Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Οι Αποχρώσεις του Φόβου/ part 2

Όλες οι στιγμές που ακολούθησαν, ήταν έντονες και για τους δύο. Μέσα στη καταρρακτώδη βροχή, ο Άρτουρ στεκόταν ακουμπισμένος σε έναν τοίχο, έτοιμος να ουρλιάξει. Ο εαυτός του τον πρόδιδε. Δεν ήταν μεγαλόψυχος, δεν είχε διστάσει να πυροβολήσει αιχμάλωτους ή αθώους. Το κακό ήταν πως ακόμη και τώρα δεν θα δίσταζε. Μέσα του, έκρυβε κάποτε επιθυμίες σαδιστικές. Όπως όταν είχε βασανίσει τον άνδρα εκείνον, ο οποίος αν και είχε ορκιστεί ενώπιον του Θεού που θα τον υπηρετούσε, αυτό δεν τον απέτρεψε από το να βιάσει. Κατά τη γνώμη του, η σύλληψή του δεν ήταν τυχαία. Ο αδερφός του έμενε στο σπίτι της κοπέλας εκείνης. Υπήρχε επομένως σύνδεση, ανάμεσα στον ιερέα και στην Αφροδίτη, αλλιώς ο Φίλιμπερτ δεν θα έψαχνε περισσότερο την υπόθεση. Αυτός ο άνδρας που είχε βασανίσει, είχε εμφανώς απλώσει χέρι στην κοπέλα. Την ίδια μέρα την βρήκε έξω από το σπίτι του να σπαράζει, ίσως γιατί ήξερε τι είχε συμβεί, ίσως γιατί της είχαν ξυπνήσει μνήμες, όπως του ξυπνούσαν και του ίδιου από τον Άλμπρεχτ. Με βάση αυτήν την ιστορία, όλα έβγαζαν νόημα. Αυτό που δεν έβγαζε, ήταν το εδώ και τώρα.

Τα είχε βάλει με τον εαυτό του. Πώς τόλμησε να σκεφτεί να την ακολουθήσει; Τι στο ανάθεμα τον είχε πιάσει; Ήταν βράδυ και εκείνη μόνη της, με τον κίνδυνο να πέσει στην καλύτερη περίπτωση θύμα ενός ακόμη βιασμού. Αλλά τι σημασία είχε; Γιατί τριγυρνούσε στο μυαλό του η εικόνα της στο σπίτι του, το βράδυ που την βρήκε να σπαράζει έξω στο δρόμο του; Όσο και αν είχε αρνηθεί στην Ίνγκε τα χάδια, στη δική της περίπτωση, αυθόρμητα την είχε σφίξει επάνω του, έστω και άτσαλα. Έπειτα, απόψε....απόψε ήταν μονάχα οι δυο τους. Οι σταγόνες της βροχής έτρεχαν αργά στο μέτωπό της. Τα μάτια του την κοιτούσαν με τρόμο, μα ταυτόχρονα για δευτερόλεπτα, είχε πνιγεί σε έναν συναισθηματικό κόμπο που τον έκανε να ξεχάσει τον χώρο και τον χρόνο. Την είχε εγκλωβίσει στον τοίχο και το μόνο που επιθυμούσε ήταν να προβεί σε μία πράξη, που ποτέ πριν δεν είχε σκεφτεί πως ήθελε να δοκιμάσει. Κάτι τέτοιο ωστόσο ήταν αδύνατον, ανεπίτρεπτο και ασυγχώρητο. Πώς στο ανάθεμα του είχε περάσει αυτή η ιδέα από το μυαλό, όταν ακόμη και με την Ίνγκε, δεν είχε νιώσει ποτέ πως ήθελε κάτι περισσότερο, πέραν του ξεσπάσματος της ανάγκης του; Τοποθέτησε το χέρι του στο σημείο της καρδιάς. Χτυπούσε σαν τρελή, σε σημείο που το αισθανόταν έντονα στα δάχτυλά του. Ακόμη και εκείνη τον είχε προδώσει. Το κακό ήταν πως ένα ζευγάρι μάτια τον είχε δει. Ο Χέλμουτ, τον είχε τσακώσει να αρπάζει την κοπέλα και να την κρύβει. Οι γροθιές του είχαν σφιχτεί. Αυτός ο άχρηστος, κουτσός θα το πλήρωνε.

Η Αφροδίτη είχε φτάσει επιτέλους στη φίλη της, προσπαθώντας να στεγνώσει τα βρεγμένα της μαλλιά. Η Ανδριανή την κοιτούσε κατσουφιασμένη, έτοιμη να την στολίσει για τον κίνδυνο στον οποίο είχε εκθέσει τον εαυτό της.

«Μα, καλά! Τρελάθηκες; Το είχα καταλάβει πως επιθυμούσες να με εμποδίσεις να μοιράσω προκηρύξεις, μα δεν χρειαζόταν να έρθεις μέσα στην καταιγίδα, ολομόναχη. Κυκλοφορούν διάφοροι εκεί έξω!» φώναζε, όταν την είδε εκ νέου αφηρημένη.

«Ας πούμε, πως δεν ήρθα εντελώς μόνη»

«Ήρθε μαζί σου ο Φίλιμπερτ;» ρώτησε ευθύς αμέσως και όταν την είδε να μην απαντά, ανατρίχιασε «Με τρομάζεις. Αφροδίτη, είναι όλα καλά;»

Τα μάτια της βούρκωσαν. Διάφορα συναισθήματα, αντικρουόμενα, κατέκλυζαν τη ψυχή της. Η κοπέλα όμως δεν ήταν έτοιμη να δεχτεί αυτόν τον χείμαρρο. Ήταν ζαλισμένη, μπερδεμένη και φοβισμένη.

«Όχι» είπε την πρώτη λέξη «Εμφανίστηκε ο αδερφός του. Αυτός ο ανατριχιαστικός άνδρας»

«Και τι θέλει από εσένα;» ρώτησε νευρικά η Ανδριανή.

«Μακάρι να ήξερα. Με προστάτευσε μέχρι να έρθω εδώ. Δεν το ήθελα, αλλά...»

«Αν τολμήσει να σε ενοχλήσει, θα βρω την άκρη και θα τον βγάλω από τη μέση» γρύλισε η φίλη της.

«Είναι της Γκεστάπο! Αν τον σκοτώσεις, θα δολοφονηθούν σαν αντίποινο πολλοί δικοί μας αθώοι» την ικέτεψε και την είδε να ηρεμεί.

«Πού έχεις μπλέξει και εσύ....Τι έφταιξες που φιλοξένησες από την αρχή αυτούς τους δύο. Να τα τώρα! Λοιπόν, απόψε θα μείνεις εδώ. Έχω μιλήσει με τον Στέφανο φεύγοντας από εσένα, ώστε να είναι ενήμεροι. Δεν φεύγεις τέτοια ώρα»

Παρόλο που η Αθήνα βρισκόταν υπό ιταλική στην ουσία κατοχή, οι Γερμανοί είχαν επιχειρήσει να αναλάβουν τις εβραϊκές υποθέσεις. Ήδη από τον προηγούμενο χρόνο, γύρω στο Μάϊο του 1941, κατάσχεσαν αρχεία της ισραηλίτικης κοινότητας, δήμευσαν τη ραβινική βιβλιοθήκη, συνέλαβαν πολλά μέλη του κοινοτικού συμβουλίου και διόρισαν άτυπα ως πρόεδρο, τον ραβίνο Ελιάου Μπαρζιλάι, τον οποίο επισημοποίησαν οι Ιταλοί, αγνοώντας τις προγενέστερες διαταγές για το αντίθετο. Με τον συγκεκριμένο άνθρωπο, είχαν πολύ καλές σχέσεις η οικογένεια της Χάβα και της Αννελί. Μάλιστα, ένα ανοιξιάτικο πρωινό του 42, καθώς έτρωγαν όλοι μαζί, με τη μητέρα του Σάββα να καθαρίζει το σπίτι, απολαμβάνοντας παροχές και άριστη μεταχείριση, άκουσαν ένα χτύπημα στην πόρτα. Οι Ταγματασφαλίτες που συνήθως τους φιλούσαν, είχαν διαταχθεί να λείπουν για μία εβδομάδα και ο Άρτουρ τα πρωινά δεν ήταν σπίτι. Με απόλυτη μυστικότητα, εισήλθε ο ραβίνος, λέγοντάς τους πως τον είχαν καλέσει οι Γερμανοί που ζητούσαν τη λίστα.

Η Αννελί μόλις το πληροφορήθηκε, ίδρωσε, ωστόσο, καθώς είχαν έρθει από τη Γερμανία και τα ονόματά τους ήταν αλλαγμένα, κανείς δεν θα τους έπαιρνε χαμπάρι. Εξάλλου, είχαν άριστες σχέσεις με τους αξιωματικούς των Ες-Ες και τη Γκεστάπο.

«Προσπάθησα να τους ξεγελάσω» πρόφερε κάτωχρος ο Ελιάου «Πριν από λίγο καιρό, είχε πέσει μία βόμβα μολότοφ στη Συναγωγή και εγώ πήρα στα χέρια μου από τους Ιταλούς ένα πιστοποιητικό για το συμβάν. Όπως αντιλαμβάνεστε, τους το έδειξα, λέγοντάς τους πως έχουν καεί τα αρχεία»

«Και πολύ καλά κάνατε» ακούστηκε η φωνή της Αννελί «Φύγανε πριν χρόνια οι δικοί μου από το Βερολίνο. Εγώ και η αδερφή μου ήμασταν μωρά. Δεν θυμόμαστε τίποτε από τη ζωή εκεί. Μονάχα ό,τι μας είπαν οι γονείς μας. Όμως και εδώ τα πράγματα είναι δύσκολα. Μας θεωρούν ναζί, τη στιγμή που εμείς, πάντοτε με δική σας βοήθεια, παλεύουμε να σώσουμε όσους πιο πολλούς μπορούμε»

Ο Ελιάου τη χτύπησε στην πλάτη με κατανόηση.

«Μας περιμένουν δύσκολοι καιροί, το δίχως άλλο. Όμως υπόσχομαι πως θα κάνω ότι μπορώ. Ήδη το δικό σας έργο, αξίζει όσο τίποτε. Νομίζω πως θα έχετε για πάντα ευλογία»

«Μείνετε να φάμε» πρόφερε η μητέρα των κοριτσιών και τον είδε να χαμογελά.

«Σας ευχαριστώ, μα έχω πολλές δουλειές. Θα είμαστε σε επικοινωνία μιας και είναι δύσκολος αυτός ο δρόμος. Από όσο γνωρίζω σας φυλούν δωσίλογοι και απέναντι μένουν Γκεσταπίτες. Είναι πολύ επικίνδυνο να αποκαλυφθούν όλα»

Με τρόπο, άνοιξε την πόρτα και ετοιμάστηκε να κατηφορίσει, όταν είδε έναν ψηλό άνδρα, με περιποιημένα καστανόξανθα μαλλιά και τη μαύρη στολή που απεικόνιζε το θάνατο. Τα πιστόλια φαίνονταν και το φαρμακερό βλέμμα του τον κάρφωσε. Ο Άρτουρ, κάπνιζε νωχελικά ένα τσιγάρο, το οποίο ευθύς έσβησε.

«Θα με ακολουθήσεις μέχρι τα γραφεία μου και δεν θα βγάλεις άχνα, παρά μονάχα θα απαντήσεις στις ερωτήσεις που θα σου θέσω. Α, και γνωρίζεις γερμανικά. Εμένα τουλάχιστον δε με ξεγελάς»

Ο ραβίνος σκυθρώπιασε. Τους φοβόταν αυτούς τους σκοτεινούς άνδρες με το έμβλημα του θανάτου. Με το ζόρι τον έβαλε στο αυτοκίνητο και τον πήγε στα γραφεία του, σε μέρη βυθισμένα στο αίμα και τη σκοτεινάγρα. Στις κραυγές και τον θάνατο. Ο Χέλμουτ τους είδε, ωστόσο ο Άρτουρ τον προσπέρασε. Οι άνδρες της Γκεστάπο ξεκίνησαν να χλευάζουν τον Ελιάου, καρτερώντας πως τον είχε βρει μπελάς. Βάζοντάς τον να καθίσει σε μία καρέκλα, κάθισε και εκείνος με τη σειρά του, απέναντί του.

«Θα είμαι σύντομος και ξεκάθαρος. Ποιοι είναι αυτοί που επισκέφθηκες; Θέλω πληροφορίες»

Ο Ελιάου ξεροκατάπιε.

«Κύριε, ό,τι ξέρετε, ξέρω....Είναι Γερμανοί που ζουν στην...»

«Ελλάδα και έχουν δύο κόρες! Αποκλείεται! Με δουλεύεις ή υποτιμάς τη νοημοσύνη μου;» αυτή τη στιγμή τον σημάδευε με το όπλο «Να ξέρεις πως είμαι ιδιαίτερα καλός στη διαλεύκανση υποθέσεων. Είσαι ραβίνος. Δεν θέλει και πολύ μυαλό για να καταλάβω πως είναι Εβραίοι. Μου το επιβεβαιώνεις;» συνέχισε να τον σημαδεύει, μα σύντομα κατάλαβε πως δεν θα έβγαζε άκρη αν το προσπαθούσε με τον άγριο τρόπο. Ξεφύσησε για λίγο. Μισούσε να δίνει πληροφορίες προσωπικές σε ξένους «Άκου, δεν έχω σκοπό να τους βλάψω. Ήθελα απλώς να μάθω τα στοιχεία τους γιατί συνδέονται μαζί μου, κατά κάποιον τρόπο, αν οι υποθέσεις που κάνω είναι σωστές. Κοινώς, δεν πρόκειται να τους προδώσω. Κάποτε, ίσως και να ήταν γείτονες της οικογένειάς μου. Έκαναν κάτι καλό....»

Ο ραβίνος στένεψε τα μάτια του.

«Και γιατί θα πρέπει να σε εμπιστευθώ;»

«Δεν έχεις επιλογή. Αν σου τινάξω τα μυαλά, οι Εβραίοι εδώ θα χάσουν ένα στήριγμα και το γνωρίζουμε και οι δυο. Αν με βοηθήσεις, υπόσχομαι να σε αφήσω ελεύθερο»

Τρέμοντας, ο Ελιάου του μίλησε για εκείνους, μα ούτε και ο ίδιος ήξερε πολλά. Ο Άρτουρ τον άφησε να φύγει και ευθύς επέστρεψε πίσω. Είχε καταλάβει απόλυτα πως οι κακοί τρόποι, δεν θα τον οδηγούσαν πουθενά, καθώς όλοι νόμιζαν πως ήταν έτοιμος να τους εκτελέσει. Χτυπώντας την πόρτα, φάνηκε στο κατώφλι η Χάβα ή Δάφνη όπως πλέον της άρεσε να την αποκαλούν. Μπορεί να αηδίαζε στην εμφάνισή του, ωστόσο ήταν καλά δασκαλεμένη, ώστε να αντιδρά με ψυχραιμία. Ο νεαρός ζήτησε να δει τους γονείς της. Εκείνοι εμφανίστηκαν με ευγένεια και ειδικά ο πατέρας.

«Καλησπέρα σας, τι θα θέλατε;» ρώτησε.

«Αρχικά, τα αληθινά σας ονόματα είναι Γιόζεφ και Χάνα, κατοικούσατε στο Κρόϊτσμπεργκ και είστε Εβραίοι»

Οι δυο τους έμειναν άναυδοι να κοιτάζουν τρέμοντας ο ένας τον άλλο. Δεν είχαν ιδέα αν θα έπρεπε να το αρνηθούν με κίνδυνο της ζωής τους ή να το δεχτούν και μαζί με αυτό και τις συνέπειες.

«Εμείς...» ψέλλισαν τρέμοντας με τις δύο αδερφές να έχουν θαρρείς καμπουριάσει.

«Εσείς πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια, σώσατε ένα βρέφος από ένα φλεγόμενο διαμέρισμα» έκανε την αρχή για να δει τη Χάνα να βουρκώνει. Θυμήθηκε και τον ανιψιό της.

«Πώς το ξέρετε...;» ούτε την ερώτηση δεν άντεχε να θέσει.

«Είμαι ο αδερφός του και στο σήμερα είναι ζωντανός χάρη σε εσάς. Γνωρίζω και κάτι ακόμη. Πως δώσατε στο ίδρυμα και τον ανιψιό σας και μάλιστα την ίδια μέρα»

«Φοβηθήκαμε...Την αδερφή μου την πήραν με το ζόρι και την έκλεισαν στα κολαστήρια όπως και τον άνδρα της...Αν το παιδί τελικά έμενε σε γερμανικό ίδρυμα, θα το απορροφούσε η κοινωνία και κανείς δεν θα μάθαινε. Είχαμε βοήθεια. Μία κυρία, Ελληνίδα, μας είχε βεβαιώσει πως θα ήταν ασφαλής. Θεωρήσαμε πως θα ήταν καλύτερο. Είμαστε αισχροί! Αφήσαμε τον ανιψιό μας...»

«Ο ανιψιός σας και ο αδερφός μου είναι κολλητοί. Αυτή τη στιγμή βέβαια έχουν ορισμένα θέματα, γιατί πριν λίγο καιρό έγινε στον αδερφό μου η αποκάλυψη, πως είχε φίλο Εβραίο. Θα του περάσει όμως. Θα θέλατε να τον δείτε; Ανήκει στους αξιωματικούς της Βέρμαχτ. Δεν το λες και λίγο»

Εκείνοι βούρκωσαν. Δεν είχαν ιδέα τι θα ήταν σωστό να ειπωθεί.

«Μα και βέβαια! Ωστόσο, αμφιβάλλω αν θα επιθυμεί να μας δει εκείνος»

«Μεγάλωσε σε ίδρυμα. Νομίζω πως η επαφή με την οικογένεια, θα του κάνει καλό. Όσο εγωιστές και αν είμαστε, όλοι μας καταβάθος την έχουμε ανάγκη. Εγώ και ο αδερφός μου είμαστε μόνο οι δυο μας»

«Θα θέλαμε να τον δούμε και εκείνον. Φέρτε τους μαζί»

«Είστε καλοί άνθρωποι»

«Και εσείς. Δεν καταλαβαίνουμε γιατί...θέλω να πω» ψέλλισε ο Γιόζεφ.

«Μην απατάστε. Σώσατε τον αδερφό μου και από εμένα έχετε εξασφαλίσει τη σιωπή απέναντι σε κάθε σας πλάνο. Δεν είμαι καλός άνθρωπος όμως. Οι καλοί δεν σκοτώνουν αθώους και εγώ το έχω κάνει. Καλό σας απόγευμα»

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro