«Πεινάω καλοί μου άνθρωποι»/ part 2
Στη φωτό ο Άρτουρ
«Θα εκπληρώνουμε πάντοτε το καθήκον μας. Θα εγγυόμαστε την ασφάλεια της Γερμανίας εκ των έσω, όπως ακριβώς η Βέρμαχτ εγγυάται την ασφάλεια εκ των έξω. Θα φροντίσουμε να μην ξεσπάσει ποτέ ξανά στην Γερμανία, την καρδιά της Ευρώπης, η Εβραιο-μπολσεβικική επανάσταση. Θα είμαστε διαρκώς, ένα ανηλεές σπαθί δικαιοσύνης΄΄
Τα λόγια του Χίμλερ, αντηχούσαν ακόμη μέσα στα αφτιά του Άρτουρ, ο οποίος στο Βερολίνο είχε έρθει σε επαφή με όλα τα ανώτερα μέλη που ήταν άμεσα συνδεδεμένα με τα Ες-Ες και την Γκεστάπο. Πράγματι, με ανηλεές σπαθί έμοιαζαν, μα δίχως τιμή και δικαιοσύνη. Η δύναμη των Ες-Ες δεν ήταν ποτέ κάτι απλό, μα οργανωμένο. Ξεκινούσε από την Ανώτατη Διοίκηση που αποτελούνταν από δώδεκα τμήματα. Το κύριο σώμα, τα Allgemeine, ήταν ο βασικός κορμός από τον οποίο ξεκινούσαν οι διακλαδώσεις, έτοιμες να πνίξουν τη γερμανική ζωή στη χώρα και όχι μόνο. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, διακόσα σαράντα χιλιάδες καθάρματα, ανήκαν στις τάξεις της διαστροφής αυτής. Το μεγαλύτερο μέρος, αποτελούνταν από μη ειδικευμένους άνδρες που απάρτιζαν συχνά και τους φρουρούς των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Το ίδιο σημαντική ήταν και η Υπηρεσία Ασφαλείας, με τα αρχικά SD και αρχηγό τον Ράινχαρντ Χάιντριχ, τον άνδρα με την ατσάλινη καρδιά, τον οποίο είχε συναντήσει και ο Άρτουρ με τον Μπάλντερ, προτού ο δεύτερος βρεθεί ξανά στην Πολωνία. Η Γκεστάπο, ήταν η Μυστική Κρατική Αστυνομία, υπεύθυνη για την καταστολή κάθε ελεύθερης σκέψης.
Ο Άρτουρ δεν θα μπορούσε εύκολα να συμμετέχει στα Ένοπλα Ες-Ες, εξαιτίας του προβλήματος στο πόδι. Η αίτησή του παρά τις καλές επιδόσεις, δεν είχε γίνει δεκτή με αποτέλεσμα να ακολουθήσει την προέλαση των γερμανικών στρατευμάτων, ενσωματωμένος ως διοικητής, ειδικά διαμορφωμένων ομάδων που περιλάμβαναν και την Υπηρεσία Ασφαλείας και ονομάζονταν Einsatzgruppen. Στην Ελλάδα, αν και ανήκε στην Γκεστάπο, φορούσε το μαύρο πανωφόρι των Ες-Ες με τα διακριτικά της SD, εκτός των περιπτώσεων που εργαζόταν με πολιτικά. Εκείνοι στέκονταν στην άκρη των ορυγμάτων πυροβολώντας τα γυμνά τους θύματα στον αυχένα. Δεν είχε ούτε μία φορά αντισταθεί στη θέληση να πυροβολήσει κυρίως άνδρες. Εκείνο το γενναίο παιδί όμως, του χάλασε τα σχέδια. Όχι δεν το πυροβόλησε. Το παιδί ωστόσο δολοφονήθηκε από τον επόμενο που στεκόταν δίπλα του και ο Άρτουρ έχασε τη θέση ερχόμενος στην Ελλάδα, με αφορμή τα νέα για τον αδερφό του.
Εμπιστοσύνη δεν είχε σε κανέναν. Ακόμη και ο Μπάλντερ κάτι του έκρυβε. Ποτέ του δεν συμμετείχε στα παιχνίδια της γειτονιάς μαζί του, κυρίως εξαιτίας του φόβου του πως άπαντες θα μάθαιναν για το ελαφρώς παραμορφωμένο του πόδι. Στη θέα του Χίμλερ ωστόσο καθησυχαζόταν. Ήταν κοντός, άσχημος, με γυαλιά. Παρόλα αυτά, ήταν υπεύθυνος για ψηλούς, ξανθούς και γαλανομάτηδες άνδρες. Σε αυτή και μόνο τη σκέψη, αντιλαμβανόταν τη διαστροφή. Στην ουσία αντιπαθούσε τον Χίμλερ, μα η εκδικητικότητα και η ανάγκη της υπεροχής, τον ανάγκαζαν να τον ανέχεται. Στο σήμερα, έκανε κρύο έξω. Είχε επιστρέψει στο Παγκράτι, σε ένα άδειο σπίτι. Ούτε τον Χέλμουτ δεν δεχόταν να φιλοξενήσει. Από τη μία προτιμούσε τη μοναξιά, από την άλλη ανατρίχιαζε στη θέα του αδειανού αρχοντικού. Αναστενάζοντας, πλησίασε στο παράθυρο, όταν πρόσεξε μία κοπέλα, εκείνη του διπλανού του σπιτιού με την κακή φήμη και τη γερμανική γλώσσα, να κάθεται μονάχη της, ενώ δωσίλογοι Έλληνες παρακολουθούσαν την πόρτα για προστασία.
Η ώρα δεν ήταν περασμένη. Μία ακόμη γυναίκα βγήκε, ενώ ένας νεαρός την καρτερούσε στη γωνία για να τη συνοδεύσει μακριά. Κάτι σε όλο αυτό δεν του άρεσε ιδιαίτερα, όταν αποφάσισε να κατέβει, λοξοκοιτώντας την νεαρή κοπέλα, με τις ξανθές τούφες.
«Καλησπέρα δεσποινίς» τη χαιρέτησε τυπικά και εκείνη, με γνήσια, γερμανική προφορά, ανταπέδωσε τον χαιρετισμό.
«Καλησπέρα και σε εσάς» του είπε κοιτώντας τη στολή του εξονυχιστικά.
«Μιλάτε πολύ καλά γερμανικά»
«Οι γονείς μου και εγώ, ήρθαμε από το Βερολίνο, από το Κρόϊτσμπεργκ»
«Τι σύμπτωση! Η οικογένειά μου ζούσε εκεί κοντά. Πώς αποφασίσατε να έρθετε εδώ; Δεν θα ήταν καλύτερο αν επιστρέφατε;»
«Ο πατέρας επέλεξε την Ελλάδα, μαγεμένος από την ιστορία της. Μάθαμε πλέον και τη γλώσσα. Βέβαια, τώρα πια, μας αντιμετωπίζουν πολύ εχθρικά. Σχεδόν δεν μπορώ να κυκλοφορήσω στους δρόμους»
«Μην ανησυχείτε. Εμείς θα προστατέψουμε την οικογένειά σας. Εξάλλου, είστε δικοί μας άνθρωποι, σωστά;» την ρώτησε με ένα ενδιαφέρον ιδιόρρυθμο.
Αυτή η κοπέλα, με τα σχεδόν βιολετί μάτια, κρυμμένα στις σκιές, έμοιαζε ανέγγιχτη από τις κακουχίες. Στο βάθος, του φάνηκε πως άκουσε το κλάμα ενός μωρού. Για δευτερόλεπτα αποσπάστηκε η προσοχή του, μέχρι να στραφεί ξανά επάνω της, παλεύοντας να αποκωδικοποιήσει το βλέμμα της. Δεν έκρυβε θαυμασμό, μήτε φόβο. Σχεδόν έμοιαζε φυσιολογικό, σαν να απευθυνόταν σε κάποιον τυχαίο περαστικό, με τον οποίο απλώς είχαν πολλά κοινά. Μπροστά της, έστεκε σαν σκιά μαύρη, απόλυτη, τρομακτική. Η αναπνοή του διαγραφόταν στο μισοσκόταδο, εξαιτίας του κρύου. Ένας άνδρας τρομακτικός, με τη στολή του θανάτου.
«Κάνει κρύο. Θα αποχωρήσω. Μένετε εδώ, λοιπόν;»
«Στο διπλανό σας σπίτι» απάντησε κοφτά ο Άρτουρ.
«Πολύ ευχάριστο αυτό. Η φύλαξη θα είναι μεγάλη. Είμαι η Αννελί. Εσείς;»
«Άρτουρ».
Δεν άπλωσε ποτέ το χέρι του, μήτε εκείνη. Το ύψωσε ωστόσο στον αέρα χαιρετώντας χιτλερικά. Οι δρόμοι ήταν άδειοι. Μονάχα ο θάνατος κυκλοφορούσε, με την αποφορά της σαπισμένης του σάρκας, έτοιμος να αρπάξει τις δόλιες ψυχές που θα αντίκριζαν νεκρές οι περαστικοί το επόμενο πρωί.
Το ίδιο εκείνο βράδυ, η Αφροδίτη, έχοντας διαβάσει λίγες γραμμές από την Οδύσσεια, έριξε μία ματιά στο δεύτερο σκίτσο, που αφορούσε τον Φίλιμπερτ. Αναστέναξε. Στην ανάγνωσή της, ο γενναίος της ήρωας, ο Οδυσσέας βρισκόταν στο νησί των Λωτοφάγων. Του λαού της λησμονιάς. Πόσα πολλά μπορούσε κανείς να διδαχτεί. Οι Λωτοφάγοι, όσο γλυκά και αν φέρθηκαν, όσο νόστιμα και αν ήταν τα φρούτα που πρόσφεραν, φέρνοντας μαζί τη λήθη, στο τέλος, μόνο κακό προκάλεσαν. Γιατί τι είναι ένας άνθρωπος δίχως τις αναμνήσεις του; Εκείνη; Θα ήθελε να χαθεί σε μία μαγική χώρα; Θα ήθελε να αφεθεί επιτέλους στη γλυκιά γεύση των φρούτων, ξεχνώντας τη δυστυχία της που της είχε ρουφήξει λαίμαργα την ψυχή; Ναι, κάποτε θα ήθελε, μα ίσως όχι τώρα πια. Γιατί πολύ απλά στο τώρα, το σκίτσο αυτό της δημιουργούσε ορισμένα ευχάριστα συναισθήματα, τις στιγμές που φοβόταν.
Η αποψινή νύχτα, ήταν μία από εκείνες που παράδερναν έρμαιο του φόβου. Ο Παύλος, ο πατέρας της, κάθε μέρα επέστρεφε και πιο αδύναμος. Φοβόταν για την υγεία του. Φοβόταν πως αν κάτι πάθαινε, κανείς δεν θα της έμενε στον κόσμο, πέραν του Στέφανου και του μικρού της γιού, τον οποίο είχε σκεπάσει με κουβέρτες για να μην κρυώνει. Κλείνοντας την πόρτα, βγήκε για λίγο από το δωμάτιο. Η παρέα δεν την είχε ειδοποιήσει για την επικείμενη συνάντηση και έτσι δεν είχε ιδέα. Ο Κάσπαρ κοιμόταν βαθιά, βυθισμένος για ακόμη μία νύχτα στη δική του μελαγχολία, ενώ ο Φίλιμπερτ, ξαγρυπνούσε όντας ανήσυχος. Υπήρχε κάτι στην ατμόσφαιρα διαφορετικό. Ο κολλητός του ήταν διαφορετικός τελευταία. Πίσω στην Πολωνία, το θυμόταν καλά, τον ένοιαζε μονάχα να τον προστατεύσει. Αν χρειαζόταν να σκοτώσει για εκείνον, θα το έκανε δίχως δεύτερη σκέψη. Ο Κάσπαρ και η Ελένη, ήταν η μόνη του οικογένεια, αν και τελευταία επιθυμούσε να περάσει χρόνο και με τον Άρτουρ. Η μαύρη του στολή ωστόσο, συχνά τον ανατρίχιαζε. Ήξερε τι σήμαινε να είσαι αυτό το πράγμα. Το είχε δει μπροστά στα μάτια του.
Ένας ανεπαίσθητος θόρυβος τον αναστάτωσε και είδε την Αφροδίτη να πλησιάζει. Ο πατέρας της κοιμόταν κατάκοπος, ελαφρώς άρρωστος.
«Δεν μπορούσες ούτε και εσύ να κοιμηθείς; Ο μικρός;»
«Ο Λευτέρης κοιμάται. Είναι παιδί και ορισμένα πράγματα, ευτυχώς δεν έχουν την δύναμη να τον στιγματίσουν, όσο εμάς τους μεγαλύτερους. Όσο για εμένα, όχι δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Φοβάμαι πολύ. Τόσο το σκοτάδι, όσο και όλα αυτά που μας συμβαίνουν»
Τα ρούχα της τα φθαρμένα τώρα πια, ίσα που κατόρθωναν να την ζεστάνουν.
«Μην ανησυχείς. Δεν είσαι μόνη σου. Είμαι και εγώ εδώ. Ξέρω πως θα μπορούσες ίσως να έχεις και καλύτερη επιλογή, μα τουλάχιστον να ξέρεις πως κανέναν κακό σκοπό δεν έχω»
Δεν ήξερε τι άλλο ήταν σωστό να πει. Είχαν καθίσει στον καναπέ, στις δύο άκριες, κοιτάζοντας αμήχανα μπροστά τους. Η Αφροδίτη, είχε τυλίξει τα χέρια της γύρω από το αδύνατο κορμί της, αβέβαιη για το τι θα έπρεπε να κάνει, ενώ ο Φιλ δεν πραγματοποιούσε καμία απολύτως κίνηση, προκειμένου να μην τη φέρει σε δύσκολη θέση.
«Ξέρεις, δεν ήμουν πάντα έτσι» ακούστηκε η φωνή της η ψιθυριστή σαν θρηνητικό παραλήρημα και η καρδιά του σκίρτησε. Ήταν ίσως η αρχή να του ανοιχτεί «Πριν από μερικά χρόνια και φυσικά πριν τον πόλεμο, ήμουν μία κοπέλα χαρούμενη. Προβλήματα υπήρξαν, όταν η μητέρα μας πέθανε. Ήταν δύσκολο για εμάς να βρούμε τα πατήματα, ωστόσο, ήμασταν δεμένη οικογένεια και το ξεπεράσαμε. Εγώ αγαπούσα να γράφω. Μάλιστα, είχαμε έναν δάσκαλο, τον κύριο Τσιριγώτη. Ήταν υπέροχος, ένας ήρωας. Με βοηθούσε στη σύνταξη των άρθρων μίας σχολικής εφημερίδας, με ωθούσε να πραγματοποιώ τα όνειρά μου. Όλα άλλαξαν όμως. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσα μπορούν να αλλάξουν σε μία στιγμή μόνο. Εκείνη η στιγμή με στοιχειώνει, με κάνει να μην μπορώ να κοιμηθώ, ίσως χειρότερα και από την πείνα»
Δεν την ρώτησε ποτέ σε ποια στιγμή αναφερόταν. Ήξερε και οι γροθιές του σφίγγονταν. Πόσες γυναίκες ωστόσο, εκείνα τα σκληρά χρόνια, δεν είχαν πέσει θύματα βιασμού από τους στρατούς, όχι μόνο της κατοχής, μα και από εκείνους αργότερα που θα εμφανίζονταν ως ελευθερωτές; Γυναίκες κάθε ηλικίας, δίχως να αισθάνεται κανείς οίκτο για εκείνες. Τα μάτια του την κοίταξαν, πάντοτε με τη γλυκιά κατανόηση. Έτσι όπως στεκόταν, με την άμυνα της ψυχής της πάντοτε παρούσα, για πρώτη φορά αισθάνθηκε πως θα επιθυμούσε μία επαφή, όπως είχε και με τον Στέφανο ή τον Σάββα. Με τον νεαρό δίπλα της ωστόσο, ήταν διαφορετικά τα πράγματα και αυτό την φόβιζε. Ήταν απαγορευμένη κάθε επαφή και εκείνη έπρεπε να προστατέψει την καρδιά της. Αυτή τη στιγμή ωστόσο, ήταν βράδυ, έκανε κρύο, τα πάντα γύρω της κατέρρεαν και ο Φιλ, έμοιαζε με μαγνήτη που την έλκυε. Το χέρι του είχε αφεθεί κοντά της και εκείνη τρέμοντας, πλησίασε το δικό της. Μισό εκατοστό σε κάθε κίνηση, ώσπου τον άγγιξε. Το δέρμα του ήταν απαλό, αν και γεμάτο μικρά σημάδια από μάχες. Μάλιστα, ένα σημείο, κοντά στον καρπό του, ήταν στολισμένο με μία οριζόντια ουλή. Το δάχτυλό της πέρασε πάνω από το καταπονημένο, παλαιό τραύμα. Ο Φιλ συνέχισε να μένει ακίνητος, με κομμένη σχεδόν την ανάσα.
Σε κάθε πέρασμα, η καρδιά της χτυπούσε παράξενα. Έπιανε τον εαυτό της να στεναχωριέται για τις πληγές στο κορμί του, ενώ αντιθέτως, θα έπρεπε να χαίρεται ή να αδιαφορεί. Σάμπως ο Στέφανος ή ο Ιωσήφ δεν είχαν από τον Ελληνοιταλικό πόλεμο; Στο κάτω-κάτω, οι Γερμανοί ήθελαν και τα έπαθαν, ας κάθονταν στα αυγά τους.
«Ξέρω τι σκέφτεσαι» μίλησε με δυσκολία ο Φιλ «Πως ίσως μου άξιζε. Δεν έχεις άδικο. Η χώρα σου θα μπορούσε να είναι ελεύθερη, αν δεν ήμουν εγώ και όσοι ήρθαν μαζί μου. Σου ορκίζομαι όμως, πως δεν πέρασα όμορφα στην πατρίδα μου. Ο φόβος και ο έλεγχος ήταν καθημερινός. Η κοινωνία δεν συμβιβάστηκε εύκολα, ίσως όχι τόσο εύκολα όσο θέλουν να πιστεύουν, αλλιώς δεν θα χρειάζονταν οι δυνάμεις καταστολής, όπως η Γκεστάπο. Θα μου πεις...καλύτερα να αντιστεκόμουν, να με έριχναν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ήμουν δειλός όμως. Ήθελα να ζήσω» Τώρα ήταν και εκείνος ευάλωτος. Το χέρι του κράτησε το δικό της «Μου επιτρέπεις;» ρώτησε.
Εκείνη απλώς ένευσε θετικά. Τα χέρια τους ενώθηκαν. Ήξεραν και οι δύο πως αυτό που ένιωθαν δεν ήταν απλώς φιλικό. Ήταν κάτι ολοκληρωτικό, έντονο. Υπήρχε φόβος όμως. Ο νεαρός, βαστώντας πάντα το χέρι της, το τοποθέτησε στο σημείο της καρδιάς του πιέζοντάς το. Μπορούσε να νιώσει τους ξέφρενους χτύπους της. Ένα μειδίαμα εμφανίστηκε στο πρόσωπό της. Το κορμί της πλησίασε και το μάγουλό της έγειρε στο στέρνο του. Δεν ήξερε γιατί, όμως κοντά του ένιωθε ασφαλής.
«Θα σε προστατεύω πάντα. Προτιμώ να φάω χίλιες σφαίρες για εσένα και την οικογένειά σου. Σου φαίνεται υπερβολή, μα δεν είναι η Γερμανία το σπίτι μου. Είναι εδώ. Εδώ όπου μου άνοιξαν οι πόρτες. Θα υπάρξουν στιγμές δύσκολες, να το ξέρεις. Και εμείς...Εμείς δεν έχουμε μέλλον. Το γνωρίζεις, όπως και εγώ. Όπως επίσης γνωρίζεις πως εμείς νιώθουμε κάτι....»
«Φίλιμπερτ...εγώ...δεν είμαι μία φυσιολογική κοπέλα. Έχω προβλήματα. Και...»
«Σου υπόσχομαι πως αν ακόμη θελήσεις να τα μαζέψω και να φύγω τώρα, θα το κάνω και ας μείνω και στους δρόμους. Το χω κάνει και στο παρελθόν. Αντέχω. Μόνο μη μου στερήσεις την ανάγκη να σε προστατεύσω, αν ποτέ χρειαστεί» τελείωσε και σηκώθηκε αργά. Το χέρι της τον συγκράτησε.
«Μείνε» ήταν η μόνη λέξη που πρόφερε εκείνη.
«Εντάξει» της απάντησε.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro