Οι Αποχρώσεις του Φόβου/ part 4
Όταν έμεινε επιτέλους μόνος του, ένιωσε τον θυμό να καταλαγιάζει. Η Αφροδίτη μίλησε για απώλειες. Τον κατηγόρησε πως δεν είχε ιδέα. Ήταν λογικό. Δεν τον γνώριζε και μάλιστα, της ήταν δικαιολογημένα αντιπαθής. Στο δικό του ωστόσο παλαιό και κιτρινισμένο τετράδιο, μετρούσε άπειρες, με πρώτη και καλύτερη, την παιδική του ηλικία. Δεν είχε ζήσει ούτε στο ελάχιστο σαν παιδί, παρά σαν ένας καλολαδωμένος μικρός στρατιώτης. Έπειτα, υπήρξαν και άλλες απώλειες. Η αγάπη της μητέρας και του πατέρα, η αγάπη γενικώς. Προτού τον παραδώσουν στην γιαγιά του σε μικρή ηλικία, τον παραμελούσαν. Ήθελαν απλώς να επιβιώσει και τίποτε άλλο, σαν να ανήκε στα αδέσποτα σκυλιά που τους πετούν τα κόκαλα, πιστεύοντας πως τους έχουν κάνει χάρη. Κανείς δεν τον αγάπησε, μήτε τον αγαπούσε. Ακόμη και ο Φίλιμπερτ έδειχνε κάποτε να τον φοβάται. Κάγχασε. Είχε παραιτηθεί από την ανάγκη του να θέλει να αγαπηθεί. Ή μήπως όχι; Η αμφιβολία αυτή που είχε φυτευτεί στην καρδιά του, του προκαλούσε οργή και φόβο. Γιατί ένιωθε σαν θύμα. Σαν το παιδί εκείνο που ήταν ξανά σε θέση αδύναμη, προσμένοντας ένα χάδι. Αν και πάλι του γυρνούσε η αγάπη την πλάτη, η καρδιά του, ό,τι είχε απομείνει από αυτή, θα εξαϋλωνόταν.
Από τις σκέψεις του, τον πέταξε ο Φιλ. Ήθελε πολλά να του πει και κυρίως να του μιλήσει επιτέλους για την οικογένεια των Εβραίων που ζούσε δίπλα τους. Ο αδερφός του είχε αντέξει αρκετά ψέματα. Δεν θα ήταν φρόνιμο να του αποκρύψει επιπλέον πληροφορίες.
«Είδα την Αφροδίτη! Μου τα είπε όλα! Πιάσατε τον δάσκαλό της»
«Καλησπέρα και σε εσένα, μικρέ αδερφέ. Μία στιγμή. Εγώ δεν είχα ιδέα ποιος ήταν ο συγκεκριμένος και δεν βλέπω τον λόγο να με ενδιαφέρει. Ήθελα να σου μιλήσω για ένα άλλο θέμα»
«Όχι. Πρέπει να με ακούσεις. Πρέπει να κάνουμε κάτι! Ίσως το ζητώ από τον τελείως λάθος άνθρωπο, αλλά είσαι αδερφός μου και έχεις εξουσία»
«Έχεις και εσύ. Αξιωματικός είσαι»
«Δεν ανήκω στη Γκεστάπο»
«Άφησέ με να σου μιλήσω πρώτα και έπειτα, ίσως ακούσω δύο κουβέντες και για τον δασκαλάκο σου» Ο Φιλ αναστέναξε και κάθισε βαρύς στην πολυθρόνα του μισοσκότεινου σαλονιού «Με τον Κάσπαρ εξακολουθείς να μη μιλιέσαι;»
«Τι σε νοιάζει; Εβραίος είναι»
«Δεν είσαι βρέφος για να το γυρίζεις σε αυτοάμυνα. Άκου. Ξέρεις με ποιες ιδεολογίες μας έχουν γαλουχήσει, ωστόσο, δεν μπορώ να κάνω τα στραβά μάτια στη θυσία της οικογένειάς του. Σε έβγαλαν από τη φωτιά. Ο Κάσπαρ κοιτούσε να επιβιώσει και βλακωδώς δεν σε εμπιστεύτηκε. Εγώ όμως, έψαξα και βρήκα τους θείους του. Ο κόσμος είναι πολύ μικρός γιατί βρίσκονται δίπλα μας»
Ο Φίλιμπερτ φάνηκε να τα χάνει.
«Θέλεις να πεις πως το αρχοντικό αυτό σπίτι, στο οποίο μπαινοβγαίνουν άνθρωποι σαν εσένα, κατοικούν Εβραίοι; Ώστε γι' αυτό η μητέρα του Σαβ...» ξεροκατάπιε και ο Άρτουρ μειδίασε μοχθηρά.
«Αυτός ο μικρός ραβινάκος, δεν ξέρει καλό κρυφτό. Έρχεται κάποιες φορές και καρτερά τη μητέρα του. Όχι μονάχα αυτός, αλλά όλη η καταστροφική φαμίλια. Έχει άλλα δύο αδέρφια, δύο αγόρια. Δεν με ξεγελά κανείς, ωστόσο, δεν είναι στις λίστες ασχολίας μου για την ώρα. Τους πρότεινα να φέρω τον Κάσπαρ και μου ζήτησαν να δουν και εσένα. Βλέπεις, είσαι τόσο αξιολάτρευτος που κανείς δεν σου αντιστέκεται» προσπάθησε να τον πειράξει και ο Φιλ τον σκούντησε, δήθεν ενοχλημένος.
«Η αγάπη κερδίζεται»
«Έχω χάσει αυτή τη μάχη, αδερφέ. Χρόνια τώρα. Αυτό που θέλω, είναι να μιλήσεις με τον καμουφλαρισμένο Εβραίο και να τον φέρεις εδώ, ώστε να γνωρίσετε καλύτερα την οικογένεια»
«Ωστόσο...»
«Δεν υπάρχει ωστόσο. Και τώρα, είμαι πρόθυμος να ακούσω τη θλιβερή σου παράκληση»
«Άρτουρ, αυτός ο κύριος, έχει βοηθήσει τα παιδιά στο σχολείο ώστε ποτέ ξανά να μην πέσουν θύματα ασέλγειας από το τέρας που συλλάβαμε το βράδυ εκείνο. Σημαίνει πολλά για την Αφροδίτη, αλλά και για τους μαθητές. Άνθρωποι σαν εκείνον σε κατέστρεψαν»
«Σε αφορά λοιπόν το πώς αισθάνεται αυτή η κοπέλα» δεν ρώτησε.
Ο Φίλιμπερτ μαζεύτηκε.
«Εκτιμώ αφάνταστα την οικογένειά της. Έχει χάσει τη μητέρα της και της έχουν συμβεί άσχημα γεγονότα. Πάλεψε πολύ για να επιβιώσει δίχως να τρελαθεί. Φυσικά και με αφορά»
Ο Άρτουρ κατέβασε για λίγο το βλέμμα του.
«Μάλλον δεν έχεις καταλάβει πολλά πράγματα. Όλο αυτό που ζούμε, είναι ένα αρρωστημένο παιχνίδι. Οφείλουμε να ακολουθήσουμε τους κανόνες και μάντεψε, δεν είμαστε εμείς οι ήρωες. Δεν μπορώ να τον βοηθήσω. Λυπάμαι. Μήτε εσύ μπορείς εκεί που βρίσκεται, στα κρατητήρια της Γκεστάπο. Όλοι αυτοί τριγύρω, είναι δαίμονες, όπως εγώ. Μην αναζητάς τη σωτηρία»
Για πρώτη φορά, ο Φίλιμπερτ δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να πει.
«Κάποτε, μου είχες πει πως η αγάπη, είναι αδυναμία, όπως και τα συναισθήματα. Όμως κάνεις λάθος. Όταν απλώς μπλέκεσαι σε δολοπλοκίες, όταν κανείς δεν βρίσκεται δίπλα σου από αγάπη και πίστη σε εσένα, μα μονάχα από συμφέρον, τότε αργά ή γρήγορα, ανάλογα με το πού θα γύρει η μπίλια, θα σε προδώσει. Όλοι θα σε προδώσουν. Η αγάπη επομένως, η αληθινή, είναι δύναμη»
Τίποτε άλλο δεν του είπε. Ήξερε τι σήμαινε ο κύριος Τσιριγώτης για την Αφροδίτη. Πόσα ακόμη κακά θα την έβρισκαν εξαιτίας του; Εξαιτίας όλων των ιδεών που υποστήριζε;
΄΄Η ζωή έχει αξία όταν τη ζεις σωστά, και όσο πιο δύσκολη είναι, τόσο μεγαλύτερος ο πλούτος της. Δεν ζούμε πια για εμάς, αλλά για εκείνους που ήρθαν πριν από εμάς και αυτούς που θα ακολουθήσουν. Ζούμε για μία μεγάλη ιδέα, για το Ράιχ. Η γνώση αυτή θα μας οδηγήσει με λαχτάρα στο δρόμο προς τους μεγάλους στόχους΄΄
Όλα αυτά τους έλεγαν, με όλη αυτή την ιδεολογική προπαγάνδα τους πότιζαν, ενώ γύρω τους στο μέτωπο της Πολωνίας έσκαγαν οι χειροβομβίδες και τα κορμιά τσακίζονταν. Για την επιρροή της προπαγάνδας στον γερμανικό στρατό, δεν μπορούσε να υπάρξει αμφιβολία. Ο δικός του ρόλος, ως αξιωματικού, ήταν να κρατά τη συνοχή, να φροντίζει τη συντροφικότητα και να ακούει τους στρατιώτες του με προσοχή. Η πνευματική καθοδήγηση ήταν απαραίτητη καθώς και η διατήρηση του ηθικού. Όλα αυτά ήταν που τον χώριζαν από εκείνη. Ο δρόμος και το καθήκον του ήταν διαφορετικά. Δεν θα μπορούσε να προδώσει τους άνδρες του. Για τον κύριο Τσιριγώτη δεν ήταν βέβαιος πια τι θα μπορούσε να κάνει, ωστόσο, ο σύντροφος Μανώλης το είχε πληροφορηθεί και ετοίμαζε την δική του κίνηση.Ήταν λογικό. Στην αμυντική θωράκιση των εαμικών οργανώσεων, η τήρηση των συνωμοτικών κανόνων, συμπληρωνόταν με τη δυνατότητα πρόσβασης σε πληροφορίες που αφορούσαν τις κινήσεις του εχθρού.
Ο Άρτουρ για λίγο έμεινε μόνος στο σπίτι. Απόψε, θα τουφεκίζονταν δέκα κρατούμενοι, ανάμεσά τους και ο δάσκαλος. Ο χώρος ήταν βυθισμένος στο λυκόφως και εκείνος διαρκώς σκεφτόταν. Δίχως προειδοποίηση, με τη στολή του, βγήκε έξω και μπαίνοντας στο αυτοκίνητο, έφτασε στα γραφεία του.
«Όλα έτοιμα;» ρώτησε τον Χέλμουτ που τελευταία φαινόταν δύσθυμος.
«Όλα. Τα ζώα αυτά θα μεταφερθούν με καμιόνια στον τόπο της σφαγής τους. Έχουμε κανονίσει και τα απορριμματοφόρα που θα τους μαζέψουν»
«Εγώ θα εκτελέσω την εντολή σφαγής τους»
Για λίγο ο Χέλμουτ φάνηκε να εκπλήσσεται, σύντομα όμως, αυτή η γκριμάτσα σβήστηκε από το πρόσωπό του.
«Κανένα θέμα. Τα οπλοπολυβόλα σε περιμένουν»
Για λίγο στάθηκε εκεί. Φωνές ακούγονταν από τους μελλοθάνατους. Ο μόνος που παρέμενε ατάραχος και ταπεινός, ήταν ο κύριος Τσιριγώτης του οποίου το πρόσωπο ήταν μελανιασμένο από το ξύλο. Καθώς περνούσαν από μπροστά του, ο Άρτουρ κοίταξε αστραπιαία γύρω του. Ο Χέλμουτ μιλούσε με έναν ακόμη γκεσταπίτη και εκείνος έριξε στην τσέπη του άνδρα ένα σημείωμα με την ελπίδα να το δει έγκαιρα. Κατόπιν, ακολούθησαν ταραχές. Ο κόσμος είχε μαζευτεί στους δρόμους τσιρίζοντας, οι Ιταλοί και οι Γερμανοί πάσχιζαν να επιβάλλουν την τάξη. Από το πλήθος, δεν απουσίαζαν η Ανδριανή και η Αφροδίτη. Ο Στέφανος ήταν μαζί τους για να τις προσέχει. Οι μελλοθάνατοι τοποθετήθηκαν στη σειρά. Ο Άρτουρ έλαβε θέση πίσω τους. Ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι από το μέτωπό του. Πήρε στα χέρια του το όπλο και ξεκίνησε. Μέσα στη βοή και τα κορμιά που τσακίζονταν, ήξερε πως είχε προσπεράσει τον δάσκαλο και εκείνος, είχε βρει το μικρό σημείωμα, καθώς δήθεν έπεσε νεκρός. Η εκτέλεση δεν κράτησε πολύ. Περνώντας από πάνω τους, θα έριχνε τη χαριστική βολή σε κάποιον που ακόμη σάλευε. Ο δάσκαλος είχε πέσει στο πλάι παριστάνοντας τον νεκρό.
«Συνέχισε» του ψιθύρισε στα γερμανικά, όταν αναγκάστηκε να τον πυροβολήσει σε ένα σημείο, όπου ήξερε πως θα γλίτωνε με βεβαιότητα.
Έπειτα φορτώθηκαν στα καμιόνια, με το αίμα να λούζει τους δρόμους. Ο κύριος Τσιριγώτης ωστόσο, είχε την ευκαιρία να δραπετεύσει. Το δικό του σώμα, πάρθηκε με μάχες από τους συντρόφους του, όπως και των υπόλοιπων για να ταφεί. Μονάχα που η ψυχή του ήταν εκεί ακόμη.
Ο νεαρός θεωρούσε πως είχε ξεχρεώσει κάποιον που εναντιώθηκε σε έναν βιαστή . Που προστάτεψε τα παιδιά. Αυτό, τον έκανε να το σκεφτεί ξανά, χαρίζοντάς του τη ζωή, με την ελπίδα να κατόρθωνε να φύγει. Ήταν στο αυτοκίνητο, όταν δέχτηκε μία σφαίρα, η οποία πέρασε ξυστά από τον κρόταφό του. Ο οδηγός εκτελέστηκε επιτόπου, το αυτοκίνητο έμεινε ανεξέλεγκτο και το πρόσωπο του Άρτουρ υποδέχτηκε τα γυαλιά που έσκισαν το δέρμα του. Αφηνιασμένος πετάχτηκε έξω, με το όπλο να πυροβολεί ανεξέλεγκτα, μέχρι που είδε μία σκιά να κρύβεται στα σοκάκια. Γρυλίζοντας την ακολούθησε, μα σύντομα συνειδητοποίησε πως είχε μάλλον παγιδευτεί και ήταν μόνος.
«Σκατά!» έβρισε στα γερμανικά, μα δεν θα το έβαζε κάτω. Το κουτσό πόδι του δεν θα τον εμπόδιζε. Ο ιδρώτας κυλούσε από όλο του το κορμί «Αν με σκοτώσεις, θα ψοφήσουν χίλιοι δικοί σου!» κραύγαζε μόνος του, όταν δέχτηκε άλλη μία σφαίρα στο πόδι και άλλη μία κοντά στα πλευρά. Το στόμα του κόντεψε να φτύσει αίμα, όταν επιτέλους σημάδεψε και πυροβόλησε τη φιγούρα, η οποία διέφυγε. Τρόμος τον κατέλαβε. Θα πέθαινε. Είχε ολοφάνερα πέσει σε παγίδα ανταρτών.
Καταβάλλοντας προσπάθεια σύρθηκε έξω από το στενό. Δεν ήταν μακριά το σπίτι του, ή έτσι ήλπιζε. Όταν πια η ανάσα του κοβόταν και το οξυγόνο έμοιαζε να λιγοστεύει, χώθηκε σε ένα σημείο, πίσω από κάδους σκουπιδιών. Η νύχτα είχε ρίξει το σκοτεινό της πέπλο μόλις και πλέον, δεν θα τον έβλεπαν εύκολα. Ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί για διαμαρτυρία, είχε διαλυθεί και άπαντες επέστρεφαν στο σπίτι τους. Ο Άρτουρ έχει τοποθετήσει το χέρι του στην πληγή που βρισκόταν σχεδόν στα πλευρά. Σύντομα αντιλήφθηκε πως η χούφτα του αλειφόταν με μία άλικη και ελαφρώς κολλώδη ουσία. Το αίμα είχε μουσκέψει το σημείο εκείνο. Όταν του φάνηκε πως επικρατούσε ησυχία, προσπάθησε να σηκωθεί, ωστόσο κατέληξε να σέρνεται στα τέσσερα, στους ξένους δρόμους. Η Ανδριανή ήταν απορροφημένη από την έντονη συζήτηση, όταν το θέαμα την έκανε να φωνάξει. Δίπλα της η Αφροδίτη αναπήδησε, βάζοντας το χέρι στο στόμα.
«Μη φωνάζετε» ακούστηκε η τρεμάμενη φωνή του.
Η Ανδριανή τον κοίταξε με απέχθεια.
«Εσύ! Είσαι ένα παλιοκάθαρμα! Σκότωσες τόσους αθώους και ανάμεσά τους, εκείνον. Η εκδίκηση τελικά, είναι κρύο πιάτο» η φωνή της έσπασε.
Ο νεαρός έβηξε.
«Ανόητη γυναίκα! Αν δεν εκτελούσα εγώ τις διαταγές, ο δασκαλάκος θα ήταν νεκρός»
«Τι εννοείς;» ταράχτηκε.
«Δεν πυροβόλησα θανάσιμα αυτόν τον άνθρωπο. Του άφησα...»πήρε ανάσα «ένα χαρτί που έγραφε να προσποιηθεί τον νεκρό. Φορτώθηκε με τα πτώματα, μα τελικά τον πήραν οι δικοί σας. Έγινε συμπλοκή για τα σώματα όσων εκτελέστηκαν. Λογικά, είναι ζωντανός. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο»
Η Αφροδίτη τον κοιτούσε άναυδη. Τον πλησίασε, αλλά εκείνος την κοίταξε σκληρά.
«Μην τολμήσεις. Άφησέ με. Αυτό είχες σκοπό από την αρχή» βόγκηξε. Ο πόνος ήταν οξύς.
«Θα πρέπει να ειδοποιήσω...»
«Τον κανένα. Θα σηκωθώ και θα πάω σπίτι. Θα...ράψω τα τραύματα»
Με ματωμένα χέρια, πιάστηκε από τον τοίχο. Τα πόδια του τρέκλιζαν, μα δεν θα έδειχνε αδύναμος. Βάδισε με μεγάλη δυσκολία. Οι δυο γυναίκες αλληλοκοιτάχτηκαν.
«Δεν ξέρω τι να κάνω...»ομολόγησε η Ανδριανή «Είναι αυτός που είναι....»
«Ούτε εγώ ξέρω, μα του χρωστώ τη βοήθεια από εκείνο το βράδυ»
«Τίποτε δεν του χρωστάς Αφροδίτη. Όμως πάντοτε είχες καλή καρδιά. Ποτέ δεν άφηνες κάποιον ανήμπορο. Πάμε. Κράτα τον από τα δεξιά»
Εκείνος έβγαλε το πανωφόρι για να μην τραβά βλέμματα. Έμεινε με ένα λευκό πουκάμισο. Απέφυγαν κάθε κεντρικό δρόμο. Το σπίτι των Εβραίων ήταν κλειστό και οι ταγματασφαλίτες απόντες. Τη χειρότερη στιγμή είχαν διαλέξει. Υπήρχε άμεση ανάγκη ιατρικής περίθαλψης.
«Πήγαινε. Θα γυρίσω λογικά με τον Φιλ. Θα κρυφτώ στην διπλανή θέση και θα με αφήσει κοντά στο σπίτι»
Η Ανδριανή την κοίταξε παραξενευμένη.
«Είσαι σίγουρη; Μπορώ να βοηθήσω, σε νοσοκομείο εργάζομαι. Εδώ που φτάσαμε, μπορώ να του κάνω ράμματα. Θα είμαι σύντομη. Ο Στέφανος θα με αναζητά, όπως και εσένα»
«Το ξέρω. Δεν θα αργήσω»
Πράγματι, η Ανδριανή, έχοντάς του αφαιρέσει τα ρούχα, κατόρθωσε να περιποιηθεί και τα δύο μεγάλα τραύματα. Ο Άρτουρ δεν έβγαλε άχνα τη στιγμή των ραμμάτων.
«Σκληρό καρύδι. Αυτά όλα, για τον κύριο Τσιριγώτη. Κατά τα άλλα, μου είσαι αντιπαθής»πρόφερε η Ανδριανή και τον είδε να καγχάζει με ειρωνεία.
«Μου περνά αδιάφορο και δεν είσαι η μόνη που έχει τέτοιου είδους αισθήματα»
Η Ανδριανή έφυγε κοιτώντας τη φίλη της αυστηρά. Η Αφροδίτη απέφευγε να τον κοιτάξει. Ήταν ξαπλωμένος σε έναν καναπέ, φορώντας τα απαραίτητα, καθώς οι σφαίρες τον είχαν χτυπήσει σε διαφορετικά σημεία.
«Γιατί βοήθησες τον κύριο Τσιριγώτη;» τον ρώτησε.
Ο Άρτουρ δεν την κοίταξε. Προτιμούσε να κλείσει τα μάτια.
«Αυτός ο κύριος, προστάτευσε παιδιά από ένα έγκλημα. Ο παπάς ή μοναχός που μου έφεραν ένα βράδυ, ήταν παιδόφιλος. Αυτό το άρρωστο έγκλημα όμως, κατασπαράζει αθώες ψυχές και δεν μπορώ να το δεχτώ»
Ήταν η σειρά της να γελάσει.
«Ποιον κοροϊδεύεις; Είσαι αυτό που είσαι, σκοτώνεις αθώους. Τι είναι αυτό που σε κάνει καλύτερο;»
«Δεν είμαι καλύτερος, όμως δεν είμαι παιδόφιλος. Επίσης, δεν ήρθα τυχαία στη χώρα σου. Έχασα τη θέση μου λόγω αδυναμίας να εκτελέσω παιδί και γυναίκες, μάνες που σπάραζαν μπροστά στο θέαμα της εκτέλεσης των συζύγων»
«Αλλά τους συζύγους, τους σκότωσες»
«Άνδρες σκοτώνω, ναι. Μη ρωτάς γιατί. Δεν σε αφορά...»αισθανόταν άρρωστος. Ήθελε να κάνει εμετό. Σηκώθηκε με κόπο και κατευθυνόμενος στην τουαλέτα άδειασε όλο το περιεχόμενο του στομαχιού του. Έπειτα, πλύθηκε καλά με νερό, μήπως κατόρθωνε να συνέλθει. Ήταν χλωμός και η πληγή στον κρόταφο ξαφνικά αιμορραγούσε. Επιστρέφοντας, αναζήτησε μαντήλι.
«Περίμενε» τον πλησίασε με τρόπο.
«Όχι» της έπιασε τον καρπό και την ένιωσε να ταράζεται. Μα φυσικά, το παρελθόν της έκρυβε πόνο και βία, όπως και του ίδιου. Χαλάρωσε ευθύς τη λαβή «Δεν...δεν θα σου έκανα κάτι...κακό. Απλώς, δεν μου αρέσει όλο αυτό. Δεν μου αρέσει να δείχνω έτσι...αδύναμος πάλι» σκέφτηκε τα λόγια του αδερφού του. Πως οι αληθινές συμμαχίες προκύπτουν από αληθινά συναισθήματα.
Η Αφροδίτη πισωπάτησε. Της θύμιζε κάποιον. Τον εαυτό της. Ο τρόπος που αντιδρούσε κάποτε στα αγγίγματα, ο τρόπος που φοβόταν, το βλέμμα του πόνου και της δυστυχίας. Για πρώτη φορά κοίταξε με δισταγμό το κορμί του. Ήταν γεμάτο ουλές. Και το δικό της ήταν, μα δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί το παρελθόν του άνδρα.
«Είπες πως όταν σε είδε η μητέρα σου, έχασε κάθε ελπίδα για ένα καλό μέλλον»
Ο Άρτουρ την κοίταξε.
«Σαφώς. Δεν είναι ολοφάνερο;»
Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα.
«Όχι για εμένα»
«Πόσο αθώα είσαι. Η Γερμανία δεν επιτρέπει τις ατέλειες, μήτε όσοι είναι ορκισμένοι στους Ναζί. Εγώ είμαι ατελής» Το πόδι του. Αυτή ήταν η ατέλεια.
«Η Γερμανία και οι απόψεις της δεν εκπροσωπούν τον κόσμο όλο.Κανείς δεν είναι τέλειος και λυπάμαι που η μητέρα σου δεν μπόρεσε να δει την δική της ανάπηρη ψυχή. Ο Φίλιμπερτ μεγάλωσε μακριά της, ευτυχώς»
«Και εσύ σαν την μητέρα μου, ωστόσο, έτσι ένιωσες, έτσι νιώθεις όταν με βλέπεις. Απελπισία, μα για διαφορετικούς λόγους»
«Ας μη μιλάμε άλλο. Θα σκουπίσω το τραύμα και θα φύγω μόνη μου πριν γίνει αργά»
Το χέρι της πλησίασε το πρόσωπό του. Η μυρωδιά των μαλλιών της τον πλημμύρισε. Απέστρεψε το βλέμμα του για λίγο, μα το χέρι του κινήθηκε τρέμοντας και απλώς χάιδεψε μία τούφα που έπεφτε στους ώμους της. Ένας παράξενος χτύπος στο στήθος τον προειδοποίησε. Τον κοίταξε ξαφνιασμένη.
«Καλύτερα να πηγαίνεις. Ο αδερφός μου θα έρθει σε λίγο και θα σε γυρίσει. Δεν θέλω....δεν μπορώ...Όταν σε βλέπω, όλα δύσκολα είναι. Αυτό το βλέμμα σου που με δικάζει διαρκώς μου δημιουργεί ανασφάλεια και...άφησέ το, άφησέ με και φύγε»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro