδες διαλύθηκαν επισήμως. Ο καθένας θα επέστρεφε στον τόπο του με όποιο μέσο μπορούσε ή ακόμη και με τα κουρασμένα του πόδια. Ο Στέφανος ωστόσο παρά την πίκρα, ήξερε πως όφειλε να καταπιεί τα πάντα για χάρη της Αφροδίτης, η οποία ήταν μεν καλύτερα, ωστόσο και πάλι δεν θύμιζε σε τίποτε εκείνο το γελαστό, γεμάτο ζωντάνια κορίτσι. Η μυρωδιά της αγκαλιάς του Λευτεράκη που τότε ήταν τριών χρονών, ήταν το γιατρικό που ζητούσε.

Το ρολόι της ιστορίας, έδειχνε 27 του Απρίλη του 1941. Ο ήλιος είχε σηκωθεί, η ώρα ήταν οκτώ και δέκα το πρωί, ο Σοφοκλής με τον Παύλο διστακτικά κατηφόριζαν στο κέντρο με προορισμό το μαγαζί τους που σε πείσμα των καιρών ήθελαν να ανοίξουν, αν και δεν καρτερούσαν να δουλέψουν μία τέτοια μέρα. Ο ήλιος ζέσταινε ελαφρώς τα κορμιά τους όταν μία ομάδα προέλασης από δύο θωρακισμένα αυτοκίνητα της 6ης Μεραρχίας Τεθωρακισμένων, εισήλθε στην Αθήνα από τα βόρεια. Τα ακολουθούσε μία πομπή από τανκς, αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες που κατέβαιναν σε μονή γραμμή τη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας. Οι Αθηναίοι έχοντας μαζευτεί στις πλευρικές οδούς, προσπαθούσαν να τους διακρίνουν, κρυμμένοι από την αστυνομία, ή παρακολουθώντας μέσα από τα σχεδόν κλειστά παντζούρια τους. Οι δήμαρχοι της Αθήνας και του Πειραιά, ο νομάρχης Αττικής και ο διοικητής της ελληνικής στρατιωτικής φρουράς στην Αθήνα, είχαν συνάντηση με τον Γερμανό διοικητή φον Στρούμε για να υπογράψουν στις 10:45 περίπου, στο καφενείο ο Παρθενών, την επίσημη παράδοση της πόλης. Ο Εθνικός Ύμνος που μετέδιδε ο σταθμός της Αθήνας διακόπηκε και ένας Γερμανός αξιωματικός ανακήρυξε την κατάληψη της πόλης στο όνομα του Χίτλερ.

Ο Φίλιμπερτ οδηγούσε μία μοτοσυκλέτα, ενώ ο Κάσπαρ βρισκόταν δίπλα του στο καλάθι, έχοντας κοιμηθεί βαριά για ακόμη μία φορά. Ο ανοιξιάτικος ελληνικός ήλιος που τον ζέσταινε, τον ωθούσε ακόμη περισσότερο να παραδοθεί στην αγκαλιά του Μορφέα, κάνοντας τον Φιλ δίπλα του να βράζει χειρότερα και από ατμομηχανή. Οι δυο τους, ήταν πλέον στη Βέρμαχτ. Αξιωματικοί. Η ιστορία τους μεγάλη, είχαν πολεμήσει γενναία στο μέτωπο της Πολωνίας με τον Φίλιμπερτ να έχει αλλάξει πολύ από την μέρα θανάτου του Γιάεν. Έμοιαζε σαν να είχε παραδοθεί αμαχητί σε μία μοίρα, όποια και αν ήταν αυτή. Ο Κάσπαρ από την άλλη, παρά του ότι είχε δείξει στην αρχή μία σχετική ζέση για όλα αυτά, φαινόταν σαν να κατέβαλε μία τεράστια, υποκριτική προσπάθεια προκειμένου να δείχνει σαν όλους τους άλλους. Κάτι τέτοιο σήμαινε πως όφειλε να παριστάνει τον αναίσθητο, εκείνο το γεμάτο έπαρση ρομπότ, με αποτέλεσμα αυτή η πνευματική υπερπροσπάθεια να του προκαλεί θλίψη και εκείνη με τη σειρά της υπνηλία. Η σημερινή μέρα δεν αποτελούσε εξαίρεση και ο Φιλ ετοιμαζόταν να τον στολίσει, όταν γυρνώντας το κεφάλι του στο πλάι, δεν πρόσεξε τον Παύλο που ΄΄παράνομα΄΄ προσπάθησε να διασχίσει τον δρόμο για να βρεθεί στο μαγαζί. Αποτέλεσμα ήταν να πατήσει φρένο απότομα, να τιναχτεί μπροστά ο Κάσπαρ και το κράνος του, να βρεθεί να κοσμεί το κεφάλι ενός φοβισμένου Παύλου.

Για λίγο άπαντες πάγωσαν, με τον Κάσπαρ να έχει γουρλώσει τα μάτια.

«Πού είμαστε; Τι έγινε;» ρώτησε σαστισμένα.

«Εξαιτίας σου, παραλίγο να σκοτώσω άνθρωπο!» τσίριξε ο Φιλ απεγνωσμένα, έχοντας κοκκινίσει ολόκληρος.

Ο Παύλος τρέμοντας από το ξάφνιασμα, τον κοίταξε προσεκτικά. Ήταν ένας πιτσιρικάς στην ουσία, στην ίδια ηλικία πάνω-κάτω με τον Στέφανο.

«Λες και δεν έχεις σκοτώσει ξανά» μουρμούρισε νυσταγμένα ο Κάσπαρ.

«Στο μέτωπο!» ούρλιαξε ξανά όταν επιτέλους στράφηκε στον Έλληνα «Συγγνώμη κύριε, δεν σας είδα και φταίει ο διπλανός μου για όλα. Θα μπορούσα να έχω το κράνος;»

Ο Παύλος σάστισε περισσότερο. Το αγόρι μιλούσε άπταιστα ελληνικά και η πράα του φωνή ερχόταν σε ανορθόδοξη αντίθεση με όλα όσα ακούγονταν και είχαν συμβεί επίσης. Ο κατακτητής, αυτός ο φρικτός ναζί κατακτητής, ζητούσε συγγνώμη με ειλικρινή ευγένεια. Αν αφαιρούσες τη στολή, έμοιαζε με έναν νεαρό, όπως όλοι της ηλικίας του.

«Εγώ...σου ζητώ...» ξερόβηξε «Είσαι Έλληνας;» του έθεσε μία ηλίθια ερώτηση, μα δεν μπορούσε να αντισταθεί. Δεν είχε ακούσει ξανά Γερμανό να μιλά τόσο καλά ελληνικά.

«Όχι κύριε. Έτυχε να μάθω....» τίποτε άλλο δεν του είπε. Ο Κάσπαρ απλώς κούνησε το κεφάλι του ζαλισμένος, παλεύοντας να βολευτεί καλύτερα, ώστε να συνεχίσει τον γαλήνιο ύπνο του. Ο Φιλ τον κοίταξε με θυμό και ο Παύλος του χαμογέλασε με κατανόηση, για να εισπράξει το ίδιο ζεστό νεανικό χαμόγελο. Οι δυο τους χωρίστηκαν, η μηχανή κατηφόρισε ακολουθώντας την πομπή και ο Παύλος προβληματισμένος συνέχισε τον δρόμο του.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro