Οι Αποχρώσεις του Φόβου/ part 1
Η περίπτωση του Στέφανου, ήταν μόνο η αρχή, καθώς ο εξανθηματικός τύφος είχε εξαπλωθεί, με αποτέλεσμα τα καφενεία, οι κινηματογράφοι και τα θέατρα, να κλείσουν. Είχε επίσης αποφασιστεί να μην επιτρέπεται σε ανθρώπους με βρόμικα ρούχα, να εισέρχονται στο τραμ και τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο. Το σαπούνι ωστόσο ήταν και εκείνο δυσεύρετο. Οι ψείρες είχαν κυριολεκτικά πλημμυρίσει πολλών τα κεφάλια. Η έλλειψη δερμάτων, οδήγησε πολλούς ανθρώπους να φορούν ξύλινα τσόκαρα ή να δένουν κουρέλια στα πόδια τους. Κοστούμια φάρδαιναν ή φαγώνονταν, ρούχα πάλιωναν δίχως τη δυνατότητα να αντικατασταθούν.
Ο Άρτουρ ετοιμαζόταν να επιστρέψει πίσω στην Ελλάδα. Προτού το κάνει όμως, επισκέφθηκε για ακόμη μία φορά την Ελένη, η οποία σαφώς δεν χαιρόταν καθόλου για την παρουσία του. Όταν άκουσε το χτύπημα στη πόρτα, ανοίγοντάς την ανόρεχτα, βρήκε τον Άρτουρ να στέκεται επιβλητικός στο κατώφλι, μονάχα που τώρα το πρόσωπό του έδειχνε επιτέλους τα νιάτα του και όχι έναν σκιώδη και τρομακτικό άνδρα πολύ μεγαλύτερό του.
«Πέρασε» άκουσε τη φωνή της. Ο Κάσπαρ έλειπε. Ήταν οι δυο τους.
«Εντάξει, δεν χρειάζεται να ανατριχιάζετε. Μεγαλώσατε τον αδερφό μου στην ουσία με αγάπη. Δεν θα αποτελούσατε στόχο μου. Ήρθα απλώς για να μάθω για εκείνον. Πώς ήταν η ζωή του όλα τα χρόνια που δεν είμασταν μαζί»
Η Ελένη σε λίγη ώρα έπρεπε να βρίσκεται στο ίδρυμα, καθώς η δουλειά στις κουζίνες θα ξεκινούσε.
«Γιατί δεν μεγαλώσατε μαζί;» τον ρώτησε και τον άκουσε να αναστενάζει.
«Αφού κάποτε μένατε κοντά στους δικούς μου, τότε ίσως τους γνωρίζατε και σαν ανθρώπους. Δεν με ήθελαν. Δεν ήθελαν να είναι υπεύθυνοι για ένα τέτοιο βάρος. Νομίζω πως έχετε παρατηρήσει την αναπηρία μου. Για τη Γερμανία ήμουν ένα περιττό έξοδο. Έτσι πίστευαν, μα εγώ τελικά τους απέδειξα πως κάνουν λάθος. Επιβίωσα και θα το κάνω ξανά και ξανά. Χαίρομαι που ο Φίλιμπερτ μεγάλωσε μακριά από αυτό το περιβάλλον»
Η Ελένη ένιωσε την πίκρα και το δηλητήριο σε κάθε του κουβέντα. Είχε φτιάξει κουλούρια δικά της και δίχως να το σκεφτεί, του πρόσφερε μερικά. Η μυρωδιά της φρεσκάδας τους, θα έκανε και τον πιο δύσκολο χαρακτήρα να χάσει τη μάχη. Όσο απλό και αν φαινόταν σαν κίνηση, ποτέ δεν του είχαν προσφέρει κάτι με ευγένεια. Συνήθως διεκδικούσε βίαια όσα ήθελε ή αναγκαζόταν να υποκύψει.
«Δοκίμασε» προσπάθησε να τον πλησιάσει, αναγνωρίζοντας την αμηχανία του. Διακριτικά, πήρε ένα. Σαν έφτασε η πρώτη μπουκιά στη γλώσσα του, διεκδίκησε και άλλη ελαφρώς λαίμαργα «Ο Φίλιμπερτ μεγάλωσε μεν δύσκολα, μα από εμένα πήρε αγάπη και την εκμάθηση των ελληνικών. Είναι ένα γλυκό αγόρι και ειλικρινά στεναχωριέμαι που η πατρίδα μου δεν θα τον δει σαν τίποτε άλλο, πέραν του κατακτητή. Όταν υιοθετήθηκε από μία οικογένεια, κατάλαβε σύντομα πως τον ήθελαν απλώς σαν μία βιτρίνα. Μου εκμυστηρεύτηκε πως το έσκασε από το σπίτι εκείνο και για κάποιες μέρες έμεινε στο δρόμο, μέχρι να μου χτυπήσει την πόρτα. Ανησυχώ όμως για εκείνον. Τον αγαπώ πολύ. Τον αισθάνομαι σαν δικό μου παιδί, όπως και τον Κάσπαρ. Είναι κρίμα να μη μιλιούνται»
Ο Άρτουρ μειδίασε.
«Αυτοί οι δυο δεν θα αντέξουν χώρια για πολύ καιρό. Ο Εβραίος ήταν τρομερά παράτολμος, ωστόσο,ακόμη και αν αυτό που θα πω με οργίζει, τον καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω την προσπάθεια να ενσωματωθείς κάπου, προκειμένου να επιβιώσεις. Στο τέλος πια, δεν ξεχωρίζεις το σωστό από το λάθος. Έχεις γίνει ένα με τη πραγματικότητα που εσύ έφτιαξες. Όπως και να έχει, ήθελα να....να πάρω πίσω την άσχημη συμπεριφορά μου προς εσάς. Δεν θα με ξαναδείτε, δεν υπάρχει λόγος. Θα φροντίσω να διδαχτώ ελληνικά από τον αδερφό μου καθώς θέλω να είμαι ανεξάρτητος, δίχως προδότες μεταφραστές ή εν δυνάμει εχθρούς μου. Θα ήθελα επίσης να αναζητήσω εκείνους τους Εβραίους που έβγαλαν τον Φίλιμπερτ από τη φωτιά»
«Γνωρίζω απλώς πως έφυγαν. Για πού, κανείς δεν ξέρει» για λίγο απέστρεψε το βλέμμα της «Δεν θέλω τα παιδιά αυτά να βρεθούν στο ανατολικό μέτωπο. Φοβάμαι κάθε μέρα πως ίσως τους καλέσουν»
«Υπάρχει πράγματι η πιθανότητα. Όπως για όλους μας. Χαίρετε»
Αποχώρησε για ακόμη μία φορά, σχετικά ψυχρός. Το βήμα του ελαφρώς το έσερνε, ωστόσο αυτό δεν του στερούσε σε τίποτε την θελκτική του εμφάνιση. Επιστρέφοντας στο διαμέρισμά του, βρήκε την Ίνγκε στην πόρτα να τον περιμένει.
«Μου έλειψες» νιαούρισε επιδεικτικά. Το απαλό της χέρι, ακούμπησε στο στέρνο του και σύρθηκε ως τον λαιμό του. Ένιωσε να πνίγεται. Με τρόπο, πήρε το χέρι της και το απομάκρυνε.
«Τα έχουμε συζητήσει αυτά. Μου αρέσει αυτό που έχουμε μεταξύ μας, μα δεν περιλαμβάνει χάδια»
«Είναι ανόητο. Έχουμε ολοκληρώσει πολλές φορές. Σου αρέσει αυτό, το βλέπω. Πώς είναι δυνατόν να μην επιθυμείς να με γευτείς; Πώς γίνεται να μην...»
«Φτάνουν οι ερωτήσεις. Γνωρίζεις πολύ καλά τι προσφέρω. Ποτέ μου δεν σου υποσχέθηκα κάτι περισσότερο. Πίστευα πως και εσύ περνάς καλά και πρόβλημα δεν υπήρχε»
Την είδε να ξεφυσά και να μαραζώνει. Για ακόμη μία φορά άρπαξε το χέρι του και το έσυρε στο σώμα της. Τα κυανά του μάτια σκούρυναν από επιθυμία. Όντας στο εσωτερικό του διαμερίσματος, πήρε θέση πίσω της, όπως πάντα. Άκουσε το φερμουάρ του να ανοίγει και τον ένιωσε να την διεκδικεί. Εγωιστικά, ήθελε να τον κρατήσει μόνο για τον εαυτό της. Ήταν ένας πανέμορφος άνδρας, υψηλού αξιώματος στα Ες-Ες. Έπρεπε να τον σπάσει, έπρεπε να τον τυλίξει και άλλο. Η ηδονή θέριευε, όταν άξαφνα εκείνος τραβήχτηκε σχετικά απότομα, ελαφρώς λαχανιασμένος. Πέρασε τα δάχτυλα μέσα από τα καστανόξανθα μαλλιά του. Έμοιαζε να έχει εκνευριστεί με τον εαυτό του.
«Καλύτερα να πηγαίνεις. Είναι να φύγω σε λίγες ώρες και νιώθω αποπροσανατολισμένος»
Η γυναίκα μαζεύτηκε στα γρήγορα. Η μυρωδιά του ήταν έστω και ελάχιστα επάνω στο κορμί της. Τον ερωτευόταν. Όσο λάθος και απαγορευτικό και αν φάνταζε.
«Σκέφτεσαι κάποια άλλη;» του πέταξε εξοργίζοντάς τον.
«Τι είναι αυτά που λες; Ακόμη όμως και έτσι να ήταν, δεν σου χρωστώ απαντήσεις. Δεν είμαστε μαζί και στο έχω εξηγήσει»
«Δικό σου καλό θα ήταν αν βρισκόσουν σε μία σχέση με προοπτική γάμου. Εσάς τους αξιωματικούς, σας πιέζουν για να δημιουργήσετε οικογένεια. Πόσες νομίζεις πως θα άντεχαν τον χαρακτήρα σου; Εγώ ωστόσο νοιάζομαι για εσένα. Ταιριάζουμε»
Ο Άρτουρ την κοίταξε σκληρά.
«Ίνγκε, νομίζω πως αυτή είναι και η τελευταία φορά που βρισκόμαστε. Δεν θέλω γάμο, δεν θέλω δέσμευση και δεν μπορώ να σου προσφέρω βαθιά συναισθήματα. Το καλύτερο θα ήταν να βρεις κάποιον, με τον οποίο θα επιθυμείτε τα ίδια πράγματα. Εγώ απολαμβάνω στεγνά την πράξη και νόμιζα πως το ίδιο έκανες και εσύ. Είχαμε πει πως δεν θα μπλέκαμε συναισθήματα. Δεν μπορούμε...»
«Μα, Άρτουρ...Χρόνια τώρα...»
«Ίνγκε, με πνίγεις. Δεν είμαι ο άνδρας που ερωτεύεται. Το παιχνίδι μας τελείωσε»
Την είδε να μαζεύει με φόρα τα πράγματά της.
«Είσαι ένα τέρας τελικά!» του ούρλιαξε κλείνοντάς του την πόρτα στα μούτρα.
΄΄Δεν ισχυρίστηκα ποτέ το αντίθετο΄΄ ψέλλισε ανάβοντας ένα τσιγάρο. Οι γροθιές του σφίχτηκαν απότομα. Τι στο ανάθεμα του είχε συμβεί; Σήμερα, για πρώτη φορά, αδυνατούσε να ολοκληρώσει την πράξη του. Το μυαλό του δεν βρισκόταν εκεί. Πίεσε τους κροτάφους του. Τα συναισθήματα ήταν αδυναμία. Δεν δικαιούταν να λυγίσει ποτέ. Του πήρε χρόνια για να τα αποβάλει. Χρόνια απόρριψης και κακοποίησης. Μικρός, σαν το σκυλί το πιστό, καρτερούσε στωικά ένα χάδι που δεν ερχόταν σαν να μην το δικαιούνταν. Το ξύλο και ο βιασμός, του δηλητηρίασαν την ψυχή. Δεν μπορούσε να προσφέρει κάτι άγνωστο σε εκείνον. Όμως τι ήταν αυτό που τον σταμάτησε τη στιγμή της πράξης;
---------------------------------
Η Ανδριανή καθόταν με τη φίλη της στο δωμάτιό της. Ο Λευτέρης ήταν μαζί με τον παππού του και έτσι εκείνες είχαν το περιθώριο να μιλήσουν. Οι συνθήκες τις είχαν απομακρύνει, ο ασκός του Αιόλου του παρελθόντος, είχε ανοίξει. Μεταξύ τους συζητούσαν για την αντίσταση, για τις προκηρύξεις που μοιράζονταν, καθώς και την ανατίναξη δυο αυτοκίνητων γερμανικών που οδήγησαν σαφώς σε αντίποινα. Η Ανδριανή της είχε μιλήσει για τις ιστορίες που της εξιστορούσε ο Στέφανος.
«Θα ήθελα να συμμετέχω και εγώ. Θέλω να πω, έχω φίλες που είναι στην αντίσταση και που αγαπούν την πατρίδα. Έτσι όπως καθόμαστε, νιώθω σαν να μην προσφέρω τίποτε»
«Είδες τι συνέβη στον Ιωσήφ. Με το να σκοτωθούμε, δεν πετυχαίνουμε τίποτε. Πιστεύω πως η ιστορία θα τους οδηγήσει έτσι και αλλιώς στο γκρεμό. Ωστόσο, θα ήθελα εμείς να συνεχίσουμε να ζούμε και μετά την καταστροφή τους. Ήταν πολλές οι απώλειες που έχω βιώσει. Ονειρεύτηκα έναν άλλο δρόμο, τελείως διαφορετικό για εμένα, μα να που ο Θεός τελικά γέλασε. Παράλληλα, με βοήθησε ώστε να μην τρελαθώ. Έπειτα, περνάμε δύσκολα. Υπάρχουν τόσοι άνθρωποι που πεθαίνουν στον ύπνο τους, σε σημείο που φοβάμαι ακόμη και να ξαπλώσω. Όλη μέρα τα καρότσια του δήμου μαζεύουν πτώματα»
Η Ανδριανή σκυθρώπιασε και με τρόπο, της έδωσε μία αντιστασιακή εφημερίδα. Η Αφροδίτη διάβασε πολύ προσεκτικά ΄΄Τα κοριτσόπουλα που βλέπουμε να τριγυρνούν τις σκοτεινές ώρες με Γερμανούς και Ιταλούς,δεν είναι τίποτε άλλο από τις παλαιές και συνηθισμένες πελάτισσες του τμήματος Ηθών. Τσούλες της κατωτέρας υποστάθμης. Δεν είναι άξιες να ονομάζονται Ελληνίδες΄΄
«Όλα καλά εδώ;» τη ρώτησε σαν να ήξερε ή σαν να φοβόταν.
«Όλα είναι εντάξει. Ο Φίλιμπερτ απουσιάζει τα πρωινά, ο φίλος του επιστρέφει σήμερα»
«Εννοώ μεταξύ σας» τη σκούντησε.
«Ανδριανή...εγώ...δεν μπορώ να είμαι μαζί του. Δεν...δεν πρέπει. Επίσης, έχω καταλάβει πως με τον Κάσπαρ δεν μιλιούνται. Ήρθε ως εδώ απίστευτα πληγωμένος, ωστόσο δεν μου είπε τον λόγο. Σκοπεύει μόλις επιστρέψει ο αδερφός του να αποχωρήσει»
«Καλύτερα έτσι. Ο Σάββας;» τη ρώτησε ξανά.
«Είναι καλύτερα οικονομικά, χάρη σε εκείνη την οικογένεια. Μπορεί να είναι Γερμανοί, αλλά βρίσκονται πολλά χρόνια στη χώρα μας. Μοιάζουν καλοί άνθρωποι. Ξέρεις όμως τι συμβαίνει με την ελληνική κοινωνία. Ο Στέφανος; Είσαι ευτυχισμένη μαζί του; Να μου τον προσέχεις. Ξέρεις πόσο σας αγαπώ και τους δύο»
Η Ανδριανή κοκκίνισε ολόκληρη, σε σημείο που τα μάτια της Αφροδίτης είχαν γουρλώσει, ενώ το γέλιο της ετοιμαζόταν να ξεσπάσει για πρώτη φορά, μετά από τόσα χρόνια. Πλέον δεν ήταν έφηβες, αλλά γυναίκες. Ήθελε να της τα πει όλα.
«Εγώ και εκείνος...Ξέρεις...»
Η Αφροδίτη την αγκάλιασε σφιχτά.
«Είσαι τόσο τυχερή. Απόλαυσες μία πράξη έρωτα με τον πιο όμορφο τρόπο. Χαίρομαι για εσένα. Είσαι σαν την αδερφή που ποτέ δεν είχα»
Η φίλη της την αγκάλιασε συγκινημένη.
«Σαν χθες μας θυμάμαι να ανταλλάζουμε γράμματα. Να ξέρεις πως κάθε μου κίνηση, κάθε μου συμβουλή, πραγματοποιείται από αγάπη για εσένα. Θέλω να είσαι ευτυχισμένη. Έχεις περάσει πολλά»
«Είμαι δυνατή, Ανδριανή» της χαμογέλασε η Αφροδίτη.
«Κοίτα, ίσως βρεθώ με εκείνη τη φίλη. Τη Χρυσάνθη. Θέλει να μοιράσουμε προκηρύξεις. Ένιωσα πως δεν μπορούσα να αρνηθώ»
«Ανδριανή, πρόσεχε. Έλεγα να βρεθούμε απόψε στο σπίτι σου»
«Μα εγώ...»
«Μη μου χαλάς χατίρι. Ο μπαμπάς θα έχει τον μικρό ως το βράδυ. Έχουν πάει βόλτα και έπειτα θα πάνε στους θείους γιατί έχει κρύο»
«Καλά, εντάξει»
Το είχε κάνει επίτηδες για να την εμποδίσει. Σαν την είδε να φεύγει, στάθηκε για λίγο μπροστά από έναν καθρέπτη που υπήρχε στο δωμάτιο του πατέρα της. Αν και νέος, όταν έχασε τη μητέρα της, δεν έφτιαξε ποτέ ξανά τη ζωή του με μία άλλη γυναίκα. Αγαπούσε τη Μαργαρίτα, το αιώνιο κοριτσάκι του. Έτσι, προτίμησε να αφοσιωθεί στην κόρη του και τώρα στον εγγονό του. Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες τους ήταν εκεί. Η Αφροδίτη κοίταξε τη μητέρα της και έπειτα με μία κίνηση άφησε λυτά τα μαλλιά της. Οι καστανές της, ανάλαφρες τούφες, πλαισίωσαν ένα πρόσωπο σχετικά μελαχρινό. Τα χαρακτηριστικά της, είχαν έναν άνεμο ανατολίτικο. Δεν ήταν ακριβώς όμορφη, μα είχε μία φυσική γοητεία και ένα γλυκό χαμόγελο. Είχε μάτια που τα φώτιζε η καλοσύνη και δέρμα που έλαμπε. Πρώτη φορά κοιτούσε τον εαυτό της, δίχως να τον απεχθάνεται. Ένα χτύπημα στη πόρτα, διέκοψε κάθε σκέψη. Ο Κάσπαρ στεκόταν στο κατώφλι σκυθρωπός.
«Καλησπέρα και καλή χρονιά, υποθέτω»
«Επίσης, ας πούμε. Δεν θέλω να φανώ αδιάκριτη, αλλά έχω καταλάβει πως εσύ και ο παιδικός σου φίλος, είχατε μία διαφωνία»
«Την είχαμε» επανέλαβε.
«Νομίζω πως πρέπει να μιλήσετε. Δεν θα άντεχα να είμαι τσακωμένη με την Ανδριανή»
Για λίγο ο Κάσπαρ μειδίασε θλιμμένα.
«Έχεις αλλάξει πολύ από την κοπέλα που γνώρισα. Είναι ειλικρινές, αν πω, πως χαίρομαι»
«Σε ευχαριστώ» του είπε απλά, όταν άκουσε και τον Φιλ να εισέρχεται.
Τα δύο αγόρια κοιτάχτηκαν με θλίψη.
«Κάσπαρ, εγώ θα φύγω. Θα μείνω στον αδερφό μου. Σπίτι υπάρχει μεγάλο, δεν χρειάζεται να επιβαρύνω τον κύριο Παύλο. Εξάλλου, ως κατακτητής ποτέ δεν θα γίνω αρεστός και είναι λογικό. Ο αδερφός μου θα έρθει απλώς να πάρει με το αυτοκίνητο τα υπόλοιπα πράγματα»
«Εμείς πρέπει να μιλήσουμε» του είπε ο Κάσπαρ.
«Ναι. Να συστηθούμε ξανά ίσως. Τελοσπάντων...»
Ο Κάσπαρ θα έμενε πλέον μόνος του στο δωμάτιο. Ο Φιλ έφυγε με τη μηχανή που οδηγούσε έχοντας συγκεντρώσει όσα προσωπικά αντικείμενα μπορούσε. Ο Κάσπαρ απλώς θα φόρτωνε τη δερμάτινη βαλίτσα στο αυτοκίνητο του. Η Αφροδίτη ετοιμάστηκε ξανά για να πάει στη φίλη της. Έπρεπε να την εμποδίσει να μοιράσει το οτιδήποτε επικίνδυνο, ακόμη και αν ήταν ηρωικό. Το μαύρο αυτοκίνητο είχε φτάσει και ο Άρτουρ βλέποντας τον Κάσπαρ, σιωπηλός, πήρε τη βαλίτσα στα χέρια του. Η Αφροδίτη βγήκε με τρόπο. Ο καιρός ήταν μουντός. Μέσα στη σκοτεινιά, το βλέμμα της για κλάσματα αντάμωσε με εκείνου.Τα δύο αιώνια, ψυχρά του μάτια, την κοίταξαν με έκπληξη, σαν την παρατήρησε να γλιστρά μέσα στο κρύο και το σκοτάδι. Ο άνεμος έδινε το σήμα στη δική του γλώσσα πως η βροχή πλησίαζε. Πάλι παράξενα συναισθήματα τον έπνιξαν. Για κάποιον λόγο, θύμωνε συχνά όταν την έβλεπε. Η Αφροδίτη εξαφανίστηκε και εκείνος έδωσε διαταγή στο αυτοκίνητο να πάει σπίτι του. Ο Κάσπαρ εισήλθε στο σπίτι και ο Άρτουρ γύρισε την πλάτη του, έτοιμος να επιβιβαστεί, όταν εικόνες παράξενες τον πλημμύρισαν. Ο εφιάλτης του μαρτυρίου του με πρωταγωνιστή τον Άλμπρεχτ. Εκεί έξω, υπήρχαν κίνδυνοι και άνθρωποι σαν εκείνον, έτοιμοι να κάνουν κακό για να ξεσπάσουν τις ορμές τους. Οι γερμανικές περίπολοι ήταν παντού και το ανόητο κορίτσι κυκλοφορούσε μόνο. Μα γιατί αυτό είχε σημασία; Οι κραυγές της εκείνο το βράδυ, αναδύθηκαν στη μνήμη του. Κλείνοντας την πόρτα την ακολούθησε. Το σκοτάδι είχε πέσει.
Η κοπέλα ήξερε τον δρόμο, μα δεν είχε υπολογίσει τους Ιταλούς ή τους μεθυσμένους Γερμανούς. Για την ακρίβεια, μία παρέα τριών στρατιωτών, μιλώντας σε αυτή τη βάρβαρη γλώσσα, ερχόταν τρεκλίζοντας προς το μέρος της. Η Αφροδίτη ήξερε τους δρόμους και κρύφτηκε σε ένα σοκάκι φοβισμένη, όταν ένα χέρι της έκλεισε το στόμα. Η καρδιά της αναπήδησε, ο τρόμος τη μούδιασε, η βροχή ξεκίνησε να πέφτει και μέσα σε όλα, εκείνο το βλέμμα. Θύμωσε. Με τα χέρια της έμπηξε τα νύχια στο τρυφερό του δέρμα, ακούγοντας ένα σκούξιμο. Ο Άρτουρ με γρήγορες κινήσεις της έδειξε τους στρατιώτες. Κατόπιν με νοήματα, της ζήτησε να κάνει ησυχία. Ήξερε τους δρόμους με τα μπλόκα.
Κεραυνοί όργωσαν τον ουρανό. Μόνο οι ανάσες τους ακούγονταν. Ήταν και οι δύο μπερδεμένοι και τρομοκρατημένοι. Εκείνος συνειδητοποίησε πως την είχε στριμώξει στον τοίχο. Ευθύς, απομακρύνθηκε λες και τον είχαν χαστουκίσει. Η Αφροδίτη διάβαζε κάτι παράξενο. Φόβο και θυμό. Μα, τι γύρευε εκεί; Με δύο δρασκελιές, έτρεξαν. Παρά το πρόβλημα, ήταν γρήγορος. Της υπέδειξε τους επικίνδυνους δρόμους. Έπρεπε να φύγει. Ήταν ανόητο όλο αυτό, Δεν είχε καμία δουλειά. Μαυροντυμένος, φθονερός ανάμεσα στους λασπωμένους δρόμους, εξαφανίστηκε. Η κοπέλα για δευτερόλεπτα κοίταξε προς την κατεύθυνσή του. Τι συνέβαινε με αυτόν τον άνδρα; Ήταν ανατριχιαστικός, μα η μυρωδιά της κολόνιας του, είχε κάτι όμορφο. Το μόνο όμορφο. Σκέφτηκε τα μάτια του. Έτσι ακριβώς αντίκριζε και εκείνη τον κόσμο, έπειτα από την νύχτα που της άλλαξε τη ζωή.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro