Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Οι Αποχρώσεις του Φόβου / part 3

Στη φωτό ο Αρτουρ

Από όλα τα συναισθήματα, εκείνο της ζήλειας που μετατρέπεται σε φθόνο, είναι από τα χειρότερα. Ο Κυριάκος, είχε μετατραπεί σε δεξί χέρι των κατακτητών και ο Χέλμουτ ήταν αποφασισμένος να δώσει ένα μάθημα σε κάποιον που ποτέ δεν συμπάθησε. Η γνωριμία του με τον Άρτουρ ερχόταν από λίγο πιο παλαιά. Σε αντίθεση με εκείνον, τον ξανθό και ψυχρό γόη, με μία ομορφιά μετρημένη και ελαφρώς κάλπικη, ο Άρτουρ διέθετε κάτι το γήινο. Με τα καστανόξανθα μαλλιά του, τα σαρκώδη χείλη και την αλαβάστρινη επιδερμίδα στο χρώμα της ελαφρώς ανοιχτής άμμου εξαιτίας της έκθεσης στον ανοιξιάτικο ήλιο, τραβούσε έστω και στιγμιαία τα βλέμματα επάνω του. Έμοιαζε με τον Διάβολο. Τον Άγγελο με την υπερφυσική ομορφιά και την εβένινη, επικίνδυνη αύρα. Ο Άρτουρ παρά την ατέλεια, είχε δουλέψει σκληρά για να τελειοποιηθεί σε τεχνικές πολέμου, τόσο, ώστε το στρεβλό πόδι να μην τον εμποδίζει να είναι ένας καλός μαχητής ή ένας ντελικάτος δολοφόνος. Ακόμη και ο Χέλμουτ αισθανόταν άβολα μαζί του.

Σήμερα ωστόσο, είχαν κληθεί από τον Κυριάκο να συλλάβουν έναν λαμπρό δάσκαλο. Ο κύριος Τσιριγώτης, από το παρελθόν είχε μπει στο στόχαστρο επειδή ήταν αριστερός. Μία τέτοια ανοιξιάτικη μέρα, που τα πουλιά τραγουδούσαν τους ύμνους τους ατάραχα για τα συμβάντα, οι χοντρές μέλισσες αιωρούνταν πάνω από το αγιόκλημα και τις δαμασκηνιές, έμελλε να μετατραπεί σε προσωπικό εφιάλτη τόσο για εκείνον τον σπουδαίο δάσκαλο, όσο και για τους μαθητές του. Ο Φίλιμπερτ που έμενε πλέον μαζί με τον αδερφό του, δεν είχε πληροφορηθεί εγκαίρως για το συμβάν, μήτε όμως και ο Άρτουρ γνώριζε το όνομα του άνδρα που εντός λίγων ωρών θα συλλάμβαναν. Επιβιβαζόμενοι στο αυτοκίνητο, με τα όπλα ανά χείρας σχεδόν και τη φριχτή στολή με τη νεκροκεφαλή, ξεκίνησαν με προορισμό το σχολείο, όπου κάποτε φοιτούσαν και η Αφροδίτη με τον Στέφανο. Ο Κυριάκος, εισήλθε πρώτος στην αυλή, τη στιγμή που ο κύριος Τσιριγώτης απευθυνόταν στους μαθητές και στους συναδέλφους του, για τους θανάτους από πείνα των παιδιών. Είκοσι είχαν χαθεί από το σχολείο. Όχι από αρρώστια ή ατύχημα, μα σιγολιώνοντας δίχως τροφή. Απάνθρωπο.

Στη θέα του Κυριάκου, άπαντες σώπασαν.

«Κύριε. Θα ήθελα να με ακολουθήσετε» πρόφερε με εκείνη την προκλητική γκριμάτσα ευθυμίας.

Ο κύριος Τσιριγώτης δεν απάντησε. Έμεινε να τον κοιτάζει θαρρείς πένθιμα. Τότε, ο Κυριάκος σήκωσε το χέρι του και έξι Γερμανοί εισήλθαν στο σχολείο με τη συνοδεία των δυο αξιωματικών της Γκεστάπο. Του Χέλμουτ με τα πλατινένια μαλλιά και του Άρτουρ που βάδιζε σκληρά, δίχως να κοιτάζει κανέναν στα μάτια «Κατεβείτε κάτω, κύριε και ελάτε μαζί μου!» φώναξε ο Κυριάκος πιο δυνατά.

Ο κύριος Τσιριγώτης, κοίταξε τους μαθητές του για τελευταία φορά. Παρόλα αυτά, επιθυμούσε να τους εμψυχώσει.

«Θα ξαναγυρίσω. Να αγαπάτε την Ελλάδα και να προσμένετε την απελευθέρωση. Τότε, που θα απολαμβάνουμε όλη της την ομορφιά, δίχως να επισκιάζεται από καμία μπότα»

Το πιο εξευτελιστικό σημείο, ήταν πως του πέρασαν χειροπέδες και ξεκίνησαν να τον μεταφέρουν προς τα έξω. Άπαντες είχαν παγώσει, ωστόσο, η Ανδριανή, η οποία έμενε σχετικά κοντά, έτυχε να περνά και να δει το θέαμα. Εκείνα τα ελάχιστα δευτερόλεπτα, το μυαλό σου αποπροσανατολίζεται, η λογική παύει και ο θυμός αρπάζει βίαια τα ηνία. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος δεν ήταν ένας απλός δάσκαλος. Είχε στεγάσει τα παιδικά και εφηβικά τους όνειρα, πάντοτε γλυκομίλητος, πάντοτε με το μυαλό και την καρδιά ορθάνοιχτα. Οργή την πλημμύρισε και δίχως να το σκεφτεί, έτρεξε προς το μέρος του ουρλιάζοντας.

«Αφήστε τον! Μην τον ακουμπάτε!»

«Σκάσε!» ήρθε ένα χαστούκι βίαιο από την πλευρά του Χέλμουτ που την έριξε καταγής. Η κοπέλα ένιωσε την άλικη γεύση του αίματος, καθώς τα πληγωμένα της χείλη ξεκίνησαν να ματώνουν.

«Είσαι ένα άνανδρο σκουλήκι!» ούρλιαξε στον ξανθό άνδρα, ενώ με το ίδιο μίσος κοιτούσε και τον Κυριάκο «Ούτε να σε φτύσω δεν θα καταδεχτώ. Αλλά αυτό θα το πληρώσεις»

«Με απειλείς αριστερή πόρνη; Μήπως να δώσω διαταγή να σε πάνε και εσένα μέσα;» σύριζε ο Κυριάκος σαν την οχιά, όταν η Ανδριανή είδε ένα όπλο να τη σημαδεύει.

Τα μάτια της που έμοιαζαν τώρα με πυρακτωμένα κάρβουνα, χτύπησαν επάνω σε εκείνα του Άρτουρ, ο οποίος με απόλυτη ψυχρότητα έφερε το όπλο μισό εκατοστό από το μέτωπό της. Η φριχτή πομπή του κύριου Τσιριγώτη, υποχωρούσε για τον θάνατο. Ο άνδρας έσκυψε ελαφρώς προς το μέρος της. Πλέον γνώριζε αρκετά ελληνικά. Ο αδερφός του, του μάθαινε εντατικά εδώ και τέσσερις μήνες.

«Μισό βήμα να πραγματοποιήσεις και το κουφάρι σου θα το φάνε οι μύγες»

Εκείνη ωστόσο, αργά σηκώθηκε, πάντοτε με το βλέμμα της περήφανο. Τίναξε από επάνω της τις σκόνες, δίχως να αποστρέφει ποτέ το βλέμμα της. Ένα βλέμμα που μέσα του έκρυβε πόνο και μίσος.

«Δεν θα σου επιτρέψω να προκαλέσεις άλλο κακό. Μείνε τουλάχιστον μακριά από την Αφροδίτη»

Ο Άρτουρ σχημάτισε ένα ειρωνικό χαμόγελο.

«Δεν είσαι σε θέση να με διατάζεις. Θα κάνω ό,τι θέλω. Δεν σε φοβάμαι, δεν φοβάμαι κανέναν και τίποτε. Είσαι τυχερή που έπεσες επάνω στο όπλο μου. Σε απέτρεψε από το να κάνεις κάποια χειρότερη ανοησία. Ο κομμουνιστής αυτός είναι χαμένη υπόθεση. Φρόντισε να μην γίνεις και εσύ»

Το όπλο κατέβηκε και ο Άρτουρ αποχώρησε αφού της γύρισε επιδεικτικά την πλάτη. Ποτέ δεν θα έβλεπε το σαρδόνιο χαμόγελό του. Η δύναμη που αποκτάς με οποιονδήποτε τρόπο, είναι ένα άπληστο στόμα. Αν δεν προσέξεις, μπορεί ανά πάσα στιγμή να καταπιεί και εσένα. Διαρκώς ζητά τροφή, διαρκώς πεινά. Δεν έχει σημασία ο τρόπος που αποκτήθηκε η δύναμη, μα αν δεν την προσέξεις, αν δεν φροντίσεις να κρατήσεις την ταπεινότητα, μπορεί να καταστραφείς. Ο Άρτουρ είχε κάνει τα πάντα, ώστε να μην αισθάνεται αδύναμος. Θα έδινε και την ψυχή του στο διάβολο, ώστε να πάψει να αισθάνεται μία μέρα μειονεκτικά. Δεν σκεφτόταν πόσοι υπέφεραν, αλλά πόσο είχε υποφέρει αυτός. Δεν μπορούσε να ξεπεράσει την σκηνή εκείνου του απογεύματος, όταν σκόνταψε εξαιτίας του ποδιού του, με αποτέλεσμα να πέσει θύμα χλευασμού και φρικτής μεταχείρισης από εκείνον τον δολοφόνο ψυχών.

Ήταν αγόρι τότε και αυτός του είχε τσακίσει τα φτερά. Τον είχε πετάξει σαν τσουβάλι στο πάτωμα, διαλύοντας κάθε αξιοπρέπειά του, παρατώντας τον έπειτα στο έλεος. Την πράξη του δεν την είχε ολοκληρώσει, μα έπρεπε να εκτονώσει κάπου όλη την αρρωστημένη του ενέργεια. Ο μικρός βρισκόταν πεταμένος στο πάτωμα, ανήμπορος να κουνηθεί εξαιτίας του σοκ. Εξακολουθούσε ωστόσο να ακούει τα ζωώδη βογκητά εκείνου, ο οποίος του άρπαξε βίαια τα μαλλιά για να ολοκληρώσει μόνος του, πάνω στο παιδικό κορμί. Την ίδια μέρα, η γιαγιά του δεν είχε καν σκουπίσει τα δάκρυά του. Είχε φάει και ξύλο. Το κλάμα ήταν αδυναμία και ένας σωστός άνδρας δεν έκλαιγε. Έτσι του έλεγε. Μονάχα που ο εαυτός του τότε δεν ένιωθε πια άνδρας, μήτε γυναίκα, μήτε τίποτε. Ήταν ένα τίποτε. Στο σήμερα δεν τον ένοιαζε πια αν θα κρινόταν. Την Κόλαση την είχε στο τσεπάκι του, έτσι και αλλιώς.

Η Ανδριανή σοκαρισμένη, έτρεχε προς τη γειτονιά του Στέφανου. Ήταν μεσημέρι, είχε κατρακυλήσει πολλές φορές σε δύσθυμους διαβάτες, εξαιτίας της απροσεξίας, όταν έφτασε κοντά στη γειτονιά. Δουλειά θα ξεκινούσε σε λίγο, μα ο Στέφανος μόλις επέστρεφε.

«Αγάπη μου;» την φώναξε και εκείνη πέφτοντας στην αγκαλιά του, ξεκίνησε να κλαίει σπαρακτικά «Τι συνέβη; Είσαι καλά; Σε πείραξε κάποιος; Τι έπαθες και τι έπαθαν τα χείλη σου;»

«Αυτό το κάθαρμα ο Κυριάκος! Αυτό το μίασμα!»

«Πες μου τι έκανε» της συλλάβισε απλά.

«Έβαλε να συλλάβουν τον κύριο Τσιριγώτη. Είναι δυνατόν; Αυτός ο άγιος άνθρωπος, τι του έφταιξε;»

«Ως εδώ! Αυτό θα το πληρώσει. Στην τελική, κανένα αντίποινο δεν θα υπάρξει για έναν πεθαμένο προδότη»

«Στέφανε...»

«Πολέμησα κάποτε στο ελληνοαλβανικό μέτωπο. Ξέρω να χειρίζομαι όπλα και μάλιστα πολύ καλά. Αυτός δεν θα τη γλιτώσει. Θα τον θάψω»

«Στέφανε...» πάλεψε να τον συνεφέρει όταν πρόσεξαν τον Κάσπαρ να κάθεται αφηρημένος. Δεν ερχόταν πια με τον Φίλιμπερτ, ήταν μονίμως κακόκεφος και λιγομίλητος. Ο Στέφανος πλησίασε, μα η κυρία Τούλα δήθεν πότιζε τις γλάστρες που είχε κάτω από το παράθυρό της. Η επόμενη κίνηση, ήταν να εισέλθει σπίτι του μαζί με την Ανδριανή, φωνάζοντας τον νεαρό από το παράθυρο στα κρυφά. Ο Κάσπαρ άφησε μερικά λεπτά να περάσουν και μόλις η Τούλα παράτησε τις γλάστρες, χώθηκε και εκείνος στο σπίτι.

«Εντάξει, τι έχετε πάθει εσύ και ο άλλος;» ρώτησε ευθέως ο Στέφανος, για να τον διακόψει ο Σάββας.

«Συγγνώμη. Δεν ήξερα...»

Ο Κάσπαρ ξεφύσησε.

«Έκρυψα κάτι από εκείνον. Μία αλήθεια που για κάποιον ηλίθιο λόγο, θεώρησα ντροπιαστική»

Ο Σάββας τον κοίταξε με κατανόηση.

«Του το είπες;» ρώτησε και είδε τον Κάσπαρ να νεύει .

«Σε ευχαριστώ που το κράτησες μυστικό» του χαμογέλασε θλιμμένα με τον Στέφανο να κοιτάζει σιωπηλός.

«Υπέροχα. Βλέπω πως εσείς οι δύο το γνωρίζατε το πρόβλημα» τους πείραξε.

«Είναι λίγο Εβραίος» πετάχτηκε ο Σάββας και ο Στέφανος γούρλωσε τα μάτια.

«Εσύ; Μα, πώς; Τι κάνεις στη Βέρμαχτ και μάλιστα, είσαι αξιωματικός! Ώστε αυτή ήταν η αποκάλυψη! Λοιπόν, μπορώ να τον καταλάβω τον άλλο. Αυτό που δεν καταλαβαίνω, είναι τα φιλικά αισθήματα που νιώθω και για τους δύο, με ορισμένα διαλείμματα βέβαια» ξερόβηξε «Ήταν φίλος σου και πιστεύω δεν θα σε έκρινε. Κατανοώ ωστόσο και τη δική σου θέση. Προσπάθησες να κρυφτείς από όσο αντιλαμβάνομαι. Όπως και να έχει, μιλήστε»

Η Ανδριανή είχε μείνει να τους κοιτάζει όλους άναυδη. Τα συναισθήματά της ήταν επηρεασμένα από το συμβάν, επομένως και οι επόμενες λέξεις της, έμοιαζαν κοφτερές σαν μαχαίρια.

«Πρόδωσες ωστόσο αυτό που ήσουν, τη φυλή σου. Πώς ένιωθες για όλα όσα τράβηξαν άνθρωποι σαν εσένα, οι οποίοι απλώς δεν έκρυψαν ποτέ την ταυτότητά τους, αλλά ταπεινώθηκαν;»

«Ανδριανή...» πήγε να τη σκουντήσει ο Σάββας.

«Όχι. Έχει δίκιο. Ένιωσα ντροπή. Πως τους πρόδιδα. Όμως ήθελα να ζήσω και ο φόβος και η ανάγκη για επιβίωση με οδήγησαν να κλείσω τα μάτια και να παραστήσω τον καθαρόαιμο Γερμανό. Δεν ήταν τίμιο, μα η ανάγκη σε οδηγεί και σε άτιμους δρόμους. Σε αυτά τα χρόνια που ζούμε εξάλλου, όλοι μας έχουμε αναγκαστεί να προβούμε σε πράξεις που δεν θα μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε σε καιρό ειρήνης. Ούτε εγώ θα ήθελα να συνεχίσω όλο αυτό. Θα προτιμούσα να έχω δικό μου σπίτι, μία δουλειά ρουτίνας και τα απογεύματα να τριγυρνώ στα καφέ και στους δρόμους, με την ελπίδα να συναντήσω το κορίτσι των ονείρων μου, που δεν  θα με βλέπει σαν μολυσμένο Εβραίο ή κάθαρμα Γερμανό»

Τους χαιρέτησε και παραμερίζοντας ελαφρώς τον Στέφανο, βγήκε με προσοχή. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του στο θέαμα των υπερχειλισμένων γλαστρών. Ευτυχώς η ιδιοκτήτης είχε εξαφανιστεί.

Στα γραφεία της Γκεστάπο, ο Χέλμουτ καθόταν στο δικό του, με ένα τσιγάρο να τρεμοπαίζει στα χείλη του. Απέναντί του, ο κύριος Τσιριγώτης, με τα χέρια του δεμένα πίσω από την πλάτη του, καθόταν σε μία καρέκλα.

«Η υπομονή μου εξανεμίζεται» του γρύλισε ο Κυριάκος «Δώσε μου τα ονόματα. Όλοι μας κάνουμε κάποτε λάθη, τα οποία ωστόσο μπορούν να διορθωθούν» Τα λεπτά χείλη του Χέλμουτ κύρτωσαν ανεπαίσθητα, μαρτυρώντας μία επίβουλη επικοινωνία ανάμεσα σε εκείνον και τον δωσίλογο. Θα περνούσε υπέροχα με το νέο του θύμα.

«Δεν έχω τίποτε να σου πω. Είμαι ένας απλός δάσκαλος και κάποτε και δικός σου. Εσύ ωστόσο, δεν πρέπει να αποκαλείσαι Έλληνας! Ντροπή σου!»

Πίσω ακριβώς από τον Κυριάκο, υπήρχε μία σβάστικα και το πορτραίτο του Χίτλερ. Ώρες τον είχαν δεμένο, πνιγμένο στα ίδια του τα ούρα και τις ψείρες. Εκείνος σήκωσε το χέρι του και τον χτύπησε στο πρόσωπο.

«Κομμουνιστικό σκατό!»

«Προδότη!» του ούρλιαξε ο δάσκαλος, ενώ ο Χέλμουτ φαινόταν να απολαμβάνει το θέαμα. Οι άνδρες του απόψε θα διασκέδαζαν πολύ. Είχε πληροφορηθεί πως ο εν λόγο κύριος, ήταν κοντά σε αυτήν την Ελληνίδα πόρνη που είχε προστατέψει ο Άρτουρ, ο οποίος δεν είχε ιδέα για την ταυτότητά του. Ο Χέλμουτ τον προκαλούσε, για να έβλεπε κάποια αντίδραση, μα ως τώρα, τον είχε συλλάβει δίχως δισταγμό. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να του αποκαλύψει την ταυτότητά του. Φυσικά, κάτι τέτοιο, τελικά το φρόντισε η μοίρα.

Το απόγευμα, η Αφροδίτη έξαλλη, ήθελε να συναντήσει τον Φίλιμπερτ. Ήταν βέβαιη πως θα μπορούσε κάτι να κάνει για να σώσει τον δάσκαλό της, τον άνθρωπο που είχε σταθεί ακόμη και πλάι στα παιδιά για να αποτρέψει μελλοντικά εγκλήματα, σαν αυτό που της συνέβη. Μισούσε το γεγονός πως είχε μετακομίσει σε εκείνη τη γειτονιά. Για να μπορεί να τον δει, έπρεπε να προσπεράσει τους ταγματασφαλίτες, το παράξενο σπίτι εκείνης της οικογένειας και το χειρότερο, θα μπορούσε να συναντήσει εκείνον. Όμως ο κύριος Τσιριγώτης άξιζε την προσπάθεια. Ήταν ο μέντοράς της. Έχοντας μπει στο στενό, δεν τόλμησε να κοιτάξει τους δύο άνδρες που φυλούσαν την πύλη του σπιτιού. Αγανακτισμένη, ξεκίνησε να χτυπά την πόρτα. Για λίγο δεν απάντησε κανείς, μέχρι που έπεσε επάνω στο μισητό αυτό πρόσωπο. Η ανάσα της κόπηκε.

«Πού είναι ο αδερφός σας;»

«Τι τον θέλεις;» τη ρώτησε ψυχρά στα ελληνικά ξαφνιάζοντάς την περισσότερο.

«Αυτό, θα προτιμούσα να το συζητήσω μαζί του»

«Άκουσέ με προσεκτικά. Δεν έχεις το δικαίωμα να έρχεσαι εδώ και να με ενοχλείς. Αδιαφορώ για το πού θα συναντήσεις τον αδερφό μου. Βρες τον στο γραφείο του, αν έχεις το κουράγιο»

«Και εγώ αδιαφορώ αν σας ενοχλώ! Αυτό το σπίτι ανήκε σε δική μας, ελληνική οικογένεια»

«Ανήκε» μειδίασε εκείνος.

«Αφήστε τον κύριο Τσιριγώτη...»έριξε τον τόνο της φωνής της «Σας παρακαλώ. Δεν έκανε τίποτε κακό. Μπορεί να τον πρόδωσαν από εκδίκηση, όμως δεν έφταιξε»

«Δεν μπορώ και δεν με νοιάζει» της απάντησε «Και τώρα αν τελείωσες, μπορείς να πηγαίνεις»

Την εξόργιζε. Λίγοι άνθρωποι, πέραν του Κυριάκου, την έφταναν σε αυτό το σημείο. Δεν μπορούσε να τον καταλάβει, όμως ήθελε όσο τίποτε να τον φέρει στα όριά του.

«Δείξατε το αληθινό σας πρόσωπο. Πριν από μερικούς μήνες στο στενό, προσπαθήσατε να με προστατέψετε. Δεν θέλω να συμβεί ξανά. Δεν θέλω να με πλησιάσετε ποτέ ξανά. Για εμένα ο άνθρωπος αυτός, θα είναι ακόμη μία τεράστια απώλεια, στην μακριά μου λίστα. Για εσάς, εμφανώς, ένα αριστερό μίασμα. Δεν είναι έτσι. Προφανώς δεν γνωρίζετε από απώλειες»

«Όχι, δεν γνωρίζω» η φωνή του βγήκε ελαφρώς πιο σπαστή.

«Φαίνεται. Δεν έχετε καμία σχέση με τον αδερφό σας»

Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να φύγει, εκείνος της έκοψε το δρόμο. Η ανάσα του γινόταν κοφτή, τα χέρια του έτρεμαν. Τα μάτια τους έμοιαζαν με την αέναη μάχη της θάλασσας και της ξηράς. Του κυανού και του καστανού.

«Δεν σου επιτρέπω να με υποτιμάς» την πλησίασε, μα εκείνη δεν έκανε βήμα πίσω.

«Δεν σας υποτιμώ. Είπα απλώς την αλήθεια»

«Η αλήθεια είναι πράγματι πως καμία σχέση δεν έχω με τον αδερφό μου. Αυτή και μόνο. Τα υπόλοιπα, άσε να τα γνωρίζω εγώ. Φύγε. Κάθε φορά που σε βλέπω, πνίγομαι»

Αυτό δεν έπρεπε να το ομολογήσει.

«Κάθε φορά που σας βλέπω, χάνω κάθε ελπίδα στη ζωή μου για ένα καλύτερο μέλλον»

Το ένιωσε σαν μαχαιριά.

«Δεν είσαι η μόνη. Ακόμη και η ίδια μου η μάνα όταν με είδε, έχασε πράγματι κάθε ελπίδα για ένα λαμπρό και καλύτερο μέλλον» το βλέμμα του κατηφόρισε στο πόδι του. Η ομολογία του την ξάφνιασε. Η πόρτα έκλεισε με φόρα στο πρόσωπό της.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro