Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

«Πεινάω καλοί μου άνθρωποι / part 4

Στη φωτό ο Άρτουρ

Η δουλειά του Στέφανου συνεχιζόταν, ωστόσο κανείς τους δεν είχε υπολογίσει τον Κυριάκο, ο οποίος κατασκόπευε το κάθε του βήμα. Καθισμένος σε ένα σκαμπό, καθώς θεώρησε πως οι παρόντες κοιτούσαν υποτιμητικά τα ρούχα που έρχονταν σε αντίθεση με την επικρατούσα, σχετική πολυτέλεια, πάλεψε να διαβάσει το πρώτο προσχέδιο ενός άρθρου με τον τίτλο Φτώχεια και Κεφάλαιο. Ο σύντροφος Κωνσταντίνος κοιτούσε διαρκώς το ρολόι του με μία ολοφάνερη νευρικότητα, ενώ τα μάτια του Στέφανου όργωναν την κάθε γραμμή με αγωνία.

«Για να σε βοηθήσουμε, υπάρχουν τρία λάθη» ακούστηκε η κουρασμένη πλέον φωνή του πιο ηλικιωμένου άνδρα.

Πράγματι, λίγη ώρα αργότερα, ο Στέφανος τα είχε εντοπίσει, μονάχα που δεν ήταν τρία, αλλά ένα παραπάνω.

«Τα λάθη είναι τέσσερα για την ακρίβεια»

Ο Κωνσταντίνος έγειρε μπροστά, κοιτώντας διεξοδικά την κάθε γραμμή.

«Έχει δίκιο» αγριοκοίταξε τον Μανώλη που φαινόταν να έχει χάσει το χρώμα του, καθώς μάλλον τα είχε επιμεληθεί ο ίδιος «Περίμενε εδώ» του είπε κάνοντας σήμα στον Μανώλη να τον ακολουθήσει. Ο Στέφανος έμεινε μονάχος του, με την μυρωδιά του ελάχιστου τυριού να τον βασανίζει. Η αίσθηση της πείνας, τον ωθούσε σχεδόν να θέλει να κλάψει. Εκείνος, ένας περήφανος άνδρας, είχε φτάσει πλέον στο σημείο να συγκινείται βλέποντας πως είχε κατορθώσει να συλλέξει λίγο φαγητό για την δύστυχη μητέρα του. Η ώρα περνούσε και κανένας σύντροφος δεν εμφανιζόταν.

΄΄Εγώ δεν είμαι δούλος κανενός. Αρκετά΄΄ σκέφτηκε εκνευρισμένος και σηκώθηκε να φύγει, όταν συνάντησε επιτέλους τον κύριο Μανώλη.

«Πού πηγαίνεις;» τον ρώτησε δυσανασχετώντας «Αυτό είναι για εσένα από τον σύντροφο» άπλωσε το χέρι του προκειμένου να του δώσει ένα πακέτο.

Ο Στέφανος προσπάθησε να το πάρει, όταν ο Μανώλης τραβήχτηκε πίσω απότομα.

«Ζήτα συγγνώμη πρώτα!» του φώναξε.

Ο Στέφανος είχε αντιληφθεί πως εξαιτίας του εντοπισμού των λαθών, ο Μανώλης τα είχε ακούσει για τα καλά και τώρα εκείνος πλήρωνε τα νεύρα του.

«Τι έχει μέσα το πακέτο;»

«Τυρί» απάντησε ο Μανώλης.

«Και με εκβιάζεις εμένα με αυτόν τον τρόπο; Πού είναι η στήριξή σας στον κόσμο;»

«Ή ζητάς συγγνώμη ή τίποτε»

«Εγώ δεν είμαι δούλος σου!» του φώναξε ο Στέφανος και ευθύς πέρασε από το μυαλό του η κατάσταση της οικογένειας. Της μητέρας που έλιωνε αργά και βασανιστικά, του πατέρα του και του θείου του «Είμαστε μία τίμια οικογένεια Ελλήνων. Οι δικοί μου είναι άρρωστοι και εγώ κάθομαι και δέχομαι τους εκβιασμούς σου!»

Ο Μανώλης του άφησε τελικά το τυρί, όντας ξαφνιασμένος, ενώ τη θέση του πήρε ο Κωνσταντίνος, ο οποίος τον κοίταξε ελαφρώς υποτιμητικά.

«Στέφανε, όλα εντάξει. Να ξέρεις σύντροφε πως θα κληθείς να υπηρετήσεις την πατρίδα. Η Ελλάδα μας σε χρειάζεται με διάφορους τρόπους. Για την ώρα, είναι αργά. Μπορείς να επιστρέψεις στο σπίτι σου»

Πράγματι ο Στέφανος δεν έχασε την ευκαιρία. Επιστρέφοντας, κατόρθωσε να πάει στο προσκέφαλο της μητέρας του μία γενναία ποσότητα τυριού. Παρόλα αυτά, ειδοποίησε και την οικογένεια της ξαδέρφης του, η οποία από νωρίς έτρεχε στις ουρές.

«Δεν έχεις βάλει τίποτε στο στόμα σου» τον κοίταξε αυστηρά η Αφροδίτη.

«Είμαι μία χαρά, μην ανησυχείς» της χαμογέλασε στοργικά και πήρε το χέρι της στο δικό του «Άκουσέ με. Στην ουσία είμαι ο νεότερος άνδρας του σπιτιού. Μεγαλώσαμε μαζί σαν αδέρφια, είσαι οικογένεια και σε αγαπώ. Θα κάνω τα πάντα για να είστε όλοι σας καλά και προτού διαμαρτυρηθείς, υπόσχομαι να προσέχω και τον εαυτό μου»

«Στέφανε» τον μάλωσε η Αφροδίτη «Ίσως τόσα χρόνια να φταίω και εγώ. Χάθηκα κάπου ανάμεσα σε όλα όσα μου συνέβησαν και στην ουσία, σαν να μην σας έφτανε το μαρτύριο, είχατε και εμένα με τα προβλήματά μου»

«Δεν είσαι βάρος, Αφροδίτη. Αυτό που...σου συνέβη, ήταν φρικτό. Θα είμαι δίπλα σου αν και τώρα τελευταία, σε βλέπω ελαφρώς καλύτερα. Ο Λευτέρης επίσης μοιάζει χαρούμενος. Κάπως, παράξενο όλο αυτό, οξύμωρο, αν σκεφτείς πως στο σπίτι μας μένουν δύο Γερμανοί αξιωματικοί. Είναι οι μόνες εξαιρέσεις. Η Βέρμαχτ ακολουθεί πειθήνια τις εντολές και όχι μόνο η Γκεστάπο. Πρέπει να προσέχουμε»

Η Αφροδίτη συμφώνησε. Φυσικά, δεν σκεφτόταν σε καμία περίπτωση να του μιλήσει για τον Φίλιμπερτ. Ο Στέφανος ήταν ικανός να τον σκοτώσει. Το κρύο του απογεύματος, οδήγησε τον κόσμο να κλειστεί στο σπίτι του. Κοίταξε την ώρα. Έπρεπε να φύγει. Αυτό ωστόσο που δεν υπολόγισε, ήταν η αντίδραση της Αφροδίτης. Η κοπέλα γνώριζε πολύ καλά τον ξάδερφό της. Ο Στέφανος της είχε φανεί ελαφρώς νευρικός και αυτή η στάση δεν του ταίριαζε. Έχοντας ταΐσει τον Λευτέρη, πλησίασε τον πατέρα της που επέστρεφε πλέον κατάκοπος από τη δουλειά.

«Θα μπορούσες να τον κρατήσεις για λίγο; Έχω μία συνάντηση με την Ανδριανή»

Ο Παύλος συνοφρυώθηκε.

«Τέτοια ώρα; Δεν είναι ασφαλές να κυκλοφορείτε μόνες σας»

«Σου υπόσχομαι πως θα είναι για λίγο»

«Θέλω να προσέχεις»

«Εντάξει. Ξέρω πως πέρασες πολλά»

«Να ξέρεις πως είσαι ό,τι μου έχει απομείνει σε αυτή τη ζωή, ώστε να αξίζει τον κόπο. Εσύ και ο εγγονός μου. Όπως αντιλαμβάνεσαι, η κάθε μέρα είναι μία Οδύσσεια. Φρόντισα να την παρομοιάσω με κάτι που γνωρίζεις καλά. Μόνο εσένα σκέφτομαι και παίρνω κουράγιο, ώστε να επιστρέφω εδώ. Εσένα, το χαμόγελό σου, την αγκαλιά σου. Η μητέρα σου χάθηκε, νέα. Την αγαπούσα. Σας αγαπούσα. Μερικές φορές αμφιβάλω για το αν σου πρόσφερα όσα πραγματικά είχες ανάγκη»

«Αυτό να μην το ξαναπείς ποτέ!» τον μάλωσε συγκινημένη «Είσαι ο καλύτερος πατέρας που θα μπορούσα να ζητήσω. Όσες ζωές και αν ζούσα, δεν θα σε άλλαζα σε καμία. Πάντοτε θα σε επέλεγα»

«Για λίγο λοιπόν» σκούπισε τα υγρά του μάτια και ο Παύλος.

Η Αφροδίτη, φόρεσε ένα σχετικά χοντρό, φθαρμένο ελαφρώς παλτό και βγήκε στην αυλή προσεκτικά παρακολουθώντας έναν Στέφανο που βάδιζε ελαφρώς σκυφτά, σαν να περίμενε κάποιον. Πράγματι λίγο αργότερα φάνηκε η Ανδριανή, η οποία τον αγκάλιασε σφιχτά. Η Αφροδίτη υπέθεσε αρχικά, πως ίσως είχε απλώς διακόψει μία ρομαντική έξοδο. Ετοιμαζόταν να υποχωρήσει, όταν παρουσιάστηκαν ο Φίλιμπερτ με τον Κάσπαρ από μακριά, βαδίζοντας εξίσου σκυφτοί. Πλησίασαν τον Στέφανο και την Ανδριανή, ενώ οι τέσσερίς τους φάνηκε να μιλούν σιγανά. Κάτι τέτοιο ήταν ύποπτο. Αν σκόπευαν να συναντηθούν, γιατί δεν την ειδοποίησαν; Τα μάτια της για δευτερόλεπτα τους εγκατέλειψαν, μα όταν επέστρεψαν στον στόχο τους εκ νέου, τους είδε να απομακρύνονται, με την Ανδριανή να ακολουθεί διαφορετικό δρόμο. Η περιέργεια που εμφώλευε στην καρδιά της, κέρδισε έδαφος και σαν τον αίλουρο, ακολούθησε τα βήματά τους.

«Εσένα ειδικά, είναι καλό να μην σε προσέξουν. Ίσως θα έπρεπε να χωριστούμε» ξεκίνησε ο Κάσπαρ «Μπορείς να απομακρυνθείς, φτάνοντας κοντά στο Μοναστήρι. Έπειτα, εμείς θα εισβάλουμε. Τότε, μπορείς να πλησιάσεις προσεκτικά. Δεν θα πούμε σε κανέναν τον λόγο της βίαιης αρπαγής του κτήνους αυτού. Δεν επιθυμούμε να στοχοποιήσουμε την Αφροδίτη»

Ο Στέφανος σιωπηλά υπάκουσε. Η κοπέλα ωστόσο είχε ακούσει ορισμένα λόγια. Τι στο καλό εννοούσαν; Ποιο Μοναστήρι; Γιατί πήγαιναν εκεί; Τα βήματά της, έπειτα από λίγη ώρα, ακολουθούσαν μία διαδρομή γνώριμη. Έναν περίπατο κρυμμένο στο χρονοντούλαπο της μνήμης της, σκονισμένο από το έγκλημα, πασπαλισμένο με αίμα και πόνο. Εκείνο το πρωινό, όταν με το σχολείο αποφάσισαν να το επισκεφθούν για πρώτη φορά, είχε βρεθεί  ακριβώς στην ανηφόρα που βρισκόταν μπροστά της. Φυσικά, η διαδρομή της επιστροφής της μοιραίας νύχτας, της ήταν άγνωστη. Πάγωσε. Πρέπει να ήξεραν. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Πήγαιναν εκεί για να σκοτώσουν. Μα, ποιον θα σκότωναν; Η ψυχολογία του θύματος, ειδικά αν βρισκόταν σε νεαρή ηλικία όταν συνέβη το κακό, , συχνά παλεύει να σβήσει από την μνήμη ένα τραυματικό γεγονός, όπως εκείνο της σεξουαλικής κακοποίησης και του βιασμού που είχε υποστεί η κοπέλα. Η ανάκληση ωστόσο ενός τέτοιου γεγονότος, μπορεί να αποβεί επικίνδυνη. Η Αφροδίτη, ήταν ικανή να θυμηθεί τις αισθήσεις, τις μυρωδιές του κακοποιητή ή του υγρού χώματος εξαιτίας της βροχής. Μπορούσε να θυμηθεί το μέγεθος του πόνου, μα όλα αυτά, ήταν ατάκτως στοιβαγμένα σε μία μνήμη που αρνούνταν να συνεργαστεί.

Όταν έφτασε κοντά στο Μοναστήρι, μία εικόνα αναδύθηκε βίαια. Ένα μαύρο ένδυμα που ανέμιζε στο πλάι, τη στιγμή της πράξης.

΄΄Δεν μπορεί΄΄ τώρα της είχε κοπεί η ανάσα. Για ποιον αναθεματισμένο λόγο τους ακολούθησε; Τι γνώριζαν; Τι συνέβαινε;

Ο Στέφανος είχε σταματήσει κοντά στην είσοδο, ενώ οι δύο Γερμανοί προχώρησαν, δίχως να υπολογίζουν τίποτε. Χτυπούσαν τις πόρτες, έτοιμοι να τις σπάσουν. Ο Φίλιμπερτ, για πρώτη φορά, είχε υιοθετήσει ένα ύφος οργισμένο. Οι καλόγεροι έτρεξαν να διαμαρτυρηθούν. Ο Κάσπαρ τους ζήτησε να σωπάσουν και πλησίασε εκείνον τον γέροντα, που θεώρησε πως ήταν υπεύθυνος για κάθε τι που γινόταν. Έπρεπε να βρουν ποιος αναλάμβανε τις εξομολογήσεις. Και τον βρήκαν. Ο καλόγερος, που άκουγε στο όνομα Δημήτριος, βρισκόταν ήδη στο δωμάτιο του αίσχους. Στο μέρος που αντί να αποπνέει σιγουριά και ιερότητα, είχε μετατραπεί σε Κολαστήριο. Ο Φίλιμπερτ δεν θα έδινε καμία εξήγηση. Ας το θεωρούσαν γερμανικό έγκλημα. Δεν ήταν το πρώτο και με με βεβαιότητα δεν θα ήταν το τελευταίο.

«Αν δεν τον πάρουμε μαζί μας, σας υπόσχομαι να αιματοκυλήσω το μέρος όλο!» γρύλισε ο Φίλιμπερτ, προκειμένου να μαζευτεί το πλήθος, ώσπου βρέθηκε στο σκοτεινό δωμάτιο με την εικόνα του Αγίου Γεωργίου. Το όπλο τεντώθηκε μπροστά και σημάδεψε μία μαυροφορεμένη φιγούρα. Ο Κάσπαρ έμεινε να σημαδεύει τους υπόλοιπους, ώστε να μην ακολουθήσουν τον φίλο του «Πώς μπόρεσες;» έθεσε στα ελληνικά την ερώτηση ο Φιλ που βρισκόταν μονάχος του με την αρρώστια και τα πάθη εκείνου.

«Δεν σας καταλαβαίνω. Είμαι άνθρωπος του Κυρίου! Εγώ... δεν έκανα τίποτε για να σας προκαλέσω»

«Τον Κύριο να τον αφήσεις εκεί που κάθεται, καθώς αν ήταν παρών, θα σε έλιωνε σαν κατσαρίδα! Πώς αντέχεις να παρενοχλείς παιδιά; Πώς μπόρεσες να απλώσεις τα χέρια σου κάποτε, σε μία κοπέλα! Της κατέστρεψες τη ζωή! Δεν σου αξίζει να ζεις!» Ο Φίλιμπερτ είχε βγει εκτός εαυτού «Ακολούθησέ με» τον χτύπησε με τον υποκόπανο, ρίχνοντάς τον κάτω»

«Σου ορκίζομαι...Δεν άγγιξα» συνέχισε να ψελλίζει τρέμοντας και θαρρείς σκιές χόρευαν στον χώρο γύρω τους, σαν να ζωντάνευε η ίδια η Κόλαση.

Η μπότα η γερμανική βρέθηκε στον λαιμό του.

«Αν δεν ομολογήσεις, θα φροντίσω να παρακαλάς για τον θάνατό σου. Θα φροντίσω να αγαπήσεις την Κόλαση»

Λυγμοί άρχισαν να δραπετεύουν από τον λάρυγγα του εξομολογητή. Ήταν αρρώστια. Δεν μπορούσε να την συγκρατήσει. Έτσι έλεγε πάντοτε στον εαυτό του. Υπήρχαν φορές, κατά τις οποίες η αυτοικανοποίηση τον ηρεμούσε. Ήταν σαν να δαμάζει το κτήνος. Όμως δεν μπορούσε πάντα. Και εκείνη ήταν γλυκιά. Θυμόταν ακόμη το κορμί της.

«Δεν έφταιξα....Προσπάθησα να αντισταθώ»

Τη στιγμή εκείνη, ο Στέφανος όρμησε μέσα. Θολωμένος, δεν υπολόγισε τίποτε. Έπεσε σαν λιοντάρι στα πατώματα και ξεκίνησε να τον χτυπά με μένος. Τα χέρια του γέμισαν αίματα και μώλωπες. Ήταν αποφασισμένος να τον σκοτώσει.

«Σταμάτα!» πάλεψε να μπει στη μέση ο Φιλ «Δεν θα τον σκοτώσεις με τη πρώτη. Αυτό είναι χάρη. Απόψε, θα μεταφερθεί στα κρατητήρια της Γκεστάπο. Έχω να τους δώσω κάποιες ιδέες. Γύρισε σπίτι δίχως εμάς»

Πυροβολισμοί ακούστηκαν. Ο Κάσπαρ, είχε τραυματίσει έναν Καλόγερο που πάλεψε να αντισταθεί, σημαδεύοντάς τον με πέτρα. Ό,τι και να συνέβαινε, ανήκε στον γερμανικό στρατό. Χρειαζόταν άμυνα και την αντίδρασή του δεν τη σκέφτηκε δεύτερη φορά. Το αιματοκύλισμα θα γινόταν γνωστό, μα όχι η αιτία, αλλιώς θα υπήρχε τεράστιος κοινωνικός ξεσηκωμός. Δεν άξιζε να διασυρθούν όλοι, εξαιτίας του ενός. Η Αφροδίτη ωστόσο, δεν είχε μείνει άλλο εκεί. Δεν γνώριζε την κατάληξη. Το τραύμα είχε πυροδοτηθεί σαν πίδακας λάβας. Πλέον, τα θυμόταν όλα. Την ανάγκη της να εξομολογηθεί, τις περίεργες ερωτήσεις εκείνου, του πατέρα Δημήτριου, το χέρι του που προτάθηκε για να αγγίξει το δικό της και έπειτα η Κόλαση. Θυμόταν έντονα την μυρωδιά του ιδρώτα και της ανάσας του καθώς βογκούσε την ώρα της πράξης. Δεν ήταν βέβαιη γιατί ο δρόμος έβγαλε τον Στέφανο στο Μοναστήρι ή τους δύο Αξιωματικούς, μα ήταν βέβαιη πως θυμόταν τον θύτη. Όχι, δεν ήταν ο Κυριάκος. Ήταν ο άνδρας που άκουσε τις σκέψεις της, ο άνδρας που υπό το φως των γαλήνιων κεριών, των εικόνων των Αγίων, υπέπεσε στην διάπραξη ενός ειδεχθούς εγκλήματος.

Ακολούθησε ο πανικός και οι παραισθήσεις. Άρχισε να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, δίχως να γνωρίζει πού πήγαινε. Άναρθρες κραυγές σχεδόν έβγαιναν από το στόμα της. Τα πόδια της απλώς κινούνταν, όταν σκόνταψε επάνω σε ένα παγωμένο σώμα. Το κορμί ενός πεθαμένου. Τα γόνατά της σκίστηκαν από το πέσιμο και εκείνη συνέχισε, φτάνοντας σε ένα σκοτεινό, αδιέξοδο στενό, εκείνο των Εβραίων γυναικών με τους ταγματασφαλίτες για φύλακες και εκείνο του Άρτουρ που προσπαθούσε να μαζέψει τα δικά του κομμάτια, ώσπου άκουσε τις φωνές της. Αυτό που ακολούθησε, ήταν οι η χάρη που του ζήτησαν να κρατήσει τη λιπόθυμη κοπέλα, μέχρι να ειδοποιούσαν τη διπλανή οικογένεια.

Ο πονοκέφαλος έκανε κατάληψη στο μυαλό της. Τα μέλη της ήταν μουδιασμένα. Δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν. Είχε καταρρεύσει σε ένα κατώφλι. Οι ταγματασφαλίτες που πρόσεχαν το σπίτι της Αννελί, την είδαν. Κατάλαβαν πως βρισκόταν σε κατάσταση κρίσης. Ο νεαρός άνδρας των Ες-Ες ήταν γιατρός, ίσως μπορούσε να βοηθήσει. Φυσικά, η δυσθυμία του κορυφώθηκε. Δεν έδινε δεκάρα για τους παρατρεχάμενους ζητιάνους, μα όφειλε να κρατήσει ένα σωστό προφίλ, καθώς και η διπλανή οικογένεια Γερμανών, φαινόταν να τον εκτιμά. Η κοπέλα βρισκόταν ξαπλωμένη σε έναν καναπέ. Ο ζοφερός εφιάλτης που είχε βιώσει, θεώρησε πως ίσως ήταν αποκύημα της φαντασίας της. Σαν είδε όμως το περιβάλλον το άγνωστο, ο πανικός επέστρεψε. Δίχως να το σκεφτεί, σηκώθηκε και προσπάθησε να τρέξει, όταν αντίκρυσε τον Άρτουρ μέσα από τις σκιές. Αυτό ήταν. Απόψε θα πέθαινε και ο θάνατός της, θα είχε την ίδια γεύση με τότε. Κανένας τέτοιος άνδρας δεν θα την άφηνε ανέγγιχτη. Θα την ατίμαζε πρώτα και μετά θα τη σκότωνε.

Στον πανικό της να αντισταθεί, μία παράδοξη γενναιότητα αναδύθηκε. Άρπαζε όποιο αντικείμενο έβρισκε και το πετούσε επάνω του ουρλιάζοντας, σαν θεριό λαβωμένο.

«Σταμάτα!» της φώναξε στα γερμανικά, παρόλο που καταλάβαινε πως έκανε την κατάσταση χειρότερη.Όταν την είδε να τρέμει και να αντιδρά με τέτοιο φόβο, ευθύς μία παρόμοια εικόνα αναδύθηκε στο δικό του μυαλό. Όταν ήταν αγόρι και πάλευε να ξεφύγει από τις αρρωστημένες ορέξεις του άνδρα εκείνου. Ακούγοντας γυαλιά να σπάνε, κατάλαβε πως αν δεν την σταματούσε σύντομα, θα σκοτωνόταν μόνη της. Δεν ήταν εύκολο, έπρεπε να το τολμήσει αν και δεν ήθελε.

«Σταμάτα» της είπε πιο ήρεμα κατεβάζοντας τα χέρια του, μα η Αφροδίτη οπισθοχωρούσε πανικόβλητη. Δεν θα την άγγιζε. Δεν θα το επέτρεπε ξανά.

Σχεδόν μπροστά από το σημείο, όπου είχε αυτοτραυματιστεί ο ίδιος, εγκλωβίστηκε από την λαβή του. Με δύναμη την τράβηξε και την έσφιξε επάνω του, χωρίς να κάνει καμία κίνηση άλλη απολύτως, χωρίς να μιλά. Αν έμεναν έτσι, ίσως καταλάβαινε πως δεν είχε κακές προθέσεις. Αν είχε υποστεί κακοποίηση από κάποιον, ίσως και να ηρεμούσε. Η κοπέλα προσπάθησε να αντισταθεί για λίγο, όταν είδε τα αίματα στο πάτωμα.

«Χριστέ μου...»ψιθύρισε κλαίγοντας, δίχως να απευθύνεται σε εκείνον «Είναι δολοφόνος»

Ο νεαρός ακολούθησε το βλέμμα της και της έδειξε τα χέρια του.

«Χτύπησα» είπε πάλι στα γερμανικά, ωστόσο φαινόταν να της έχει τραβήξει την προσοχή «Γιατρός» της είπε τώρα στα αγγλικά και εκείνη κατάλαβε, όταν με νοήματα της έδειξε τα γόνατα και τα χέρια της. Το βλέμμα του ήταν οικείο. Κάποιον της θύμιζε. Ο άνδρας απομακρύνθηκε και εκείνη κούρνιασε σε μία γωνιά με τα πόδια μαζεμένα. Έβλεπε την πόρτα, την έξοδο, μα φοβόταν να σηκωθεί. Ο Άρτουρ ωστόσο, ήταν το ίδιο αναστατωμένος. Αυτές οι αντιδράσεις, έμοιαζαν με τις δικές του. Έτσι αντιδρούσε και εκείνος μετά από το συμβάν. Με τρόμο, σαν αγρίμι οργισμένο. Η Αφροδίτη πρόσεξε το βάδισμα του. Ήταν η μοναδική ατέλεια σε ένα τέλειο σύνολο. Για καλή της τύχη, η πόρτα χτύπησε και οι κοπέλες του διπλανού σπιτιού εμφανίστηκαν μαζί με τον πατέρα τους.

«Σας ευχαριστούμε κύριε Μπεργκ. Αναλαμβάνουμε εμείς. Δεν θα σας ενοχλήσει ξανά, σας το υποσχόμαστε» ακούστηκε η φωνή του άνδρα.

«Μη φοβάσαι» της είπε στα ελληνικά η Αννελί ηρεμώντας την. Ο Άρτουρ δεν είπε λέξη. Με τρόπο την απομάκρυναν. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν, ήταν δύο οικεία κυανά μάτια να την κοιτάζουν με βλέμμα αδιευκρίνιστο, πίσω από την αρχοντική πόρτα λίγο πριν κλείσει.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro